,

Ομηρικοί ήρωες της παραλίας

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό στην παραλία και είχε μόλις αράξει πάνω στη μαβιά πετσέτα της, όταν τα είδε. Στην αρχή χωρίς συγκεκριμένο ενδιαφέρον, αλλά μετά διασκεδάζοντας σχεδόν, άρχισε να παρατηρεί τα δύο αγοράκια που έκαμναν φιλότιμες προσπάθειες να παίξουν, όσο το επέτρεπε η κοινωνικότητα των δύο χρόνων τους.

Δεν ήταν τα πρώτα ή τα τελευταία παιδιά που έβλεπε να παίζουν στην ακροθαλασσιά. Μάλιστα της έκανε εντύπωση που είχε αρχίσει να προσέχει τα συγκεκριμένα, γιατί γενικά δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσε να παρατηρεί παιδιά. Όχι γιατί δεν τα συμπαθούσε, αλλά γιατί προτιμούσε περισσότερο να χαζεύει τα αναρίθμητα σχήματα των κυμάτων της θάλασσας ή τις διαδρομές των ευέλικτων σπουργιτιών πάνω στη βοτσαλωτή άμμο. Τη φύση δηλαδή γενικότερα, παρά τους ανθρώπους.

Το αγοράκι που πρόσεξε πρώτο όταν άκουσε το όνομά του, Αχιλλέας, είχε κατά σύμπτωση το ίδιο μαλλί – χρυσαφένιο, μακρύ μέχρι τους ώμους και με μια μικρή αλογοουρά στην κορυφή – όπως εκείνος ο ηθοποιός πριν χρόνια, ο Μπραντ Πιτ, στην ταινία Τροία. Το έβλεπε που στεκόταν με περισσή αυτοπεποίθηση στην ακροθαλασσιά ατενίζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς, πολεμικές τριήρεις στο πέλαγος, όπως ο μυθικός προκάτοχός του, αλλά στην πραγματικότητα βέβαια μάλλον κοίταζε ένα μεγαλύτερο κορίτσι που έμπαινε σιγά – σιγά στο ακόμα δροσερό νερό. Τα γαλάζια μάτια του παιδιού μισόκλειναν από τον ήλιο και το κάπως μεγάλο κεφάλι του σε αναλογία με το λεπτό κι ολόλευκο σώμα του, δήλωνε το νεαρό ακόμα της ηλικίας του. Κι έτσι όπως το έστρεφε εδώ κι εκεί τινάζοντας τα μαλλιά του, της θύμιζε ένα λιλιπούτειο ηλιοτρόπιο όλο περιέργεια, που τιμούσε ωστόσο με το παραπάνω το ιστορικό του όνομα.

Το δεύτερο αγοράκι που προστέθηκε στο κάδρο ήταν περισσότερη ώρα από τον Αχιλλέα και καθόταν μαζί με μια εύσαρκη, αλλά αρμονική νεαρή γυναίκα με ολόσωμο εμπριμέ μαγιό και μακριά ξανθοκάστανα μαλλιά, πιθανόν η μητέρα του. Δεν θα το είχε προσέξει και ίσως ούτε και τη ξανθόμαλλη μινιατούρα του Μπραντ Πιτ, αλλά αυτό άλλαξε ξαφνικά, όταν τα δύο αγοράκια βρέθηκαν πάνω από ένα κουβαδάκι. Τότε άκουσε τη νεαρή μητέρα του να το συστήνει σε μια άλλη γυναίκα, προφανώς τη μητέρα του Αχιλλέα.

«Τον λένε Οδυσσέα. Ναι, μωρό μου, πήγαινε στον Αχιλλέα να του δώσεις το φτυαράκι» στράφηκε προς τον γιο της η γυναίκα – την ονόμασε Αντίκλεια, όπως θυμόταν ότι λεγόταν η μητέρα του ομηρικού ήρωα –  τείνοντας του με τρυφερή παραίνεση ένα μεγάλο κόκκινο φτυαράκι, που ο μικρούλης το πήρε με μεγάλη προσήλωση και έτρεξε με πηδηχτά βηματάκια προς τον συμπαίκτη του. Κατά τη διαδρομή πέρασε από μπροστά της και σταματώντας για ένα – δυο δευτερόλεπτα, έστρεψε κατά πάνω της δυο μεγάλα, καστανοπράσινα μάτια, όλο περίσκεψη, σαν να προσπαθούσε εκείνη μόλις τη στιγμή να εξακριβώσει τι γύρευε εκείνη η άγνωστη γυναίκα καθισμένη στη μεγάλη μπλε πολυθρόνα, κοιτάζοντάς τον με αινιγματικό χαμόγελο σαν να διασκέδαζε με κάποιο παιχνίδι που εκείνος αγνοούσε. Γρήγορα βέβαια η ενέργεια της νεαρής του ηλικίας υπερίσχυσε και στράφηκε πάλι μπροστά μέχρι να φτάσει το άλλο αγοράκι.

Λεπτός, λίγο πιο ψηλός και μελαχρινός, με μια ρετρό ψάθινη τραγιάσκα από όπου καστανά κι ατίθασα σγουρά μαλλάκια ξέφευγαν, ο Οδυσσέας ροβολούσε εδώ κι εκεί με σοβαρή έκφραση κι ερευνητικά μάτια, καθώς άγγιζε και περιεργαζόταν το καθετί. Όπως τώρα για παράδειγμα, το ανακλινόμενο πλαστικό κίτρινο φορτηγάκι, εξετάζοντας με την ίδια αφοσίωση τα όρια της ιδιοκτησίας, καθώς το παιχνίδι ήταν του άλλου αγοριού. Σαν να έβλεπε ένα θεατρικό μονόπρακτο, είδε το αγοράκι – με την παραίνεση της Αντίκλειας που εξακολουθούσε να το καθοδηγεί «Οδυσσέα, αγόρι μου, δώσε το φορτηγάκι στον Αχιλλέα» – να τεντώνει τα χεράκια του, δίνοντας το παιχνίδι προς τον αδιαμφισβήτητο πλέον κάτοχό του.

Ο Αχιλλέας, που δεν φαινόταν και ιδιαίτερα δεμένος με το φορτηγάκι του, έριξε μια ματιά μ’ ενδιαφέρον στο αγοράκι με το καπέλο κι ύστερα ακουμπώντας το παιχνίδι που κρατούσε κάτω, άρχισε να το φτυαρίζει άμμο με γενναιόδωρη ευστοχία. Αφού το γέμισε μέχρι ένα σημείο που θεωρούσε ικανοποιητικό, σήκωσε την καρότσα και κρατώντας την, κοίταζε – με τα φρύδια σαν περισπωμένες από την αντηλιά – τη λαμπερή άμμο που έπεφτε. Ξαφνικά, παρατώντας το παιχνίδι του, σηκώθηκε κι απέμεινε ορθός κοιτάζοντας με προσμονή κάτι πέρα μακριά στον ορίζοντα.

Σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή, ο Οδυσσέας πήρε το άλλο πράσινο πλαστικό φτυάρι και με πιο αδέξιες προσπάθειες από τον Αχιλλέα, γέμιζε λίγο – λίγο την καρότσα κι αυτός με άμμο, ρίχνοντας βέβαια το περισσότερο έξω. Κάθε τόσο σταματούσε κοιτάζοντας το έργο του με αμέριστη σοβαρότητα, αντάξια ενός ταμία την ώρα που ισοφαρίζει τις εισπράξεις της ημέρας. Ύστερα, μην ξέροντας πώς ακριβώς το είχε αδειάσει ο συμπαίκτης του, άδραξε ολόκληρο το φορτηγάκι και τότε εντελώς τυχαία το χέρι του γλίστρησε πιάνοντας μόνο την καρότσα. Κι η άμμος άρχισε να χύνεται ακάθεκτη από την καρότσα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του.

Το ύφος του παιδιού, που έμοιαζε να του έχει ανάψει ένας τεράστιος γλόμπος ανακάλυψης πάνω από το κεφαλάκι του, την έκανε να κρυφογελάσει, ευτυχώς χωρίς να την πάρει χαμπάρι κανένας από την ομήγυρη. Συνέχισε να παρατηρεί με μεγαλύτερη αδημονία τον μικρό πρωτοπόρο, ο οποίος επανέλαβε μεθοδικά την κίνηση, ενώ ο ηρωικός του φίλος, αδιάφορος στο συνταρακτικό εύρημα, χοροπηδούσε με τα πράσινα παπουτσάκια θαλάσσης στην υγρή άμμο, γεμάτος  ευχαρίστηση, χωρίς να βγάζει ούτε μία λέξη.

Από όσο είχε ακούσει την λεπτόκορμη και κομψή μητέρα του Αχιλλέα, που φορούσε ρετρό μαυρόασπρο μπικίνι και μαύρα γυαλιά τύπου Τζάκι Ωνάση – την οποία φυσικά και βάφτισε Θέτιδα, την πασίγνωστη Νηρηίδα θεά – ο μικρός ήρωας δεν μιλούσε ιδιαίτερα. Ωστόσο, η διαίσθησή της έλεγε ότι ο Αχιλλέας ήταν λιγόλογος και από χαρακτήρα, χωρίς να χάνει σε γοητεία και ανεμελιά. Ο Οδυσσέας αντιθέτως ήταν περισσότερο ομιλητικός. Είχε πιο παραπονεμένο στιλ και το ρεπερτόριό του περιλάμβανε κυρίως την λέξη «μαμά», που αναλόγως τι ήθελε, είχε και το αντίστοιχο ηχόχρωμα, συνδυαζόμενο με το μικρό χεράκι που έδειχνε επιτακτικά προς ό,τι είχε ανάγκη.

Τι παράξενο, σκέφτηκε. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που έβλεπε δύο ανθρώπους με τέτοια ασυνήθιστα ονόματα μαζί και να μοιάζουν επιπλέον σαν αντανακλάσεις των αρχαίων Ομηρικών ηρώων. Όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά και στην συμπεριφορά τους, όπως γινόταν ιδιαίτερα ευκρινές στη σύγκριση μεταξύ τους. Αυτό μπορούσε εύκολα κάποιος να το διαπιστώσει κάνοντας αντιπαραβολή, έτσι όπως στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλο κι έπαιζαν το παραθαλάσσιο παιχνίδι της οικοδόμησης κάστρων στην άμμο. Τα δύο παιδάκια με τα πολύχρωμα μαγιό – εφαρμοστό παντελονάκι με σχέδια γαλαζοπράσινου βυθού για τον αψήφιστο Αχιλλέα και φαρδιά κίτρινη βερμούδα με δεινόσαυρους για τον διερευνητικό Οδυσσέα – επιτελούσαν με ανεπιτήδευτο τρόπο και με την προσωπική σφραγίδα του ο καθένας, την χορογραφία του παιχνιδιού στην άμμο.

Στο τέλος, είδε τις δύο μητέρες να καθίζουν τους γιους τους πάνω στην ακροθαλασσιά – που με τα διάφανα, γαλήνια κύματά της, φιλούσε απαλά τα επιμελώς πασαλειμμένα με αντηλιακό παιδιά – και κάθισαν εκείνες από τη μια και την άλλη μεριά, σαν πολεμίστρες κάστρου. Αμέσως μετά άρχισαν οι δυο τους ψιλοκουβέντα, η οποία μπορεί να οδηγούσε σε μια φιλία δεκαετιών ή και να τερματιζόταν μόλις μάζευαν τα θαλασσινά παιχνίδια, τα οποία τώρα μοίραζαν διαδοχικά με τέλειο συγχρονισμό στους κανακάρηδές τους.

Μπορούσε να οραματιστεί χίλιες δυο πιθανότητες για την εξέλιξη αυτής της γνωριμίας, που όμοιά της είχε δει σ’ εκείνη την ταινία με τον Μπιλ Μάρεϊ, την Μέρα της Μαρμότας. Αλλά εκείνο που της έμενε διαυγές, σαν κρυστάλλινη σφαίρα μιας μάντισσας, ήταν πως όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο ξεκάθαρα φαινόταν ο χαρακτήρας των μικρών παιδιών και το τι άντρες θα γίνονταν αργότερα στο μέλλον, αν κατάφερναν βέβαια να ξεπεράσουν τις όποιες αντιξοότητες που πιθανόν να τους επιφύλασσε η ζωή.

Τι κρίμα που η ίδια δεν θα είχε τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει αυτά τα μελλούμενα, περιορισμένη καθώς ήταν από τον προκαθορισμένο χρόνο της παραμονής της στην ακτή και της ιδιότητάς της, ως θεατής. Ακόμα κι έτσι όμως, το μικρό θεατρικό, στημένο πάνω στην ακτή θαρρείς για να το δει εκείνη μόνο, είχε μια γοητευτική νότα μοναδικότητας. Όπως ένα Βόρειο Σέλας που, ενώ έμοιαζε σαν να ήταν ένα από τα εκατομμύρια του είδους του, κατέληγε ωστόσο να είναι φαντασμαγορικά ξεχωριστό για τον τυχερό που γινόταν μάρτυράς του.

Οι δύο μικροί Ομηρικοί ήρωες εντούτοις, αδιάφοροι για τις προφητικές της αναγνώσεις και την ψυχολογική της ανατομία κι αγνοώντας το μυθολογικό βάρος των ονομάτων τους, ακούγονταν σαν σε επωδό να χαχανίζουν ανέμελα καθώς πλατσούριζαν μαζί, χτυπώντας χέρια – πόδια στη βρεγμένη άμμο, με τα μικρά τους πρόσωπα να ζαρώνουν χαριτωμένα στον ήλιο, μια ζεστή μέρα του Ιουλίου σε μια παραλία κάπου στα βόρεια της Ελλάδας.

The Two Godmothers

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading