«Καλά, αντίχριστοι είσαστε παιδάκι μου; Σας λένε τη Μεγάλη Εβδομάδα α-π-α-γ-ο-ρ-ε-ύ-ε-τ-α-ι το κρέας. Τι δεν καταλαβαίνετε;», προσπαθώ ανεπιτυχώς, η έρμη χριστιανή Ελληνίδα μάνα, να συνεννοηθώ με τους δύο νταγλαράδες έφηβους γιους μου, που αν και είμαι 1,70 (ψηλή για γυναίκα), με περνάνε ήδη δυο κεφάλια.
«Και πού το λέει ότι απαγορεύεται, το γράφει πουθενά;», πετάγεται ο μεγάλος, ο μέγας αμφισβητίας της οικογένειας. Εδώ αμφισβητεί κοτζάμ κορονοϊό, στις Γραφές θα κόλλαγε;
«Λοιπόν, για να τελειώνουμε, εγώ τη Μεγάλη Εβδομάδα κρέας δε μαγειρεύω. Το μενού έχει σπανακόρυζο. Καλή όρεξη!», δηλώνω ρητά και αμετάκλητα.
«Και τις υπόλοιπες μέρες τι θα τρώμε;», πετάγεται σαν… το πώμα της σαμπάνιας και ο μικρός, το πειραχτήρι της οικογένειας που κυκλοφορεί με μία ατάκα υπό μάλης.
«Θα σου ’λεγα τώρα, αλλά έχει χάρη που είμαστε στο τραπέζι», απαντάω εκνευρισμένα εγώ, που αντί να αγοράσω κατεψυγμένο σπανάκι, καθάριζα, έπλενα και έκοβα όρθια τόσην ώρα το φρέσκο, για να εισπράξω τα μουτσουτσούνια των υιών μου.
«Καλά σας λέει η μάνα σας ρε, φάτε ‘κει πέρα και σταματήστε τη γκρίνια. Γυναίκα, κάνα λουκάνικο έψησες; Δε θα μας πιάσει έτσι σκέτο το φαΐ», πετάει το άκυρο και ο συζυγάτος.
«Φάτε και ψωμάκι και ελίτσες. Έχει και χαλβά», απαντάω εγώ, ρίχνοντάς του μια φαρμακερή ματιά από τις πολύ περιποιημένες.
«Καλά, δεν έφτιαχνες τουλάχιστον μία σπανακόπιτα με χειροποίητο φύλλο που μας αρέσει;», πετάγεται πάλι ο μικρός. Είχαν την απαίτηση ημέρα καθημερινή, εργαζόμενη γυναίκα να κάτσω να ανοίξω φύλλο, να γεμίσω τον κόσμο αλεύρια, να καθαρίζω και να σφουγγαρίζω.
«Ας μου το ’λεγες να ζητήσω άδεια για σήμερα. Γιατί αυτό που ζητάς θέλει ένα ολόκληρο πρωί για να γίνει. Θα σας φτιάξω όμως για το βράδυ της Ανάστασης. Το έχω υπόψιν. Φάτε τώρα το σπανοκόρυζο, έχει και πράσο που σας αρέσει», συνεχίζω να τους παροτρύνω να ριμαδοφάνε.
«Γουάου!», πετάγεται ο βενιαμίν.
«Άλλος Βαρουφάκης μας βρήκε! Τελειώνετε καλέ, θέλω να μαζέψω τα πιάτα. Να πάω να ξαπλώσω μια ώρα. Έχω να φτιάξω και τα κουλούρια», επιμένω εγώ.
«Αυτά τα ωραία βουτύρου;», ρωτάει ο μεγάλος ο λιχούδης.
«Αυτά θα είναι για το Πάσχα. Τώρα θα φτιάξω νηστήσιμα, πορτοκαλιού», απαντώ δειλά ξέροντας ότι δεν τα προτιμάει.
«Ωωωω, φαγώθηκες με τη νηστεία. Εγώ δε γουστάρω να νηστέψω. Εδώ δε νηστεύουν οι παπάδες και θα νηστέψουμε εμείς!», διαμαρτύρεται αυτός.
«Πάψε βλάσφημε, που είσαι άξιος εσύ να πιάσεις στο στόμα σου τους ιερείς! Ντροπή», του κάνω παρατήρηση εγώ.
«Και πώς έχουν τέτοιες κοιλούμπες;», συμπληρώνει ο μικρός τις μπούρδες του μεγάλου.
«Σ’ αυτό έχουν δίκιο τα παιδιά. Απλά τα βαφτίζουν όλα νηστήσιμα», συμπληρώνει ο μεγάλος – μεγάλος τις μπούρδες των παιδιών και πάει λέγοντας.
«Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού ‘ρεβύθι’ και ας είναι χοιρινή μπριζόλα, εις το όνομα…», παίρνει πάλι τη σκυτάλη της ανοησίας ο μικρός.
«Μη βρίζεις βρε αθεόφοβε τα θεία!», τον μαλώνω εγώ.
«Δεν έβρισα κανενός τη θεία», συνεχίζει ακάθεκτος αυτός.
Κι έτσι περνούσαν βασανιστικά οι μέρες, με την παντελή έλλειψη κρέατος στο μεσημεριανό και βραδινό τραπέζι και την πανταχού παρούσα γκρίνια. Ε, έκανα και μερικές υποχωρήσεις. Φερ’ ειπείν στα γαλακτοκομικά. Αλλιώς δε θα μπορούσα να τους χορτάσω! Θα έτρωγαν και μένα οι κανίβαλοι!
Με κάτι χταπόδια, γαρίδες, καλαμάρια, τελείωσε αισίως η Εβδομάδα των Παθών. Καλή Ανάσταση και του χρόνου με υγεία!