,

Βίλα “Χρυσή”

Διέσχιζε τα δυο τετράγωνα απόσταση η Ελένη, άνεμος, ούτε αν περνούσε αμάξι κοίταξε στη μοναδική διασταύρωση. Γρατσούνισε το χέρι της σ΄ έναν κορμό, χαμπάρι δεν πήρε, τα πόδια της είχαν βγάλει φτερά. Άπειρα τηλέφωνα είχε κάνει στην θεία της, συνεχής επανάκληση για μισή ώρα, δεν το σήκωσε κανείς. Το μυαλό της έτρεχε γρηγορότερα απ’ αυτήν σε φρικτά σενάρια… ή μνήμες! Δέκα χρόνια πριν, είχε μείνει ξαφνικά χήρα η μοναδική αδελφή του πατέρα της. Έχασε από ανακοπή τον άνδρα της. Την άφησε με έναν γιο στην εφηβεία. Λίγο μικρότερος ο ξάδελφός της, μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά σαν αδέλφια, μοναχοπαίδια και τα δυο, μέχρι που τους χώρισε το άδικο.

Έξι μήνες μετά, βυθισμένοι στην θλίψη τους μάνα και γιος, ούτε κατάλαβαν πώς μπήκαν οι ληστές σπίτι ένα βράδυ. Φιμώσανε, δέσανε την έρμη γυναίκα και επιτεθήκανε άσχημα στον Ανδρέα, που στα δεκαέξι του επιπόλαια χρόνια, πρόβαλλε αντίσταση. Το άλλο πρωί τους βρήκε η μάνα της Ελένης, πήγαινε καθημερινά να τους δει. Τους είχαν κλέψει ένα μικροποσό και τα χρυσαφικά τους, μα κυρίως το χαμόγελό τους για πάντα. Η βία που ασκήσανε στο ευαίσθητο κορμί του μικρού, τον καταδίκασε σ’ αναπηρική καρέκλα. Θυσίασε το μισό του σώμα για ένα στιγμιαίο, περιττό χτύπημα! Οι γιατροί επέμεναν πως μ’ αρκετή προσπάθεια θα ξαναπερπατήσει, μα καμία βελτίωση δε βλέπανε. Η Χρυσή, όνομα και πράμα ήταν η θεία της, έρεψε φροντίζοντας συνεχώς τον γιο της. Γέρασε απότομα εκείνον το χρόνο και ας ήταν μόνο πενήντα πέντε όταν συνέβη το διπλό κακό. Τώρα πια είχε καμπουριάσει, χώρια το κουσούρι που της άφησε η αδυσώπητη επίθεση. Το δεξί της πόδι το έσερνε σαν βαρύ αναμνηστικό, ευτυχώς δεν πονούσε. Τι ν’ αντέξει πρώτα μια οικογένεια; Την απώλεια του προστάτη τους, της υγείας τους ή της μισής ζωής τους;

Ηρωίδα στάθηκε στο παιδί της, προσάρμοσε αμέσως ράμπες στο σπίτι. Η ίδια απέφευγε να βγαίνει, δεν ήθελε να αφήνει τον Ανδρέα μόνο του. Είχε αποπειραθεί μια φορά να κόψει τις φλέβες του, ευτυχώς τον πρόλαβε. Η φοβία και η έννοια όμως παρέμενε, όσο και να έλεγε η ψυχολόγος πως το ξεπέρασε. Μέχρι και την πλούσια χαίτη του έχασε από την στεναχώρια του. Του ξύριζε το κεφάλι συχνά – πυκνά η θεία και παρέμενε ο κούκλος της. Τα ψώνια τούς τα έφερναν σπίτι. Λάδια, τυριά και κρέατα τους στέλνανε απ’ το νησί. Ο μακαρίτης ο θείος της ήταν χασάπης και είχε κρατήσει τις επαφές με τις μεταφορικές η Χρυσή. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να τους γνώριζε και να μην τους εξυπηρετούσε. Άλλωστε, είχε και έναν άσσο κρυμμένο στο μανίκι της, ήταν και είναι εξαιρετική μαγείρισσα! Πάντα τους φίλευε απ’ τις περίφημες πίτες με το δαντελένιο φύλλο, μέχρι το μοσχοβολιστό μοσχάρι στιφάδο. Ο μικρός του μπακάλη, έτρεχε κάθε φορά να παραδώσει πρώτα εκεί, γιατί ήξερε πως τον περίμενε φρέσκο κέικ πορτοκάλι ή ζεστά μουστοκούλουρα. Αποκορύφωμα, ο φυσικοθεραπευτής του Ανδρέα. Σχεδόν πληρωνόταν σε είδος, κυρίως ντολμαδάκια – και όχι ορφανά, που τρελαινόταν! Μοίραζε σ΄ όλη την γειτονιά η Ελένη, μόνιμα πηγαινοέφερνε ταπεράκια. Είχε να βάλει κατσαρόλα στην φωτιά… μπορεί και χρόνια! Κάνα τηγανητό έκανε πού και πού για τον άνδρα της. Σχεδόν καθημερινά τους βόλευε με τον τρόπο της η Χρυσή.

Σήμερα είχε ρεπό, ήπιε τον καφέ με την ησυχία της και πήρε τηλέφωνο τη θεία της πριν βγει. Πολλά πρωινά δεν απαντούσε αμέσως, ειδικά τις μέρες που βοηθούσε τον ξάδελφό της να κάνει μπάνιο, αλλά συνήθως σ΄ ένα τέταρτο την έπαιρνε πίσω. Αυτή τη φορά τίποτα. Δεν της είχε ξανατύχει! Όσο έτρεχαν τα πόδια της, τόσο ήθελε να σταματήσει τον χρόνο και το μυαλό της. Η Ελένη δεν είχε την ψυχραιμία που είχε η μάνα της τότε, που πρώτα ειδοποίησε την Αστυνομία και μετά την γειτονιά. Πόσο την είχαν παρακαλέσει μετά το σκηνικό την Χρυσή, οι γονείς της Ελένης, να πάνε μαζί τους στο νησί. Αυτοί θα μετακόμιζαν στο χωριό μόλις παντρευόταν η κόρη τους, θ΄ άφηναν στο νέο ζευγάρι το διαμέρισμά τους. Ανένδοτη, δεν ήθελε ν΄ αφήσει το σπίτι! Άσε που με την μικρή της σύνταξη, το διατηρούσε εξωτερικά στην εντέλεια, στις παλιές δόξες του, όπως όταν ζούσε ο άνδρας της. Ήταν περίφημος εισαγωγέας κρεάτων, αν και ο μακαρίτης προτιμούσε τον τίτλο του χασάπη, όπως είχε ξεκινήσει. Υπέροχη νεοκλασσική έπαυλη, βίλα «Χρυσή» την αποκαλούσε ο θείος, αφιερωμένη στην χρυσοχέρα γυναίκα του και η ίδια αρνιόταν πεισματικά να την εγκαταλείψει. Η αρκετή σκόνη στα καλυμμένα με σεντόνια βαριά έπιπλα, στους χώρους που δεν πάταγε κανείς, προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κρύψει τα παλιά μεγαλεία μαζί και τις αναμνήσεις. Ειδικά το κελάρι είχε αφεθεί στην τύχη του, όπως και σχεδόν όλο το πάνω πάτωμα, με τις τεράστιες βεράντες. Το μισό σπίτι που κατοικούσαν, τούς μάσαγε κανονικά χρήματα, σαν δεύτερο παιδί. Χώρια ο κήπος! Φυσικά ένα ευκαταφρόνητο ποσό που κληρονόμησε, δεν το πείραζε, είχε βάλει με το έτσι θέλω συνδικαιούχο την ανιψιά της. Την όρκισε μετά το θάνατό της, να μην λείψει τίποτα στον Ανδρέα. Η Βίλα Χρυσή όμως, άθελά της, γινόταν πόλος έλξης για επιτήδειους. Τουλάχιστον στην αυλή, έπρεπε να προσλάβει μόνιμο εργάτη, αντί κάθε τρεις και λίγο να φέρνει έναν να σκαλίζει, άλλον να κλαδεύει, τύπους που δεν ήξερε από πού κρατά η σκούφια τους. Έσκαγε η Ελένη, πρωί – βράδυ τηλέφωνο και μέρα, παρά μέρα, επίσκεψη. Η καρδιά μερικών ανθρώπων παραμένει καταδικασμένα αγνή, παρά τα ύπουλα χτυπήματα της μοίρας. Ακόμα και την εξώπορτα ανοικτή ξέχναγε επανειλημμένως η Χρυσή, λες και προκαλούσε συνεχώς την μοίρα της!

Δυο φορές αλλάξανε κλειδαριές, επειδή έβρισκαν ίχνη παραβίασης. Οι ίδιοι ποτέ δεν τα προσέχανε, αλλά η Ελένη είχε τα μάτια της ανοικτά και έλεγχε εξονυχιστικά. Χρυσή την είχε ξαναβαπτίσει τη θεία να βάλει συναγερμό και να της δώσει τα κλειδιά του σπιτιού. Τι θα γινόταν αν η μάνα της δεν τα είχε τότε; Με χίλια ζόρια, μόνο της πόρτας του κήπου κατάφερε να πάρει. Και μ΄ αυτό να κουδουνάει μες στην τσέπη της, έτρεχε να φθάσει! Με τρεμάμενα χέρια ξεκλείδωσε την αυλή. Δεν πρόλαβε να μπει και είδε μπροστά της τη θεία της να σέρνει μια τεράστια σακούλα σκουπιδιών. Με την ποδιά της κουζίνας καταλερωμένη από κόκκινες πιτσιλιές και τα μαλλιά της να πετάνε στην πάντα περιποιημένη κατάλευκη κοτσίδα της.

-Με λαχτάρησες, είστε καλά;

Εκείνη την ώρα πίσω της έτρεξε και ο γείτονας, ο κυρ-Θόδωρος.

-Έγινε τίποτα, Χρυσή; Είδα πριν λίγο έναν άνδρα να πηδά τη μάνδρα σου! Ήρθα χτύπησα το κουδούνι, ξαναχτύπησα, σε πήρα τηλέφωνο δεν απάντησες! Ευτυχώς πήρε το μάτι μου την Ελένη, ότι θα ειδοποιούσα την αστυνομία!

-Τι λες, Θοδωρή; Ο μικρός του μανάβη ήταν, συχνά το κάνει για να μη βγαίνω ως έξω ν΄ ανοίξω. Δεν τον είδες που έφυγε αμέσως; Πάει, γέρασες κι εσύ, σε έχουν κατατρομάξει όλα αυτά στις ειδήσεις!

-Μπα, το ξέρω το παιδί. Αυτός που είδα δεν κράταγε τίποτα, ήταν ξερακιανός και μαυριδερός.

-Τι να δεις καημένε Θόδωρε με τον καταράχτη σου, ε; Ένα γάλα μας έφερε. Ρώτα και τον εργάτη στον κήπο που τον συνάντησε. Να, πίσω σκάβει για να φυτέψει κρεμμύδια.

Γύρισαν και οι δυο τα κεφάλια τους και διέκριναν έναν γεροδεμένο άνδρα να τσαπίζει μανιασμένα.

-Αμάν, τίποτα δε φοβάσαι εσύ; ρώτησε ο κυρ-Θόδωρος.

-Τον ίσκιο μου σαν κι εσάς, ε; Τον είχα και πέρσι τον Αντώνη, είναι τόσο καλό παιδί!

-Βρε θεία, για δεν σήκωνες τα τηλέφωνα; Ο Ανδρέας καλά;

-Το χαμήλωσα τα ξημερώματα. Κάτι γάτες στον κήπο δεν τον αφήσανε να κλείσει μάτι. Ας κοιμηθεί ως αργά, πρέπει να ξεκουράζεται, ήθελα να μαγειρέψω κιόλας. Ξεχάστηκα μετά στην κουζίνα, να κόβω τον κιμά! Ελάτε μέσα, πριν λίγο έριξα στο φούρνο ρολό με πατάτες.

-Αμάν Χρυσή, ούτε το κουδούνι που χτύπησα δεν άκουσες; Μας λαχτάρησες.

-Δεν κάνει καλή επαφή, καιρό τώρα. Ξέρω, η Ελένη έχει κλειδιά της εξώπορτας, εσύ Θόδωρα τηλεφωνείς πριν έρθεις, ο μικρός πηδά την μάνδρα, τι το θέλω εγώ το κουδούνι; Ν΄ αφήνω τις δουλειές μου να τρέχω;

-Θεία, δεν παλεύεσαι ώρες – ώρες! Χαλάλι η τρεχάλα αφού είστε καλά. Άσε, δεν μπαίνω, κοιμάται και ο Ανδρέας, πάω σπίτι, έχω κανονίσει καφέ. Δε θα σ΄ αφήσω με την αναισθησία σου να μου χαλάσεις όλο το ρεπό. Θα έρθουμε με τον άνδρα μου το απόγευμα, για το καθιερωμένο τους ταβλάκι με τον ξάδελφο. Και εμείς να πούμε και να πιούμε τα δικά μας. Θα φέρω εγώ το κρασί, εσύ τον μεζέ! Δώσε να σου βγάλω και τα σκουπίδια.

-Γεια σου Θόδωρα, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον.

-Ελένη, πάρε τηλέφωνο κάνα μισάωρο πριν έρθετε, να έχω φρέσκο το αγαπημένο σου γλυκό!

-Πάβλοβα; Θεία, σου έχω τόση αδυναμία και το εκμεταλλεύεσαι! Αμοιβαίο! είπε η Ελένη και πλησίασε για να αγκαλιάσει την Χρυσή.

-Άσε με, είμαι καταλερωμένη απ’ τα κρέατα! Μετά, μετά να σας χαρώ και εγώ!

-Πάνω που ηρέμησα, τι μου θύμισες το επικίνδυνο σπορ σου, να κάθεσαι να κόβεις μόνη σου τον κιμά; Ολόκληρο μοσχάρι σφάζουν στο νησί, λες να μην μπορούν να το κάνουν όπως θες;

-Ε, με ξέρεις Ελένη, έτσι συνήθισα. Όπως έχω όλο το χρόνο δική μου σάλτσα ντομάτας, έτσι θέλω και τον κιμά. Άλλωστε δε βάζω ποτέ ένα είδος κρέατος. Αν τα κάνεις αυτά για να μάθεις το μυστικό, δεν πρόκειται! Σας βλέπω πως γλείφετε τα πιάτα!

-Μπα, μην μου το πεις, στράφι θα πάει, δεν είμαι εγώ για τέτοια! Άλλωστε δε φθάνεσαι εσύ. Πρόσεχε, μην μου το ξανακάνεις αυτό, επειδή κοιμάται ο Ανδρέας όλα στο αθόρυβο. Δεν είναι παιδί πια, σχεδόν συνομήλικοι είμαστε, κοντεύει τα τριάντα.

-Καλά, καλά, δε θα ξαναγίνει, άντε καλή βόλτα. Θα πας και στον κυρ-Θόδωρο γλυκό μόλις έρθετε! Μου έπιασες την κουβέντα και θέλω να φτιάξω φρέσκο χυμό στον Αντώνη, αυτός περιποιείται από πέρσι τις πορτοκαλιές. Τελειώνει σε λίγο το παιδί και την έβγαλε με ένα μπουκάλι νερό. Γεια, πάρε με πριν ξεκινήσετε!

Κούτσα – κούτσα έκανε τον κύκλο του σπιτιού για να μπει από την πόρτα της κουζίνας, να απολυμάνει και τα τελευταία απομεινάρια μαγειρέματος στο νεροχύτη, πριν βάλει τον στύφτη. Μπορεί τα τρία τέταρτα της βίλας να βουλιάζανε στη σκόνη, αλλά τα δωμάτια που χρησιμοποιούσαν, λάμπανε από καθαριότητα. Ήθελε να ξαναπεράσει με ξύδι τα πάντα, αυτή η μυρωδιά του αίματος, δεν έφευγε εύκολα. Ή ήταν η ιδέα της.

Σχεδόν στο κατόπι της μπήκε, χωρίς να χτυπήσει, ο Αντώνης.  Την πλησίασε από πίσω αθόρυβα, κραδαίνοντας στο χέρι την τσάπα και την αγκάλιασε.

-Αμάν ρε μάνα, είπα δε θα φύγουν ποτέ. Μια χαρά τους κατάφερες, ούτε μέσα δεν μπήκαν!

-Εσύ να τα βλέπεις αυτά, για να προσέχεις πιο πολύ. Λίγο νωρίτερα να ερχόταν, θα ήσουν ακόμα στο κελάρι και κάτι θα άκουγαν. Στο έχω ξαναπεί, ένα χτύπημα θα τους δίνεις όταν δεν το περιμένουν και σου έχουν γυρίσει την πλάτη στην αναπηρική. Ειδικά αυτός ο τελευταίος, ούτε απειλή δεν ήταν, μισή μερίδα άνθρωπος μπήκε να μας κλέψει. Επειδή με χαστούκισε για να του δώσω τα λεφτά, σηκώθηκες και τον μαχαίρωσες; Θα στην πάρω την λάμα που κρύβεις, την άλλη φορά που την χρησιμοποίησες μας έβαλε σε μπελάδες! Κάναμε ολόκληρο σενάριο, πως πήγες να αυτοκτονήσεις για να καλύψουμε τα αίματα στον διάδρομο. Ευτυχώς που ήταν μικροκαμωμένος ο σημερινός και μας έσωσα, τυλίγοντάς τον με τον μουσαμά αμέσως. Και ήσουν πολύ γρήγορος στην κοπή στο υπόγειο.

-Το ξέρεις, δεν πιάνομαι στο πριόνι. Ο καλύτερος χειρονάκτης που είχες ποτέ!

-Πρόλαβες, έθαψες καλά το κεφάλι και τα άκρα; Τεμάχισες σωστά τον κορμό στον καταψύκτη;

-Τι με ρωτάς, ρε μάνα, κάθε φορά τα ίδια; Πρωτάρης είμαι; Είναι η πέμπτη φορά που το κάνουμε.

-Με εσένα δόλωμα αγόρι μου, δε θα πεινάσουμε ποτέ!

-Κυκλοφορούν τόσοι βλάκες.

-Πρόσεχε μόνο όταν βγαίνεις έξω, χαμηλά το κεφάλι στην γειτονιά.

-Υπερβολική πάντα! Εδώ έχει πέσει πάνω μου η Ελένη και δεν με γνώρισε με τα μούσια, τα μαλλιά και τα γυαλιά ηλίου.  Άλλωστε μέχρι την πλατεία πάω, αξημέρωτα, να βρω εργάτες για τον κήπο. Πάντως ο κόσμος είναι πολύ χαζός. Ένας στους δύο, το χάβουν το παραμύθι για την πλούσια γριά με τον ανάπηρο γιο, ίσως επειδή μοιάζω ίδιος με αυτούς. Και νομίζουν ότι μου την φέρνουν κιόλας, που μπουκάρουν μόνοι τους! Κακομοίρηδες, μικροαπατεώνες που ψάχνουν την καλή.

-Την κακή και την ψυχρή τους βρίσκουν, τέτοιοι που είναι! Ρίξε μια τελευταία ματιά κάτω, να΄ ναι όλα καθαρά, πέτα τα βρωμόρουχα στο πλυντήριο, ανέβα πλύσου και πάρε τη θέση σου. Να χτυπήσω και εγώ την μαρέγκα, μέχρι να βγει το ρολό.

-Μου έσπασε τη μύτη μάνα, μέχρι έξω μοσχομύρισε!

-Εμ, άλλο πράμα το φρέσκο!  Σπαρταράει σου λέω το κρέας! Την συνταγή για τον κιμά, θα την πάρω μαζί μου!

-Δε θα πας μακριά, στο κελάρι είναι κρυμμένη!

Κοιτάχτηκαν γελώντας συνωμοτικά…

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: