,

Τα στραγάλια της οργής

Με μία χούφτα στραγάλια ξεγέλασε ο Ανέστης το Αννιώ. Πήγαινε το δόλιο να ποτίσει τα άλογα, όταν βρέθηκε στο δρόμο της. Την καλημέρισε, της μίλησε γλυκά και κερνώντας τη στραγάλια την κατάφερε να σιμώσει. Αθώο και απονήρευτο που ήταν το Αννιώ, δεκατριών και κάτι ψιλά, δέχτηκε χωρίς αντίσταση τα γλυκόλογα, τα χάδια του, τις θωπείες, τα φιλιά και όλα τα υπόλοιπα. Ο Ανέστης μπορεί να ήταν ένα ρεμάλι και μισό, αλλά όμορφος και λεβέντης καθώς ήταν, καμιά δε μπορούσε να του αντισταθεί.

«Μάνα είναι καιρός που έχω να δω αίμα», είπε στη μάνα της ένα βράδυ.

«Μην στεναχωριέσαι Αννιώ μου. Θα έρθει. Αρχή είναι ακόμα. Μετά θα στρώσει», την καθησύχασε η μάνα της η Αγγέλα.

Δεν έδωσε σημασία η Αγγέλα. Θυμόταν ότι ο κύκλος στην αρχή ήταν άστατος. Η ίδια είχε κάποιες ανωμαλίες και ακόμα περισσότερες η μεγάλη της κόρη, η Ποτούλα. Θεώρησε λοιπόν την καθυστέρηση αυτή απολύτως φυσιολογική. Ένα Σαββάτο βράδυ, ζέστανε το νερό ως συνήθως για να μπανιαριστεί το Αννιώ. Σαν αντίκρισε τα πρησμένα της στήθη και ένα στρογγύλεμα στην κοιλιά, τη ζώσανε τα φίδια.

«Σου ‘ρθε Αννιώ μου το αίμα;», ρώτησε όλο αγωνία.

«Όχι μάνα, σου το είπα», απάντησε το Αννιώ, με μία ανησυχία που δεν ήξερε και η ίδια για ποιο λόγο είχε.

«Λες να ’μαι άρρωστη, μάνα; Τις άλλες ξέρασα και σαν να γύριζε ο ουρανός. Μου ’ρχόταν να πέσω κάτω. Μία ζάλη σαν δυνατό μάτι. Δεν ρίχνεις μάνα το λάδι να με ξεματιάσεις;», αποκρίθηκε με αφέλεια η Αννιώ.

«Αχ κοριτσάκι μου, αυτό που έχεις δε φεύγει με το ξεμάτιασμα, αναστέναξε η Αγγέλα. Εντάξει, κάνε εσύ το μπάνιο σου και πέσε. Το πρωί μην έρχεσαι στην εκκλησιά. Κάτσε να σου περάσει. Θα λακίξω μια στιγμή στη γιαγιά σου για ένα θέλημα που ξέχασα», είπε η Αγγέλα και με ένα σάλτο έτρεξε στο σπίτι της πεθεράς της, πριν επιστέψει από τον καφενέ ο κύρης της.

«Μάνα κοίτα να κάμεις καλά το γιο σου. Σαν το μάθει θα τη σφάξει στο γόνα. Και δε φταίει το άμοιρο. Αυτό είναι αθώο σαν το πρόβατο. Εμείς φταίμε μάνα, που δεν την πονηρέψαμε, που επειδή ήταν το στερνό μας την είχαμε μπιμπελό. Πέσαμε πάνω στη μεγάλη, την αρραβωνιασμένη, με τις ορμήνιες μας και αυτό το αφήσαμε στο έλεος. Τώρα, τι θα κάνουμε τώρα;», άρχιζε να κλαίει με αναφιλητά.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες πεθερές, η Κώσταινα (κατά κόσμον Παναγιώτα) ήταν ο πυροσβεστήρας της οικογένειας. Όχι μόνο δεν άναβε φωτιές στο σπιτικό του γιου της, αλλά αντίθετα τις έσβηνε. Με τη νύφη της την Αγγέλα ήταν καλύτερες από μάνα και κόρη.

«Σώπα κόρη μου. Θα βγάλουμε την άκρη. Είσαι σίγουρη; Και ποιος μπορεί να είναι;», ρώτησε ανήσυχη η ηλικιωμένη γυναίκα καθώς χάιδευε τα λυτά μαλλιά της νύφης της και την παρηγορούσε. Η Αγγέλα είχε πέσει στα γόνατα και ήταν πια εκτός εαυτού. Έκλαιγε με λυγμούς.

Το Αννιώ μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο της και καθόταν στο τζάκι να στεγνώσουν τα χυτά μαύρα της μαλλιά.

«Νόνα μου, τέτοια ώρα εσύ εδώ; Έγινε κάτι;», ρώτησε ανήσυχα σαν είδα τη γιαγιά να μπαίνει στο σπίτι.

«Όχι κοκόνα μου. Μη σκιάζεσαι. Ε, να, ήρθα να μιλήσουμε λιγουλάκι. Έλα πάμε στην κάμαρή σου».

Με το καλό και το μαλακό έμαθε η Κώσταινα ό,τι ήτανε να μάθει.

«Δεν κάναμε νόνα τίποτε κακό. Και η μάνα με τον πατέρα τα ίδια κάμανε ένα βράδυ που ‘χανε την πόρτα τους μισάνοιχτη. Το ίδιο με τον Ανέστη βαριαναστέναζε και ο πατέρας και η μάνα ούτε μίλαγε ούτε σάλευε», απολογήθηκε το Αννιώ.

«Ναι μάτια μου, αλλά η μάνα και ο πατέρας είναι παντρεμένο ζευγάρι και αυτά τα κάμουν μόνο οι παντρεμένοι. Όχι τα μικρά κορίτσια με τα παλικάρια του χωριού», απάντησε η γιαγιά της με ένα ύφος αυστηρό αλλά συνάμα τρυφερό.

Πρώτη φορά χαμήλωσε το Αννιώ τα μάτια και ένιωσε ντροπή. Τώρα που της εξήγησε η γιαγιά της κατάλαβε ότι αυτό που έκανε, αυτό δηλαδή που άφησε τον Ανέστη να της κάνει, δεν ήταν σωστό.

«Και τώρα τι, πρέπει να παντρευτώ τον Ανέστη;», ρώτησε απορημένο το Αννιώ.

Τον Ανέστη, εκείνον τον μπάσταρδο, τον ανεπρόκοπο, τον ρεμπεσκέ που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του πάνω στο αθώο πλάσμα και να το μαγαρίσει. Τον αλήτη, κακό χρόνο να ’χει. Και να ‘ταν μόνο αυτός. Τώρα πρέπει να ρίξουμε τα μούτρα μας στα σκατά και να κουκουλώσουμε τα χαΐρια μας. Να τα μιλήσουμε και να τα συμφωνήσουμε με τη μέγαιρα τη Χρυσάφω, τη μάνα του. Αχ, ας μην την είχε γκαστρώσει ο τρισκατάρατος και θα βρίσκαμε τρόπο να τα μπαλώσουμε, αλλά τώρα… συλλογιζόταν φουρκισμένη η Κώσταινα.

Το άλλο κιόλας πρωί, πεθερά και νύφη έφτασαν στο κατώφλι της Χρυσάφως.

«Σου μήνυσε ο γιος σου τα χαμπέρια του; Έτσι τον ανάθρεψες, να ξεγελάει τίμια κορίτσια με στραγάλια; Το Αννιώ μας μια αθώα κοπελούδα, ένα μικρό κορίτσι και τη λιμπίστηκε ολόκληρος άντρας; Ντροπής πράματα», άρχισε την ‘κουβέντα’ η γιαγιά.

«Λίγα για το γιο μου! Στο κάτω – κάτω άντρας είναι. Όποια του κουνιέται την ‘τακτοποιεί’. Έτσι κάνουν τα αρσενικά, σαν τύχουν στο δρόμο τους βρωμοθήλυκα που πάνε γυρεύοντας», αποκρίθηκε στάζοντας χολή η μάνα του Ανέστη.

«Χρυσάφω δε μιλάς καλά, αλλά ό,τι έγινε. Ας κάνει τουλάχιστον το χρέος του», πήρε το λόγο η Αγγέλα, προσπαθώντας να χαμηλώσει τους τόνους.

«Αν ήταν να κάνει ο Ανέστης το χρέος του για την κάθε ξετσίπωτη που του κάθεται, τότε….», απάντησε με ένα ειρωνικό γέλιο η Χρυσάφω.

«Δεκατριώ χρονού είναι το κορίτσι! ‘Επιασε παιδί. Χρυσάφω, πρέπει να την παντρευτεί. Αλλιώς ο άντρας μου θα τη σκοτώσει και την Αννιώ αλλά και το γιο σου. Θα έχεις βάψει τα χέρια σου με αίμα αν αρνηθείς», προσπάθησε λίγο με το φιλότιμο, λίγο με την απειλή να την φέρει στα νερά της.

«Το σπίτι και το καλό χωράφι σύνορο των Σταματοπουλέων. Αν θέτε», έθεσε τους όρους της η Χρυσάφω.

«Η προίκα της είναι το σπίτι. Εμείς θα πάμε στο καλύβι της πεθεράς μου να μείνουμε. Τον άλλο μήνα εξάλλου παντρεύουμε την Ποτούλα με τον Αναστάση το Σταματόπουλο. Αλλά το χωράφι που είπες δεν προορίζεται για την Άννα. Το ‘χουμε ταμένο προίκα στην Ποτούλα μας», αποκρίθηκε ανήσυχη η Αγγέλα.

«Το λοιπόν, ένα κι ένα κάνουν δύο. Το σπίτι είναι η προίκα, μαζί με 100.000 δραχμές μετρητά και το χωράφι το πανωπροίκι. Δε φτάνει που θα την πάρει χαλασμένη και γκαστρούδο, θα την πάρουμε και ξεβράκωτη θαρρείς; Ο Ανέστης μου με την ομορφάδα και την κορμοστασιά του αρχόντισσα παίρνει, όχι εκείνο το μυξιάρικο».

«Για στάσου κυρά μου», πήρε θυμωμένα το λόγο η Κώσταινα. «Τι εννοείς ‘χαλασμένη’, αφού ο αχαΐρευτος ο γιος σου την έκανε τη δουλειά».

«Σαν την κότα έκατσε. Δεν έβγαλε κιχ, ούτε πάλεψε να ξεφύγει. Πού ξέρω εγώ ότι ήταν η πρώτη φορά; Σεντόνι δεν είδα, αποδείξεις δεν έχω. Και πού ξέρω ότι δεν έχει κάτσει και σε άλλους, μου λες; Χάρη θα σας κάνουμε. Σκεφτείτε το, γιατί ο Ανέστης μου έχει κι άλλες προτάσεις. Και πού ‘σαι, όλα θα γίνουν με προικοσύμφωνο πριν το γάμο και θα περάσουν στα χέρια του γιου μου».

Η Αγγέλα σχεδόν έμεινε στα χέρια της πεθεράς της. Mε σβησμένη φωνή έδωσε την τελική απάντηση στη μέλλουσα συμπεθέρα της επιτόπου.

«Εντάξει Χρυσάφω. Ας γίνει όπως το επιθυμείς εσύ. Ο γάμος της Άννας θα γίνει την ίδια μέρα με της αδελφής της Ποτούλας, που είναι όλα κανονισμένα. Δεν έχουμε άλλους παράδες, ας γίνει τουλάχιστον ένα έξοδο».

«Ο γάμος του Ανέστη θα γίνει την ίδια μέρα με της αδελφής του της Ρηνιώς».

«Έχεις αρραβωνιάσει τη Ρηνιώ;», ρώτησαν έκπληκτες οι δύο γυναίκες.

«Να μη σας νοιάζει τι έχω κάνει. Θα γίνει διπλός γάμος κι εκείνη τη μέρα εγώ θα είμαι αυτή που θα παντρέψει τα δυο της παιδιά, το γιο και τη θυγατέρα μου», καυχήθηκε η Χρυσάφω.

Μια χαρά τα κανόνισα! Έκανε και κάτι σωστό εκείνος ο τεμπελοχανάς ο γιος μου, συλλογίστηκε από μέσα της η Χρυσάφω.

Στη συνέχεια πήγε να βρει τον παραδόπιστο, το γερο – Σταματόπουλο. Αυτός όχι μόνο τη μάνα του, αλλά το ίδιο του το παιδί θα πούλαγε για ένα κομμάτι γης. Η Ρηνούλα της αγαπούσε τον Αναστάση, το γιο του, τον αρραβωνιάρη της Ποτούλας.

«Στο ‘χει γράψει το χωράφι με συμβόλαιο, με προικοσύμφωνο; Τι μου λες ότι έδωσε το λόγο του και κουραφέξαλα! Ξέρεις τι παλιοφάρα είναι αυτή; Προκειμένου να τυλίξουνε τον Ανέστη μου, μού το τάξανε κι εμένα το ίδιο ακριβώς χωράφι, αυτό που γειτονεύει με το δικό σου, αυτό που σου πασάρουνε δήθεν για προίκα. Κοίτα νοικοκύρης άνθρωπος μην την πάρεις τη νύφη ξεβράκωτη! Εγώ όμως τους την έφερα. Τους έβαλα να υπογράψουν επίσημα χαρτιά. Γι’ αυτό σου λέω. Ενώπιον σου, παίρνει ο Ανέστης το πανωπροίκι και το μεταβιβάζει κατευθείαν στην αδελφή του, τη Ρηνιώ μου. Με το γάμο της Ρηνιώς και του Αναστάση γίνεται αυτομάτως δικό σας με το νόμο, με επίσημο προικοσύμφωνο. Τι λες;»

Έστριψε τη μουστάκα του ο γέρος και έδωσαν τα χέρια με τη Χρυσάφω.

«Τα λέμε στο συμβολαιογραφείο, συμπέθερε», του είπε πετώντας από τη χαρά της η Χρυσάφω και έτρεξε να προλάβει τα μαντάτα στη μονάκριβη Ρηνιώ της.

Οι σκηνές που εκτυλίχτηκαν στο σπιτικό της Αγγέλας τις μέρες που ακολούθησαν, πήραν τις διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας, με την Ποτούλα να διαρρηγνύει τα ιμάτιά της και να εκστομίζει ακατονόμαστους χαρακτηρισμούς εναντίον της αδελφής της, τον πατέρα των δύο κοριτσιών να σαπίζει στο ξύλο την Αγγέλα, για τις πρωτοβουλίες που πήρε και τις συμφωνίες που έκανε πίσω από την πλάτη του και την Κώσταινα να καλύπτει με το γέρικο σώμα της το Αννιώ, για να μην τη σκοτώσει ο πατέρας της. Τα δύο αγόρια της οικογένειας, άντρες πια, ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν την οργή του πατέρα, αλλά ο ένας είχε μόλις μπαρκάρει και ο άλλος μετρούσε ήδη ένα χρόνο στην ξενιτιά. Οι γυναίκες είχαν μείνει μόνες να τα βάλουν με το θεριό. Σε τίποτα δε θύμιζε σπίτι που ετοίμαζε χαρές.

Αντίθετα στης Χρυσάφως….

«Ευχαριστώ κυρά Κατίνα μου για τις ευχές. Δεν ήταν ανάγκη να φέρεις και δώρο. Ξένοι είμαστε; Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια! Η νύφη ήταν βιαστικιά και δε κρατιόταν, το  ‘χει έτοιμο το κουτσούβελο. Μη περιμένετε να δείτε σεντόνι. Αλλά η Ρηνούλα μου, το Ρηνάκι μου, χιόνι απάτητο!».

«Έλα Μαράκι μου, πέρασε. Ευχαριστώ, και στης Καλλιόπης σου εύχομαι μία καλή τύχη! Ρηνούλα, Αναστάση έχουμε μουσαφιραίους. Ελάτε να σας ευχηθούν! Ρηνιώ μου, κέρασε και την ξαδέλφη σου την Ματούλα γλυκό απ’ τα χεράκια σου!».

Η μέρα του διπλού γάμου έφτανε. Το Αννιώ δεν είχε καλά – καλά συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Τον Ανέστη τον είχε δει ελάχιστες φορές στο ενδιάμεσο. Τα διαδικαστικά είχαν τελειώσει, οι ομηρικοί καυγάδες επίσης, Έτσι, όλα δρομολογήθηκαν για τη μεγάλη μέρα. Στο μυστήριο η Ποτούλα δεν παρέστη. Έβαλαν μία φίλη της να τη φυλάει, μην κάνει καμιά τρέλα. Δεν μπορούσε να χωνέψει πόσο εύκολα την πούλησε ο Αναστάσης. Έβαλε ένα κομμάτι χωράφι πάνω από την αγάπη τους. Αντί να αντισταθεί στον πατέρα του, αντί να την παντρευτεί με μικρότερη ή και καθόλου προίκα, αντί να την κλέψει και να φύγουν, αυτός προτίμησε να διαλύσει εν μία νυκτί τον αρραβώνα τους ένα μήνα πριν το γάμο και να παντρευτεί τη Ρηνιώ, για το παλιοχώραφο που γειτόνευε με το δικό του! Μασκαροσύνη, άτιμη συμπεριφορά! Αλλά και εκείνη η μικρή η αδελφή της, σιγανοπαπαδιά, δεν είχε βγει απ’ το αυγό της καν και ήθελε έρωτες και παντρολογήματα, το σκατό! Αλλά και οι γυναίκες της οικογένειας τη σιγοντάρανε. Είχε τόση οργή μέσα της για όλους! Ένιωθε ότι αυτή ήταν το μεγάλο θύμα. Δεν ήταν όμως το μόνο…

Το Αννιώ πήγαινε σαν το πρόβατο στη σφαγή. Τι ζωή θα περνούσε ένα δεκατριάχρονο κορίτσι, που σύντομα θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, με άντρα τον ακαμάτη Ανέστη που δεν είχε δουλέψει μία ώρα στη ζωή του και την έβγαζε με παραποντιές, λαμογιές, δανεικά και αγύριστα; Χώρια που δεν άφηνε θηλυκή γάτα, και δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόταν μέθυσος και βίαιος. Η Αννιώ είχε σαν πρότυπο τη μητέρα και τη γιαγιά της, που ήταν μια ζωή μονιασμένες και αγαπημένες. Η Χρυσάφω δεν έκανε με τα ίδια της τα ρούχα, θα έκανε με νύφη; Τι στήριξη να έβρισκε στην πεθερά της η Αννιώ; Αυτή την κακολογούσε πριν το γάμο ακόμα. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν πάσει θυσία, με όσες θυσίες και θύματα αυτό απαιτούσε, να δει ευτυχισμένη τη Ρηνιώ της στο πλάι του άντρα που αγαπούσε. Το κορίτσι της μόνο μετρούσε και η ευτυχία του. Γι’ αυτό κατέστρωσε το σατανικό αυτό σχέδιο. Ο γιος της ήταν ήδη καμένο χαρτί. Δεν του ανέθεσε δα και κανένα δύσκολο έργο.

Μαύρη ζωή περίμενε το μικρό, γλυκό και αθώο Αννιώ.

Η κυρά Χρυσάφω όμως δεν τα υπολόγισε καλά. Το άδικο δεν ευλογείται. Ό,τι η μοίρα γράφει, η χείρα δεν ξεγράφει. Η Ρηνιώ της πέθανε στη γέννα μαζί με το μωρό. Ο Αναστάσης στα σαράντα της γυναίκας του παντρεύτηκε την Ποτούλα. Ο Ανέστης, λίγες μέρες μετά το γάμο, έμπλεξε σε ένα καυγά για οικονομικές διαφορές και τον βρήκαν σε ένα χαντάκι. Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Η Άννα, όπως την φώναζαν πια, απέβαλλε.

Μέσα σε ελάχιστους μήνες είχε ζήσει εμπειρίες και καταστάσεις που άλλες κοπέλες δε ζουν ούτε σε δύο ζωές. Για μια χούφτα στραγάλια, αν τα πράγματα έρχονταν αλλιώς, θα χαράμιζε μία ολόκληρη ζωή. Από τη μία, ανακουφίστηκε για την τροπή που πήραν τα πράγματα αλλά από την άλλη, ήταν σειρά της να νιώσει οργή. Οργή για αυτά που βίωσε, για τις αποφάσεις που πάρθηκαν για εκείνη, για τις ‘λύσεις’ που δόθηκαν χωρίς ποτέ να ρωτηθεί. Από εδώ και πέρα θα έπαιρνε τη ζωή στα χέρια της, είχε πια την ωριμότητα. Ο αδελφός της την κάλεσε στο εξωτερικό. Εκεί θα δούλευε και θα στεκόταν στα δυο της πόδια. Ήταν ελεύθερη πια και θα ξεκινούσε τη ζωή της από την αρχή, μακριά από όλους και από όλα… στα δεκατέσσερά της μόλις χρόνια.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: