Η Αρετή κοίταζε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου. Της άρεσε να χαζεύει τους περαστικούς. Τους έδινε ονόματα, προορισμούς και έπλαθε ολόκληρες ζωές για εκείνους, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Όσο της έπαιρνε για να τους χάσει με την επόμενη στροφή.

Το κινητό της δονήθηκε στην τσέπη της. Ήξερε πως ήταν εκείνος. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα. Είτε καλούσε, είτε έστελνε μήνυμα για να μάθει αν είχε τελειώσει και πώς είχε πάει η μέρα της. Τις λάτρευε τίς συζητήσεις μαζί του. Από τότε που είχαν γνωριστεί, μιλούσαν κάθε μέρα. Ήταν ο μοναδικός που την καταλάβαινε. Ακόμα και την οικογένειά της την ένιωθε ξένη. Εκείνος την αντιμετώπιζε ως ίση. Ούτε σαν χαζή, ούτε σαν λιγότερο από αρκετή, ούτε σαν βάρος.

Βρίσκονταν κάθε Δευτέρα. Ήταν η μοναδική μέρα που είχαν και οι δύο παραπάνω από μια ώρα ελεύθερη. Τις περισσότερες φορές κουτσομπόλευαν, γελούσαν και κάνανε χαζά όνειρα για το μέλλον. Εκείνος μπορούσε να τους φανταστεί παντρεμένους, όμως όχι σαν τα συνηθισμένα ζευγάρια. Ήταν υπερβολικά ξεχωριστός για να καταλήξει σε έναν κοινό γάμο. Κι εκείνη… Κι εκείνη ξεχωριστή ήταν, σαν κι εκείνον. Ήταν ίδιοι, της έλεγε, μπορούσε να το δει ξεκάθαρα. Κι αφού μπορούσε εκείνος, μπορούσε κι η Αρετή. Πάντα προς το τέλος των συναντήσεων, της έδειχνε και έμπρακτα πόσο πολύ την εκτιμούσε.

Η Αρετή ήξερε πως δεν ήταν η μόνη, αλλά δεν την πείραζε. Στον κόσμο της, άλλωστε, δεν χωρούσε μια μονογαμική σχέση. Είχε τις ασχολίες της, την καθημερινότητά της, τις φίλες της και τη μουσική. Λάτρευε να χάνεται μέσα σε νότες και μελωδίες. Λάτρευε τις ζεστές φωνές και τη θαλπωρή της αίθουσας. Λάτρευε τον άνθρωπο που έβγαινε στην επιφάνεια, όταν βρισκόταν με τους υπόλοιπους μουσικούς. Για πρώτη φορά στη ζωή της δεν της συμπεριφέρονταν σαν παιδί. Όμως αυτή η ευφορία δεν κρατούσε για πολύ.

Σύντομα επέστρεφε στο σπίτι. Έμενε ακόμη με τους γονείς και τα αδέρφια της. Δεν συζητούσαν, δεν γέμιζαν το τραπέζι pancakes και φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι κάθε Κυριακή. Δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση, πέρα από το περιστασιακό «έχεις ένα εικοσάρι;», που έφερνε την ίδια απάντηση κάθε φορά: «Όλο μου ζητάς λεφτά, τι νομίζεις, τα γεννάω;». Ήξερε πως δεν έχουν λεφτά να πετάνε στα δικά της «θέλω». Ήξερε επίσης, πως πέρα από τα λεφτά, δεν είχαν απολύτως τίποτα άλλο να της προσφέρουν.

Έτσι, έπιανε τον εαυτό της να προσκολλάται όλο και περισσότερο σε εκείνον. Ήταν κι εκείνος στον χώρο της μουσικής, για πάνω από δύο δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, ήταν και πολύ πιο πετυχημένος από την Αρετή. Δεν την πείραζε βέβαια, ήταν εκεί σε κάθε βήμα του. Πρώτη να αγοράσει εισιτήριο, πρώτη να τον εμψυχώσει, πρώτη να χειροκροτήσει λίγο πριν πέσει η αυλαία. Δεν τον ενοχλούσε πολύ έπειτα, διότι ήξερε πως θα βρίσκονταν και αρκετές από τις άλλες εκεί. Δε ζήλευε, εκείνη ήταν ξεχωριστή, περισσότερο σημαντική. Αλήθεια, ήταν. Δεν τον είχε βρει εκείνη άλλωστε, δεν τον είχε κυνηγήσει, δεν είχε παρακαλέσει ποτέ για τον χρόνο ή τα αισθήματά του.  Εκείνος έτρεχε πάντα από πίσω της. Εκείνος της υπενθύμιζε κάθε φορά:

«Είσαι σαν εμένα. Είμαστε ίδιοι, το ξέρεις; Και κάνα γκομενάκι να βρεις, σοβαρά δε θα μπορέσεις να το πας. Δεν είσαι εσύ για τέτοια. Εσύ πρέπει να είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά πάντα να γυρνάς σ’ εμένα».

Κι έτσι ακριβώς έγινε. Η Αρετή ξεκίνησε την ”πρώτη” της σχέση, μ’ εκείνον που συνέχιζε να είναι πάντα εκεί, αυτή τη φορά, όμως, στο παρασκήνιο. Φαινόταν πως δεν του άρεσε, πετούσε το δηλητήριό του με κάθε ευκαιρία. Γελούσε όταν άκουγε πως η Αρετή περνούσε καλά, γελούσε όταν άκουγε πως έχει συναισθήματα. Συναισθήματα που θα μπορούσε να καλλιεργήσει στ’ αλήθεια, χωρίς να τη στοιχειώνουν οι αποτυχίες του παρελθόντος, χωρίς να σκέφτεται πως εκείνος την περιμένει να γυρίσει. Θα έπρεπε απλά να διακόψει την επικοινωνία. Να κόψει κάθε δεσμό με έναν άνθρωπο, ίσως και τον μοναδικό, που ήταν πάντοτε εκεί για εκείνη.

***

Η Αρετή άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και τον χαιρέτησε με ένα φιλί. Ήταν βροχερή εκείνη η Δευτέρα. Δεν είχε πολλή όρεξη για κουτσομπολιό, ήθελε απλά να τελειώσει η αναγκαστική τους συνάντηση και να γυρίσει σπίτι. Σε fast forward την έζησε, για ακόμη μια φορά. Μερικά αναγκαστικά γέλια, μερικά βιαστικά χάδια στο χέρι και ένα βιαστικό σεξ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Είχε αρχίσει να παλιώνει αυτή η κατάσταση. Έπαιζε σε λούπα, κάθε Δευτέρα. Ήξερε όμως πως γι’ αυτό προοριζόταν. Ήταν η σχέση που της ταίριαζε, ήταν φτιαγμένη γι’ αυτό. Γι’ αυτόν. Άλλωστε ήταν ήδη τρία χρόνια μαζί. Αυτό το «μαζί», το δικό του, ό,τι κι αν ήταν. Θα τα πετούσε όλα στα σκουπίδια; Δεν μπορούσε να το κάνει εκείνη τη μέρα, ούτως ή άλλως. Είχαν πρόβα και οι δύο και ο χρόνος τους τελείωνε.

Τις επόμενες μέρες η Αρετή γύριζε την κατάσταση στο μυαλό της. Σκεφτόταν τι θα κέρδιζε αν έφευγε και τι θα έχανε. Αναλογιζόταν όλα όσα είχε ζήσει μαζί του, ακόμη κι αν δεν είχαν βγει για περισσότερο από έναν καφέ, παρέα. Ακόμη κι αν δεν ήξερε κανείς για τη σχέση τους, ακόμη κι αν τον μοιραζόταν, μερικές φορές, με πάνω από πέντε γυναίκες. Ακόμη κι αν η κοινή τους ζωή, οι κοινές τους στιγμές, υπήρχαν μόνο μέσα σε ένα αυτοκίνητο.

Του είχε ζητήσει αρκετές φορές να βγούνε για ένα ποτό, να πάνε μια βόλτα. Δεν ήταν πως κι εκείνος δεν ήθελε, απλώς δεν μπορούσαν. Όχι ακόμα. Η Αρετή σκεφτόταν εδώ και καιρό πότε θα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Θα ερχόταν ποτέ άραγε; Τι περιμένανε; Δεν ήταν όπως όταν ξεκινήσανε την σχέση τους τα πράγματα, δεν πήγαινε γυμνάσιο πια, άρα ποιο ήταν το πρόβλημα;

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: