,

Ειρήνη ημίν

Η Ειρήνη ήταν μία “ονειροπόλα ρεαλίστρια”. Με αυτόν τον οξύμωρο χαρακτηρισμό αυτοπροσδιοριζόταν. Ήταν μεν προσγειωμένη, αφού επί το πλείστον, έβλεπε την πραγματικότητα όπως ήταν, ακαλλώπιστη χωρίς φτιασίδια. Όμως, ήταν και αιθεροβάμων, διότι πού και πού πετούσε στο ροζ συννεφάκι της, από το οποίο ατένιζε την πραγματικότητα αφ’ υψηλού, ονειροπολώντας ότι στο τέλος, με ένα μαγικό τρόπο όλα θα έχουν μία αίσια κατάληξη. Ακόμα και οι μεγαλύτερες δυσκολίες. Ήταν ανοιχτομάτα, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που εθελοτυφλούσε. Πεισματάρα, αλλά και πειθήνια. Ευαίσθητη και συνάμα λογική. Ένιωθε ότι μέσα της γινόταν ένας πόλεμος, ο αιώνιος αγώνας ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, την ελπίδα και την απόγνωση, το σωστό και το λάθος. Σε αυτό τον πόλεμο αναζητούσε την πραγματική ε(Ε)ιρήνη.

Ο γάμος της Ειρήνης είχε βασιστεί στη λογική κυρίως, αλλά υπήρχε φυσικά και συναίσθημα. Δεν τον ερωτεύτηκε το Δημήτρη, αλλά τον αγάπησε βαθιά στην πορεία της σχέσης τους και σίγουρα τον νοιαζόταν. Ο Δημήτρης ήταν η ήρεμη δύναμη. Πολύ κλειστός τύπος, σοβαρός, λακωνικός, ωστόσο εμφανίσιμος, καλλιεργημένος, με μόρφωση, σταθερή δουλειά, δικό του σπίτι και αυτοκίνητο. Διέθετε αρκετά από το λεγόμενο “πακέτο”. Ως ρεαλίστρια που καυχιόταν ότι ήταν, ήξερε πως δεν μπορούσε να τα βρει όλα. Και ως ονειροπόλα, πίστευε ότι με τον καιρό θα μπορούσε να αλλάξει αυτά που δεν της άρεσαν. Εν συγκρίσει με τον άξεστο αγροίκο που είχε πριν, ο Δημήτρης ήταν κελεπούρι.

Γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού που έκαναν. Η ίδια βαριόταν να το κάνει, εφόσον ήταν δημόσιος υπάλληλος και σκεφτόταν ότι κανείς δε μπορούσε να την “κουνήσει” απ’ τη θέση της.

«Οι καιροί αλλάζουν. Τον τελευταίο καιρό γίνεται ντόρος με την αξιολόγηση, την δια βίου μάθηση, δεν αποκλείονται ακόμα και οι απολύσεις για αυτούς που μένουν “πίσω” στην καινούργια γνώση», έκρουσε μία μέρα τον κώδωνα του κινδύνου η προϊσταμένη της στην υπηρεσία.

«Είσαι νέο κορίτσι, μην επαναπαύεσαι στις δάφνες σου. Πήγαινε να πάρεις ένα χαρτί ακόμα, ένα μεταπτυχιακό», τη συμβούλευσε φιλικά.

Τα μαθήματα του μεταπτυχιακού τα έκανε δια ζώσης δύο ημέρες την εβδομάδα, μετά τη δουλειά. Κάθισε σε μία άδεια θέση κοντά στο Δημήτρη.

Νόστιμος και οργανωμένος. Δύο σε ένα. Ας πάω να συστηθώ στο διάλειμμα. Δεν ξέρεις τι γίνεται. Να με βοηθήσει έστω στα μαθήματα που φαίνονται παλούκια, συμβούλευσε τον εαυτό της.

Έτσι ξεκίνησε και συνεχίστηκε, με πρωτοβουλία της Ειρήνης πάντα, η σχέση τους. Με αφορμή τα μαθήματα, βγήκαν 2-3 φορές, αλλά στη συνέχεια ο Δημήτρης της ζήτησε να συναντώνται μόνο στο σπίτι του. Διατεινόταν ότι μόνο εκεί αισθανόταν άνετα και ότι δεν άντεχε τη βαβούρα και την  πολυκοσμία. Το σπίτι του ήταν μονοκατοικία σε μία πολύ ήσυχη γειτονιά, καθώς μισούσε το θόρυβο. Στο εσωτερικό επικρατούσε η τάξη και η απόλυτη οργάνωση. Ο Δημήτρης τη βοήθησε πολύ με το μεταπτυχιακό. Ενώ για άλλα θέματα δεν του έπαιρνες κουβέντα, για τις εργασίες που είχαν μιλούσε ακατάπαυστα.

Λες και έχει επιλεκτική ομιλία, παρατήρησε η Ειρήνη.

Στα μέσα του μεταπτυχιακού, η σχέση τους είχε ανέβει επίπεδο και από συμφοιτητές έγιναν σύντροφοι. Μετά από ένα χρόνο γνωριμίας, ο Δημήτρης δεν είχε ποτέ διανυκτερεύσει στο σπίτι της Ειρήνης. Έλεγε ότι δεν του άρεσαν οι αλλαγές και ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί σε άλλο κρεβάτι από το δικό του.

Πάντως έναν ψυχαναγκασμό τον έχει αδελφούλα μου, μουρμούριζε μέσα της η Ειρήνη.

Η Ειρήνη αντιθέτως τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στο σπίτι του Δημήτρη, μέχρι που πήρε την πρωτοβουλία να του προτείνει να συζήσουν. Δέχτηκε, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα άλλαζαν τίποτα στο χώρο. Θα έμεναν εκεί, στο σπίτι του, και το μόνο που θα έφερνε η Ειρήνη θα ήταν τα ρούχα και τα προσωπικά της αντικείμενα, που θα τα τοποθετούσε διακριτικά, χωρίς να δημιουργήσει αναστάτωση. Η Ειρήνη τον είχε μάθει πια και δεν πολυφρίκαρε με αυτούς τους “όρους”. Ήξερε ότι του Δημήτρη του άρεσε η ρουτίνα και δεν ήθελε αλλαγές στην καθημερινότητά του.

«Οι δικοί μου λένε ότι δεν είναι πρέπον που συζούμε αστεφάνωτοι. Καλύτερα να παντρευτούμε», της πέταξε ένα βράδυ.

«Εσύ Δημήτρη, το θέλεις;», τον ρώτησε η Ειρήνη τρυφερά.

«Ναι», ήταν η μονολεκτική απάντηση του Δημήτρη. Η Ειρήνη δεν τον παρεξήγησε. Ήξερε ότι ήταν λιγομίλητος και λακωνικός.

Λίγο καιρό μετά την ορκωμοσία έγινε ο γάμος, σε κλειστό κύκλο, καθώς ο Δημήτρης δεν είχε φίλους, ούτε στενές οικογενειακές σχέσεις. Η Ειρήνη δεν εξεπλάγη, καθώς το φανταζόταν ότι αυτή θα ήταν η επιθυμία – απαίτηση του Δημήτρη. Η Ειρήνη το θεωρούσε δεδομένο, έως αυτονόητο, ότι μετά το γάμο θα ακολουθούσε η δημιουργία οικογένειας. Αυτό τι κλισέ “είμαι γεννημένη για να γίνω μάνα” της ταίριαζε γάντι.

Τον τελευταίο καιρό είχαν ριχτεί με τα μούτρα στη διπλωματική τους εργασία. Ακολούθησαν οι  ετοιμασίες του γάμου και δεν είχαν συζητήσει καθόλου για τη ζωή μετά το μυστήριο, που έμελλε στην πορεία να αποτελέσει πραγματικό μυστήριο.

Την πρώτη κατραπακιά την έφαγε λίγους μήνες μετά το γάμο, όταν έθεσε το θέμα “μωρό”. Ο Δημήτρης ήταν ανένδοτος.

«Σοβαρολογείς τώρα Ειρήνη; Μόλις ξεκίνησα το διδακτορικό μου. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι πρέπει να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος, ώστε να το τελειώσω εγκαίρως και ενδελεχώς για να διεκδικήσω μία θέση στο πανεπιστήμιο. Ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος. Η επαγγελματική μου ανέλιξη είναι μείζονος σημασίας. Δεν θα τη θέσω σε κίνδυνο για τη χάρη ενός μωρού που θα μου αποσπά τη συγκέντρωση με τα κλάματα και τις γκρίνιες του. Και ο γάμος αυτός ήταν μία υποχώρηση επειδή επέμεναν οι δικοί μου. Γνωρίζεις ότι έχουν αυστηρές ηθικές αρχές. Δεν μπορούσαμε να συζούμε στο σπίτι μου εις το διηνεκές. Τώρα με συγχωρείς, πρέπει να δουλέψω, καθώς αύριο έχω συνάντηση με τον επιβλέποντα καθηγητή μου. Καληνύχτα», έληξε απότομα τη συζήτηση με ύφος απόλυτο και ανένδοτο.

Για κοίτα λογοδιάρροια! Δε παίζει να έχει πει άλλη φορά τόσες προτάσεις μαζεμένες, παρατήρησε έκπληκτη η Ειρήνη, μένοντας περισσότερο στη ροή του λόγου του παρά στο περιεχόμενο.

Η Ειρήνη έμεινε μεν στήλη άλατος, αλλά δεν τα έβαψε και μαύρα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν τους είχαν πάρει τα χρόνια και έτσι αποφάσισε να μην επιμείνει και να κάνει υπομονή. Εξάλλου ποιος απέκλειε μία “τυχαία” εγκυμοσύνη; Αποκλείεται να την έβαζε να το ρίξει, δεν θα το επέτρεπαν οι “ηθικές αρχές” της οικογένειάς του, εξάλλου. Κάνοντας τον απολογισμό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ανόητο εκ μέρους της να μη θίξει ένα τόσο σοβαρό θέμα πριν το γάμο και να το θεωρήσει ως δεδομένο. Εμ, το έπαιζε ξύπνια, αλλά το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, δυστυχώς.

Τα χρόνια κυλούσαν και δεν είχε “τύχει” απόγονος και απ’ ότι φαινόταν ούτε και επρόκειτο. Ο Δημήτρης πρέπει να ήταν το πιο πειθαρχημένο και στοχοπροσηλωμένο ον που γέννησε η φύση. Η Ειρήνη έλιωνε μόλις αντίκριζε έναν μπόμπιρα, σε πλήρη αντίθεση με το Δημήτρη που δυσανασχετούσε.

«Μα βρε Δημήτρη μου, κοίταξε τι γλυκό που είναι! Κοίτα, κοίτα μου κάνει ναζάκια!».

«Ειρήνη το θέμα αυτό, επί του παρόντος και για το άμεσο μέλλον, είναι λήξαν. Τώρα αν θέλεις να γελοιοποιείσαι με τις σάχλες που κάνεις, να ξέρεις ότι αν τις συνεχίσεις δεν πρόκειται να ξαναβγώ μαζί σου. Και τώρα ας πηγαίνουμε, γιατί έχω και να μελετήσω.»

«Μα είναι η επέτειος μας! Είχα σχέδια για απόψε… πονηρά σχέδια».

«Ειρήνη έχω διάβασμα. Έχω αργήσει. Και η έξοδος αυτή μία υποχώρηση ήταν».

Πέρασαν τα τρία χρόνια που χρειάστηκε ο Δημήτρης για την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής, που κι αυτή όπως και το μεταπτυχιακό του, είχαν πάρει βαθμό “Άριστα”. Η Ειρήνη επανήλθε στο φλέγον ζήτημα.

«Το διδακτορικό δεν αρκεί. Υπάρχουν πτυχές που έχω αφήσει ακάλυπτες. Θα συνεχίσω με μεταδιδακτορικό, η εργασία πρέπει να είναι τέλεια», της απάντησε κοφτά.

«Και πόσο θα κρατήσει αυτό;», ρώτησε απεγνωσμένα σχεδόν η Ειρήνη με μία δόση θυμού.

«Τουλάχιστον μία τριετία. Πρέπει να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος».

«Και με το θέμα του παιδιού τι θα γίνει; Ξέρεις ότι το επιθυμώ τόσα χρόνια».

«Πρέπει να περιμένει».

«Είσαι αναίσθητος Δημήτρη. Δεν έχεις καθόλου ενσυναίσθηση. Δεν σε νοιάζουν καθόλου τα δικά μου θέλω, οι δικές μου ανάγκες και επιθυμίες. Αρνούμαι πια να συμμετέχω σε αυτό τον γάμο – παρωδία. Αρκετά με αυτή την τοξική και ψυχοφθόρα κατάσταση! Αρκετά πια, αρκετά!», ξέσπασε κλαίγοντας.

Με την υπομονή του Ιώβ να έχει στερέψει και ένα βιολογικό ρολόι που άρχιζε να μετρά ανάποδα, η Ειρήνη του ανακοίνωσε απλά το χωρισμό.

«Δημήτρη δεν πάει άλλο. Χωρίζουμε».

Ο Δημήτρης δεν αντέδρασε άμεσα. Η Ειρήνη θεώρησε αρχικά ότι σάστισε και ήθελε το χρόνο του να εμπεδώσει αυτό που του είπε, να το επεξεργαστεί, να το διαχειριστεί, να το αποτρέψει, να την εμποδίσει, να την διεκδικήσει τέλος πάντων. Φρούδες ελπίδες.

«Εντάξει», απάντησε αυτός ψυχρά, σχεδόν αδιάφορα.

Η Ειρήνη απογοητευμένη, έφυγε το ίδιο βράδυ από το σπίτι.

Το διαμέρισμα που έμενε πριν τη συγκατοίκηση με το Δημήτρη, τής το είχαν αγοράσει οι δικοί της όταν ήταν φοιτήτρια. Το είχε επιπλώσει και διακοσμήσει με το δικό της γούστο. Ο ίδιος της είχε ζητήσει να το διατηρήσει και να μη το νοικιάσει, ώστε να πηγαίνει να μένει εκεί η Ειρήνη τα διαστήματα που χρειαζόταν αυτός απόλυτη ησυχία και αυτοσυγκέντρωση. Αυτό ήταν το καταφύγιό της όταν γίνονταν ανυπόφοροι οι καταναγκασμοί του συζύγου της. Εκεί υποδεχόταν τις φίλες της, μιλούσαν δυνατά, άκουγαν μουσική, έλεγαν ανέκδοτα και γελούσαν, έκαναν όλα τα πράγματα που απεχθανόταν ή τουλάχιστον δεν ήθελε ο ίδιος ο Δημήτρης να συμμετέχει. Εκεί κατέφυγε και τώρα.

Πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να έχουν επικοινωνήσει καθόλου. Διόλου περίεργο για το Δημήτρη. Όταν συναντήθηκαν, τοποθετήθηκε κι αυτός στο θέμα του χωρισμού.

«Ειρήνη, οι δικοί μου λένε ότι δεν είναι πρέπον να χωρίσουμε. Όσο για το γνωστό θέμα, είμαι διατεθειμένος να κάνω υποχώρηση».

«Όταν λες το γνωστό θέμα, φαντάζομαι ότι εννοείς το παιδί;», διευκρίνισε η Ειρήνη αν και ήταν σίγουρη ότι γι’ αυτό επρόκειτο.

«Ναι», απάντησε ως συνήθως μονολεκτικά.

«Αυτό που δεν είναι πρέπον Δημήτρη, είναι να θεωρούμε ένα παιδί σωσίβιο σε ένα γάμο που έχει ήδη ναυαγήσει. Μία ανθρώπινη ζωή αποτελεί αυταξία και όχι αυτοσκοπό. Είναι η πεμπτουσία του έρωτα και της αγάπης και όχι μία ύστατη λύση ανάγκης. Πρέπει να το λαχταρούν και οι δύο, όχι ο ένας να κάνει… υποχώρηση. Μόνο έτσι φέρνει την ευτυχία και είναι το ίδιο ευτυχισμένο».

Ο Δημήτρης δεν απάντησε.

«Εμ βέβαια, τώρα ήπιες το αμίλητο νερό!», είπε δυνατά και με έντονη δόση ειρωνείας και όχι από μέσα της όπως τις υπόλοιπες φορές.

Θεέ μου πόσο αλλοπρόσαλλα λειτουργεί αυτός ο άνθρωπος! Λες και μιλάω σε μικρό παιδί ή στον τοίχο! Πώς άντεξα δίπλα του τόσα χρόνια; Πώς ανέχτηκα τόσες ιδιορρυθμίες και παραξενιές! Και οι μονίμως απόντες συμβουλάτορες δικοί του, πάντα εκεί να υποδείξουν το “πρέπον” και το “ηθικόν”, συνέχισε τώρα από μέσα της.

Μάζεψε τα πράγματά της και πριν φύγει από το σπίτι οριστικά, πήρε τη γλυκιά εκδίκησή της. Άλλαξε τη θέση σε όλα τα πράγματα στην κουζίνα, άνοιξε επίτηδες το παράθυρο και σκορπίστηκαν όλες οι σημειώσεις και τα έγγραφα που είχε αρχειοθετημένα στο γραφείο του, αφαίρεσε κάποια σημαντικά βιβλία από την κοινή τους βιβλιοθήκη, ανακάτωσε όλα τα ρούχα που ήταν τοποθετημένα με απόλυτη τάξη στην ντουλάπα του και άνοιξε τη μουσική στο τέρμα. Θα λουζόταν ό,τι μισούσε! Θα του έπαιρνε μέρες να ξαναβάλει την πολυπόθητη τάξη!

Αυτό σίγουρα θα τον κάνει τούρμπο, θριαμβολόγησε.

Λίγες μέρες μετά, ξεκίνησε τα διαδικαστικά ώστε να τελειώνει η υπόθεση του διαζυγίου μία ώρα αρχύτερα. Στη συνέχεια, έκανε το πρώτο πράγμα που κάνει μια γυναίκα μετά από έναν χωρισμό. Πήγε στο κομμωτήριο να αλλάξει τα μαλλιά της! Θρονιάστηκε στο ροζ συννεφάκι της, βασίλισσα σωστή και ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον. Θα έβαζε το κοντέρ από την αρχή.

Είναι κι αυτός ο καινούργιος στη δουλειά. Όλο με φλερτάρει. Έχει και απίστευτο χιούμορ, χαμογέλασε χαμένη στις σκέψεις της.

Δεν άργησε να γκρεμοτσακιστεί από το σύννεφό της και να προσγειωθεί ανώμαλα στην πραγματικότητα.

Η Ειρήνη είχε πανιάσει και βρισκόταν σε παραλήρημα. Ψέλλιζε λέξεις, άλλες δυνατά, άλλες από μέσα της, αρθρώνοντας έναν ακατάληπτο λόγο, καθώς διάβαζε απορροφημένη το άρθρο ενός περιοδικού.

«…εμμονή με τη ρουτίνα… δυσκολία στην έκφραση συναισθημάτων… μειωμένη ικανότητα ενσυναίσθησης… περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες… επιλεκτική σιωπή… μακροσκελή ομιλία για αγαπημένο θέμα… υψηλή νοημοσύνη και λειτουργικότητα… αυθεντία σε συγκεκριμένο τομέα… υπερευαισθησία στους θορύβους …ιδεοληπτική – ψυχαναγκαστική συμπεριφορά… κατάθλιψη… κρυφή διαταραχή… δύσκολη διάγνωση… σύνδρομο Asperger… φάσμα αυτισμού… »

«Περάστε παρακαλώ, είναι η σειρά σας», της είπε ευγενικά η υπάλληλος του κομμωτηρίου.

Η Ειρήνη έμεινε ασάλευτη κοιτάζοντας το κενό.

«Είστε καλά; Θέλετε λίγο νερό;», προσπάθησε να τη συνεφέρει  η κοπέλα.

«Ο Δημήτρης», κατάφερε να πει με σβησμένη φωνή.

«Πρέπει να ακυρώσω το ραντεβού. Ο άντρας μου με χρειάζεται», είπε σαστισμένη, προσπαθώντας ωστόσο να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Χρειαζόταν τις δυνάμεις της.

Στο κινητό της είδε ένα μήνυμα και δύο αναπάντητες κλήσεις.

«Κυρία Χαρίτου προσπαθώ μέρες να επικοινωνήσω με το σύζυγό σας για τη διατριβή του. Είναι επείγον. Παρακαλώ ενημερώστε τον», έλεγε το μήνυμα του επιβλέποντος καθηγητή.

«Μα πώς… ο Δημήτρης είναι πάντα επιμελής…», τη ζώσανε τα φίδια.

Οι αναπάντητες ήταν από τα πεθερικά της. Εκεί ένιωσε το δάγκωμα της κόμπρας. Ήταν σπανιότατες οι φορές που την έπαιρναν τηλέφωνο και αφορούσαν ζητήματα ζωής – θανάτου.

Κάτι συμβαίνει με το Δημήτρη, μονολογούσε.

Και προχθές στο δικηγόρο ήταν τελείως στον κόσμο του. Θεέ μου μη κάνει καμιά βλακεία. Ήταν πια σε κατάσταση αμόκ.

Η καρδιά της πήγε στη θέση της όταν απάντησε ο Δημήτρης το τηλέφωνο, με την πρώτη μάλιστα.

«Ειρήνη».

«Καλησπέρα Δημήτρη, πώς είσαι;»

Δεν απάντησε.

«Δημήτρη είσαι εκεί;»

«Ναι», αποκρίθηκε με χρονοκαθυστέρηση.

«Θα μείνω εκεί απόψε και αύριο θα πάμε κάπου μαζί», του ανακοίνωσε η Ειρήνη.

«Στο δικηγόρο;», ρώτησε μουδιασμένα.

«Όχι στο δικηγόρο, Δημήτρη».

«Σε σύμβουλο γάμου;». Από τη χροιά της φωνής του η Ειρήνη διέκρινε μία σπίθα ελπίδας.

«Θα πάμε κάπου για συμβουλές και για βοήθεια. Θα τα πούμε σε λίγο, αγάπη μου», του απάντησε τρυφερά.

«Εντάξει, σε περιμένω», αναθάρρησε. Ήταν σίγουρη από τον τόνο της φωνής του πως είχε σκάσει ένα αμυδρό χαμόγελο.

Ο Δημήτρης ήταν για χρόνια ο άνθρωπός της. Δεν ήξερε ποια θα ήταν η συνέχεια, δεν ήξερε ακόμα αν όλα αυτά ήταν αποκύημα της φαντασίας της ή αν υπήρχε όντως πρόβλημα. Ακόμα και αν τον χώριζε, ποτέ δε θα τον εγκατέλειπε.

Άρχισε πάλι ο πόλεμος μέσα της.

Κι εσύ τόσα χρόνια δεν είχες καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά; Τι διάολο τα έχεις τα πτυχία; ρωτούσε επίμονα η ρεαλίστρια.

Πρώτη φορά ακούω για την πάθηση αυτή. Μπορεί να μην είναι τίποτα τελικά και να είναι απλώς εσωστρεφής. Όλα θα πάνε καλά, αντέδρασε η ονειροπόλα.

Καλά στο κόσμο σου εσύ!, απάντησε η λογική Ειρήνη.

Είδαμε κι εσένα!, αντέκρουσε η συναισθηματική Ειρήνη.

Στη συνέχεια έκανε το διαιτητή στον ίδιο της τον εαυτό και έβαλε τέλος στη στιχομυθία.

Κάνετε και οι δυο υπομονή! Από αύριο θα έχουμε κάποιες απαντήσεις. Πάψτε τη φαγωμάρα… Ειρήνη ημίν!

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading