,

Η Αιγινίτισσα

Αίγινα, Κυψέλη, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα του 1952. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια του ’50 το μόνο που συναντούσε κανείς ήταν η πείνα, η δυστυχία που φέρνει πάντα ένας πόλεμος και πολύ περισσότερο ένας εμφύλιος.

Ο παππά – Γιάννης πήγαινε στο νεκροταφείο για να κάνει την παράκληση της Παναγίας.

Μια εκκλησία είχε το χωριό και αυτή βρισκόταν μέσα στο κοιμητήριο για θυμίζει στους ανθρώπους ότι όλα στον κόσμο αυτό είναι μάταια.

Μόλις πλησίασε, είδε ένα αγόρι κουλουριασμένο στην άκρη ενός τάφου κάτω από ένα κυπαρίσσι. Στάθηκε για λίγο και μετά πήγε σιγά σιγά κοντά του και τον σκούντησε απαλά τον ώμο. Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του και αμέσως πετάχτηκε όρθιος.
Ο παππάς αναγνώρισε τον μικρό. Ήταν ο Αντώνης, ο γιος του Αναστάση και της Μαρίας.

-Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ μικρέ; Δεν έπρεπε να ήσουν σπίτι;
Το ξανθό αγόρι γούρλωσε τα γαλανά του μάτια και άρχισε να κλαίει.

-Τι σου συμβαίνει παιδί μου; Πονάς πουθενά, έχεις χτυπήσει;

-Όχι παππούλη δεν έχω τίποτα. Να, κοίτα!
Και του έδειξε τα χέρια του και τα πόδια του.

-Και εδώ τι ήρθες να κάνεις ; Τον ρώτησε με απορία.

-Ήρθα να αποχαιρετήσω την μαμά μου, και γυρνώντας το κεφάλι του κοίταξε τον τάφο.

-Θέλω να φύγω από δω να πάω στην απέναντι πλευρά που φαίνονται τα φώτα.

Ο παππάς τον κοίταξε με απορία, τον πήρε από το χέρι και κάθισαν σε ένα παγκάκι για να μην στέκεται κι αυτός όρθιος τόση ώρα.
-Έλα τώρα να μου πεις τι σου συμβαίνει, να καταλάβω κι εγώ.

Ο μικρός δίστασε αλλά μετά σκέφτηκε ότι ίσως να ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει.

-Αυτή, μας δέρνει και δεν μας δίνει να φάμε.

-Ποια είναι η αυτή;

-Είναι η άλλη γυναίκα που πήρε ο πατέρας Όμως δεν μας αγαπάει, αλλά λέει ψέματα ότι μας προσέχει και ο εκείνος την πιστεύει.

Είχε ακούσει στο χωριό να λέγονται διάφορα για την δεύτερη γυναίκα του Αναστάση, ότι άφηνε νηστικά τα παιδιά και άλλα πολλά, όμως πολλές φορές ο κόσμος λέει κακίες χωρίς λόγο και δεν ήθελε να τις πιστέψει.

Ο μικρός συνέχισε με τρεμάμενη φωνή

-Όταν είναι η μέρα να ζυμώσει ψωμί, φτιάχνει κάμποσα καρβέλια και τα βάζει ψηλά στα ράφια για να μην τα φτάνουμε και ύστερα λέει στον πατέρα ότι εμείς δεν θέλουμε να φάμε. Μας μαλώνει συνέχεια και πολλές φορές μας δέρνει κιόλας. Για αυτό σου λέω… θέλω να φύγω από δω. Να πάω μακριά, να, στην άλλη πλευρά της θάλασσας εκεί που βλέπω πολλά φώτα.

-Άκου μικρέ, νομίζω ότι είναι καλύτερα να μείνεις λίγο ακόμη εδώ στον τόπο σου, να μεγαλώσεις, να γίνεις δυνατός και μετά αν εξακολουθείς και θες να φύγεις… φύγε. Τώρα όμως είσαι μικρός και αν πας απέναντι εκεί που λες πως θες να πας, μην νομίζεις ότι θα είναι εύκολα για σένα τα πράγματα… γιατί απλά είσαι ακόμη παιδί.

Ο μικρός ρώτησε με απορία..

-Αλήθεια… παππούλη; Και πώς ζούνε εκεί τα παιδιά σαν και μένα;

-Άκου… του απαντά ο παππά-Γιάννης, παιδιά σαν σένα μόνα στην ζωή δυστυχώς δεν έχουν πάντα καλή τύχη. Δεν θέλω όμως να σε τρομάξω. Θέλω μόνο να σου πω ότι πρέπει να κάνεις υπομονή, να μεγαλώσεις και να δυναμώσεις.

-Πώς μπορεί να γίνει κάποιος δυνατός παππούλη; Εγώ δεν έχω ούτε φαγητό ούτε καν ψωμί να φάω σήμερα

-Να πάρε αυτό τώρα να φας, και του έδωσε λίγο ψωμί και τυρί που τα είχε αγοράσει πριν λίγο για να τα πάει μετά στην παπαδιά.

Ο μικρός τα πήρε από τα χέρια του και σχεδόν τα εξαφάνισε μέσα σε λίγα λεπτά. Κράτησε λίγο ψωμί μόνο και το έβαλε στην τσέπη του.
Μετά ρώτησε πάλι τον παππά.

-Εκεί απέναντι, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν μπορούν να ζήσουν καλύτερα; Να βρουν δουλειά;

-Άκου, για όλους προνοεί ο Θεός. Μάθε να κάνεις κάτι καλά εδώ στο νησί σου και όταν πας εκεί… τότε θα συνεχίσεις να το κάνεις με επιτυχία.

-Και πώς το λένε το μέρος απέναντι; ρώτησε ο μικρός.

-Το λένε Πειραιά και είναι ένα μεγάλο λιμάνι με πολύ κόσμο που ταξιδεύει σε πολλά μέρη.

-Και τι μπορώ να μάθω να κάνω εδώ; ξαναρώτησε ο μικρός.

-Μπορείς να δουλεύεις στα χωράφια μαζί με τον πατέρα σου και να τον βοηθάς όταν θα φτιάχνει το κρασί. Αυτό να μάθεις… να φτιάχνεις κρασί. Εκεί στον Πειραιά εκτός από πλοία έχει και πολλές ταβέρνες που το χρειάζονται το κρασί. Θα το φτιάχνεις και θα το πουλάς.

Ο μικρός χάρηκε και πήρε θάρρος.

Ο παππάς πάλι κατάφερε να ηρεμήσει τον μικρό, να του μαλακώσει την ψυχή με τις συμβουλές του, γιατί πού θα πήγαινε ένα τόσο μικρό παιδί στον Πειραιά; Πώς θα ζούσε εκεί μόνο του; Να περάσει η μπόρα σκέφτηκε και μετά έχει ο Θεός! είπε από μέσα του και αισθάνθηκε γαλήνη η ψυχή του.
Και πρόσθεσε…

Άντε τώρα σιγά σιγά να πας σπίτι γιατί θα έχει έρθει και ο πατέρας σου και θα ανησυχεί. Κρίμα είναι ο καημένος, θα είναι και τόσο κουρασμένος.. Και συνέχισε.

-Θες τις Κυριακές να έρχεσαι να με βοηθάς στην λειτουργία; Είμαι κι εγώ μεγάλος πια και χρειάζομαι βοήθεια.

Τα μάτια του Αντώνη έλαμψαν και με χαρά συμφώνησε .
-Ναι παππούλη θέλω, και σηκώθηκε να πάει για το σπίτι.

Ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει και την μητριά και τον πατέρα..

Έπρεπε να μεγαλώσει και να δυναμώσει… αν ήθελε να πάει απέναντι σε λίγα χρόνια.

-Πάω τώρα και θα τα πούμε την Κυριακή.
Του είπε και του φίλησε το χέρι.
Με το άλλο χέρι το αριστερό έψαξε το κομμάτι ψωμί στην τσέπη.

-Ωραία… θα το πάω στην αδελφή μου να φάει κάτι και αυτή.

Έτσι έμειναν όλοι ευχαριστημένοι… και ο παππά- Γιάννης είχε έναν βοηθό και το πιο σημαντικό ο Αντώνης είχε βρει τον τρόπο να επιβιώσει σε μια δύσκολη εποχή και να γίνει ένας μάστορας του κρασιού όπως τον αποκαλούσαν οι θαμώνες της ταβέρνας που άνοιξε στον Πειραιά όταν κατάφερε να φύγει από το νησί..

Η ταβέρνα είχε το όνομα “Αιγινίτισσα” και η στάση του τραμ στο σημείο αυτό πήρε το επίθετό του.

Ο Θεός προνόησε για αυτό το παιδί και του έδωσε πολλά χρόνια με καλές και κακές στιγμές. Κι ο μικρός δεν ξέχασε το νησί του και ο επισκοπικός θρόνος στην εκκλησία του χωριού ήταν μια από τις δωρεές του και φέρνει το όνομά του.

Δήμητρα Καμπόλη

Απάντηση


%d