Η απόκοσμη όψη του γέρου, φάνταζε φρικιαστική στο φως της αδύναμης φωτιάς, που προσπαθούσε, ανεπιτυχώς, να φωτίσει το χτισμένο από μπάζα του παλιού κόσμου, καλύβι. Οι ουλές που δεν μπορούσαν να κρυφτούν από τα αραιά, λευκά του γένια, έμοιαζαν με τεράστιες χαράδρες που ‘χαν από χρόνια αυλακώσει το πρόσωπό του. Τα ψαρά, αδύναμα και λιγδιασμένα του μαλλιά, είχαν κολλήσει στον αυχένα του και τα λευκά του μάτια, είχαν αρχίσει να χάνουν την σπίθα τους.

Ήταν εξαιρετικά ανήσυχος τις τελευταίες ημέρες. Ο άλλοτε σιωπηλός, σχεδόν βουβός γέρος, που σάρωνε με τα μάτια του τα χαλάσματα ενός κόσμου που δεν πρόλαβε να ευδοκιμήσει, είχε αρχίσει να λέει ιστορίες από ξεχασμένες εποχές. Κάποια από αυτά που έλεγε φάνταζαν εξωπραγματικά. Θα μπορούσα να πιστέψω ότι όλες του οι αφηγήσεις ήταν αποκυήματα μιας νοσηρής φαντασίας, ενός ταραγμένου και γερασμένου ανθρώπου, μα δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όλα όσα έλεγε είχαν λογική και βάσεις, βάσεις γερές και στερεές, που κανένα μου επιχείρημα δεν μπορούσε να τις κλονίσει.

Ήμασταν τυχεροί εκείνο το σούρουπο. Είχαμε βρει το ρημαγμένο καλύβι, που έστεκε από χρόνια παρατημένο, σε μια γη που συχνά – πυκνά μαστιζόταν από όξινη βροχή και αβυσσαλέα δυνατούς ανέμους. Ρισκάραμε να κατασκηνώσουμε εκεί κι όχι σε κάποιο λαγούμι, καθώς ο ουρανός ήταν ξάστερος κι ο καιρός, φαινόταν, πως δεν θ’ άλλαζε καθόλου. Ανάψαμε μια φωτιά, πιότερο για το φως της, παρά για την ζεστασιά. Τον είδα ν’ ανοίγει την απύθμενη, δερμάτινη και πολυκαιρισμένη τσάντα του και να βγάζει έναν τεράστιο τόμο – το βιβλίο που κρατούσε τις σημειώσεις του. Ο γέρος, στις αφηγήσεις του, έλεγε πως κάποτε ήταν επιστήμονας. Βιοχάκερ. Ποτέ δεν μου ‘χε εξηγήσει τι, ακριβώς, έκανε.

Κάθισε οκλαδόν στο χώμα, άνοιξε τον τεράστιο τόμο σε μια πυκνογραμμένη σελίδα κι ύστερα τον απόθεσε στα πόδια του. Τεντώθηκε για να πιάσει την τσάντα του. Έβγαλε μια ξύλινη, σκαλιστή πίπα μέσα απ’ αυτή κι ένα δερμάτινο πουγκί, που ‘κρυβε τον καπνό του. Σήκωσε τα μάτια, καθώς γέμιζε την πίπα, για να με κοιτάξει. «Νηστικοί θα κοιμηθούμε απόψε, μικρή;» με ρώτησε, καγχάζοντας.

Με εκνεύριζε κάθε φορά που με αποκαλούσε έτσι, αλλά σίγουρα είχε κάθε δικαίωμα. Εγώ είχα καταφέρει να φτάσω τα είκοσι τέσσερα και να ξεπεράσω, κατά πολλού, το προσδόκιμο ζωής σε τούτο τον κατεστραμμένο κόσμο. Εκείνος, πάλι, θα ‘χε πατήσει τα ογδόντα, μα δεν του φαινόταν ιδιαίτερα. Δεν κουραζόταν σχεδόν ποτέ, κοιμόταν ελάχιστα, μπορούσε να τρέξει, όμως όχι για πολύ κι όχι ιδιαίτερα γρήγορα. Ήταν εκνευριστικός, τ’ ομολογώ, μα δεν θα μπορούσα να ‘χω βρει καλύτερο συνταξιδιώτη. Ο γέρος ήξερε όλους τους εδώδιμους καρπούς, ήταν άπιαστος στην πλοήγηση κι είχε έναν εξαιρετικό τρόπο να διηγείται τις ιστορίες του – όταν τον έπιανε να μιλήσει. Και πάντα άρχιζε εκείνες τις ιστορίες με μια ερώτηση που δεν μπορούσε τίποτα να την απαντήσει.

«Έχει οποιοδήποτε νόημα αυτή η ζωή;» με ρώτησε και χαμογέλασα. Δεν απάντησα. Ήξερα ότι δεν θα με έβγαζε πουθενά. Τον άφησα ν’ ανάψει την πίπα του, μ’ ένα στραπατσαρισμένο κλαδί που έβγαλε από την πυροστιά. Κάθισα απέναντί του. Έπιασε τον μονόλογο.

***

Ακόμη κι αν γνώριζα πως θα βάδιζα σε καμένες πεδιάδες και αποστεωμένα βουνά, ακόμη κι αν ήξερα πως θα έβρισκα με εξαιρετική δυσκολία την τροφή μου, ακόμη κι αν μπορούσα να προβλέψω το μέλλον και να δω πού ακριβώς θα βρισκόμουν, δεν θ’ άλλαζα τις επιλογές μου. Είμαι εδώ για κάποιον λόγο. Όλοι βρισκόμαστε εδώ για κάποιον λόγο. Υπάρχει ένα τεράστιο σχέδιο που δεν μπορούμε να δούμε, ούτε και να αντιληφθούμε. Ακόμη κι εκείνη, η τυχαία μας, συνάντηση, όταν σ’ έσωσα απ’ την αρκούδα που ήταν έτοιμη να σε κατασπαράξει, ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου. Έπρεπε να φτάσουμε εδώ, απόψε.

Γνωρίζεις τι είναι ο μετανθρωπισμός, μικρή; Το έχεις ακούσει ποτέ; Στον παλιό κόσμο, ήταν ένα φιλοσοφικό ρεύμα που υποστήριζε τον μετασχηματισμό της ανθρώπινης υπόστασης, σε κάτι περισσότερο από αυτό που μπορούσε να του προσφέρει η φυσική εξέλιξη. Ένα κράμα ανθρώπου και επιστήμης. Ανθρώπου και μηχανής. Τροποποιημένοι άνθρωποι, γρηγορότεροι, δυνατότεροι, εξυπνότεροι, που θα ζούσαν περισσότερο και δεν θα βασανίζονταν από αρρώστιες, λοιμούς, τυχαίες μεταλλάξεις και τον νόμο του ισχυρού.

Ήμασταν, άραγε, έτοιμοι για κάτι τέτοιο; Όχι. Ο άνθρωπος, ο μέσος άνθρωπος, ο άνθρωπος που είναι δέσμιος του παλιού κόσμου, της άγνοιας και του σκοταδισμού, δεν θα είναι ποτέ έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος θέλει να ζήσει την πατροναρισμένη, από άλλους, ζωή του και αρέσκεται στο να ικανοποιεί μόνο τα βασικότερα των ενστίκτων του. Και κάποια στιγμή, πολλά χρόνια πριν, κατάφερε να απομείνει μόνο μ’ αυτά, τα βασικά του, ένστικτα. Γιατί ο άνθρωπος έφτασε στο τέλος του, χωρίς να μπορεί ν’ αντιληφθεί πώς.

Στις παλιές βιβλιοθήκες μπορεί ακόμη να υπάρχουν βιβλία για τον παλιό κόσμο – όσα κατάφεραν και επιβίωσαν από τους άγριους που έκαψαν τις σελίδες τους, για να σβήσουν τον φόβο του σκοταδιού κι όσα δεν κατέληξαν στα στομάχια εκείνων που δεν κατάφεραν ποτέ να έχουν μια σταθερή πηγή τροφής. Δεν υπάρχουν, όμως, βιβλία για το τέλος ούτε και για τις μέρες πριν από το τέλος. Η κοινωνία κατέρρευσε όπως της άξιζε, σαν τον χάρτινο πύργο που ήταν. Δεν κατέρρευσε αργά. Δεν μας έδωσε περιθώρια να την μελετήσουμε. Δεν μας έδωσε χρόνο για να την συγκρίνουμε με τις προηγούμενες, τεράστιες, αλλαγές που είχε βιώσει.

Τι μπορεί κανείς να περιμένει από μια ξεπεσμένη, παρηκμασμένη κοινωνία τυράννων και αριστοκρατών, που διοικεί τυφλούς ακόλουθους, με τη βία; Την αναπόφευκτη κατάρρευσή της. Έτσι γινόταν κάθε φορά κι έτσι θα συνέχιζε να γίνεται εάν, τότε, ο κόσμος δεν είχε καταρρεύσει πλήρως, χωρίς καμία διάθεση να ανασυνταχθεί, να ανασκουμπωθεί και να ανοικοδομήσει από την αρχή.

Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση ήταν το προοίμιο της κατάρρευσης της κοινωνίας. Η αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση ήρθε χωρίς κανέναν κανόνα και κανένα όριο. Ο άνθρωπος είχε πρόσβαση σε όλη την γνώση του κόσμου, μέσω του διαδικτύου. Και για λίγο, όλα ήταν υπέροχα.

Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και το διαδίκτυο των πραγμάτων εισήγαγαν καινούριους κινδύνους στις ζωές μας. Ψεύτικες ειδήσεις που γραφόντουσαν για το χρήμα και για να διακορεύσουν συνειδήσεις. Κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας, γιατί οι κοινωνικές ανισότητες είχαν διευρυνθεί σε μη αναστρέψιμο επίπεδο και ο μέσος άνθρωπος είχε οπισθοδρομήσει, νοητικά, σε καιρούς μακρινούς. Εθισμός στην βία και στην κατανάλωση βίαιων θεαμάτων.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η έξαρση της βίας και της εγκληματικότητας, έφερε ακόμη ένα πρόβλημα. Ο ίδιος ο άνθρωπος, εκείνος που δεν νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του και για κανέναν άλλο γύρω του, απαίτησε περισσότερο σκληρές ποινές. Δεν άργησαν πολύ να εμφανιστούν τα πρώτα αστυνομικά κράτη. Εκείνα τα χρόνια θρηνούσαμε το κουφάρι της αστικής δημοκρατίας και το θλιβερότερο όλων ήταν πως, βαθιά μέσα μας, γνωρίζαμε πως δεν επρόκειτο να αναστηθεί. Οι πρώην αστικές δημοκρατίες μαστίζονταν από την διαφθορά των ολίγων, των αρίστων, των πλουσίων και των ανθρώπων που θεωρούσαν «δικούς τους». Η μετάβαση επιδείνωσε ένα πρόβλημα που προϋπήρχε.

Και ενώ η τρομοκρατία, είτε υποκινούμενη από άλλα κράτη, είτε από εκείνους που θεωρούσαν πως οι αστικές δημοκρατίες και τα αστυνομικά κράτη στα οποία ζούσαν, είχε μεταφερθεί στον εικονικό κόσμο, στον κόσμο του διαδικτύου, κάποιο μεσημέρι, κάποιοι είχαν την απίστευτα φαεινή ιδέα να τοποθετήσουν μια βρώμικη βόμβα στο κέντρο μιας μεγάλης πρωτεύουσας.

Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος τροφοδοτήθηκε από ψεύτικες ειδήσεις που έπεισαν την πλειοψηφία της ανθρωπότητας για την αναγκαιότητά του και κράτησε μόλις τρείς ώρες. Ο πλανήτης βυθίστηκε στο σκοτάδι και η κοινωνία, μέσα σε τρεις ώρες, επέστρεψε στη λίθινη εποχή. Βέβαια, υπήρχε ένα πρόβλημα που κανένας δεν είχε σκεφτεί. Ο άνθρωπος θα παρέμενε στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, για όσο οι γραμμές παραγωγής του θα δούλευαν ασταμάτητα. Όταν σταμάτησαν να δουλεύουν τα μηχανήματα, όταν σταμάτησε η παραγωγή ενέργειας, όταν σταμάτησε η εξόρυξη καυσίμων, σταμάτησε και η αναπνοή της ανθρωπότητας.

Όλες οι προσπάθειες ανοικοδόμησης του πολιτισμού μας ήταν εντελώς αποτυχημένες, όχι γιατί κατέρρευσαν τα κράτη και οι θεσμοί τους, μα γιατί η κοινωνία είχε προ πολλού καταρρεύσει. Ισχυρότερος, πριν το τέλος, ήταν εκείνος που είχε λεφτά και εξουσία. Ισχυρότερος, μετά το τέλος, ήταν εκείνος που μπορούσε να σκοτώσει, να λεηλατήσει, να κυνηγήσει την τροφή του ή να την καλλιεργήσει. Τα λεφτά των λίγων δεν είχαν καμία αξία στον κόσμο μετά την καταστροφή. Ο φαμπρικάθρωπος και ο χαρτογιακάς δεν ήταν πια απαραίτητοι, γιατί δεν είχαν τίποτε να προσφέρουν. Ξέρεις τι απέγιναν εκείνοι, μικρή; Τροφή για τους αγριάνθρωπους, που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν. Τροφή για εκείνους που, νοητικά, ζούσαν στην εποχή του λίθου, πριν να ‘ρθουν να τους ανταμώσουν οι καιροί.

Μπορείς, μια κοινωνία αρπακτικών και λύκων, αγρίων και αχρείων, να την μετασχηματίσεις σε κάτι ανώτερο; Μπορείς, θα σου πει ο γέρος, που έχει μάθει να διαβάσει το προαιώνιο σχέδιο και το ακολουθεί δίχως να παρεκκλίνει από δαύτο. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Αυτή είναι η αποστολή μας.

***

Σταμάτησε να μιλάει όταν έσβησε η πίπα του. Έβγαλε έναν περίτεχνο σουγιά από την τσάντα του κι άρχισε να την καθαρίζει, σκαλίζοντάς τη. Σηκώθηκε όρθιος. Πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. Γέμισε ο χώρος με τον ανατριχιαστικό σπαραγμό της. «Να κοιμηθείς» μου είπε, δίχως να γυρίσει να με κοιτάξει. «Θα προσπαθήσω να μας βρω τροφή» συνέχισε τον συνειρμό του, πριν τραβήξει την πόρτα πίσω του και χαθεί μέσα στην νύχτα.

Γύριζα την ιστορία του στο μυαλό μου, προσπαθώντας να καταλάβω τις βαρυσήμαντες λέξεις, που έκρυβαν άγνωστες για εμένα, έννοιες. Αν και κάθε αφήγησή του έχτιζε πάνω στις προηγούμενες, αν και μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι μου έλεγε, δεν μπορούσα να φανταστώ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν είναι νομάδες, που δεν τρώνε τους αρρώστους και τους νεκρούς τους, που δεν αγχώνονται για το αν το στομάχι τους θα γεμίσει ή όχι.

Δεν μπορούσα να καταλάβω την έννοια του χρήματος. Ο πατέρας μου, πριν πεθάνει, με είχε διδάξει να φτιάχνω μαχαίρια κι εργαλεία. Έλεγε πως ήταν μια εκλεπτυσμένη τέχνη από χαμένα χρόνια. Μια τέχνη που ‘χε μάθει κι εκείνος από την δική του μάνα. Από παιδί μ’ έπαιρνε μαζί του, για να βρούμε μέταλλα, για να βρούμε πέτρες, για να φτιάξουμε διάφορα. Περνούσαμε από τους λιγοστούς καταυλισμούς και τ’ ανταλλάσσαμε με ρούχα και παπούτσια, με τροφή και, κάποιες φορές, με καταφύγιο. Αυτό μπορούσα να το καταλάβω. Πώς, όμως, ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι και έφτιαχναν πράγματα για να πάρουν χρήματα – χρήματα που τα αντάλλασσαν με άλλα αγαθά; Ποιος όριζε την αξία των χρημάτων; Ο αγοραστής ή ο πωλητής; Ποιος όριζε την ποιότητα των αγαθών; Γιατί να μου δώσεις χρήματα για ένα καλό τσεκούρι, όταν θα σου κρατήσει μερικά χρόνια και να μην μου δώσεις καλά ρούχα που θα μου κρατήσουν μερικά χρόνια;

Βασανιζόταν ο λογισμός μου από τις αφηγήσεις του γέρου, μέχρι που έτσουξαν τα μάτια μου κι άρχισαν να βαραίνουν τα βλέφαρά μου. Αποκοιμήθηκα περιμένοντας την επόμενη μέρα και την επόμενη ιστορία, εκείνου του απόκοσμου βιοχάκερ, που μιλούσε πολύ, χωρίς όμως να λέει κάτι ιδιαίτερο.

Όταν ξύπνησαν οι αισθήσεις μου, δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Το σώμα μου ήταν μουδιασμένο και δεν υπάκουγε στις εντολές μου. Αναγνώρισα την τραχιά μυρωδιά του καπνού που καιγόταν στην πίπα του γέρου. Αν και δεν μπορούσα να τον δω, ήξερα πως χαμογελούσε. Το μαρτυρούσε ο παιχνιδιάρικος σκοπός που σιγομουρμούριζε.

«Έφερα φαγητό. Για μετά» τον άκουσα να λέει, πριν κάνει μια μεγάλη παύση. «Τώρα, νομίζω πως πρέπει να συνεχίσουμε την χθεσινή ιστορία» συνέχισε και για λίγες στιγμές δεν άκουγα ούτε την ανάσα του. Δεν ήξερα αν περίμενε την έγκρισή μου ή αν γνώριζε ότι δεν μπορούσα να του την δώσω. Τον άκουσα μόνο ν’ αναστενάζει και να φυσάει τον καπνό του, πριν αρχίσει να μιλάει.

***

Ήξερα πως η ζωή μου δεν θα ήταν όπως οι ζωές των προγόνων μου. Από μικρό παιδί το έβλεπα. Το ένιωθα. Ο πόλεμος ήταν συνέχεια δίπλα μας. Η τεχνολογική επανάσταση ξεπερνούσε τις γενιές. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να καταλάβουν στοιχειώδη πράγματα, όπως το εμφύτευμα που μας επέτρεπε να κάνουμε συναλλαγές χωρίς χρήματα και κάρτες, οι παππούδες μου χρησιμοποιούσαν ακόμη τα χάρτινα χρήματα και δεν εμπιστεύονταν τίποτα ηλεκτρονικό. Η κοινωνία, μέρα με την μέρα, ξέπεφτε. Το έβλεπα. Το ένιωθα.

Τα πειράματα τα ξεκίνησα στην σχολή. Είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο για τον μετανθρωπισμό όταν ήμουν έφηβος και μ’ αυτό ήθελα να ασχοληθώ. Πειραματόζωό μου ήταν ο εαυτός μου. Ήξερα πως βάδιζα ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μονοπάτι, σκοτεινό κι αχαρτογράφητο. Κανένας δεν μπορούσε να μάθει για την έρευνά μου – όχι γιατί φοβόμουν πως θα μου την έκλεβαν, αλλά γιατί η τότε, πλασματική και πλαστική ηθική της ανθρωπότητας, δεν θα ανεχόταν ούτε τις σκέψεις μου, ούτε τις ιδέες μου, ούτε του στόχους μου και, σαφώς, ούτε και τα πειράματά μου.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς από τη μία έρευνα, πήγα στην άλλη. Στην αρχή ήθελα να ενισχύσω την μνήμη μου και την αντιληπτική μου ικανότητα. Ως ένα σημείο το κατάφερα. Ύστερα, ήθελα πιο οξυμένες αισθήσεις. Το κατάφερα με την ακοή. Δούλευα ατελείωτα βράδια. Έπρεπε να συνεχίσω να δουλεύω. Κατάφερα, με την βοήθεια ορισμένων φίλων, να νικήσω την ανάγκη του ανθρώπου για ύπνο. Ο ύπνος, για εμάς, έγινε πολυτέλεια, απόλαυση, ανάγκη ξεκούρασης των μυών, μα όχι του μυαλού. Τότε ήμουν είκοσι οχτώ και είχα αλλάξει ριζικά. Δεν ήμουν πιά άνθρωπος, αλλά το επόμενο βήμα της εξέλιξης του είδους μας, κάτι που η φυσική επιλογή δεν θα κατάφερνε ποτέ, γιατί, εκείνα τα χρόνια, δεν το είχαμε ανάγκη.

Δεν κυνηγούσαμε για να χρειαζόμαστε οξυμένες αισθήσεις. Δεν αντιμετωπίζαμε απειλές, για να μην χρειαζόμαστε ύπνο. Είχαμε οπισθοδρομήσει εξελικτικά, όντας βυθισμένοι στις τεράστιες οθόνες μας, που μας κατέκλυζαν με αμέτρητες και ασύλληπτες πληροφορίες. Η εξέλιξη του είδους σταμάτησε όταν σταματήσαμε να έχουμε ανάγκη την αλλαγή για την επιβίωσή μας. Επιβιώναμε γιατί είχαμε φτιάξει μηχανές που έκαναν ό,τι, κανονικά, θα έπρεπε να κάνουμε εμείς. Εμείς, απλώς, αρκούσε να τις συντηρούμε και να συνεχίζουμε να φτιάχνουμε μηχανές που θα μας φρόντιζαν όσο τις φροντίζαμε.

Το μεγαλύτερό μου επίτευγμα ήρθε λίγο καιρό πριν τον μεγάλο πόλεμο. Μέσω μιας πρωτοποριακής γονιδιακής θεραπείας, κατάφερα να κάνω τα κύτταρα μου να αναπλάθονται πάρα πολύ γρήγορα και να γερνάνε εξαιρετικά αργά. Κατάφερα να επεκτείνω το όριο της ζωής μου κατά πάρα πολύ και να δώσω στην ανθρωπότητα έναν νέο τρόπο για να γιατρεύει της πληγές της. Κοψίματα, εγκαύματα, σπασμένα οστά και ουλές θα ήταν πια παρελθόν. Σύντομα όλοι θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε την αφθαρσία της ύλης.

Τότε μοιραζόμουν τα πειράματά μου μόνο με πολύ λίγους φίλους, ομοϊδεάτες, μετανθρωπιστές. Πίστευα ότι παλεύαμε όλοι μαζί για το καλό της ανθρωπότητας, για την εξέλιξη του είδους μας, για την επιτάχυνση της κατάκτησης των κοντινών αστεριών. Πόσο λάθος ήμουν και πώς την πάτησα μ’ αυτόν τον τρόπο;

Δυστυχώς, οι ομοϊδεάτες μου, οι φίλοι και συνάδελφοι βιοχάκερ, δεν έβλεπαν τόσο μακριά. Ήθελαν απλώς να ρίξουν την καθεστηκυία τάξη και να επιταχύνουν τον δρόμο προς τον μετανθρωπισμό. Τίποτα περισσότερο. Αν και ήταν κάτι περισσότερο από τα βασικά και πρωτόγονα ένστικτα του μέσου ανθρώπου εκείνης της εποχής, δεν είχαν τα δικά μου, υψηλά, ιδανικά, ούτε μπορούσαν να δουν την μεγαλύτερη εικόνα. Αυτοί ήταν οι προβοκάτορες του πολέμου που εξάλειψε την κοινωνία που προσπαθούσαν να εξελίξουν κι εγώ ήμουν εκείνος που δεν κατάφερα να τους αποτρέψω.

Ήδη, τότε, είχα εμφυτεύσει έναν μικροεπεξεργαστή στο σώμα μου. Η τελευταία μου πράξη, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, ήταν να τον προγραμματίσω να αναγεννήσει τα κύτταρά μου, σε περίπτωση που πέθαινα. Τρελό σχέδιο, ακραίο, χωρίς καμία ελπίδα να πετύχει και χωρίς να μπορώ να το δοκιμάσω. Μα… Πέτυχε…

Είμαι αθάνατος και θα συνεχίσω να είμαι αθάνατος. Είμαι αθάνατος αλλά όχι άφθαρτος. Μπορώ να κοπώ και να καώ, αλλά το σώμα μου θα αναπλαστεί πολύ γρήγορα. Γερνάω εξαιρετικά αργά και τόσο αργά πέφτουν και οι αντοχές μου. Τα τελευταία χρόνια βλέπω πως έχω πέσει πολύ και δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Πρέπει να αναγεννηθώ ξανά, για να μπορέσω να συνεχίσω το σχέδιό μου.

Είμαι έτοιμος να πεθάνω, όπως κι εσύ, μικρή μου. Ρέα, όσο κοιμόσουν εμφύτευσα έναν μικροεπεξεργαστή μέσα σου. Έναν σαν κι αυτόν που έχω εγώ. Το μόνο που σου λείπει είναι η γονιδιακή θεραπεία και ένας θάνατος, για να μπορέσεις να συνεχίσεις την ζωή σου ως αθάνατος μετάνθρωπος, ώστε να με βοηθήσεις με το σχέδιό μου. Δύο αρνητικά έχει αυτό. Θα ασπρίσουν τα μάτια σου και δεν θα μπορείς να αναπαραχθείς με τους ανθρώπους, παρά μόνο με μετανθρώπους, σαν κι εμάς.

Αφού πεθάνουμε θα αναγεννηθούμε και θα τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του. Θα βρούμε άλλους, άξιους σαν εμάς, για να τους δωρίσουμε μ’ ό,τι απέμεινε από την επιστήμη του παλιού κόσμου, ώστε να φτιάξουμε έναν νέο, πιο προηγμένο, πιο καθαρό, πιο αρμονικό και πιο φιλόξενο κόσμο. Εγώ, εσύ και οι όμοιοί μας. Οι σκοτεινές φιγούρες με τα λευκά μάτια που ποτέ δεν κοιμούνται και που πάντοτε προσπαθούν να διευρύνουν τα όρια του σώματος και του είδους τους.

Και τώρα, καλή μου Ρέα, ήρθε η ώρα να πεθάνουμε.

***

Ο θάνατός μου πρέπει να ήταν ακαριαίος. Απλώς σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά μου. Ένιωσα το σώμα μου να πυρακτώνεται και κάθε κύτταρό του να καίγεται από χιλιάδες ήλιους. Ο πόνος ήταν αφόρητος και οι αισθήσεις μου σιγά – σιγά, οξύνονταν. Άκουσα, μέσα στα ουρλιαχτά μου, την πόρτα της καλύβας ν’ ανοίγει κι ύστερα να κλείνει. Δεν μπορούσα να μετρήσω τον χρόνο. Ούτε όταν καταλάγιασαν τα πρώτα κύματα πόνου, ούτε κι όταν απέμεινα ξέπνοη, στο χώμα, να προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου και να καταλάβω τι είχε γίνει.

Όταν κατάφερα να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου, ανασηκώθηκα και άνοιξα τα μάτια μου. Έξω είχε νυχτώσει. «Ή δεν ξημέρωσε ποτέ» σκέφτηκα. Κοίταξα προς την μεριά που καθόταν ο γέρος, μα είχε γίνει άφαντος. Έλειπε κι εκείνος μα και η τσάντα του. Τι παράξενο όμως; Μου είχε αφήσει το τεράστιο βιβλίο του.

Σηκώθηκα όρθια κι ένιωσα μια πρωτόγνωρη ευεξία. Είχα απίστευτη όρεξη να τρέξω. Είχα δύο μέρες να φάω κάτι, μα το στομάχι μου δεν διαμαρτυρόταν καθόλου. «Λες να ‘χε δίκιο ο γέρος;» συλλογίστηκα κι ύστερα έβγαλα το μαχαίρι που έκρυβα στη ζώνη μου. Κοίταξα την αριστερή παλάμη μου. Δεν ήθελα να ρισκάρω την πιθανότητα να μου έλεγε ψέματα ο γέρος και να λαβώσω το καλό μου χέρι. Έκανα μια βαθιά τομή με το μαχαίρι κατά μήκος της παλάμης κι απόμεινα να κοιτάζω το αίμα να σταλάζει γοργά στο χώμα. Δεν ένιωσα ιδιαίτερο πόνο, ίσα – ίσα, ένα απλό γρατζούνισμα. Με τρόμο είδα την πληγή να κλείνει μπροστά στα μάτια μου, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. «Δεν μπορεί…» ψέλλισα κι ύστερα βγήκα τρέχοντας από το καλύβι.

Έτρεξα μέχρι που έφτασα σ’ ένα κοντινό ρυάκι. Χωρίς να λαχανιάσω. Χωρίς να ιδρώσω. Έσκυψα πάνω από το νερό. Το πρόσωπό μου είχε αλλάξει. Τα ζυγωματικά μου ήταν πιο έντονα, τα μαλλιά και τα φρύδια μου είχαν γίνει πυρόξανθα. Και οι κόρες των ματιών μου, ήταν πλέον λευκές…

 

Αφιερωμένο στη σύζυγό μου, που τόσο πολύ λατρεύει τις post-apocalyptic ιστορίες.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: