,

Αμαρτίες γονέων…

«Πρέπει όλα να είναι άψογα γι’ απόψε. Είμαι τόσο ευτυχισμένη!».

Η 22χρονη Μαρκέλλα πετούσε στα σύννεφα. Πριν από ένα μήνα πέρασαν βέρες αρραβώνων με τον έναν και μοναδικό της έρωτα, το Λευτέρη. Ένα παλληκάρι σαν τα κρύα τα νερά. Λεβέντης και χρυσό παιδί. Αλλά κι αυτή, ψηλή και λυγερή, με καθάριο βλέμμα. Κούκλα, μέσα κι έξω. Όλοι είχαν να λένε στο χωριό για το πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν. Ήταν διπλή η χαρά για τη Μαρκέλλα, γιατί μόλις είχε πάρει και το πτυχίο της. Θα τρίτωνε το καλό, καθώς την ευτυχία του ζευγαριού θα την συμπλήρωνε το χαρμόσυνο μαντάτο της εγκυμοσύνης της Μαρκέλλας. Απόψε θα του το ανακοίνωνε του Λευτέρη το νέο. Γι’ αυτό έπρεπε να ήταν όλα τέλεια! Τίποτα δεν θα μπορούσε να επισκιάσει την ευτυχία τους!

Η ευτυχία…

Η ευτυχία, είναι ένα πεντάστερο ξενοδοχείο, που νομίζουμε ότι έχουμε εξασφαλισμένη τη νυφική σουίτα, χωρίς να έχουμε υπολογίσει… τον ξενοδόχο.

«Λυπάμαι, η κράτησή σας δεν ισχύει. Ίσως μία άλλη φορά, σε μία άλλη ζωή, σε ένα παράλληλο σύμπαν. Και πάλι ίσως….».

Είναι και ειλικρινής ξενοδόχος, δεν του αρέσει να κάνει υποσχέσεις που δεν μπορεί να τηρήσει.

Πίσω στη Μαρκέλλα…

Έκλεισα τραπέζι στο καλύτερο ξενοδοχείο στην πόλη. Είπα του Λευτέρη να περάσει να με πάρει στις εννέα. Τι κάθομαι; Σε λίγο θα έρθει η κομμώτρια. Μην ξεχάσω να πατήσω και το καινούργιο φόρεμα, μπορεί να τσαλακώθηκε στην τσάντα. Θα ταιριάζει μούρλια με το μπριγιάν κολιέ που μου πέρασε στο λαιμό ο πεθερός μου στους αρραβώνες! Άντε η ώρα περνάει!, μάλωνε τον εαυτό της.

Η ώρα…

Όσα δε φέρνει ο χρόνος ολόκληρος, φέρνει η στιγμή. Αυτή η ‘κάποια’ στιγμή, που όλοι κάποτε στη ζωή μας έχουμε ευχηθεί να γύριζε πίσω, ώστε τα πράγματα να είχανε γίνει αλλιώς ή να μην είχαν γίνει καν.

Η Μαρκέλλα και ο Λευτέρης ήταν γείτονες. «Παπούτσι απ’ τον τόπο σου και ας είναι και μπαλωμένο. Αν είναι από τη γειτονιά, ας είν’ και ξηλωμένο», έλεγαν οι παλαιοί. Τα παιδιά μεγάλωσαν στον ίδιο δρόμο. Ο Λευτέρης ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Πρόσεξε ερωτικά την Μαρκέλλα όταν αυτή τελείωνε το λύκειο. Δεν τον έπαιρνε να κάνει κίνηση επιπόλαιη, γιατί οι δύο οικογένειες γνωρίζονταν από πάππου προς πάππου. Ο Λευτέρης τους σεβόταν κι αυτούς, αλλά κυρίως την κοπέλα. Την είχε παρακολουθήσει και έξω από το σχολείο και στις εξόδους με τις φίλες της. Ήταν ηθικό κορίτσι, ‘για σπίτι’, καμία σχέση με όλες αυτές τις παροδικές και εφήμερες σχέσεις που είχε τόσα χρόνια συνάψει. Ακολούθησε την ‘νόμιμη οδό’ και της ζήτησε επίσημο ραντεβού μέσω του αδελφού της και εν γνώσει της οικογένειάς της. Η Μαρκέλλα δέχτηκε αμέσως. Σε αντίθεση με τον Λευτέρη που την πρόσεχε τώρα, αυτή ήταν χρόνια ερωτευμένη μαζί του και σκιζόταν η καρδιά της κάθε φορά που τον έβλεπε με άλλες κοπέλες. Τον ονειρευόταν κάθε βράδυ, ζούσε και ανέπνεε γι’ αυτόν.

Από το πρώτο εκείνο ραντεβού ήξεραν ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Γνωρίζονταν, εξάλλου, όλη τους τη ζωή. Και οι δύο ήταν ‘ανοιχτό βιβλίο’, ήξεραν τα πάντα για την οικογένεια του άλλου. Δεν υπήρχε κανένα οικογενειακό μυστικό. Δικαιολογίες του τύπου «Δεν είχα ιδέα, δεν το περίμενα ποτέ, πέφτω απ’ τα σύννεφα», δεν μπορούσαν να σταθούν για καμία πλευρά. Γιατί και οι δύο οικογένειες είχαν σκελετούς στην ντουλάπα τους, οι πρόγονοί τους δηλαδή. Γι’ αυτό και η μητέρα της Μαρκέλλας είχε τις επιφυλάξεις της για τη σχέση αυτή. Ήλπιζε η κόρη της φεύγοντας για σπουδές, να απλώσει τα φτερά της και να ξεκολλήσει από τον τόπο τούτο. Να μη μπλέξει ποτέ με συγχωριανό και να γλιτώσει το χτυποκάρδι και την αγωνία που περνούσε η ίδια μια ζωή. Αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Η Μαρκέλλα πέρασε σε σχολή της πόλης της. Αλλά και στη γη του πυρός να πήγαινε, η καρδιά της θα χτυπούσε μόνο για το Λευτέρη.

Με τα ρόλεϊ στα μαλλιά πετάχτηκε έξω έντρομη η Μαρκέλλα, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς. Ο Λευτέρης κρατούσε το όπλο. Στα πόδια του, ήταν πεσμένος νεκρός ο αδελφός του και πιο πέρα ο δολοφόνος του αδελφού του και ο γιος του. Τους δύο τελευταίους τους είχε ‘φάει’ ο Λευτέρης, για εκδίκηση, για να πάρει το αίμα του αδελφού του πίσω. Οι άλλοι ξεκίνησαν πρώτοι, οι άλλοι σκότωσαν πρώτοι, αλλά και ο Λευτέρης σκότωσε. Αιτία ήταν εκείνη η παλιά βεντέτα.

«Λευτέρη!», φώναξε η Μαρκέλλα με όλη της τη φωνή και έκανε κίνηση να τρέξει κοντά του.

Ο πατέρας της τήν τράβηξε με όλη του τη δύναμη μέσα. Δεν την άφηνε να πλησιάσει τον τόπο του εγκλήματος. Δεν την άφηνε να πλησιάσει το Λευτέρη…

Λίγες μόλις μέρες μετά το φονικό, αφού άρχισε να συνέρχεται από το πρώτο σοκ, ξεκίνησαν τα κηρύγματα των δικών της.

«Κορίτσι μου πρέπει να τον ξεχάσεις, να προχωρήσεις τη ζωή σου. Δεν υπάρχει μέλλον με αυτόν τον άνθρωπο. Διέπραξε δύο φόνους. Θα φάει ισόβια. Και να βγει κάποτε, θα είναι πολύ αργά για σας. Κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά και θα χαραμίσεις τη ζωή σου για έναν φονιά;», προσπάθησε να τη λογικέψει η μάνα της, που ήταν κυριολεκτικά σκασμένη.

«Μη τον λες έτσι. Δεν έφταιγε ο Λευτέρης».

«Έφταιγε και παραέφταιγε. Ξέρεις πολύ καλά πώς ΄γίναν τα πράματα. Έπρεπε να δώσει τόπο στην οργή, όπως έδωσε τότε ο αδελφός σου, όταν έπεσε αιμόφυρτος ο πατέρας σου. Αλλιώς θα τον κλαίγαμε τώρα».

«Ο μπαμπάς δεν πέθανε».

«Δεν πέθανε επειδή είχε άγιο, ένα εκατοστό πιο πέρα να τον πετύχαινε η σφαίρα…. Τώρα όμως μιλάμε για τη στάση που κράτησε ο αδελφός σου. Αν αντιδρούσε τότε, θα ήταν ή νεκρός ή στη φυλακή»

«Το ξέρω μαμά μου, αλλά να… δεν είμαι μόνη μου στην απόφαση αυτή».

«Μόνη σου είσαι κορίτσι μου, αφού αυτός δεν έχει πια λόγο, στη φυλακή που είναι κλεισμένος», αντέτεινε η μητέρα της.

Η Μαρκέλλα έπιασε την κοιλιά της και η μάνα της κατάλαβε αμέσως.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να το γεννήσεις! Θα το ρίξεις. Θα καταστραφείς έτσι και το κρατήσεις. Αυτοί δε θα σε αφήσουν σε χλωρό κλαρί έτσι και μάθουν ότι υπάρχει εγγόνι από το μόνο αρσενικό παιδί που τους απέμεινε. Φοβούνται μη χαθεί το σόι βλέπεις. Δε θα μπορέσεις να φτιάξεις ποτέ τη ζωή σου, θα είσαι δυστυχισμένη κι εσύ κι αυτό το άμοιρο. Αυτό το παιδί θα πληρώνει τις αμαρτίες του πατέρα του, του φονιά. Όπως ο Λευτέρης πλήρωσε τις αμαρτίες της δικής του οικογένειας. Τα παιδιά είναι πάντα τα θύματα καρδούλα μου. Γι’ αυτό σου λέω, λογικέψου. Αύριο κιόλας θα φύγουμε για Αθήνα», της ανακοίνωσε αποφασισμένη η μάνα της.

«Ο πατέρας σου δε χρειάζεται να μάθει τίποτα γι’ αυτή την εγκυμοσύνη. Ξέρεις ότι έτσι κι αλλιώς, στα θέματα αυτά είναι αυστηρός, πόσο μάλλον τώρα, υπό αυτές τις συνθήκες. Μη στενοχωριέσαι κοριτσάκι μου, όλα θα πάνε καλά», την καθησύχασε η μητέρα της.

«Εντάξει μαμά, θα φύγουμε αύριο», συμφώνησε διστακτικά η Μαρκέλλα, γνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτή ήταν η μόνη λύση.

Η μητέρα της, έπιασε τον πατέρα της να τον ενημερώσει για τις επόμενες κινήσεις.

«Το κορίτσι πρέπει να αλλάξει παραστάσεις. Θα φύγουμε αύριο για την Αθήνα. Θα πάμε στης αδελφής μου. Εδώ μέσα, σ’ αυτά τα κουτιά είναι όλα τα χρυσαφικά και οι λίρες που της περάσανε στους αρραβώνες. Σήμερα κιόλας να τους τα επιστρέψεις. Να το πάρουν και απόφαση. Τα δικά μας δώρα, μη τα ζητάς πίσω τώρα. Άσ’ τους στο πένθος τους και τη στενοχώρια τους. Θα τα στείλουν αργότερα. Μόνο η βέρα λείπει. Είπε η μικρή ότι θα το κανονίσει αυτή», έδωσε οδηγίες στον άντρα της.

Δέκα μέρες μετά επέστρεψαν στο χωριό. Μεταξύ των άλλων ‘υποθέσεών’ της, η Μαρκέλλα κανόνισε και τα διαδικαστικά για την μεγάλη της φυγή. Με πόνο ψυχής θα εγκατέλειπε τα πάτρια εδάφη της και τους αγαπημένους της ανθρώπους, για μία νέα αρχή. Αυτός ο πανέμορφος τόπος δεν την σήκωνε πια. Λίγα σπίτια χώριζαν το δικό της από το πατρικό του Λευτέρη. Πώς θα αντίκριζε κάθε μέρα τους χαροκαμένους γονείς, τις μαυροφορεμένες αδελφές του, πώς θα προχωρούσε τη ζωή της; Όχι, δεν υπήρχε άλλη λύση, έπρεπε να φύγει. Είχε πολλά θέματα να διαχειριστεί.

Στην Αθήνα που πήγαν, μαζί με τη θεία της, ζούσε και η γιαγιά της. Δική της ιδέα ήταν να φύγει η εγγονή της για την Αυστραλία. Η γιαγιά είχε μία αδελφή που ζούσε εκεί. Μεγάλη γυναίκα ήταν κι αυτή, αλλά είχε παιδιά και εγγόνια που θα συμπαραστέκονταν και θα στήριζαν τη Μαρκέλλα. Δεν ήταν ανάγκη να μάθει κανείς τίποτα για το πού θα πήγαινε το κορίτσι. Έτσι κι αλλιώς, οι συγγενείς αυτοί, είχαν ρίξει μαύρη πέτρα στο χωριό, δεκαετίες πριν. Η αδελφή της γιαγιάς και ο άντρας της έφυγαν κατατρεγμένοι από το χωριό, για να γλιτώσουν κι αυτοί από μία βεντέτα. Εκεί στα ξένα έφτιαξαν τη ζωή τους, την οικογένειά τους, μακριά από έχθρες και σκοτωμούς. Αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθούσαν τη Μαρκέλλα να ορθοποδήσει.

Επέστρεψε να χαιρετήσει τους δικούς της, τις φίλες της, να πάρει μερικά ρούχα και προσωπικά είδη και να κλείσει έναν ‘ανοιχτό λογαριασμό’. Την ημέρα πριν τη μεγάλη αναχώρηση, επισκέφτηκε το Λευτέρη στη φυλακή.

Ούτε μήνας δεν είχε περάσει, από τη μοιραία αυτή μέρα. Ο Λευτέρης ήταν φανερά καταβεβλημένος, αδυνατισμένος, με γένια πολλών ημερών, σε ένδειξη πένθους. Το βλέμμα του ήταν κατεβασμένο.

Μείνανε αμήχανοι και σιωπηλοί. Η Μαρκέλλα τον κοίταζε και δάκρυα γέμισαν τα μελιά μελαγχολικά της μάτια.

«Συγγνώμη», κατάφερε να ψελλίσει πρώτος ο Λευτέρης.

«Μου υποσχέθηκες ότι θα έμενες μακριά από όλα αυτά. Ότι ποτέ δεν θα έστρεφες όπλο εναντίον κανενός τους».

«Θόλωσα. Σκότωσαν τον αδελφό μου! Έπρεπε να πάρω το αίμα του πίσω. Αν δε τράβαγα πρώτος τη σκανδάλη θα σκότωναν κι εμένα. Είμαι σίγουρος. Ήρθαν για να μας καθαρίσουν όλους. Τι να ’κανα;»

«Να μην έβγαινες καθόλου από το σπίτι. Να καλούσες αμέσως την αστυνομία. Λευτέρη, τους έριξες πισώπλατα. Δεν κινδύνεψες και το ξέρεις. Έκαναν ό,τι έκαναν και κίνησαν να φύγουν. Δε σε σημάδεψαν ποτέ εσένα. Υπάρχουν μάρτυρες, αλλά και να μη μιλήσουν οι μάρτυρες, υπάρχουν αποδείξεις».

«Σου είπα θόλωσα».

«Ο αδελφός σου δε δικαιώθηκε με τα αιματοβαμμένα σου χέρια. Δικαίωση, θα ήταν οι φονιάδες να λογοδοτήσουν για την πράξη τους και να τιμωρηθούν. Τώρα έγινες εσύ φονιάς. Εκτός από αυτούς τους δύο ανθρώπους, σκότωσες και τα όνειρά μας, τη ζωή που σχεδιάζαμε, τον έρωτά μας και… ακόμα περισσότερα», ξέσπασε σε γοερά κλάματα.

Ο Λευτέρης χαμήλωσε και πάλι τα μάτια.

«Μακάρι να γύριζε πίσω αυτή η καταραμένη στιγμή».

«Δε γυρίζουν πίσω οι στιγμές Λευτέρη, μόνο εμείς πάμε μπροστά».

«Τα δώρα γιατί τα γύρισες πίσω; Είναι δικά σου. Θέλω να τα κρατήσεις».

«Μόνο τη βέρα θα κρατήσω, που έχει χαραγμένο το όνομά σου. Σε αγαπάω και θα σε αγαπάω με όλη μου την ψυχή όσο ζω και αναπνέω. Ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Δεν μπορώ και να θέλω. Αλλά πρέπει να φύγω μακριά».

«Μαρκέλλα, τι ήταν αυτό το ‘σημαντικό’ που ήθελες να μου πεις εκείνο το βράδυ;»

«Δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει τίποτα πια… να σου πω. Καλή δύναμη, Λευτέρη. Δε θα σου πω αντίο. Το αντίο μου φαίνεται μόνιμο, παντοτινό. Ούτε όμως θα σε επισκεφθώ ξανά στη φυλακή. Μακάρι να σου αναγνωρίσουν κάποιο ελαφρυντικό και κάποτε να βγεις. Μακάρι να ορίσει η μοίρα μας, κάποτε, να ξανανταμώσουμε σε αυτή τη ζωή, σε τούτα τα άγια χώματα. Να είσαι και πάλι ελεύθερος».

Η Μοίρα…

Αλίμονο σε όποιον βρεθεί στο δρόμο της, όταν έχει τα μπουρίνια της. Τον πήρε και τον σήκωσε. Είναι όμως κυκλοθυμική, μια αιώνια έφηβη. Αλλάζει εύκολα διάθεση. Εκεί που σε χτυπάει αλύπητα, μετά από λίγο σε έχει στα πούπουλα… ή και το αντίθετο.

Κοίταζε τους δύο νέους με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Δεν άνοιγε τα χαρτιά της για το τι τους επιφύλασσε…

Η Μαρκέλλα μάζεψε τα πράγματά της, μάζεψε και τα κομμάτια της και ξεκίνησε για το μακρινό της ταξίδι, βγάζοντας εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Φόρτωσε όλες της τις αποσκευές και πέταξε. Την πιο πολύτιμη αποσκευή της, αυτή που φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού, την κουβαλούσε πάνω της… μέσα της. Έκλεισε τα μάτια της, αγκάλιασε την κοιλιά της και έκανε πάλι όνειρα.

Δεν της πήγαινε η καρδιά της, τότε που πήγε στην Αθήνα να το κάνει, να ρίξει το μωρό. Το παιδί αυτό, ήταν ο καρπός μιας μεγάλης αγάπης και με πολλή αγάπη θα μεγάλωνε. Μπορεί κάποτε, αν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, να μάθαινε την ιστορία του. Τώρα όμως, θα το προστάτευε, ώστε να περάσει την παιδική του ηλικία χωρίς το στίγμα του παιδιού ενός φονιά. Θα το προστάτευε από την κακία των ανθρώπων, που βάζουν ταμπέλες σε αθώα πλάσματα και τα χρεώνουν για τα λάθη των γονέων τους. Θα το προστάτευε από το διαβόητο «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


%d