,

Ο αόρατος εχθρός

«Ω, ρε κατοχή που σας χρειάζεται!», μουρμούραγε ο παππούς μισοαστεία – μισοσοβαρά κάθε φορά που τα εγγόνια του γκρίνιαζαν και δεν έτρωγαν το φαγητό τους.

«Το ένα σας βρωμάει, το άλλο σας μυρίζει! Ο ένας δεν τρώει το ένα, ο άλλος δε θέλει το άλλο. Εμείς ένα ξεροκόμματο είχαμε κι αυτό όχι πάντα», έλεγε στο τραπέζι αγανακτισμένος. Αυτά όταν ζούσε ακόμα η γιαγιά, γιατί μετά δεν του έπαιρνες εύκολα κουβέντα. Τον τελευταίο καιρό κυρίως, ήταν περισσότερο ένας λακωνικός παρατηρητής. Δεν τον είχε καταβάλλει μόνο ο θάνατος της συμβίας του, αλλά και η γενικότερη κατάσταση.

Ο παππούς ήταν της κατοχικής γενιάς. Ήταν πάνω από ογδόντα πέντε χρονών, αλλά ούτε ο ίδιος ήξερε την ακριβή ημερομηνία γεννήσεώς του, γιατί τότε δεν τους δήλωναν αμέσως, όπως τώρα. Είχε ζήσει πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, εξορία, δικτατορία, φυλακίσεις… Γνώρισε την πείνα, τη φτώχεια, τις κακουχίες… Δούλεψε σαν το σκυλί κι αυτός και η κυρά του για να αναθρέψει την οικογένειά του. Δεν ήξερε τι σημαίνει ξυπνητήρι. «Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτι», συνήθιζε να λέει. Γι’ αυτό τον ενοχλούσε η σπατάλη και η αχαριστία. Για τον παππού, το να θεωρείς δεδομένο το πιάτο με το φαγητό που έχεις μπροστά σου και να το περιφρονείς, ισούται με αχαριστία.

«Έλα άντρα μου, μη τα ξεσυνερίζεσαι τα παιδιά. Είναι αλλιώς μαθημένα», τον ηρεμούσε η μακαρίτισσα η γυναίκα του.

Η γυναίκα του….

Με προξενιό παντρευτήκανε με το Κατινάκι του, ‘συνοικέσιο’ όπως έλεγε ο ίδιος. Πού καιρός τότε για έρωτες. Ταιριάξανε και αγαπήθηκαν όμως στην πορεία. Πάνω από μισό αιώνα έζησαν μαζί, μονιασμένοι, μία γροθιά στα εύκολα αλλά κυρίως στα δύσκολα. Και το σημαντικότερο, συζητούσαν. Ο παππούς είχε τη φωτογραφία της γιαγιάς στο κομοδίνο του και σαν έπεφτε το σκοτάδι και όλοι είχαν αποσυρθεί, της μίλαγε. Της έλεγε από τα πιο ασήμαντα γεγονότα της ημέρας μέχρι τα πιο σημαντικά.

«Κατίνα, θυμάσαι που θύμωνα με τα εγγόνια μας που δεν έτρωγαν το φαΐ τους και έλεγα ότι τους άξιζε μια κατοχή; Ε, τους βρήκε χειρότερο ακόμα Κατινάκι μου. Μετανιώνω τώρα για τα λόγια που ξεστόμισα. Τα βλέπω και ματώνει η καρδιά μου. Όλη μέρα κλεισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους. Ο γιος μας έχει ένα χρόνο ν’ ανοίξει το μαγαζί. Όλη μέρα φυσάει και ξεφυσάει. Πάει να του στρίψει. Ας είναι καλά η νύφη μας, χρυσό κορίτσι. Χάρις σ’ αυτήν τα φέρνουμε βόλτα.

Πόλεμο έχουμε Κατίνα μου, πόλεμο! Μόνο που τότες τον οχτρό τον ξεύραμε, τον βλέπαμε, φυλαγόμασταν. Ο Ιταλός, ο Γερμανός , ο δεξιός, ο αριστερός, ο ασφαλίτης, όποιον θεωρούσαμε αντίπαλό μας, ρε αδελφέ. Αλλά τώρα ετούτος ο τρισκατάρατος είναι αόρατος. Δεν τον βλέπουμε, δεν τον ξέρουμε καλά – καλά. Μόνο το όνομά του, κοροναϊός. Δεν πίστευα Κατίνα μου ότι όσο ζούσα θα αντιμετώπιζα πάλι εχθρό με κορώνα! Είναι ύπουλος ο μπάσταρδος και θερίζει κόσμο, πολύ κόσμο. Γέρους, νιούς, παιδιά ακόμα. Σε εκείνους τους πολέμους, τους παλιούς, πεθαίναμε για μια ιδέα, για ένα όνειρο, για την λευτεριά. Με τούτον εδώ, ο κόσμος πεθαίνει τζάμπα και βερεσέ.

Δεν μας το λένε Κατίνα μου, μας το κρύβουνε αλλά εγώ ξέρω. Ζούμε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και καμία χώρα δεν έχει μείνει ουδέτερη ετούτη τη φορά, όλες έχουν ριχτεί στη μάχη! Δε με νοιάζει για μένα Κατινάκι, εγώ τα ‘χω φάει τα ψωμιά μου. Αλλά για τα παιδιά και τα εγγόνια μας νοιάζομαι. Ο Χρηστάκης μας δίνει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο φέτο και στο σχολιό έχει μήνες να πάει. Τα ‘χουνε κλείσει. Άσε που είναι φουρκισμένος που θα χάσει και την εκδρομή, εκείνη που γίνεται στο τέλος του σκολιού και κρατάει πέντε μέρες. Πώς και πώς την περίμενε. Ο μπαγάσας είναι τσιμπημένος και με μια τσούπρα από την τάξη του.

Η Κατερινούλα μας, η γιατρίνα μας, έχει ένα χρόνο κι αυτή να πατήσει στο πανεπιστήμιο. Κλειστά κι αυτά. Πως στην ευκή θα μάθει να γιατροπορεύει τον κοσμάκη αν δεν της δείξουνε; Από τον καναπέ του σπιτιού; Και τα δίδυμα, τα καψερά ούλη μέρα μπροστά από κείνα τα μαραφέτια είναι, τα τάβλετ. Εκείνους τους διαβόλους που τους φώναζες τότες να κλείσουνε και να πάνε να διαβάσουν. Ε, σε πληροφορώ ότι από ‘κει μέσα ξεπροβάλλει κάθε μεσημέρι η μούρη του δασκάλου τους και η λαλιά του. Από ‘κει μέσα τους λέει το μάθημα. Σου το ορκίζομαι Κατίνα! Μωρέ το ίδιο είναι να βλέπεις κανονικά το δάσκαλο από κοντά; Εγώ μέχρι την Τρίτη δημοτικού πήγα και κρεμόμασταν από τα χείλη του δασκάλου, να μάθουμε, να ξεστραβωθούμε. Κι ας τον τρέμαμε. Ακόμα θυμάμαι το τσούξιμο από τις χαρακιές σαν λέγαμε ή κάναμε καμιά βλακεία. Ετούτα δω, μιλάει ο κύριος από το τάβλετ και εκείνα πέρα βρέχει. Χώρια που τα έχω τσακώσει την ώρα του μαθήματος να παίζουν σε κείνο το άλλο διάολο το πλε-στέσο. Χαμπέρια σου λέω! Ε, τι γράμματα να μάθουν έτσι; Ξύλα απελέκητα θα μείνουν! Άμα κάμω και πω καμιά κουβέντα, πετάγεται εκείνη η τσαούσα η μικρή «άσε μας ρε παππού, γυμναστική έχουμε τώρα!». Καλά λέει. Τι σόι γυμναστική να κάνουν από το μαραφέτι εκείνο; Άλλο πράμα η μικρή η εγγόνα σου, Κατινούλα μου! Καμιά σχέση με το Κατερινάκι μας. Ετούτη δω, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της! Αφού και ο δίδυμός της την τρέμει. Του χώνει κάτι σφαλιάρες ξεγυρισμένες σαν τύχει και ‘τα πάρει κρανίο’, όπως μιλάνε τώρανες οι νέοι. Όταν πάει ο πιτσιρικάς να ανταποδώσει, τον αγριεύω τάχατες «έ, ρε μασκαρόπαιδο, τι πας να κάμεις αυτού; Ποτέ δε χτυπάμε κορίτσια». «Μα ρε παππού, να κάθομαι να τις τρώω από την αδελφή μου;», απαντάει κι αυτός τάχατες θυμωμένα. «Δε χτυπάμε γυναίκα. Νόμος. Αυτό να το θυμάσαι καλά στη ζωή σου», τον ορμηνεύω κι εγώ Κατίνα μου, όπως ορμηνεύαμε κι εμείς τα αγόρια μας τότες. «Και τι να κάνω;», το βιολί του ο μικρός Κατίνα μου. «Υπομονή βρε, αυτό να κάμεις!», του λέω κι εγώ κοφτά μπάς και κλείσει η κουβέντα.

Δε ξεχωρίζω κανένα από τα εγγόνια μας Κατίνα μου, αλλά να, εκείνου του μικρού του ΄χω μεγάλη αδυναμία. Όχι επειδής έχει το όνομά μου. Όχι. Αλλά να, όλο έρχεται κοντά μου και θέλει να ακούει τις ιστορίες από τα παλιά. «Και πες μου παππού για τότε που ήρθαν οι Γερμανοί, και για τον μεγάλο σου αδελφό τον Κωνσταντή που σκοτώθηκε στον εμφύλιο και για τότε που σε κλείσανε φυλακή και για ‘κείνη τη φορά που η γιαγιά νόμιζε ότι σε είχαν σκοτώσει και και και…». Να ’ναι καλά τα παιδάκια μας! Μεγάλη παρηγοριά Κατινάκι μου ετούτα τα στερνοπούλια! Μακάρι ομορφιά μου να μπορούσες κι εσύ να τα χαρείς! Βέβαια μου παίρνουν και τα αυτιά. Ευτυχώς που δεν καλοακούω! Δε βγαίνουν καθόλου όξω και ούλη μέρα τσακώνουνται! Και πού να παίξουν στην τσιμεντούπολη; Στη μπάλα και στο μπαλέτο που τα πήγαιναν να ξεδώσουν, απαγορεύεται λέει να πάνε. Τι να κάμουν τα έρμα. Και ΄γω μέσα στα τέσσερα ντουβέρια είμαι κλεισμένος Κατίνα μου. Πριν μπει αυτός ο σατανάς στη ζωή μας, πήγαινα κει χάμω μέχρι τον καφενέ, θυμάσαι αυτόν απέναντι από το περίπτερο, να περάσει λίγο η ρημαδοώρα. Αλλά τώρα πουθενά. Άσε που είναι και κλειστό ένεκαν της καταστάσεως. Ανοίγω λίγο το χαζοκούτι αλλά και ‘κείνες οι ειδήσεις, όλο για κλεψιές και σκοτωμούς λένε. Τώρα τελευταία μάλιστα, έχει παραγίνει το κακό.

Κανείς δε ξεμυτάει από το σπίτι. Έχουμε και απαγόρευση κυκλοφορίας μετά από κάποια ώρα. Όπως τότες… Θυμάσαι εκείνα τα μαύρα χρόνια, Κατίνα μου, που είπαμε να πάνε και μη σώσουν και ξανάρθουν; E, κάτι τέτοιο ζούμε και τώρα μόνο που δεν το ’χουμε πάρει χαμπάρι. Αλλά, και σαν βγούμε να πάρουμε μία φρατζόλα ψωμί, δίνουμε αναφορά. Ακούς Κατινιώ μου α-ν-α-φ-ο-ρ-ά, αλλιώς πλερώνουμε πρόστιμο. Και πρέπει στα μούτρα να φοράμε μάσκα, και διπλή ακόμα, σαν εκείνη που φόραγες μετά τις θεραπείες, για να μην κολλήσεις τίποτις. Πόσο βασανίστηκες και συ καρδιά μου τότες…

Για την αδελφή σου τα ’μαθες. Στο γηροκομιό που την πέταξε ο γιος της, κόλλησε αυτόν τον παλιό ιό και ήρθε μία ώρα αρχύτερα να σε βρει, όπως και τόσοι της σειράς μας. Δεν είχε βγει ακόμα το εμβόλιο. Αυτό Κατίνα μου είναι το μόνο μας όπλο στον πόλεμο, για την ώρα. Εγώ το έκαμα από τους πρώτους λόγω ηλικίας. Αλλά και η Στελλίτσα, η νυφούλα μας το ΄καμε λόγω που δουλεύει στο νοσοκομείο. Πέρυσι η καψερή είχε μήνες να αγκαλιάσει τα παιδιά και τον Κωστή, μην και είχε κουβαλήσει τον σατανά στο σπίτι. Άσε το πόσο προσέχανε εμένα μην κολλήσω. Σαν μπιμπελό με είχανε, κλεισμένο στην κάμαρή μου. Μετά το φευγιό σου Κατινάκι δε μ’αφήκαν μόνο. Ούτε να ακούσουν να πάω να μείνω μόνος στο χωριό για να ’μαι κοντά σου. Συμπάθα μας κυρά μου, που τόσο καιρό δεν έχουμε έρθει να σε δούμε, να ανάψουμε το καντηλάκι σου, αλλά δεν αφήνουν να πάμε μακριά.

Όλοι κρατάνε αποστάσεις ψυχούλα μου. Τρέμεις να απλώσεις το χέρι στον συνάνθρωπό σου, στο συγγενή, το γείτονα. Να τον αγκαλιάσεις, να τον φιλήσεις. Κάθεσαι μακριά λες κι έχει χολέρα. Κι απ’ ότι φαίνεται θα πάει μακριά η βαλίτσα. Λυπάμαι τα νέα παιδιά. Τα δικά μας κι όλου του ντουνιά. Αλλά και οι μεγάλοι υποφέρουν. Νοικοκυραίοι ανθρώποι κλείσανε τα μαγαζιά τους και πεινάνε. Ανθρώποι μεροκαματιάρηδες χάσανε τη δουλειά τους και δεν έχουνε να πορευτούνε. Εμείς τα κουτσοβολεύουμε. Να ΄ναι καλά η νύφη μας, το Στελλάκι μας. Άξια κοπέλα, δουλευταρού, τίμια. «Σαν γεννηθεί η νύφη τσι πεθεράς θα μοιάσει», που λέγανε και οι παλαιοί. Με το δικό της μισθό πληρώνονται όλα Κατινιώ μου. Η ρημαδοσύνταξη τρεις και εξήντα τι να κάμει, για να τσοντάριζα κι εγώ. Ίσα για τους γιατρούς και τα φάρμακα φτάνει. Κατίνα μου, αναγκαστήκαμε ψυχή μου να πουλήσουμε και το προικώο σου. Το ξέρω ότι ήταν το πατρικό σου σπίτι και το λάτρευες και ήθελες να το χαρούν τα εγγόνια μας, αλλά δε γινόταν αλλιώς ομορφιά μου. Τα έξοδα πολλά, τέσσερα παιδιά να αναθρέψουν, φροντιστήρια, νοίκια, εφορίες, κέρατα. Η καημένη η Στέλλα δούλευε διπλοβάρδια, αλλά πάλι είναι πολλές οι τρύπες που πρέπει να κλείσουν.

Το μαγαζί κλειστό αλλά κι εκεί τα έξοδα τρέχουν. Βοήθεια από πουθενά. Όλοι είναι μεγάλα λόγια και ταξίματα και από έργα μηδέν. Εκείνο το επίδομα που δίνουν ούτε για μαρούλι δε φτάνει. Ο Κωστής μας έχει σηκώσει τα μανίκια και έχει αναλάβει το νοικοκυριό, να βοηθήσει τη γυναίκα του. Ήσουν άξια μάνα Κατίνα μου. Έβγαλες ένα λεβέντη άντρα στην κοινωνία. Μακάρι να μας είχε χαρίσει ο θεός και το Χρήστο μας. Κοτζάμ άντρας θα ‘ταν τώρα, με τη δική του οικογένεια. Ας είναι. Τον έχεις κοντά σου τώρα».

Δάκρυα χοντρά κυλούσαν στα κουρασμένα και σακουλιασμένα μάτια του παππού, κάθε φορά που θυμόταν τον αδικοχαμένο γιο του.

«Πατέρα, δεν ξάπλωσες ακόμα;», διέκοψε τις θύμησές του, η νύφη του η Στέλλα, που έφευγε για τη νυχτερινή βάρδια στο νοσοκομείο.

«Φεύγεις κόρη μου; Στο καλό και να προσέχεις κορίτσι μου», απάντησε τρυφερά ο πεθερός της σκουπίζοντας τα δάκρυά του.

«Πρέπει να πάω πατέρα να βοηθήσω. Έχουμε πόλεμο, πατέρα, πόλεμο. Κάθε μέρα δίνουμε σκληρές μάχες με έναν εχθρό αόρατο. Τα νοσοκομεία δε χωράνε άλλο κόσμο. Μη στενοχωριέσαι όμως εσύ. Πέσε να ξεκουραστείς. Καλό ξημέρωμα».

Η Στέλλα είδε τον παππού συγκινημένο και κατάλαβε. Ήξερε για τις μεταμεσονύκτιες συναντήσεις του με τη γιαγιά. Τα πεθερικά της τα αγάπησε σα γονείς και τα είχε πρότυπο.

«Άκουσες Κατίνα το κορίτσι μας; Καλό ξημέρωμα μου ευχήθηκε. Έλα μου όμως που εγώ κάθε βράδυ παρακαλάω να μη με βρει το ξημέρωμα. Να φύγω ήσυχα στον ύπνο μου και να μη ταλαιπωρήσω τα παιδιά μας. Να έρθω κοντά σας μία ώρα αρχύτερα».
Έκλεισε ο παππούς την κουβέντα σιγοτραγουδώντας στη γιαγιά ένα στιχάκι που της είχε γράψει, τότε, στα νιάτα τους.

«Εμένα το κορίτσι μου το λένε Κατινάκι

Είναι ομορφοκόριτσο, είναι και μοδιστράκι

Βρε Κατινιώ βρε Κατινιώ εσύ το γέρο κάνεις νιό,

Εσύ το γέρο κάνεις νιο, βρε Κατινιώ βρε Κατινιώ…

Καληνύχτα Κατινάκι μου. Εύχομαι γρήγορα καλή αντάμωση», ψέλισσε βουρκωμένος ο παππούς σφιχταγκαλιάζοντας τη φωτογραφία της γιαγιάς και φιλώντας τη.

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


%d