,

Ένας τύπος σε ένα μπαρ

Σάββατο βράδυ σε μεγάλη πόλη. Άνθρωποι νεαρής και μέσης ηλικίας κυκλοφορούν μόνοι ή με παρέες, σε οχήματα ή με τα πόδια. Μιλάνε, γελάνε. Φωνάζουν. Προσπαθούν να βρουν ένα στέκι για να ξαποστάσουν και να πιούν και ίσως και να φασωθούν λίγο. Κάποιοι πάνε σε πολυκατοικίες ή μονοκατοικίες. Κάποιοι διασχίζουν την πόλη από τη μια άκρη ως την άλλη. Κάποιοι κάθονται σε παγκάκια, παρά το κρύο. Άλλοι μπαίνουν σε κλαμπ ή μπαρ.

Ένας κυκλοφορεί οπλισμένος.

Ένας άλλος βρίσκεται ήδη στο τρίτο ποτό του. Κάθεται σε ένα σκαμπό. Φοράει μπουφάν από δερματίνη, μπλούζα – με έναν φιλόσοφο της αρχαιότητας που σηκώνει το μανδύα του, από τα πόδια προς τον ουρανό, για να δείξει τα απόκρυφά του σε στρατιώτες -, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια. Είναι είκοσι επτά χρονών και έχει μακριά μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά.

Είναι μόνος. Άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Δεν ξέρει κανέναν εκεί μέσα, όπως και κανένας δεν ξέρει αυτόν. Το πιο οικείο του άτομο σε αυτό το μπαρ είναι ο μπάρμαν που του σερβίρει τα ποτά. Έχουν ανταλλάξει μόλις εννιά λέξεις.

«Γεια σου. Ουίσκι. Σκέτο».

«Έγινε».

«Άλλο ένα».

«Άλλο ένα».

Και ο τύπος είναι πολύ ευχαριστημένος από αυτό. Δεν έχει ξανάρθει σε αυτό το μπαρ. Ούτε καν σε αυτή την πόλη. Δεν έτυχε. Δεν τον ενδιέφερε να έρθει. Όχι ότι του φταίει η πόλη σε κάτι ή οι κάτοικοί της ή αυτοί που διοικούν την πόλη ή αυτοί που αστυνομεύουν την πόλη ή αυτοί που παίζουν σε ομάδες της πόλης. Όχι, τίποτα τέτοιο. Είναι απλά ένας περαστικός τύπος που έχει κάτσει Σάββατο βράδυ σε ένα μπαρ αυτής της πόλης.

Η μουσική παίζει υπερβολικά δυνατά. Πάντα έτσι γίνεται. Λες και όλοι οι DJ έχουν τελειώσει την ίδια σχολή, με τους ίδιους καθηγητές, που τους έμαθαν ότι, ακούστε, παιδιά, όταν κάποιος έρχεται στο μαγαζί, δεν ενδιαφέρεται για κουβέντες και μίτινγκ και εργασίες, αλλά θα χορέψει και θα σιγοντάρει τα τραγούδια με μεθυσμένη φωνή, και ακόμα και αν δεν συμβεί αυτό, φροντίστε να γίνει, πείστε τον κόσμο ότι πρέπει να χορέψει και να τραγουδήσει και να διασκεδάσει, γιατί αυτή είναι η ουσία ενός μπαρ/κλαμπ/καφετέριας, η διασκέδαση, όχι η ζωγραφική, όχι τα μαθηματικά, όχι τα αρχαία, όχι ο μαλάκας ο προϊστάμενος, αλλά μόνο η μουσική, και εσείς είστε αυτοί που καθορίζουν τη διασκέδαση, σαν εξπέρ που είστε, και, για του λόγου το αληθές, για ελάτε, καμάρια μου, για παραδώστε τις εργασίες σας, να δω αν θα με πείσετε να κουνήσω τον κώλο μου από την έδρα για να τραγουδήσω και να χορέψω.

Δεν τον ενοχλεί η μουσική. Αν ήθελε μπλα – μπλα, αν ήθελε να την πέσει στις γκόμενες, αν ήθελε να βγάλει το λάπτοπ που δεν έχει και να γράψει την αναφορά του για τα πεπραγμένα της εταιρείας, δεν θα ερχόταν σε ένα μπαρ. Τόσο απλά.

Μια τηλεόραση είναι ανοιχτή σε ένα κανάλι με ειδήσεις.

Εδώ έχει έρθει για να πιει ουίσκι. Όχι, δεν οδηγάει. Όχι, δεν νοιάζεται τι ώρα θα γυρίσει σπίτι, γιατί δεν έχει σπίτι για να γυρίσει, ούτε οικογένεια για να θρέψει, ούτε ζωάκια για να ταΐσει.

Η πόρτα ενός μπαρ/κλαμπ/καφετέριας είναι σαν πύλη σε άλλο κόσμο. Από τη σιγαλιά και τις χαμηλόφωνες συζητήσεις, από τη φύση και την πόλη, από το κρύο ή τη ζέστη, αλλάζεις περιβάλλον. Αλλάζεις κλίμα, αλλάζεις αισθητική, αλλάζεις ακουστική, και περνάς στον κλειστό κόσμο ενός μπαρίστα που σου φτιάχνει ό,τι του ζητήσεις και ενός διασκεδαστή που σε διασκεδάζει με τραγούδια. Μερικές φορές, όπως σε αυτή την περίπτωση, είναι ο ίδιος άνθρωπος, αλλά αυτό δεν νοιάζει κανέναν. Όχι πραγματικά. Σίγουρα δεν νοιάζει αυτόν τον τύπο.

Νιώθει το κρύο να τον χτυπάει στην πλάτη, μιας και η πόρτα είναι ακριβώς πίσω του, γύρω στα οχτώ μέτρα.

Ο τύπος κοιτάζει από τον καθρέφτη πίσω από τα ποτά. Βλέπει ένα χέρι να ξεπροβάλλει από μια μακριά καπαρντίνα. Ένα μακρύκαννο όπλο, μαύρο σαν καμένο φίδι, αποκαλύπτεται. Ο άντρας φωνάζει κάτι, αλλά δεν ακούγεται μέσα στο θόρυβο. Ο τύπος βλέπει τον οπλισμένο να στρέφει το όπλο ψηλά, να συνεχίζει να φωνάζει και έπειτα να πυροβολεί.

Αυτό ακούγεται.

«Έχει όπλο!» φωνάζει κάποιος πελάτης, λες και δεν αρκεί ο ήχος του πυροβολισμού.

Σαματάς επικρατεί. Ουρλιαχτά και ποτήρια που σπάζουν. Οι σερβιτόρες πετάνε τους δίσκους και προσπαθούν να κατευθυνθούν προς την κουζίνα ή τις τουαλέτες και πολλοί πελάτες τις ακολουθούν, σαν να έμαθαν πως εκεί μέσα είναι που γίνονται τα όργια και οι διαθέσιμες θέσεις είναι ελάχιστες, κυρίες και κύριοι, τρέξτε να προλάβετε.

«Κάτω όλοι και τα χέρια στο κεφάλι!» διατάζει ο οπλισμένος. «Τώρα!».

Οι πελάτες κοιτάνε προς τον μπάρμαν. Εκείνος δείχνει χαμένος, σαν να τον έπιασαν με κατεβασμένα τα παντελόνια.

«Πέστε κάτω, γαμώτο! Τα χέρια στο κεφάλι. Τώρα!» διατάζει ο οπλισμένος. Δείχνει τον μπάρμαν. «Κλείσε την μουσική».

Υπακούνε. Δεν έχουν άλλη επιλογή, υποθέτει ο τύπος.

«Δεν το περίμενες, ε;» λέει ο οπλισμένος. Κοιτάζει τον μπάρμαν. «Το είχα πει στο αφεντικό σου, μαλάκα. Τον είχα προειδοποιήσει. Θα τα κάνω όλα λίμπα, αυτό του είχα πει».

Ο μπάρμαν δεν αντιδρά.

«Τι; Δεν στα ’πε;»

Ο μπάρμαν δεν μιλά.

Ο οπλισμένος τον στοχεύει. «Λέγε, ρε, δεν στα ’πε;».

Καμιά απόκριση.

«Καλύτερα να του απαντήσεις», λέει ο τύπος, πίνοντας λίγο από το ουίσκι.

Ο μπάρμαν τον κοιτάζει.

«Αν δεν του απαντήσεις, θα σου ρίξει».

Ο μπάρμαν δεν αντιδράει.

Ο τύπος ξεφυσά.

«Έι, εσύ!» λέει ο οπλισμένος στον τύπο. «Εσύ. Τι νομίζεις ότι κάνεις; Στο πάτωμα. Πέσε στο πάτωμα σαν τους άλλους. Τώρα».

Ο τύπος δεν υπακούει.

«Δεν με άκουσες;»

Ο τύπος κοιτάζει τον οπλισμένο από τον καθρέφτη. Από αυτή την οπτική, μοιάζουν να είναι μόνοι τους στο μπαρ. Σαν να άδειασε ξαφνικά. Ή σαν να λιποθύμησαν όλοι οι άλλοι. Ή σαν να πέθαναν. Ή σαν αυτοί οι δύο, ο τύπος και ο οπλισμένος, να μπήκαν σε μπαρ όπου συχνάζουν πολύ κοντοί άνθρωποι.

Βλέπει το μακρύκαννο όπλο που έχει στραφεί προς αυτόν. Ξέρει ότι ο άλλος είναι επικίνδυνος. Φαίνεται ότι έχει χάσει τα λογικά του. Κάτι συνέβη ανάμεσα στον οπλισμένο και τον ιδιοκτήτη του μπαρ, ο οπλισμένος τσαντίστηκε άσχημα και τώρα θέλει εκδίκηση.

Αναρωτιέται στιγμιαία αν αύριο το βράδυ η τηλεόραση του μπαρ θα προβάλλει το ρεπορτάζ από ό,τι επρόκειτο να συμβεί.

«Κοίτα να δεις, μαλάκα», λέει ο οπλισμένος και πλησιάζει τον τύπο. Ακουμπάει την κάννη στο σβέρκο του τύπου. «Πέσε στο πάτωμα, αλλιώς θα σου ρίξω. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το να σε σκοτώσω μέσα σε τούτο το μπουρδέλο. Ίσα – ίσα, θα με ευχαριστήσει κιόλας. Θα κάνω περισσότερο κακό στον ηλίθιο που το έχει. Γι’ αυτό, μη με προκαλείς. Πέσε κάτω».

Ο τύπος κοιτάζει τον μπάρμαν. Νοιάζομαι γι’ αυτόν; αναρωτιέται. Νοιάζομαι τι θα πάθει; Ή τι θα πάθει το μπαρ; Και μετά: Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε εδώ έχει πιει ωραίο ουίσκι -εις τριπλούν, παρακαλώ- και με αυτό τον μπάρμαν έχει ανταλλάξει λίγες κουβέντες. Οφείλει να νοιαστεί, σωστά;

Πίνει το υπόλοιπο ουίσκι.

Μετά στρέφεται απότομα, έχοντας το δεξί του χέρι υψωμένο. Παραμερίζει την κάννη, αρπάζει το όπλο με τα δυο του χέρια, το στρέφει ψηλά. Χτυπάει με τον υποκόπανο τον οπλισμένο στο σαγόνι και μετά με την κάννη τον χτυπάει στο κούτελο. Τον κλοτσάει στα αρχίδια και εν τέλει του αποσπάει το όπλο.

«Πες μου τώρα, λεχρίτη. Θα σου άρεσε να στην αστράψω; Ε; Μίλα!» φωνάζει.

Κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν σε μια ταινία;

Χαμογελάει. Ωραίες οι ταινίες.

Στρέφεται και κοιτάζει τον οπλισμένο, ο οποίος κάνει ένα βήμα πίσω, έχοντας το όπλο έτοιμο, να σημαδεύει τον τύπο. «Νομίζεις ότι είσαι κάποιος σημαντικός», λέει. «Και είσαι. Αλλά όχι όσο νομίζεις. Είσαι κάποιος που δε γουστάρει αυτό το μπαρ. Είσαι αυτός που κρατάει ένα όπλο και θέλει να βλάψει τον ιδιοκτήτη του, καταστρέφοντάς το. Αυτή τη στιγμή, είσαι μονάχα αυτό και τίποτα περισσότερο».

«Μπορώ να γίνω ο δολοφόνος που σου κάρφωσε ένα σκάγι στα μούτρα. Πώς θα σου φαινόταν αυτό, έξυπνε;»

«Δεν θα μου φαινόταν τίποτα. Θα ήμουν νεκρός. Δεν θα με ενδιέφερε τίποτα».

Ο οπλισμένος παραξενεύεται. Μορφάζει. Δεν περιμένει τέτοια αντίδραση. «Νομίζεις ότι είσαι γενναίος; Ε; Αυτό είναι;»

«Όχι. Δεν είμαι γενναίος. Αν ήμουν, δεν θα κάναμε τώρα αυτή τη συζήτηση».

«Πέσε κάτω, λοιπόν, κι άσε τις εξυπνάδες, μη σου τη μπουμπουνίσω».

«Δώσε μου το όπλο».

«Τι;»

«Δώσε μου το όπλο. Θα κάνω εγώ τη δουλειά, αντί για σένα». Το εννοεί; Όχι. Μπλοφάρει. Απλά θέλει να δοκιμάσει κάθε τι ειρηνικό, προτού ξεφύγουν τα πράγματα.

Ο μπάρμαν και οι πελάτες δεν πιστεύουν στα αυτιά τους.

«Γιατί να στο δώσω; Και πού ξέρω εγώ τι θα κάνεις, γαμώτο;»

«Δεν έχω κάτι για να χάσω». Ψέματα. Έχει. Την ελευθερία του. Την άνεση να πηγαίνει από δω κι από κει, χωρίς ξεκάθαρο στόχο. Αν πάει φυλακή, θα πρέπει να κάνει πράγματα, να ακολουθεί μια ρουτίνα. Όπως στο στρατό. Κι ήταν πολύ βαρετά στο στρατό. Γιατί να θέλει ο οποιοσδήποτε μια γαμημένη ρουτίνα; «Εσύ έχεις; Αν πας φυλακή, ας πούμε, τι θα χάσεις;».

Ο οπλισμένος ουρλιάζει: «Πέσε κάτω!».

Ο τύπος γυρίζει προς τον μπάρμαν. «Τι του έκανε το αφεντικό σου;»

Ο μπάρμαν δεν απαντάει.

«Γιατί θέλει να διαλύσει το μπαρ;»

Ο μπάρμαν δεν αποκρίνεται.

Ο τύπος κοιτάζει τον οπλισμένο. «Γιατί θέλεις να το διαλύσεις;»

«Έτσι μου γουστάρει, ρε. Πέσε κάτω».

Ο τύπος σκέφτεται τα τρία ουίσκι που έχει πιει. Δεν ζαλίζεται. Δεν νιώθει έτοιμος να ξεράσει. Ήταν ωραία ουίσκι. Ακριβή μάρκα. Όπου κι αν έχει πάει τους τελευταίους μήνες, του δίνουν σκάρτο πράμα. Από αυτά που ένας υγειονομικός έλεγχος θα έπεφτε σαν δάρτης στη μάπα του ιδιοκτήτη. Αλλά εδώ ο μπάρμαν δεν έπαιξε άτιμα.

Ο τύπος πλησιάζει τον οπλισμένο. «Δώσε μου το όπλο. Θα κάνω εγώ τη βρομοδουλειά. Θα πυροβολήσω τα πάντα». Γνέφει προς τον μπάρμαν. «Θα ρίξω και σ’ αυτόν, έτσι για να καταλάβει ο ιδιοκτήτης το λάθος του».

Ο οπλισμένος κοιτάζει τον τύπο. «Γιατί; Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι είσαι; Ποιος είσαι, γαμώτο;»

«Απλά ένας τύπος σε ένα μπαρ».

Ο οπλισμένος δεν μιλάει. Το σκέφτεται. Προσπαθεί να αποφασίσει αν μπορεί να εμπιστευτεί τον τύπο. Ή αν πρέπει να του ρίξει. Το όπλο δεν κουνιέται παρά ελάχιστα. Ο τύπος αναρωτιέται τι σόι όπλο να είναι. Δεν έχει ιδέα από αυτά. Του έμαθαν στο στρατό κάποια πράγματα, αλλά ή που του τα είπαν ή που δεν του τα είπαν, δεν έχει καμιά σημασία. Δεν τον ενδιαφέρει ο στρατός ή τα πυροβόλα όπλα. Αλλά τώρα αυτό το μαραφέτι μοιάζει να είναι σημαντικό. Αν μη τι άλλο, με δαύτο μπορεί να σκοτωθούν ένα σωρό άγνωστοι του τύπου. Και ο μπάρμαν. Και τα ποτά. Θα ήταν πολύ κρίμα να συμβεί κάτι τέτοιο, σκέφτεται ο τύπος. Αλλά και να μου το δώσει; Τι θα το κάνω; Θα τον απειλήσω; Ή θα του ρίξω κατευθείαν; Δεν είμαι και πολύ της εμπιστοσύνης, έτσι μου έλεγε ο πατέρας μου.

«Κάνε γρήγορα», λέει στον οπλισμένο. «Αν σκάσουν μύτη οι μπάτσοι, δεν θα έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας».

«Δεν σε εμπιστεύομαι. Άλλωστε, πρέπει να το κάνω εγώ». Χαμογελάει. «Και, γιατί όχι, εγώ θα σκοτώσω τον ομορφονιό από δω».

Ο τύπος κοιτάζει τον μπάρμαν. Δεν έχει κουνηθεί από τη θέση του. Κρατάει σχετικά παθητική στάση. Δεν μιλάει, για να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα. Μάλλον δεν τους έμαθαν στη σχολή τι πρέπει να κάνουν σε περιπτώσεις όπου ένας οπλισμένος μπαίνει στο μπαρ και απειλεί να το γαμήσει. «Βάλε μου ένα ουίσκι ακόμα», λέει ο τύπος.

«Τι;» πετάγεται ο οπλισμένος. «Με τίποτα». Προς τον μπάρμαν: «Μην τολμήσεις να ακουμπήσεις μπουκάλι ή ποτήρι».

«Αλλιώς τι;» λέει ο τύπος. «Θα τον σκοτώσεις; Τουλάχιστον, να πιω ένα ποτήρι, πριν τον αποτελειώσεις. Άφησέ τον να κάνει για μια τελευταία φορά τη δουλειά του».

«Όχι! Εγώ αποφασίζω. Μη βάλεις κανένα ποτό». Γυρίζει το όπλο προς τον τύπο. «Εσύ βγάλε το σκασμό. Αν ξαναμιλήσεις, θα σε σκοτώσω. Πέσε κάτω, σαν τους άλλους. Αν δεν το κάνεις, θα σε σκοτώσω. Το ’πιασες;».

Ο τύπος τον κοιτάζει. Βλέπει έναν απελπισμένο άνθρωπο. Κάποιον που δεν ξέρει πως κοντεύει να ξεφύγει από τα χέρια του ο έλεγχος αυτής της κατάστασης. «Μπορώ να βάλω τουλάχιστον εγώ ένα ουίσκι στον εαυτό μου; Μήπως θέλεις και εσύ; Όχι απαραίτητα ουίσκι· οτιδήποτε θέλεις. Να πιούμε και μετά να γίνει η δουλειά».

«Όχι. Πέσε κάτω! Πέσε κάτω, γαμώτο!».

Ο τύπος βλέπει τις ματιές και τις κινήσεις από κάποιους πελάτες. Ωραίες οι ταινίες, σκέφτεται ξανά. Έχει δει αρκετές. Στο σινεμά ή στην τηλεόραση. Ο πατέρας του, προτού χάσει μια και καλή τη δουλειά και την όποια αξιοπρέπεια είχε, τον πήγαινε συχνά στο σινεμά για να δουν αστυνομικά και πολεμικά κυρίως. Όλες αυτές οι αμερικάνικες, με τους μπρατσαράδες που ξέρουν να παλεύουν και να πυροβολούν και να αποφεύγουν τις σφαίρες ως δια μαγείας. Να λύνουν καταστάσεις ομηρίας είτε σαν μπάτσοι, είτε σαν πελάτες που βρέθηκαν στην κακή κατάσταση, αλλά ήταν πολύ καλύτεροι από τους κακούς. Ωραίες. Τελείως εκτός πραγματικότητας. Αλλά αυτή δεν είναι η ουσία; Να δεις κάτι που δεν ταιριάζει με αυτά που βλέπεις καθημερινά. Ποιο το νόημα να ζεις ξανά και ξανά όσα ήδη έχεις βιώσει ή ξέρεις ότι μπορεί να βιώσεις;

Ο τύπος γυρίζει και προχωράει προς τη μπάρα.

«Ε, πού πας; Σταμάτα!».

Περνάει την μικρή πόρτα που χωρίζει το χώρο πίσω από τη μπάρα από το υπόλοιπο μαγαζί. Βρίσκει το μπουκάλι με το ουίσκι και το πιάνει. Είναι γυάλινο, μισογεμάτο και το υγρό μέσα του είναι κεχριμπαρένιο, λες και κάποιος πήρε το αίμα από τον William Wallace, το συνδύασε με χρυσό και ιδού, ένα καταπληκτικό ποτό που θα το αποκαλούμε ουίσκι.

«Άστο κάτω!» ουρλιάζει ο οπλισμένος και το όπλο τρέμει στα χέρια του.

Ο τύπος γεμίζει το ποτήρι του. Όλο, μέχρι το χείλος. Λες και είναι άβγαλτος δεκαπεντάχρονος που δεν ξέρει ποια είναι η κατάλληλη δόση. Ή σαν να μη σκοτίζεται ποια είναι η κατάλληλη δόση. Παρά τις κραυγές του οπλισμένου, ο τύπος αφήνει το μπουκάλι, υψώνει το ποτήρι, χωρίς να ευχηθεί κάτι, και το φέρνει στα χείλη. Και πίνει, έχοντας κλειστά τα μάτια.

Ο οπλισμένος αντιλαμβάνεται πολύ αργά την επίθεση. Τρεις είναι, νέοι και ορεξάτοι. Μπρατσαράδες. Πέφτουν πάνω στον οπλισμένο, ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να αντισταθεί στο βάρος τους. Ένας εξ αυτών πιάνει το όπλο.

Αλλά όχι πριν αυτό εκπυρσοκροτήσει.

Το σκάγι βρίσκει τον τύπο, αλλά όχι στο πρόσωπο. Τον πετυχαίνει στο στήθος, εκεί που βρίσκεται το κεφάλι του φιλόσοφου που σηκώνει το μανδύα του, και τον εκτοξεύει πίσω, πάνω στα ποτά. Μπουκάλια σπάνε. Ο καθρέφτης γεμίζει αίματα. Το ποτήρι του θρυμματίζεται. Κραυγές ακούγονται σε όλο το μαγαζί. Ο τύπος πέφτει στο πάτωμα, το οποίο βρομάει από τις μυρωδιές δεκάδων ποτών. Του αρέσουν αυτές οι μυρωδιές. Τι θα έκανε ο φιλόσοφος που έχω στη μπλούζα μου; αναρωτιέται. Τι θα έκανε ένας άνθρωπος που δεν δίνει δεκάρα για τη γνώμη των άλλων ή για το αν θα δείξει τα αρχίδια του σε ένα μάτσο στρατιώτες; Τι θα έκανε κάποιος που απλά θέλει να ξεδώσει στις τελευταίες του στιγμές;

Πολύ απλά, θα προσπαθούσε να ευχαριστηθεί κάθε γαμημένο λεπτό.

Βγάζει τη γλώσσα και γλείφει τα ποτά. Δεν τα έχει δοκιμάσει ξανά. Δεν είναι άσχημα. Τελικά, σκέφτεται ότι είχε να χάσει και κάτι ακόμα, εκτός από την ελευθερία του. Όλες τις ευκαιρίες του κόσμου για να πιει όλα τα ποτά του κόσμου. Ή έστω, αυτού του μπαρ.

Αλλά να που βρίσκει μια ευκαιρία για να πιει πολλά από αυτά. Και την εκμεταλλεύεται.

Κάποιος τον πλησιάζει. Κάτι του λέει.

Ο τύπος δεν ακούει. Το μυαλό του γεμίζει με αλκοόλ και πόνο, τόσο αλκοόλ και τόσο πόνο, που είναι αδύνατον να συντονίσει τις αισθήσεις του στο σταθμό της πραγματικότητας.

Πριν κλείσει τα μάτια, σκέφτεται πως η τηλεόραση του μπαρ θα δείξει το ρεπορτάζ από ό,τι συνέβη εδώ, αλλά όταν το γεγονός θα είναι μια μικρή ενότητα σε ένα μεγαλύτερο κεφάλαιο των ειδήσεων και όταν αυτό το μπαρ θα έχει αλλάξει διεύθυνση. Αλλά όχι μπάρμαν.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: