,

Ου μπλέξεις!

Η Ελπινίκη με τη Σμάρω ήταν χρόνια γειτόνισσες, σε μία κλασική ελληνική γειτονιά από τις παλιές, που τα σπίτια ήταν μέχρι τετραόροφα και όχι εκείνες οι θεόρατες, απρόσωπες πολυκατοικίες. Τα περισσότερα οικοδομήματα κατοικούνταν από οικογένειες με συγγενικούς δεσμούς, καθώς προορίζονταν για προικώα. Οι δύο γυναίκες δεν είχαν πολλά σούρτα – φέρτα στα σπίτια τους, αλλά μιλούσαν όταν συναντιόντουσαν, σε καθημερινή σχεδόν βάση. Και οι δυο τους επαγγέλονταν οικιακά και έτσι έβγαιναν αρκετά συχνά έξω, να ψωνίσουν το ‘να τ’ άλλο και να πούνε στο πόδι τα νέα τους.

«Άστα κυρά Ελπινίκη μου, να, εκείνος ο μεγάλος δε λέει με τίποτα να νοικοκυρευτεί. Τι του λείπει, μου λες; Καλό παιδί είναι, τη δουλειά του την έχει, μόνιμος υπάλληλος με τη σιγουριά του, ολόκληρος πυροσβέστης. Το σπίτι του το έχει. Εμείς μπορεί να μην έχουμε θυγατέρες, αλλά και στους δύο γιους μας έχουμε εξασφαλίσει από ένα διαμέρισμα. Η νύφη ας το νοικιάσει το δικό της, να έχει και ένα έξτρα εισόδημα εκτός από το μισθό της», άρχισε την κουβέντα η Σμάρω με τα παράπονα για τον ανύπαντρο γιο της, τον Ευάγγελο.

«Κάτσε να καταλάβω κυρά Σμάρω μου. Την νυφη την έχει βρει;», ρώτησε η Ελπινίκη, που είχε μπερδευτεί με τα λεγόμενα της γειτόνισσάς της.

«Όχι! Τι σου λέω τόσην ώρα;», απάντησε με δυνατή φωνή η Σμάρω.

«Και πώς ξέρεις ότι θα έχει διαμέρισμα και μισθό;», ρώτησε ξανά απορημένη η Ελπινίκη.

«Ε, δε θα πάρουμε καημένη καμιά ξεβράκωτη, ούτε άνεργη, να την ταΐζουμε κιόλας. Μία οικογένεια έχει έξοδα. Πρέπει να μπαίνουν δύο μισθοί τουλάχιστον! Εγώ θα κρατάω τα παιδιά όταν θα λείπει αυτή στη δουλειά και θα αναλάβω και το μαγείρεμα. Τι θα της λείπει! Βασίλισσα θα ’ναι! Αλλά πού να βρεις σήμερα τίμιο κορίτσι για σπίτι κυρά Ελπινίκη μου. Όλες είναι του σκοινιού και του παλουκιού. Να με συμπαθάς, έχεις και κόρη. Η δική σου εξαιρείται, αλλά να, είναι μικρή για τον Ευάγγελό μου», διευκρίνισε η Σμάρω.

Δεν ήξερα να βάλω στο σπίτι μου το τσουλάκι. Κάθε βράδυ την ξεφορτώνει ξημερώματα ένας μαντράχαλος με τη μηχανή, σχολίαζε από μέσα της η Σμάρω.

«Όσο για τον Παναγιώτη μου, έχει καιρό… Μέχρι να πάρει πτυχίο, να πάει φαντάρος και να βρει κι αυτός μια καλή δουλειά…», συνέχισε την κουβέντα της η Σμάρω.
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Τι προκοπή να κάνει το ρεμάλι; Ο Παναγιώτης τα ’χει φορτώσει στον κόκορα. Όλο βόλτα και γκομενιλίκι. Ο Βαγγελάκης όμως… αναλογιζόταν από μέσα της η Ελπινίκη.

«Να σου πω κυρία Σμάρω. Την αδελφή μου την Αντωνία τη θυμάσαι, που είχαμε συναντηθεί στην ενορία μας πέρυσι τ’  Άη Γιωργιού, μεγάλη η χάρη του; (ακολουθεί σταυροκόπημα από τις δύο). Ε, αυτή έχει μία τσούπα της παντρειάς. Χρυσό κορίτσι η Βασιλικούλα. Νοσοκόμα, δουλεύει σε δημόσιο νοσοκομείο. Και το διαμέρισμα κάτω από το δικό μου είναι προίκα της αδελφής μου. Θα το δώσει στην κόρη της. Είναι νοικιασμένο και παίρνει καλό ενοίκιο. Τι λες, να κάνω κουβέντα;», πρότεινε γεμάτη προθυμία η Ελπινίκη.

«Απ’ όσα λες ακούγεται κελεπούρι. Έτσι και στρέξει το προξενιό κυρά Ελπινίκη μου, εικόνισμα θα σε κάμω», αποκρίθηκε η Σμάρω, πετώντας από τη χαρά της.

«Κανονίστηκε λοιπόν. Κι η αδελφή μου ένα άξιο παλικάρι σαν τον Ευάγγελο ζητάει για το κορίτσι της», πρόσθεσε η Ελπινίκη και κλείστηκε η ‘συμφωνία’.

Η Ελπινίκη έτρεξε ενθουσιασμένη να προλάβει τα νέα στον άντρα της το Βασίλη.

«Ρε κάτσε στ’ αυγά σου και μην ανακατεύεσαι. Στο τέλος θα βρεις το διάολό σου. Στο υπογράφω», την συμβούλευσε ο άντρας της.

«Γιατί Βασίλη μου, να μην κάνουμε τη γνωριμία; Κι εμείς μέσω τρίτων γνωριστήκαμε», αντέτεινε η γυναίκα του.

«Γι’ αυτό σου λέω. Μη μπλέκεις!», επέμενε ο Βασίλης πίσω από την εφημερίδα του.

«Και γιατί παρακαλώ να μην κάνω ένα καλό; Εξάλλου την ανιψιά μου προωθώ. Ο Βαγγελάκης είναι πρώτης τάξεως παλικάρι», διατεινόταν η Ελπινίκη.

«Σήμερα οι νέοι τους βρίσκουν μόνοι τους».

«Άλλο να πας συστημένος».

«Και τι ’ναι ο γάμος για να πας συστημένος ρε γυναίκα, ραντεβού σε γιατρό ή συνέντευξη για δουλειά;»

«Είδαμε κι αυτούς που παντρεύτηκαν από μεγάλους έρωτες και φούμαρα. Μην πας μακριά. Η κόρη της κυρ Αντιγόνης, απέναντι, από το σχολιό τραβολογιόταν με το λεγάμενο. Μέχρι και μία χούφτα χάπια πήγε να πάρει για πάρτη του. Και τι κατάλαβε; Μόλις ήρθε το κουτσούβελο και βάλανε την κουλούρα, η ίδια τον χώρισε. Τι μου λες λοιπόν; Μακάρι να είχε μυαλό κι εκείνη η δικιά μας, η αλαφροΐσκιωτη. Τον καλύτερο γαμπρό θα της έβρισκα. Αλλά ακούει τις βλακείες τις δικές σου και γυρνάει με εκείνο τον ανεπρόκοπο, το μηχανόβιο. ‘Η μήπως είναι καλύτερος ο προκομμένος ο γιος μας, που τις αλλάζει τις αγαπητικιές σαν τα πουκάμισα; Κι εσύ αντί να του μαζέψεις τα λουριά, καμαρώνεις από πάνω!»

«Ωχού η γκρίνια σου! Πάω να παίξω κανά τάβλι. Και που ’σαι. Άκου με μία φορά. Κοίτα τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι στις ξένες υποθέσεις! Μη μπλέκεις με δαύτους!», την προειδοποίησε ο άντρας της.

Πότε άκουσε η Ελπινίκη τον Βασίλη και θα τον άκουγε τώρα;

Το ραντεβού κανονίστηκε. Υποτίθεται ότι οι δύο νέοι θα συναντιόντουσαν μόνοι, σε μία καφετέρια, για να γνωριστούν. Τι του ’ρθε του πυροσβέστη και κουβάλησε μαζί τον αδελφό του, το ‘ρεμάλι’. Να ’σου κάτι ματιές, κάτι γελάκια, κάτι υπονοούμενα, μία ‘εξαφάνιση’ στην τουαλέτα. Ο Ευάγγελος έμεινε πάνω από ένα τέταρτο μόνος του, να παίζει με το κινητό. Θετική εντύπωση του είχε κάνει η κοπέλα, του άρεσε. Είχε ενθουσιαστεί για την ακρίβεια.

Μα καλά, τι κάνει τόση ώρα στην τουαλέτα; Και αυτός ο αδελφός μου, πού εξαφανίστηκε; Στην Κίνα πήγε να αγοράσει καπνό;, απορούσε αμέριμνος ο Ευάγγελος.

Τελικά το ενδιαφέρον ήταν μονόπλευρο. Η Βασιλική ούτε να ακούσει για δεύτερο ραντεβού. Ο Ευάγγελος το πήρε κατάκαρδα. Του άρεσε αυτή η κοπέλα. Ήταν όμορφη, σοβαρή, καλλιεργημένη και πληρούσε και τις προϋποθέσεις υλικής φύσεως, καθώς είχε κι αυτή μόνιμη δουλειά και ένα επιπλέον εισόδημα από το ενοίκιο που θα εισέπραττε. Μα γιατί τον γείωσε, αφού ταιριάζανε; Τουλάχιστον να του έδινε μία δεύτερη ευκαιρία. Μα αυτή δεν του απαντούσε σε κανένα του μήνυμα. Του ζήτησε μάλιστα να μην την ξαναενοχλήσει, καθώς δεν υπήρχε καμία ελπίδα να γίνει κάτι μεταξύ τους.

«Έλα ρε ξεκόλλα, μην είσαι μαλάκας. Σιγά τη γκόμενα στο κάτω – κάτω. Έλα να βγούμε μαζί απόψε, να σου γνωρίσω όσες γυναίκες θέλεις», τον παρηγορούσε ο αδελφός του.

«Έχω υπηρεσία σήμερα. Εξάλλου, δεν με ενδιαφέρει το είδος των γυναικών που συναναστρέφεσαι. Αυτές είναι όλες για εφήμερες σχέσεις. Εγώ θέλω κάτι αληθινό, κάτι μόνιμο. Ήταν τόσο τέλεια η Βασιλική…»

«Καλά…», μουρμούρισε ο μικρός . Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του. Το σήκωσε και απάντησε χαμηλόφωνα και μονολεκτικά. Αναχώρησε βιαστικά για την τσάρκα του.

Είχε λίγο χρόνο πριν πιάσει δουλειά ο Ευάγγελος. Αποφάσισε να χαζέψει στον υπολογιστή. Μοιράζονταν τον ίδιο με τον αδελφό του. Ήταν ήδη ανοιχτός στο Facebook του μικρού, με τα προσωπικά του μηνύματα και φωτογραφίες φόρα παρτίδα.

«Ξέχασε να το κλείσει. Κάτσε να γελάσουμε λιγάκι με τα καμώματα του μικρού, μας το παίζει και καρδιοκατακτητής», χαμογέλασε ο Ευάγγελος.

Ξαφνικά, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ήταν γεμάτο ερωτικά μηνύματα και φωτογραφίες της Βασιλικής! Ποιος είδε τον Ευάγγελο και δεν τον φοβήθηκε. Αυτός ο πράος και ευγενικός νέος, είχε μεταμορφωθεί σε μαινόμενο ταύρο. Τρόμαξαν οι γονείς του να τον συνεφέρουν και να βγάλουν άκρη με το ξέσπασμά του. Στη συνέχεια, πήραν στο κινητό κάμποσες φορές το μικρό τους γιο και τον διέταξαν να τσακιστεί να έρθει σπίτι να λογοδοτήσει.

Στην απολογία του ορκιζόταν ότι αυτή τον έψαξε και τον βρήκε στο Facebook, αρνούμενος, ωστόσο, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, να προβεί σε περισσότερες λεπτομέρειες. Η Σμάρω ήταν σκασμένη.

Λίγες μέρες μετά, σε μία από τις εξόδους της για τα ψώνια της ημέρας, συνάντησε την Ελπινίκη. Η αποτυχημένη έκβαση του προξενιού έκανε αυτές τις τυχαίες συναντήσεις ήδη άβολες και αμήχανες. Πόσο μάλλον τώρα μετά από τις τελευταίες αποκαλύψεις.

«Καλημέρα κυρία Σμάρω μου», της είπε δειλά η Ελπινίκη.

«Για σένα ίσως. Ας είναι καλά η ανιψιά σου, που φρόντισε να τις μαυρίσει τις δικές μου μέρες», απάντησε με αηδία σχεδόν η γειτόνισσά της.

«Μη βαρυγκωμάς κυρά Σμάρω μου. Η ανιψιά μου δεν είναι καμιά αλήτισσα. Είναι νοικοκυρεμένο κορίτσι. Απλά δεν ήταν το τυχερό με το Ευάγγελο», έκανε να τη δικαιολογήσει η Ελπινίκη.

«Ωραία νοικοκυροσύνη! Έκανε το σπίτι μου άνω – κάτω, η σουρτούκω, που πάει να μπει ανάμεσα στ’ αδέλφια και να τα χωρίσει. Εξαιτίας αυτής της ανακατώστρας τα παιδιά μου όλη μέρα τρώγονται. Αυτά δε μαλώνανε ποτέ. Ήταν πάντα μια γροθιά. Η πόρτα του σπιτιού μας δεν μας είχε ακούσει και τώρα γινόμαστε κάθε μέρα ρεντίκολο στη γειτονιά. Εξαιτίας της λεγάμενης και εξαιτίας σου!», ήταν εκτός εαυτού η Σμάρω.

«Τι να σου πω κυρά Σμάρω μου. Συγγνώμη, δεν έπρεπε να κάνω την σύσταση. Καλά μου ’λεγε ο άντρας μου να μην ανακατευτώ και να μην μπλέξω μαζί σας», απολογήθηκε μεν η Ελπινίκη, ρίχνοντας όμως και μία μπηχτή που δεν πέρασε φυσικά απαρατήρητη από τη Σμάρω.
«‘Μαζί μας’;! Εμείς δηλαδή είμαστε το πρόβλημα τώρα; Άντε πάγαινε κυρά απαυτή μου από κει που ’ρθες, για να μη σε στείλω πουθενά αλλού πρωινιάτικα. Και να παραγγείλεις στο παλιοθήλυκο την ανιψιά σου, μακριά από την οικογένειά μου. Όσο για σένα, εύχομαι να πάθεις το ίδιο στο σπιτικό σου. Να βρεθεί ένας καλοθελητής, σαν και του λόγου σου, να ‘μπλέξει μαζί σας’ και να σας κάνει μαλλιά κουβάρια. Άμε στο δρόμο σου τώρα και αν με ξανασυναντήσεις να αλλάξεις πεζοδρόμιο, ακούς;», έβγαλε όλη της τη χολή η Σμάρω.

Άι σιχτίρ πια κάργια!, είπε από μέσα της.

«Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα καλοπροαίρετα. Εσύ όμως τώρα ξεστομίζεις κακίες. Άκου λοιπόν για να τελειώνουμε. Μιας και μίλησες για πεζοδρόμιο και αφού η κουβέντα έχει φτάσει σε επίπεδο πεζοδρομίου, να παραγγείλεις κι εσύ κάτι του γιου σου του… Βαγγελάκη του πυροσβέστη. Την άλλη φορά να πάει μόνος του στα ραντεβού και να μην κουβαλάει και το μικρό μαζί του και του κάνει χαλάστρα. Ο μεγάλος σου γιος είναι μόνο για να σβήνει φωτιές, ενώ ο άλλος για να ανάβει! Άντε γεια!», απάντησε εξίσου δηκτικά η Ελπινίκη και έφυγε βιαστικά, για να πει αυτή την τελευταία κουβέντα.

Και άντε στον αγύριστο, γρουσούζα, συμπλήρωσε ψιθυριστά.

Η Ελπινίκη μπήκε φουριόζα και φουρκισμένη στο σπίτι της. Φύσαγε και ξεφύσαγε.

«Κακό χρόνο να ’χει η κακορίζικη. Με σύγχυσε. Κάνε το καλό σου λέει μετά και ρίξ’ το στο γιαλό. Τι αχαριστία Θεέ μου! Θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου, αλλά κι εγώ άνθρωπος είμαι. Πού είναι κι αυτός ο χριστιανός τώρα; Ακόμα στο καφενείο κοπροσκυλάει;», ψέλλιζε η Ελπινίκη σχεδόν σε παραλήρημα.

Δεν είχε δει τον άντρα της μέσα στην ταραχή της.

«Τι έπαθες πάλι, γιατί μουρμουράς;», την ρώτησε ο Βασίλης, αν και υποψιαζόταν τον λόγο.

Το τελευταίο πράγμα για το οποίο είχε όρεξη τώρα η Ελπινίκη, ήταν το κήρυγμα του Βασίλη.

«Τίποτα, τίποτα, τη δουλειά σου εσύ. Να σου βάλω να φας; Εγώ δεν έχω όρεξη», απάντησε αποφεύγοντας τις εξηγήσεις.

«Βάλε. Μετά θα πάω να την πέσω καμιά ωρίτσα. Το απόγευμα έχω κανονίσει παρτίδα τάβλι με τον Αρίστο. Θα τον σκίσω!», καυχήθηκε ο Βασίλης.

Της Ελπινίκης της πήγε το αίμα στο κεφάλι. Η πίεση έφτασε 25.

«Με ποιόν; Τον άντρα αυτηνής; Δεν είσαι καλά! Αποκλείεται! Κομμένες οι παρτίδες μ’ αυτόν και στο τάβλι και οι προσωπικές! Αλλιώς εμένα να με ξεγράψεις!», άρχισε να ωρύεται η Ελπινίκη.

«Α, για να σου πω γυναίκα, μη μας μπερδεύετε εμάς με τα δικά σας», απάντησε κοφτά και σταράτα ο άντρας της.

«Μα αν άκουγες πώς μου μίλαγε η γυναίκα του, τι λόγια είπε», προσπαθούσε να τεκμηριώσει την απαίτησή της η γυναίκα του.

«Γυρεύοντας πήγαινες. Γούστο έχει να μας πεις ότι κι εσύ μόνο την άκουγες και δεν άνοιξες το στοματάκι σου. Άντε στρώσε τώρα. Πεθαίνω της πείνας!», την αποπήρε ο Βασίλης.

«Δηλαδή φταίω κι από πάνω! Αυτήν υποστηρίζεις; Καλός είσαι και του λόγου σου. Δεν περίμενα και τίποτα καλύτερο από σένα. Ξέρεις τι μου είπε; Ότι…», διαμαρτυρήθηκε έντονα η Ελπινίκη.

«Ωωωω, βαρέθηκα τη γκρίνια σου! Κατάφερες να κόψεις και τη δική μου όρεξη. Πάω μέσα. Κάτσε και παρλάρισε μόνη σου! Νισάφι πια, νισάφι!», έληξε την κουβέντα ο άντρας της, απηυδισμένος πια από τη συμπεριφορά της Ελπινίκης. Αποχώρησε από το δωμάτιο χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.

Η γρουσούζα η Σμάρω κατάφερε να μας κάνει άνω κάτω! Δε φταίει αυτή όμως στην τελική. Το ξερό μου το κεφάλι ευθύνεται. Τι ήθελα να ανακατευτώ με προξενιά; Εδώ έχω τα δικά μου παιδιά ανύπαντρα και παντρολογάω τα ξένα. Τώρα θα μου πεις, για την ανιψιά σου ενδιαφέρθηκες, το κορίτσι της αδελφής σου. Και πότε έχει χολοσκάσει η αδελφή μου για τα δικά μου παιδιά; Έκανε τίποτα ο γαμπρός μου να βάλει και το δικό μου γιο σε δουλειά, όπως φρόντισε για το δικό του; Μπαρμπούτσαλα! Καλά έλεγε ο μακαρίτης ο θείος μου ο Σταμάτης “ Όσους κλείνει η πόρτα σου”. Κι εδώ που τα λέμε και η Σμάρω ένα δίκιο το έχει. Η Βασιλικούλα θα κούνησε κι αυτή την ουρά της και γίναμε γης μαδιάμ. Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Προς γνώση και συμμόρφωση. Αχ Βασίλη μου πόσο δίκιο είχες τελικά… Ου μπλέξεις!

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: