,

Η αναχώρηση

Οι κόμποι στα χέρια της είχαν ασπρίσει. Κρατούσε το βιβλίο σαν σανίδα σωτηρίας. Ανάθεμα κι αν είχε διαβάσει τρεις λέξεις στη σειρά. Γύρω της κόσμος πολύς. Άλλοι πήγαιναν άλλοι έρχονταν, άλλοι μίλαγαν, άλλοι γέλαγαν, άλλοι απλά περίμεναν, όπως αυτή. Συχνά πυκνά η τυποποιημένη γυναικεία φωνή ανακοίνωνε αφίξεις και αναχωρήσεις ή κάποιο όνομα ξεχασμένο στα μαγαζιά του αεροδρομίου. Κι εκείνη; Κι εκείνη με στυλωμένα τα μάτια στο κενό, πάλευε με τις σκέψεις της. Ήταν άδεια και λαβωμένη. Ήταν νέα κι έπρεπε να βρει τη δύναμη. Δεν άκουγε τίποτα απ’ τους θορύβους γύρω της. Δεν έβλεπε τίποτα απ’ τους ανθρώπους με τις βαλίτσες. Άκουγε μόνο γνώριμες φωνές που της τρύπαγαν τ’ αυτιά και της τρέλαιναν το μυαλό.

«Να φύγεις! Τελείωσες για μένα! Δεν είσαι πιά κόρη μου!».

«Φύγε, κορίτσι μου. Φτιάξε τη ζωή σου αλλού. Μακάρι να ‘χεις καλύτερη τύχη από μένα!».

«Θα φύγεις; Κι εγώ; Πού θα μ’ αφήσεις; Πώς θα μ’ αφήσεις;».

«Φεύγεις; Θα γυρίσεις; Θα σε περιμένω!».

Ήθελε με κάποιο τρόπο να κάνει αυτές τις φωνές να πάψουν, να το βουλώσουν. Να τους φωνάξει: «Σταματήστε πια! Ορίστε, σας άδειασα τη γωνιά! Τι άλλο πια;» Κοίταξε απλά το ρολόι στο τοίχο. Δύο ώρες ακόμα…

Δεν είχε τα καλύτερα παιδικά χρόνια. Στην επαρχία, μ’ ένα πατέρα σκληρό, που με το πρόσχημα της “ηθικής” καταδυνάστευε την οικογένειά του. Πρώτα – πρώτα τη μάνα της. Αγαθή κι αμόρφωτη η μάνα της. Καλή γυναίκα αλλά άβουλη. Δεν είχε γνώμη. Ό,τι έλεγε ο αφέντης ήταν νόμος. Όλα ήταν επιτρεπτά για ‘κείνον, τίποτα για ‘κείνη. Δούλευε στα χωράφια και στα ζώα απ’ τ’ αξημέρωτα κι ανάσταινε τα δυο κορίτσια της. Κορίτσια! Δεν είχε την τύχη να κάνει αρσενικό. Άλλη μια απογοήτευση για τον αφέντη. Κάτι που δεν την άφηνε να το ξεχνάει. “Άκληρη” τη φώναζε! Όσο κι αν προσπαθούσε να προλαβαίνει τις επιθυμίες του, αυτός πάντα κάτι έβρισκε. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που είχε δοκιμάσει και το χέρι του. Και να σκεφτείς ότι θεωρούνταν “καλή τύχη” στα νιάτα του. Με τα χωράφια του, με τα ζώα, με το μεγάλο σπίτι. Την παραμύθιασαν ότι τίποτα δεν θα της έλειπε. Ζωή χαρισάμενη. Κουραφέξαλα.

Η ίδια, σαν παιδί, δεν είχε φίλες, παρέες. Σπίτι – σχολείο, σχολείο – σπίτι. Άντε και κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Ποτέ δεν την καλούσαν σε γενέθλια, σε γιορτές. Καλύτερα! Έτσι κι αλλιώς δεν θα την άφηναν να πάει. Ήταν καλή μαθήτρια όμως. Κι ευτυχώς την άφησαν να πάει στο γυμνάσιο. Ο πατέρας της ήθελε να τη σταματήσει στο δημοτικό και να πάει κι αυτή στα χωράφια. Εξ άλλου τι να τα κάνει τα γράμματα ένα θηλυκό; Αλλά να, που του μίλησε κι η δασκάλα και φαίνεται κολακεύτηκε με το πόσο έξυπνη κόρη έχει και τελικά ενέδωσε. Το γυμνάσιο, μια ώρα δρόμος. Αισθάνθηκε για πρώτη φορά ελεύθερη. Λες και πήγαινε σε άλλη πολιτεία, σε άλλο κόσμο. Άρχισε να ζει.

Μεγαλώνοντας, η σκιά του πατέρα της την καταπίεζε, της έκοβε την ανάσα. Αλλά πού να τολμήσει να του πάει κόντρα. Είχε κάνει καλή δουλειά η μάνα της τόσα χρόνια. Φόρτωνε μόνο μέσα της. Όλο και πιο πολύ. Στη μόνη που μίλαγε ήταν η αδελφή της. Να της ανοίξει τα μάτια, γιατί αυτήν την έκοψαν απ’ το σχολείο και βοήθαγε τη μάνα τους. Φρόντιζε να μη του δίνει κανένα δικαίωμα. Ούτε με τα ρούχα της, ούτε με τις απαιτήσεις της, ούτε με τη συμπεριφορά της. Προ παντός να μη γίνεται φασαρία στο σπίτι. Εξ άλλου υπήρχε η μόνιμη απειλή. «Θα σταματήσεις το σχολείο και θα πας στα χωράφια!». Και το σχολείο, που αρίστευε, ήταν η μόνη της διέξοδος.

Θα ‘ταν στα μέσα της τελευταίας χρονιάς, που η καρδιά της χτύπησε διαφορετικά στο κοίταγμα του αδελφού μιας συμμαθήτριάς της, που ερχόταν και την έπαιρνε απ’ το σχολείο. Οι καρδιές έχουν τους δικούς τους κανόνες κι έτσι ξεκίνησε το ειδύλλιο με χιλιάδες προφυλάξεις. Αγνά αισθήματα, πρωτόγνωρες εμπειρίες. Το κράτημα του χεριού, ένα κλεφτό φιλί, μια αγκαλιά, ένα χάδι στα μαλλιά. Και όνειρα. Πολλά όνειρα. Οι λίγες στιγμές γίνονταν αιωνιότητα και όσα δεν προλάβαιναν να πουν, τα έλεγαν οι σκέψεις και τα μάτια. Το αγόρι της  ήταν που της είπε ότι κάποιοι συμμαθητές της έχουν βάλει στοίχημα για το ποιος θα τη “ρίξει”. Ποιος θα στραπατσάρει την δεσποινίδα “τέλεια”. Δεν έδωσε σημασία. Έτσι κι αλλιώς σ’ ένα μήνα άρχιζαν οι τελικές εξετάσεις και θα τελείωνε το σχολείο.

Κι ήταν τότε, μόλις είχε δώσει το τελευταίο μάθημα, καθώς γύριζε στο σπίτι της, που της στήσανε ενέδρα, τρεις απ’ αυτούς, σ’ ένα σύδεντρο πιο κάτω. Μέρα – μεσημέρι. Πάλεψε με νύχια και με δόντια και δε θα τα ’χε βγάλει πέρα αν δεν περνούσαν από ‘κει κάποιοι άνδρες που πήγαν να κόψουν φρούτα. Ήταν πολύ τυχερή. Μια τυχερή με σκισμένα ρούχα και χώματα ανακατεμένα με δάκρυα στο πρόσωπο. Με  γρατσουνιές και μελανιές στα χέρια και στα πόδια. Μια τυχερή με μωλωπισμένο κορμί και ψυχή. Μια τυχερή μ’ ένα τεράστιο «γιατί;» στα μάτια.

Σ’ ένα μικρό μέρος μαθαίνονται όλα γρήγορα και παρόλο που όλοι στο χωριό είχαν πάρει το μέρος της, ο πατέρας έδινε το δίκιο, πού αλλού; Στα αρσενικά. Δεν είχε καμιά σημασία το γεγονός ότι δεν έφταιγε εκείνη, ότι δεν είχε κάνει τίποτα για να τους προκαλέσει. Καμιά σημασία ότι τελικά δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Στα μάτια του πατέρα της ήταν πόρνη. Κάτι σαν τα τσουλάκια που ξενοπήδαγε όταν κατέβαινε στην πόλη. Δεν ανεχόταν τη ντροπή. Όσο κι αν έκλαψε, όσο κι αν προσπάθησε να του μιλήσει, δεν κατάφερε τίποτα. Το μόνο που κέρδισε ήταν περισσότερες μελανιές και πρηξίματα. «Για αυτό σε στέλνω σχολείο; Για να γίνεις πουτάνα; Δεν ήξερα ότι οι πουτάνες θέλουν απολυτήριο Λυκείου». Άρον άρον την τράβηξε η μάνα της και την έστειλε σε μια θεία της, δυο δρόμους πιο κάτω, για να τη σώσει απ’ την οργή του. Λαβωμένη μέσα κι έξω. Δεν πρόλαβε ποτέ να θρηνήσει το κομμάτιασμα του κορμιού και της ψυχής της. Δεν πρόλαβε ποτέ να αναλύσει τι της συνέβη. Τα γεγονότα έτρεχαν. Τα τέρατα δεν είχαν τελειώσει μαζί της. Δεν την είχαν αποτελειώσει. Περίμενε την ετυμηγορία του.

«Να φύγεις. Δεν είσαι πια κόρη μου. Η πόρτα του σπιτιού μου έκλεισε για σένα».

«Εσύ! Εσύ δεν υπήρξες ποτέ πατέρας», σκέφτηκε.

Βράδυ έφυγε και πήγε στη στάση του ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη. Μ’ ένα μικρό βαλιτσάκι. Ίσα που πρόλαβε να δει τη μάνα της.  Ίσα που πρόλαβε να κοιτάξει για τελευταία φορά το χωριό της. Χωρίς δάκρυα. Δεν είχε άλλα δάκρυα πια. Είχε στεγνώσει. Στην τσέπη της οι οικονομίες μιας ζωής της μάνας της.

«Αναχώρηση πτήσεως 768 για Μόναχο Γερμανίας, οι επιβάτες με προορισμό το Μόναχο παρακαλούνται να προσέλθουν στην έξοδο Β».

Τινάχτηκε ξαφνιασμένη και κοίταξε το ρολόι. Για μια στιγμή στάθηκε δισταχτική, αμήχανη. Μια στιγμή και μια σκέψη. «Πόσα τέρατα ακόμα;». Τα μάτια της δυο σχισμές. Άδειασε τον αέρα απ’ τα πνευμόνια της, έκλεισε το βιβλίο, ίσιωσε το κορμί της και με αργά και σταθερά βήματα προχώρησε προς την Έξοδο Β.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: