Η μέρα της επιβράβευσης έφτασε για την Δανάη.
Ήταν έτοιμη να βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο και να μιλήσει ανοιχτά για την περιπέτειά της χωρίς να αισθάνεται ντροπή ή φόβο.
Έριξε στο κρεβάτι το αγαπημένο της λινό ρουά φόρεμα με τις δαντελένιες λεπτομέρειες στο τελείωμα, έπιασε τα ατίθασα καστανά μαλλιά της με μια ρουά κορδέλα, έβαλε μια μπλε σκιά στα μάτια, λίγες σταγόνες από το αγαπημένο της άρωμα, άπλωσε το απαλό ροζ κραγιόν στα χείλια της, ντύθηκε και ήταν έτοιμη πια να φύγει.
Το χέρι της άγγιξε τον ξύλινο σταυρό που είχε αγοράσει από το μοναστήρι του Αγίου Εφραίμ, τον φίλησε με ευλάβεια και στο τέλος έριξε μια ματιά στον καθρέφτη. Τίποτα δεν θύμιζε την εικόνα που είχε πριν λίγους μήνες.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και ένας νεαρός κρατώντας μια ανθοδέσμη την πλησίασε. Με έκπληξη δέχτηκε τα λουλούδια, του έδωσε ένα φιλοδώρημα και με αγωνία άνοιξε τον μικρό λευκό φάκελο.
“Από εδώ και πέρα μόνο χαρές και δημιουργίες.
Σ’ αγαπώ…
Χρήστος
Υ.Σ κοίτα έξω από το παράθυρο“
Σε κλάσμα δευτερολέπτου τράβηξε την κουρτίνα, έσκυψε ελαφρώς το κεφάλι προς τα κάτω και τον είδε να στέκεται έξω από το αυτοκίνητό του.
Την περίμενε έξω από το λευκό του αμάξι ξεχειλίζοντας από έρωτα. Πήρε την τσάντα της και το ημερολόγιό της, έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Όταν συναντήθηκαν ήταν σαν να την διαπέρασε κεραυνός, το ίδιο συναίσθημα όπως την ημέρα που τον γνώρισε. Της έδωσε ένα απαλό φιλί στο στόμα και έτοιμοι πια, κατευθύνθηκαν προς στο κέντρο της Αθήνας σε γνωστό ξενοδοχείο που εκεί την περίμεναν φίλοι και φυσικά, αρκετές γυναίκες που ήθελαν να ακούσουν την ιστορία της.
Όλα άρχισαν πριν δύο χρόνια, λίγο μετά το Πάσχα.
***
Η Δανάη ήταν πωλήτρια σε ένα κοσμηματοπωλείο στο κέντρο και μάλιστα από τα πολύ γνωστά. Δούλευε χρόνια σε αυτό το μαγαζί και αγαπούσε πολύ την δουλειά της. Ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία της γιατί έβλεπε το κόσμημα σαν έργο τέχνης. Το αφεντικό της ήταν πολύ ευχαριστημένο μαζί της γιατί δεν έφευγε πελάτης χωρίς να έχει αγοράσει έστω και κάτι μικρό.
Ο μισθός της ήταν καλός και τα κατάφερνε καλά στην επιβίωση της. Ζούσε μόνη με την γάτα της, μια λευκή γάτα που είχε βρει στο δρόμο πριν χρόνια και για αυτό την είχε ονομάσει Χιονάτη. Το σπίτι της, ένα παλιό διαμέρισμα στο Παλαιό Φάληρο σε μια πολυκατοικία κοντά στην παραλιακή λεωφόρο. Ήταν μικρό αλλά ότι έπρεπε για εκείνη. Από το μπαλκόνι της έβλεπε ένα μέρος από την θάλασσα που απλωνόταν μπροστά της, από τον Πειραιά μέχρι την Αίγινα απέναντι και εκεί περνούσε σχεδόν όλα τα βράδια του καλοκαιριού.
Δεν είχε πολλές φίλες και αυτές που της είχαν μείνει ήταν παντρεμένες με παιδιά και πολλές υποχρεώσεις. Σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι… όχι ότι παραπονιόταν, αλλά κάποιες φορές θα ήθελε να έχει και μια παρέα, έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα.
Εκείνο το κυριακάτικο βράδυ στα μέσα του Μαΐου την βρήκε πάλι μόνη, να κάθεται στην βεράντα και να κοιτάει απέναντι την θάλασσα. Είχε πανσέληνο την προηγούμενη, η θάλασσα έλαμπε και εκείνη ήταν βυθισμένη στα όνειρά της.
Άκουσε ένα μικρό θόρυβο στο κινητό της και κοίταξε με απορία το μήνυμα στο Instagram.
– Καλησπέρα, πώς είστε;
Κοίταξε την φωτογραφία του κυρίου και της φάνηκε πολύ συμπαθής. Σπάνιο για εκείνη να έχει άποψη αμέσως για έναν άνθρωπο και μάλιστα ξένο.
– Καλησπέρα, απάντησε εκείνη χωρίς να το σκεφτεί και πολύ.
Αμέσως ήρθε η απάντηση:
– Το όνομά μου είναι Γιάννης, το δικό σας;
– Είμαι η Δανάη, απάντησε εκείνη.
– Από πού είστε; ρώτησε εκείνος.
– Από την Αθήνα. Εσείς;
– Κι εγώ από την Αθήνα. Μένω στο Χαλάνδρι.
– Α, τι ωραία… εγώ στο Παλαιό Φάληρο. Μα πώς και μου στείλατε μήνυμα;
– Μοιάζετε με μία παλιά μου φίλη, που δυστυχώς δεν ζει πια. Μου την θυμίσατε.
Από εκείνο το βράδυ, η Δανάη δεν αισθανόταν μόνη και όχι μόνο τα βράδια, αλλά και την υπόλοιπη μέρα περίμενε με αγωνία ένα μήνυμα. Της άρεσε αυτός ο κύριος με τα γκρίζα μαλλιά και τα καστανά μάτια. Ταίριαζε και στην ηλικία της, καθώς ήταν μόνο πέντε χρόνια πιο μεγάλος από αυτήν.
Ο Γιάννης ήταν μηχανικός σε μια κατασκευαστική εταιρία που αναλάμβανε έργα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Ήταν όμορφος, εντυπωσιακός, χήρος με δυο παιδιά, την Αγγελική και την Ιωάννα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει σε ένα ατύχημα αλλά η Δανάη δεν είχε ρωτήσει λεπτομέρειες για να μην τον στεναχωρήσει.
Ο τρόπος που της μιλούσε ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που είχε συνηθίσει στο παρελθόν. Της είχε κάνει εντύπωση πώς χειριζόταν τις λέξεις. Δεν την αποκαλούσε ποτέ με το όνομά της. Την φώναζε “μωρό μου” και αυτό της άρεσε γιατί της ήταν ασυνήθιστο. Στην πραγματικότητα, ήταν η μαγική λέξη που ξεκλείδωσε την πόρτα για την καρδιά της.
Κάθε φορά που του πρότεινε να συναντηθούν εκείνος ήταν πολύ απασχολημένος με την δουλειά του, κάποιες φορές μάλιστα έπρεπε να φύγει στην επαρχία για λίγες μέρες. Της είχε εξηγήσει ότι αυτή η περίοδος ήταν η πιο σημαντική για εκείνον και φυσικά, για την εταιρεία. Δεν ήθελε με τίποτα να παραμελήσει τα καθήκοντά του γιατί το όφελος ήταν πολύ μεγάλο.
Της εμπιστεύτηκε ότι η επόμενη δουλειά στην Ουαλία ήταν το όνειρό του. Το μόνο που έπρεπε να κάνει, ήταν να την οργανώσει σωστά και να δώσει την καλύτερη προσφορά. Εκείνη δεν επέμεινε. Την άλλη φορά ίσως να είμαι πιο τυχερή, σκέφτηκε.
Έτσι πέρασε ένας ολόκληρος μήνας, με την Δανάη να πετάει στα σύννεφα. Ένα χαμόγελο ευτυχίας ήταν μόνιμο στα χείλη της. Περπατούσε και πετούσε, γιατί ήξερε ότι δεν ήταν μόνη πια. Επιτέλους είχε βρει έναν άντρα όπως τον ονειρευόταν τόσα χρόνια, έναν άντρα που είχε δει τα βάθη της ψυχής της. Είχαν περάσει μόνο λίγες εβδομάδες και εκείνη αισθανόταν τόσο ερωτευμένη, που χωρίς να το καταλάβει του είχε εκμυστηρευτεί το παρελθόν της, ό,τι αφορά την προσωπική της ζωή, την δουλειά της, μέχρι και την οικονομική της κατάσταση.
Ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο και δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να του κρυφτεί.
Ο Γιάννης από την άλλη, κατάφερε μέσα σε λίγες μέρες να μπει μέσα στο μυαλό της, να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της και να αιχμαλωτίσει την καρδιά της με έναν μαγικό τρόπο.
Μόλις είχε μπει το καλοκαίρι και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για την Αγγλία. Επιτέλους το όνειρό του έγινε πραγματικότητα! Είχε δώσει την καλύτερη προσφορά στο έργο. Μάλιστα, θα αναλάμβανε τη δουλειά μόνος του, χωρίς την υποστήριξη της εταιρείας του, αφού είχε τα πάντα οργανωμένα τέλεια. Τους εργάτες, τα μηχανήματα… όλα!
Η Δανάη στεναχωρήθηκε, γιατί η δυνατότητα να τον συναντήσει είχε αναβληθεί για δύο ολόκληρους μήνες, αλλά στο τέλος το αποτέλεσμα είχε σημασία.
Ο Γιάννης έφυγε μετά από λίγες μέρες για την Αγγλία, έχοντας αφήσει την Δανάη πίσω να περιμένει νέα του. Πέρασαν τρεις μέρες και εκείνος δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής. Ήταν τόσο ανήσυχη και θλιμμένη, δεν μπορούσε να βάλει ούτε μια μπουκιά στο στόμα της.
Επιτέλους! Ο ήχος από το μήνυμα ήχησε στα αυτιά της σαν τον πιο χαρμόσυνο ήχο στον κόσμο. Ήταν εκείνος.
– Καλησπέρα μωρό μου, πώς είσαι; Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σου γράψω πιο πριν, αλλά είχα τρεχάματα.
Της έγραψε και εκείνη ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια της.
-Καλά είμαι εσύ; Ανησύχησα, έβαλα διάφορα στο μυαλό μου…
-Όχι είμαι μια χαρά, της απάντησε αλλά εκείνη διαισθάνθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Αφού τα είπαν για λίγο, εκείνος της εξομολογήθηκε ότι υπήρχε μια δυσκολία ως προς τον εκτελωνισμό των μηχανημάτων, του έλειπαν αρκετά χρήματα, επειδή τελικά το κόστος ήταν πολύ μεγαλύτερο από ότι είχε υπολογίσει. Εκείνη μόλις το άκουσε προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, είχε λίγες οικονομίες στην άκρη και χωρίς να το σκεφτεί του έκανε την πρόταση.
– Θα σου δώσω εγώ μερικά από αυτά που έχω στην άκρη, του είπε.
– Με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο! Κι εγώ δεν ήξερα πώς να σου ζητήσω χρήματα, της απάντησε έκπληκτος. Μα τι ευγενική ψυχή είσαι εσύ! Μωρό μου, πόσο μου μαγεύεις την ζωή!
– Όλα θα πάνε καλά, του επιβεβαίωσε. Έχω εμπιστοσύνη στις δυνατότητές σου.
-Δεν ξέρω τι να πω… Μόλις όμως τελειώσουν όλα, θα σου κάνω τα εισιτήρια για να έρθεις. Να δεις και μόνη σου τα έργα μας.
Πραγματικά ήταν η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο!
Από εκείνη την στιγμή και για δύο μήνες ακόμη, η Δανάη το μόνο που έκανε ήταν να ακούει τις δυσκολίες του Γιάννη και να του στέλνει χρήματα. Ούτε μια φορά δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. Όλες οι δικαιολογίες της φαίνονταν αληθινές! Μέχρι την ημέρα που του είπε ότι δεν είχε αλλά χρήματα να του στείλει.
Ένας άλλος άντρας φανερώθηκε στα μάτια της.
– Να πας να ζητήσεις δανεικά από το αφεντικό σου! της είχε πει.
Κάθε ευγένεια είχε χαθεί. Μαζί και τα χρήματά της. Ο Γιάννης την πίεζε να δανειστεί, να κλέψει χρήματα από το ταμείο και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Οι δικαιολογίες αμέτρητες. Μέχρι που η Δανάη κατέρρευσε. Απελπισία, φόβος, αγωνία, αγανάκτηση, θυμός… Όλα αυτά τα συναισθήματα θα μπορούσαν να την οδηγήσουν και στην αυτοκτονία.
Βρήκε την δύναμη όμως να κόψει κάθε επικοινωνία μαζί του, αφού βέβαια είχε χάσει όλα της τα χρήματα. Εκείνο το τελευταίο Σάββατο του Αυγούστου, ευτυχώς μίλησε σε μια φίλη της που την βοήθησε να ξεπεράσει το πρώτο σοκ. Η Μαρία ήταν το στήριγμά της, της άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε σφιχτά, διαβεβαιώνοντάς την ότι όλα στην ζωή περνούν και ότι σε έναν χρόνο από τώρα θα είναι πολύ καλύτερα!
Δεν είχε δύναμη να δουλέψει, να φάει και από ύπνο ούτε συζήτηση. Μέχρι την ημέρα που πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Εφραίμ στην Νέα Μάκρη. Ο Κύριος και ο Άγιος ήταν η μόνη της ελπίδα. Μόλις έφτασε έπεσε στα γόνατα και με κλάματα μπήκε στον ναό. Από εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνη. Ο Θεός ήταν μαζί της.
Πέρασε ένας χρόνος μέχρι να βρει το θάρρος να πάει στην αστυνομία και να καταγγείλει το γεγονός. Ήξερε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, αλλά είχε εμπιστοσύνη στις ελληνικές αρχές. Όταν έφτασε στο αστυνομικό τμήμα κατευθύνθηκε για το γραφείο το διοικητή και εκεί συνάντησε τον Χρήστο για πρώτη φορά.
Η μοίρα τελικά έπαιξε το δικό της παιχνίδι. Έπρεπε να περάσει από την κόλαση για να βρει τον παράδεισο. Ο άνθρωπος αυτός είχε δει παρόμοιες περιπτώσεις και αισθάνθηκε στην αρχή μια βαθιά συμπάθεια για τη Δανάη. Η Ελληνική αστυνομία και η υπηρεσία διαδικτυακού εγκλήματος έκαναν την δουλειά τους και ο Γιάννης συνελήφθη.
Ένιωσε δικαιωμένη, όχι για τα χρήματα, αλλά γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να παραβιάζει την ζωή κανενός!
***
Το λευκό αμάξι ανεβαίνει την Συγγρού, περνάει από την Βουλή και κατευθύνεται στην Πανεπιστημίου. Ο Χρήστος πάρκαρε έξω από το ξενοδοχείο, η Δανάη βγήκε από το αυτοκίνητο και το καλοκαιρινό αεράκι της ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά. Μπήκε στην γεμάτη από κόσμο αίθουσα κρατώντας σφικτά το χέρι του, χωρίς να θέλει να το αφήσει ούτε λεπτό. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, κάθισε σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα με κόκκινη βελούδινη ταπετσαρία στο κάθισμα στο κέντρο της αίθουσας. Με θάρρος κοίταξε το κοινό της και χωρίς φόβο είπε:
-Καλησπέρα σας, είμαι η Δανάη. Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα σύνηθες πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες σε όλο τον κόσμο.
Και ξεκίνησε την διήγηση. Όχι για να την λυπηθούν, αλλά για να δώσει θάρρος και κουράγιο σε όλες τις μοναχικές ψυχές και να τις διαβεβαιώσει ότι καμία γυναίκα όσο και να έχει ανάγκη τα ωραία λόγια, δεν πρέπει να αφήνεται στα χέρια κανενός επιτήδειου κλέφτη. Το να χάσει τα χρήματά της είναι μια απώλεια, το να χάσει την ψυχή της όμως και ίσως την ζωή της, είναι πολύ μεγαλύτερη.
Οι φόβοι και οι ανασφάλειες της είχαν δώσει πολλή δύναμη τελικά.
Ο Χρήστος την κοίταζε με θαυμασμό, ξέροντας ότι είναι η γυναίκα της ζωής του. Εκείνη ένιωσε την ζεστασιά του βλέμματός του και ήξερε ότι είχε βρει την αδελφή ψυχή που τόσα χρόνια έψαχνε.
Η πορεία στο αύριο ήταν κοινή πια!
Δήμητρα Καμπόλη