,

Εγώ είμαι εδώ

Το Φροσί μεγάλωνε στα πούπουλα, όλα τα καλά του κόσμου στα πόδια της, αφού φάγανε τα νιάτα οι γονείς στα εργοστάσια της ξενιτιάς. Πίσω στην Ελλάδα, με γεμάτες τσέπες πια, στη δεκαετία του ’70, το Φροσί απολάμβανε τη ζωή και μεγάλωνε δίχως να παίρνει είδηση τα κακά του κόσμου. Ο μπαμπάς Βασίλης φύλακας άγγελος, ασπίδα για το Φροσί και το Ανθιώ του, το στεφάνι του, το θησαυρό του, βροντοφώναζε “εγώ είμαι εδώ” και εξαφάνιζε τα τέρατα. Έτσι περάσανε τα χρόνια, όμορφα και ήρεμα σ’ έναν ονειρικά πλασμένο κόσμο που έφτιαξε ο Βασίλης γύρω τους και το “εγώ είμαι εδώ”, ως υπόσχεση και καθήκον να γεμίζει ελπίδα, δύναμη και αγάπη το σπιτικό και τη ζωή τους.

Η κόρη άνθιζε, όμορφη και με προικιά, περιτριγύρισαν μπόλικα αρσενικά τον Βασίλη, κάτι γύπες, κάτι όρνια, αετοί και περιστέρια… Έναν τέτοιο ήθελε σαν τον τελευταίο, ήσυχο, αθώο περιστέρι, καλό παιδί για το Φροσί του και τον βρήκε αμέσως, μα την τύχη τους. Γιατρός πάλευε να σπουδάσει το έρμο, φτωχόπαιδο, αλλά γιατρός! Ο Βασίλης είχε λεφτά θα βοηθούσε. Η Φρόσω παντρεύτηκε τον φτωχό, αθώο Αντωνάκη μέσα σε μια υπέρλαμπρη τελετή, λίγο πριν φύγει για πάντα από το πατρικό αραγμένη. Στην τεράστια ζεστή αγκαλιά προστασίας του Βασίλη άκουσε τις γνώριμες μαγικές λέξεις “εγώ είμαι εδώ” κι ευθύς αμέσως ξεκίνησε άφοβα για τη νέα ρόδινη ζωή με τον πανέμορφο Αντώνη. Τον Αντώνη ο Βασίλης τον έφτιαξε καρδιολόγο, του έφτιαξε και ιατρείο, του έδωσε μαζί με την κόρη κι ένα σπίτι που άρμοζε σε γιατρό. “Χαλάλι τα παιδιά μια κόρη έχω, κι ο Αντώνης ααα κύριος, κορώνα στο κεφάλι του το Φροσί μου, την προσέχει σαν τα μάτια του”, έλεγε στον καφενέ. Βέβαια οι συχνές επισκέψεις του Βασίλη σε ανύποπτο χρόνο δεν αφήναν και πολλά περιθώρια στον Αντώνη, “καθόσον εμπιστοσύνη ούτε στα μάτια μας” ξαναέλεγε στον καφενέ.

Τέτοια αγάπη άξιζε η κόρη του. Έλαμπε ο Βασίλης με τη χαρά της και να τα δώρα και να τα καλά και να τα δίδυμα ο Νίκος και η Ανθούλα, ήρθαν να συμπληρώσουν την ευτυχία. Στη χαρά όμως δίπλα βαδίζει και η λύπη, έφυγε ο Βασίλης ξαφνικά μια μέρα κρατώντας τα δίδυμα στην τεράστια ζεστή αγκαλιά, την ώρα που ψιθύριζε στα μικροσκοπικά αυτάκια τις τρεις μαγικές λέξεις “εγώ είμαι εδώ”, αλλά, δεν θα ήταν. Όλα άλλαξαν μεμιάς, ένα τεράστιο κύμα σηκώθηκε στη ζωή της Φρόσως και δεν είχε σταματημό βάλθηκε να πνίξει τα πάντα, η γιαγιά Ανθή, μαζί με τον Βασίλη έχασε όλο τον κόσμο, τα εγκεφαλικά την επισκέφθηκαν πολλές φορές, μισερή κι ανήμπορη να φροντίσει τη ζωή της ανέλαβε ο Αντώνης να την τακτοποιήσει σε μια κλινική που εξειδικευόταν σε τέτοιες καταστάσεις.

Ταυτόχρονα, τα δίδυμα δεν αφήναν τη Φρόσω να πάρει ανάσα πρωί – βράδυ. Τις οικογενειακές υποθέσεις, την περιουσία, τα πάντα τα ανέλαβε ο Αντώνης και το Φροσί, γεμάτη ευγνωμοσύνη αφέθηκε σε ένα “εγώ είμαι εδώ” που τόσο είχε ανάγκη να ακούει. Το κύμα πήρε γιγάντιες διαστάσεις, έγινε φουρτούνα και ξέπλυνε την καλά κρυμμένη άρρωστη προσωπικότητα του Αντωνάκη. Το «αθώο περιστέρι» έβγαλε το ψεύτικο φτέρωμα και αποκάλυψε ένα δαίμονα χωρίς ίχνος ανθρωπιάς και αγάπης. Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια η Φρόσω έζησε έναν ανείπωτο εφιάλτη, μέσα στη φρίκη. Γνώρισε μια ζωή που ούτε ήξερε ότι υπάρχει, αριστοτεχνικής βίας απ’ αυτές που δεν αφήνουν ορατά σημάδια, έναν καθημερινό πόνο σε ένα σακατεμένο σώμα και μια κουρελιασμένη άδεια ψυχή, έναν διαρκή εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης.

Χωρίς δικαίωμα να μιλήσει, να φωνάξει, να ζητήσει βοήθεια, να μην ακούσουν τα παιδιά, οι γείτονες, υπό την διαρκή απειλή ότι δεν θα ξανάβλεπε το Νίκο της, την Ανθούλα της, τη μάνα. Αποκομμένη από παντού να φροντίζει τα παιδιά της, αυτόν, τη φήμη του, το σπίτι, να εξασφαλίζει τη φροντίδα της μάνας. Τίποτα δε μαρτυρούσε το Γολγοθά. Παρηγοριά τα παιδιά, ένα κρυφό βουβό κλάμα και η μορφή του πατέρα στη σκέψη της μέρα και νύχτα να της ψιθυρίζει τις τρεις μαγικές του λέξεις, δίνοντας ψεύτικη ελπίδα για έναν όρκο που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ.

Ο Νίκος και η Ανθή έφυγαν στο εξωτερικό μεγάλα παιδιά πια, σε μια πολλά υποσχόμενη βαμβακερή ζωή αξιόλογων σπουδών και μεγάλης καριέρας. Η γιαγιά Ανθή έφυγε κι αυτή όσο αθόρυβα έζησε, σαν αερικό και η φήμη του Αντώνη πέταξε ψηλά, ξεπέρασε τα σύνορα. Συνέδρια, ταξίδια, ισχυρές γνωριμίες, απόκτησε το όνομα, τη θέση, τον πλούτο που λαχταρούσε, τις γυναίκες που ήθελε. Το μόνο αγκάθι μια μισότρελη γυναίκα, λέγανε στους κύκλους που τριγύριζε εκείνος.

Το Φροσί, αχ το Φροσί το όμορφο και φροντισμένο, το μοσχοαναθρεμμένο, κλεισμένο στο σπίτι έρμο και μοναχό, μην ξέροντας τις ώρες, τις μέρες, δεμένο και φιμωμένο, παραμορφωμένο, κομματιασμένο και ματωμένο θύμα μιας ανελέητης και ανεξέλεγκτης βίας. Νηστικό, βρώμικο παρακαλούσε για σωτηρία. Στην απόλυτη ησυχία μια γνώριμη φωνή της φώναξε “Γύρνα στο πλάι παιδί μου, έλα, μπορείς!”. Της άπλωσε τα χέρια. Μια στάλα δύναμη χρειάστηκε η Φρόσω για να γυρίσει στο μέρος που στεκόταν ο Βασίλης, έπεσε στα χέρια του, τι ανακούφιση τα χέρια του, η ζεστή τεράστια αγκαλιά του. Το κοντό σκοινί που την κρατούσε δέσμια σε μια ανυπόφορη ζωή, έγινε ο βοηθός για να τη λυτρώσει. Έπεσε στο πλάι από το κρεβάτι, δεν έφτασε ποτέ στο πάτωμα, λίγο πριν πνιγεί στο αίμα της ψέλλισε “Νίκο μου, Ανθούλα μου, μάνα, μπαμπά μου” και πριν η ψυχή της πετάξει στην αγκαλιά του, ένα “εγώ είμαι εδώ για πάντα” ήταν το τελευταίο που άκουσε.

Τη Φρόσω τη βρήκανε τα παιδιά της, ένα κουρέλι πεταμένο, μετά από μέρες αφού ανήσυχα γυρίσανε στην Ελλάδα, μη βρίσκοντας κανέναν στα τηλέφωνα. Η εικόνα που αντίκρυσαν φανέρωσε τα πάντα που υποψιάζονταν αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν, ούτε και να αποδείξουν τόσα χρόνια. Αγκάλιασαν το πληγωμένο, ρημαγμένο σώμα της, έκλαψαν, ούρλιαξαν, χτυπήθηκαν για ώρες. Το μίσος και η εκδίκηση έπνιξαν τον πόνο, φρόντισαν τη Φρόσω όσο καλύτερα γινόταν. Την έθαψαν ανάμεσα στον Βασίλη και την Ανθή και ορκίστηκαν στους τάφους τους ότι όσο ζούσαν, το τέρας που αποκαλούνταν πατέρας τους θα υπέφερε για δυο ζωές.

Αν τον έβρισκαν…

Magic Garden

Απάντηση


%d