Ο νεαρός άντρας κάθεται στο παγκάκι. Κοιτάει νευρικά γύρω του, ενώ δαγκώνει συνεχώς τα χείλη. Φέρνει ένα τσιγάρο στο στόμα και με τρεμάμενα χέρια προσπαθεί να το ανάψει με τον αναπτήρα. Εκείνος γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά του και πέφτει στο έδαφος. Τον μαζεύει γρήγορα. Αυτή τη φορά τα καταφέρνει. Ρουφάει δυο – τρεις τζούρες. Με χέρι που συνεχίζει να τρέμει, βγάζει το κινητό από την τσέπη και το πλησιάζει στο αυτί του.
«Ναι» λέει αμέσως μιλώντας όσο πιο σιγανά μπορεί.
«Ναι, εγώ είμαι. Εγώ… Μην… Μην ανησυχείς! Δεν με είδε κανείς».
Ρουφά μια ακόμα τζούρα από το τσιγάρο. Κατεβάζει το χέρι στο πλάι και τινάζει τη στάχτη στο έδαφος.
«Πού είσαι;!» ρωτά με μια νότα ανησυχίας στη φωνή του.
«Άκουσέ με… άκουσέ με πρέπει να φύγεις αμέσως από εκεί. Όχι…»
«Όχι δεν είσαι ασφαλής!»
«Κάνεις λάθος… Κάνεις λάθος το ξέρουν αυτό το μέρος και θα σε βρουν…»
«Γιατί δεν μπορείς να φύγεις;»
«Πού σε χτύπησαν;!»
Πετάγεται όρθιος. Φέρνει το τσιγάρο στο στόμα και παίρνει μια γρήγορη ρουφηξιά. Φυσά τον καπνό απότομα. Κοιτάζει γύρω του νευρικά. Πετά το τσιγάρο στο έδαφος και περνά νευρικά το χέρι μέσα από τα αχτένιστα μαλλιά του.
«Κοίτα… δεν μπορείς να μείνεις άλλο εκεί… πρέπει να…»
Σφίγγει τα δόντια και κλωτσάει με δύναμη το παγκάκι.
«Θα έρθω να σε πάρω… θα έρθω να…»
Σκουπίζει το μέτωπο με την ανάστροφη της παλάμης του.
«Τι άκουσες;!»
Το χέρι του μένει μετέωρο.
«Είναι κάποιος εκεί;»
«Όχι! Όχι μην πας να δεις! Κρύψου! Κρύψου! Μην…»
Κάθεται απότομα στο παγκάκι.
«Τι ήταν αυτό; Ακούστηκε σαν… Με ακούς;! Με ακούς;!»
Κατεβάζει το κινητό από το αυτί του. Γλιστράει από το χέρι του και πέφτει στο έδαφος. Δεν δίνει σημασία. Στηρίζει τους αγκώνες στα γόνατά του και χώνει το κεφάλι μέσα στις παλάμες του.
Ερωδίτη Παπαποστόλου