,

Ο Στρατηγός

Ήταν απόγευμα Παρασκευής λίγο πριν τις πασχαλινές διακοπές, από εκείνα τα απογεύματα που σου δίνουν την ψεύτικη σιγουριά ότι τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί στον κόσμο. Η ώρα είχε αλλάξει, η μέρα είχε μεγαλώσει, οι μανάδες μας ήταν απασχολημένες με τους τελευταίους Χαιρετισμούς κι εμείς τα πιτσιρίκια είχαμε ξεχυθεί στη γειτονιά για παιχνίδι. Με τους συμμαθητές μου είχαμε ανακαλύψει μια παρατημένη οικοδομή στον δρόμο για το σχολείο και την είχαμε κάνει ορμητήριό μας. Ακριβώς πριν από μια εβδομάδα είχα γίνει έντεκα ετών κι εκείνη την μυροβόλο Παρασκευή θα γνώριζα από κοντά έναν στρατηγό. Δεν το ήξερα. Πώς θα μπορούσα να το ξέρω άλλωστε; Μέχρι τότε τους στρατηγούς τους ήξερα μόνο μέσα από τα σχολικά μου βιβλία κι όσο κι αν φάνταζαν στα παιδικά μου μάτια γενναίοι και τεράστιοι, μου φαινόταν αδύνατο πως θα μπορούσα ποτέ να συναντήσω έναν. Βέβαια ποτέ δεν γνωρίζουμε τι μηχανεύεται το πεπρωμένο για ‘μας, κι έτσι ενώ εγώ έπαιζα ανέμελα με τους φίλους μου σε εκείνο το γιαπί κοντά στο σπίτι μου, η μοίρα είχε ήδη γράψει με κόκκινα γράμματα το σκηνικό αυτής της γνωριμίας που έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή.

Είχαμε χωριστεί σε δυο ομάδες και είχαμε ξαμοληθεί να ψάχνουμε μες στο γιαπί για πρόκες, με τον ευγενή σκοπό να τρυπήσουμε με αυτές τα λάστιχα ενός γείτονα που μας απειλούσε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπαίζαμε μπάλα έξω από το παράθυρό του. Κι επειδή οι ιστορίες που μας σημαδεύουν γράφονται πάντα με αίμα και δάκρυα, έτσι και η δική μου ιστορία γράφτηκε εκείνο το απόγευμα με το δικό μου αίμα και τα δάκρυα της μάνας μου. Ούτε που κατάλαβα μέσα στο ημίφως του δειλινού όπως ήμουν σκυμμένος κι έψαχνα για πρόκες, πώς σκόνταψα κι από πού ξεφύτρωσε εκείνη η αιχμηρή σωλήνα που με διαπέρασε από καρωτίδα μέχρι αορτή. Οι φίλοι μου σκιαχτήκανε μόλις με είδαν έτσι πνιγμένο στα αίματα κι άρχισαν  να ουρλιάζουν για βοήθεια. Κι έτσι άρχισε η μεγάλη μου περιπέτεια από νοσοκομείο σε νοσοκομείο μέσα στη νύχτα, μέχρι να βρεθεί εκείνο που είχε τις κατάλληλες υποδομές για να αντιμετωπίσει τα βαρύτατα τραύματά μου. Με τις τελευταίες μου ανάσες έφτασα τελικά στο μεγάλο νοσοκομείο όπου διεύθυνε την καρδιοχειρουργική κλινική ο Στρατηγός, που δεν ήταν στρατηγός πολέμου αλλά ένας χειρουργός – θρύλος που έδινε καθημερινές μάχες με τον Χάρο.

Αν δεν μπορούσε να με σώσει αυτός, είπαν οι γιατροί στα προηγούμενα νοσοκομεία που είχαν την ατυχία να πέσω στη βάρδιά τους, τότε δεν μπορούσε κανείς. Μέσα στη νύχτα τον κάλεσαν και το ξημέρωμα τον βρήκε στο γραφείο του, να καπνίζει και να μιλάει σαν μανιακός στο τηλέφωνο. Φώναζε να έρθουν εκείνη τη στιγμή αναισθησιολόγοι, αγγειοχειρουργοί, παιδοχειρουργοί, καρδιοχειρουργοί και όποια άλλη ειδικότητα θα μπορούσε να βοηθήσει στο χειρουργείο του. Μέχρι να πεις κύμινο, είχε μαζέψει καμιά εικοσαριά γιατρούς  και νοσηλευτές γύρω του, τους είχε χωρίσει σε ομάδες και ζωγράφιζε σε λευκές κόλλες το σχέδιο δράσης της εκστρατείας του πάνω στο χάρτη του παιδικού μου κορμιού.

«Εσείς θα μπείτε από δω, μετά εσείς θα παρέμβετε γρήγορα, να μη χαθεί καθόλου χρόνος. Έντεκα χρονών παιδί γαμώτο, πρέπει να τα καταφέρουμε, δε θα το αφήσουμε να μας φύγει!».

Το χειρουργείο κράτησε κοντά είκοσι ώρες. Όλοι έχουμε ακούσει κάποια στιγμή ιστορίες για ανθρώπους που ασπρίζουν τα μαλλιά τους σε μια νύχτα. Η μάνα μου ήταν ένα τέτοιο ζωντανό παράδειγμα. Ο πατέρας μου ναυτικός σε υπερατλαντικό ταξίδι κι αυτή μια γυναίκα τριάντα πέντε χρονών που έγινε γριά μέσα σε είκοσι ώρες. Ευτυχώς που είχε τουλάχιστον τον αδελφό της δίπλα της να της δίνει κουράγιο.

«Δε θα σκεφτούμε το κακό εμείς», της έλεγε κρατώντας της το χέρι στοργικά.

«Το καλό θα σκεφτούμε. Ό,τι κακό ήταν να γίνει έγινε. Σε λίγο καιρό θα δεις που θα είναι πάλι όλα όπως πριν και ο Αντώνης σου θα κάνει πάλι ζωηράδες και θα τον κυνηγάς για να διαβάσει, αλλά αυτός θα σου ξεγλιστράει και θα ξημεροβραδιάζεται με τους φίλους του στην αλάνα και στην πλατεία. Θα σε τρομάξει κι άλλες φορές γιατί είναι ζιζάνιο ο άτιμος. Αλλά πριν το καταλάβεις, θα φτάσει στην εφηβεία και θ’ αρχίσουν να τον ζητάνε οι κοπέλες στο τηλέφωνο κι αυτός θα κλείνεται για να μιλήσει και θα σου φωνάζει να μην μπαίνεις χωρίς να χτυπάς. Και μετά θα διαβάζει για να περάσει στο Πανεπιστήμιο κι εσύ θα του αφήνεις πορτοκαλάδες στο γραφείο του και θα μιλάς ψιθυριστά για να μην τον ενοχλείς. Και τότε θα τον κυνηγάς για να βγαίνει και λίγο, τουλάχιστον τα Σάββατα, για να ξεσκάσει και να ξεαγχωθεί από τα διαβάσματα. Και μόλις τα καταφέρει και περάσει, θα φουσκώνεις από την περηφάνια σου.

“Ο γιος μου είναι φοιτητής” θα λες όλο καμάρι.

Τα βλέπεις όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Αυτά θα γίνουν και τίποτε άλλο. Εγώ στο υπόσχομαι, ο μεγάλος σου αδελφός. Σου έχω πει ποτέ ψέματα;».

Στο μεταξύ, μέσα στο  χειρουργείο εγώ πάλευα σώμα με σώμα με το Χάρο. Τρεις φορές πήγα να φύγω κι ο Στρατηγός με γύρισε πίσω. Τον έβλεπε μπροστά του το Χάρο, του μιλούσε και τον έφτυνε στα μούτρα. Στη χειρουργική αίθουσα επικρατούσε απόλυτη σιγή, παρ’ όλη τη στρατιά των γιατρών και των νοσηλευτών που ήταν μαζεμένοι από πάνω μου και πάσχιζαν να με σώσουν. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα μηχανήματα και η αλλοιωμένη από το θυμό φωνή του Στρατηγού που έβριζε τον Χάρο.

Κάπως έτσι κύλησαν είκοσι μαρτυρικές ώρες. Οι στιγμές που ακολούθησαν όταν ο Στρατηγός και η ομάδα του βγήκαν κατάκοποι αλλά με το χαμόγελο της νίκης από το χειρουργείο, ήταν απερίγραπτες. Η είδηση είχε μαθευτεί μέχρι και στα κανάλια, είχε μαζευτεί κόσμος, κάμερες, συνοδοί ασθενών, όλοι ήθελαν να δουν από κοντά πώς γίνονται τα θαύματα. Χειροκροτούσαν, φώναζαν μπράβο, κάποιοι έκλαιγαν. Κάποια στιγμή μια γυναίκα με νεανικό πρόσωπο, λευκά μαλλιά και μάτια πρησμένα από το κλάμα τον πλησίασε βουβή. Δεν είπε τίποτα μέχρι που έφτασε μπροστά του και γονάτισε στα πόδια του. Τότε μόνο άρχισε να ψελλίζει αδιάκοπα μέσα από τους λυγμούς της.

«Ευχαριστώ! Ευχαριστώ!».

Ο Στρατηγός έσκυψε και τη σήκωσε όρθια.

«Η μάνα ενός τέτοιου μαχητή δεν επιτρέπεται να είναι γονατιστή» της είπε συγκινημένος.

Τα χρόνια πέρασαν και τα λόγια παρηγοριάς του θείου μου προς τη μητέρα μου, βγήκαν ένα προς ένα αληθινά. Αυτό που μου έμαθε η ζωή που κέρδισα, είναι ότι όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία. Η δική μου μου δόθηκε πολύ νωρίς και την άρπαξα από τα μαλλιά με το πείσμα και τη λύσσα του μικρού παιδιού που ήμουν τότε. Κι αν έγινα γιατρός, ήταν για να μπορέσω να ξεπληρώσω με κάποιο τρόπο το χρέος μου στον Στρατηγό που με έφερε πίσω με το νταηλίκι του από τα χέρια του Χάρου. Στα τόσα  χρόνια που αγωνίζομαι για τις ζωές των συνανθρώπων μου, έχω συνομιλήσει κι εγώ πολλές φορές μαζί του. Και θα έπαιρνα όρκο ότι κάθε φορά έχω αυτή την μεταφυσική αίσθηση πως κάπου δίπλα μου στέκεται ο Στρατηγός και τον φτύνει στα μούτρα όπως τότε.

Ειρήνη Κουτσουβέλη

Απάντηση


%d