,

Το κούτσικο

Οκτώ νοματαίοι μένανε σ’ ένα ισόγειο καλύβι, κουζίνα δωμάτιο όλα μαζί, ένα σεντόνι παρίστανε τη μεσοτοιχία, μια τουαλέτα ίσα για τα απαραίτητα και σε περίοπτη θέση το καπάκι μιας κατσαρόλας για καθρέφτη, αλλού έδειχνε τα μάτια κι αλλού τα αυτιά.

Ο Θανάσης, η Δέσποινα, τέσσερα κορίτσια, παππούς και γιαγιά, ολοκληρώνανε το οικογενειακό κάδρο. Δύσκολες οι ώρες, οι μέρες, τα χρόνια, η φτώχια δεν άφηνε περιθώρια. Η Δέσπω καθάριζε σκάλες στις πολυκατοικίες της γειτονιάς από τα ξημερώματα. Μαζί βοηθός η δεύτερη κόρη, η δωδεκάχρονη Ασημίνα, να καθαρίζει τζάμια, πλατύσκαλα και κουπαστές. Μόλις φώτιζε η μέρα έτρεχε στο σχολειό σκασμένη που την πήρε η ώρα και δεν πρόλαβε να βοηθήσει τη μάνα περισσότερο. Ο Θανάσης μαζί με την πρωτότοκη, τη Θοδώρα, τριγυρνούσαν στις λαϊκές αγορές να ξεφωνίζουν για τα κρεμμύδια και τα σκόρδα της αυλής τους. Με τα χεράκια της από μικρό παιδί φρόντιζε τα ζαρζαβατικά της αυλής και να γεμίζει την κατσαρόλα της οικογένειας. Η Θοδώρα τελείωσε το γυμνάσιο κι ως εκεί, παραπάνω δεν είχε. «Δουλειά μας λείπει», έλεγε ο πατέρας «κι όχι γράμματα. Αυτά δεν χορταίνουν κοιλιές».

Η τρίτη, η Ρηνιώ, ήταν η χρυσοχέρα, μόλις δέκα χρονών και μαγείρευε, φρόντιζε το σπίτι μαζί με τη γιαγιά Θοδώρα, σκυμμένες όλη μέρα πάνω από σκάφες και κατσαρόλια. Σχολειό δεν πήγαινε. Δεν μιλούσε, δεν άκουσαν φωνή ποτέ κι όσο της έλειπε η λαλιά, τόσο τα χέρια της γλώσσα δε βάζανε μέσα. Χιλιάδες λέξεις ξεπεταγόταν από τα δάχτυλα καθώς τρέχανε γοργά πάνω στο μαλλί που κάθε βράδυ, μόλις αποκοιμιόταν η οικογένεια, έπλεκε με τη γιαγιά. Σκουφιά, κασκόλια, πουλόβερ, κάλτσες και κουβέρτες, παλεύοντας να προσφέρουν λίγο παραπάνω αξιοπρέπεια στη ζωή ολονών. Λόγια ατέλειωτα αγάπης ξεχυνόταν από τα μάτια καθώς έβλεπε τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους της να κοιμούνται χορτάτοι στα ζεστά και καθαρά.

Τα πλεκτά τους γίναν περιβόητα, ο Παύλος ένας γυρολόγος αθίγγανος που ξεσήκωνε τις γειτονιές τραγουδώντας, είχε την αποκλειστικότητα κάθε Τετάρτη. Περνούσε, έπαιρνε μάλλινα και άφηνε λεφτά από τα πουλημένα. «Μπράβο Παύλε», έλεγε η γιαγιά «θα πάρουμε κρέας επιτέλους». Γελούσε ο Παύλος και φώτιζε η γειτονιά από τα χρυσά του δόντια. «Μπάμπο, σε είπα και τις προάλλες, δώκε μου ένα ιτσάι, τέσσερα έχετε κι εγώ ένα τσούρμο τσαβούς έτοιμους για γαμπρούς. Θα χορτάσει κρέας και πλούτη ο Θανάσης από τον Παύλο» και τραγουδούσε και χόρευε και η γιαγιά φώναζε «Σε σένα βρε το μαυροτσούκαλο θα δώσω τα κορίτσια;».

Η τελευταία κόρη, η Χαρά, όνομα και πράμα, όταν δεν έλειπε στο σχολειό χόρευε, τραγουδούσε και ονειρευόταν λούσα και χορούς, ίδια ο παππούς. «Κούτσικο ακόμη», έλεγε ο Θανάσης. «Άστο, έχει χρόνια για δουλειά, χέρια δεν μας λείπουν». Ξεφυσούσε η Δέσπω που δε βοηθούσε στάλα το μικρό τις αδερφές του, τι μικρό; Εννιά κι αυτό ξεπετάχτηκε, έσκαγε που έμοιαζε στο μπάρμπα Στέλιο, τα ‘φαγε τα νιάτα του να παριστάνει τον Δον Ζουάν αλλά στο ξεβράκωτο. Είδε κι αποείδε, πήρε τελικά τη βλογιοκομμένη κόρη του μπακάλη να λιγδώσει τ’ άντερο. Τραγούδια και χοροί, έρωτες, βεγγέρες και λουλούδια νηστικό και άφραγκο τον άφησαν. Τώρα κουτσός κι άρρωστος ολημερίς, άχτι την έχει τη Θοδώρα. «Μωρή Θοδώρααααα, κόκαλα έχει ο καφές; Πού είναι τα τσιγάρα μου άχρηστη γυναίκα; Ρίξε κάνα ξύλο παραπάνω μωρή βλογιοκομμένη, βάλθηκες να με πεθάνεις;».

Χαρά και μπάρμπα Στέλιος το ίδιο και το αυτό, «Άντε κορίτσι μου», έλεγε η μάνα κάθε πρωί «Σήκω να έρθεις μαζί μας να βοηθήσεις την Ασημίνα».

«Εγώ σκάλες δεν καθαρίζω, σαν και τα μούτρα σου έκανες την Ασημίνα», απαντούσε η πορδή.

«Έλα στη λαϊκή να βοηθήσεις», φώναζε η Θοδωρούλα. «Φτάνει τόση μπόχα σκορδέα από σένα εδώ μέσα». Ούτε λόγος για πλεκτική και μαγειρέματα, τα χνούδια πνίγανε την αριστοκρατική μύτη, τα κρεμμύδια και τα λίπη της φέρνανε λιγοθυμιά. Κουνούσε το κεφάλι η Ρηνιώ απογοητευμένη, σήκωνε τα χέρια.

«Αι ψόφα μουγκό», της γύριζε η Χαρά, «Εγώ τουλάχιστον θα παντρευτώ πλούσιο, να φύγω από ‘δω μέσα, εσένα να δω ποιος θα σε πάρει. Στο τέλος θα ξεσκατίζεις τους γέρους». Κι έριχνε πόντους η Ρηνιώ με θολά από δάκρυα μάτια.

Πέρασε καιρός με αυτά και με άλλα, μεγάλωσαν τα κορίτσια, έφυγε η γιαγιά, τα χέρια της Ρηνιώς δουλεύανε για δυο τώρα. Ο Παύλος έφευγε και στα γύρω χωριά τα πλεκτά γίνανε ανάρπαστα, κουράστηκε κι ο Θανάσης από μικρό παιδί να φροντίζει τη δική του οικογένεια με τον ονειροπόλο πατέρα, τον δίπλωνε ο βήχας στα δυο. Η Θοδώρα αγόγγυστα ανέλαβε τη σκορδέα κι ένα σωρό άλλα καλούδια γέμιζαν τον πάγκο της. Η Δέσπω άντεχε, κάτι πονάκια εδώ κι εκεί και οι πληγές στα δάχτυλα ήταν άνευ σημασίας, μεγάλωσαν οι δουλειές, τώρα με την Ασημίνα χωρίς σχολείο, είχαν και το μπακάλικο του Σιδέρη και το μπαρμπέρικο του Μήτσου. Ο παππούς από την άλλη, συνέχιζε να κράζει τη γιαγιά Θοδώρα και να αραδιάζει ερωτόλογα σε μια Κατίνα, βολοδέρνοντας στην άνοια. Όσο για τη Χαρά, αμέριμνη άναβε φωτιές στη γειτονιά κι έκαιγε τα παλικάρια, ψάχνοντας τον πλούσιο γαμπρό.

«Σύρε Χαρά να πάρεις απ’ το μπακαλάκι φασόλια».

«Δεν πάω εκεί, βρομοκοπάει παστουρμά».

«Πάνε μωρή στη λαϊκή, ξεράθηκε η αδερφή σου».

«Δεν μπορώ την κρεμμυδίλα, αναγουλιάζω».

«Τράβα να καθαρίσεις στον κυρ Μήτσο, δεν προλαβαίνει η Ασημίνα».

«Εγώ στον ψωραλέο και στις τρίχες του;»

«Φρόντισε τουλάχιστον τον πατέρα, βοήθα τη Ρηνιώ».

«Νοσοκόμα ψάχτε αλλού».

Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, ώσπου έσκασε μύτη στη γειτονιά λουσάτο αμάξι με κοστουμάτο ομορφονιό, τον Αλέξη. Γόνος βιομηχανίας δερμάτινων ειδών, σπουδαγμένος στη Γαλλία, με μπόλικα λεφτά. Ήρθε να αγοράσει τα εμπορικά, το μπακάλικο, το μπαρμπέρικο, το ζαχαροπλαστείο, όλη τη γωνιά. Το σχέδιο ήταν να στήσει ένα μεγάλο κατάστημα με ρούχα, τσάντες, παπούτσια κι άλλες πολυτέλειες που κυκλοφορούσαν στα εξωτερικά. Φύσηξε κοσμοπολίτικος μυρωδάτος αέρας στη γειτονιά, σκέπασε τη σκορδέα, την κρεμμυδίλα, τον παστουρμά, πήρε μακριά τα λασπωμένα σαπουνόνερα της Ασημίνας, έδιωξε τις τρίχες του Μήτσου και σήκωσε τη Χαρά στα ουράνια. Πόσα όνειρα, πόσα σχέδια έκανε με το μυαλό της, μια μούντζα περιποιημένη περίμενε τόσα χρόνια να ρίξει και να μη ξαναπατήσει εδώ στο βούρκο. Ούτε να τους ξαναδεί, σιχάθηκε τη φτώχεια τους, τη μιζέρια, την ανέχεια.

Μα η ζωή είναι παιχνιδιάρα, θέλει να γελάσει, να κάνει μπαγαποντιές, ν’ ανακατέψει τη σαλάτα.

Μια στιγμή ήταν αρκετή για τον Αλέξη μόλις αντίκρυσε την κοπέλα έξω από ένα πλουμιστό φορτηγό με κρεμασμένα κουβέρτες, τηγάνια και φορέματα, να κουνάει τα χέρια της και να γελάει όμορφα. Δεν μπορούσε ν’ ακούσει τον ήχο του γέλιου, τα μεγάφωνα του τσιγγάνου γέμιζαν το χώρο με τραγούδια για έρωτες χαμένους. Κίνησε να περπατήσει προς τα εκεί, μα η κοπέλα χάθηκε από τα μάτια του. Μέρες έψαχνε και περίμενε να την ξαναδεί κάπου. Ρωτώντας δεξιά κι αριστερά έμαθε για τη Ρηνιώ, για την οικογένεια, για τον αγώνα όλων για την ονειροπαρμένη μικρή. Έστειλε μήνυμα να αγοράσει εκείνος τα πλεκτά της Ρηνιώς για το καινούργιο μεγάλο κατάστημα, απόκριση δεν πήρε και πήγε έξω από το σπίτι για να τη συναντήσει.

Τίποτα δεν σταμάτησε τον Αλέξη. Ούτε το γκρίζο σπίτι, η ανακατωμένη αυλή, οι μυρωδιές, ούτε το φτωχικό φόρεμα που ανέμιζε καθώς άπλωνε η κοπέλα τα πλεκτά. Γύρισε, τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ευθύς ο κόσμος γύρω γέμισε χρώματα, αρώματα, φως και ζεστασιά, σαν τα υπέροχα πλεκτά από χέρια ευλογημένα. Ναι, μια στιγμή για τον Αλέξη ήταν αρκετή για να πάρει τη Ρηνιώ από εκεί, σε μια άλλη ζωή που της άξιζε.

Το σπίτι με τα χρόνια ερήμωσε. Όλοι φύγανε, μαζί με τη Ρηνιώ. Μόνο η Χαρά δε δέχτηκε να ακολουθήσει. Το φαγητό σώθηκε, οι ιστοί σαν δίχτυα απλώθηκαν στα αχρησιμοποίητα κατσαρολικά, στο καλάθι με τα βελόνια της Ρηνιώς, στην άδεια καρέκλα του παππού, στο άρρωστο κρεβάτι του Θανάση, στο σεντόνι που υποδυόταν τον τοίχο, στην αυλή με τα σάπια ζαρζαβατικά, στους κουβάδες της Δέσπως με τα λερωμένα σαπουνόνερα, στη ζωή της Χαράς. Το καπάκι της κατσαρόλας στην τουαλέτα καθρέφτιζε το άλλοτε φωτισμένο πρόσωπό της, σκοτεινότερο από ποτέ. Οι χοροί και τα τραγούδια σώπασαν, η ζήλια της κατέτρωγε τα σωθικά, όλα της τα όνειρα για μια ζωή ρόδινη μακριά από το βούρκο τα κατέστρεψε η μουγκή, η ύπουλη αδερφή της και ήρθε η στιγμή να τα πάρει πίσω.

Πετούσε ο Θανάσης και η Δέσποινα στα ουράνια, η Ρηνιώ και ο Αλέξης περίμεναν το πρώτο τους παιδί. Μόνο η στεναχώρια για το στερνοπούλι τους τους βασάνιζε, αλλά θα έφτιαχνε κι αυτό με τον ερχομό του μωρού. Η Θοδώρα και η Ασημίνα τακτοποιήθηκαν στο κατάστημα, στα δικά τους σπίτια και η Χαρά κατέστρωνε τα δικά της σατανικά σχέδια. Μήνυσε στης Ρηνιώς πως χρειαζόταν βοήθεια να πάει από το πατρικό. Πέταξε η Ρηνιώ από τη χαρά της, τρέχοντας έφτασε στην αδερφή με γεμάτα χέρια κι ένα γράμμα, να της πει όσα δεν μπορούσε, να την πάρει κοντά της, να της προσφέρει όσα στερήθηκε τόσα χρόνια.

Τίποτα δεν κατάλαβε η Ρηνιώ. Μόνο ένα οδυνηρό κάψιμο γοργά απλωνόταν από το όμορφο πρόσωπο σε όλο το σώμα. Κανείς δεν άκουσε τις σιωπηλές κραυγές, κανείς δεν είδε το βασανισμό, τον ανείπωτο πόνο, τα παραμορφωμένα χέρια που σφίγγανε την κοιλιά, το αγέννητο μωρό της, τα τυφλά πια άδεια μάτια από λέξεις και φως, τη σαδιστική ικανοποίηση στο πρόσωπο της Χαράς.

Η Ρηνιώ έσβησε όσο αθόρυβα είχε ζήσει και η Χαρά, τρελή από ικανοποίηση, γελώντας ξεχύθηκε στους δρόμους φορώντας ένα πλεκτό ροζ κασκόλ θηλιά στο λαιμό. Το φορτηγό του Παύλου σήμερα στα στενά της γειτονιάς δεν τραγουδούσε τους έρωτες.

«Για πού το ‘βαλες καρδιά μου μ’ ανοιχτά πανιά για ποια πέλαγα ουράνια άστρα μαγικά, ποια αγάπη ποιο λιμάνι ποια παρηγοριά…».

Magic garden

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading