Λιμάνι του Πειραιά, μέσα της δεκαετίας του ’60
Ο κυρ Παντελής έψαχνε απεγνωσμένα στο πλήθος ένα οικείο πρόσωπο. Μάταια. Εδώ δεν ήταν το κατσικοχώρι του, που τον ήξεραν ακόμα και οι πέτρες, εδώ ήταν η μεγάλη πολιτεία, ο Περέας, όπως έλεγαν χαϊδευτικά τον Πειραιά.
Σε ποιόν να εμπιστευτώ το παιδί; ρωτούσε τον εαυτό του απελπισμένα. Το ‘παιδί’ ήταν ο γιος του, ο δεκαπεντάχρονος Αποστόλης, ένα αδύνατο, αμούστακο αγόρι που θα έβγαινε στην βιοπάλη, μπαρκάροντας για πρώτη φορά. Τότε, το μάτι του Παντελή έπεσε πάνω στον κυρ Πέτρο. Ψηλός, ευθυτενής, με λεβέντικη κορμοστασιά. Ήταν δεν ήταν σαραντάρης, όπως τον έκοβε. Το πρόσωπό του τραχύ, με βαθιές ρυτίδες να έχουν από καιρό κάνει την εμφάνισή τους, αλλά με βλέμμα καθαρό που μαρτυρούσε μπέσα και φιλότιμο. Μαζί του, να τον αποχαιρετήσουν, ήταν μία σοβαρή, καθώς πρέπει κυρία και δύο παιδιά, λίγο μικρότερα από τον Αποστόλη του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το ένστικτο του Παντελή τον οδήγησε σε αυτό τον άνθρωπο, για φύλακα – άγγελο του μοναχογιού του.
«Πατριώτη, να με συμπαθάς. Με αυτό το βαπόρι θα μπαρκάρεις κι εσύ; Κάνε καλέ μου άνθρωπε ένα ψυχικό, να χαίρεσαι τα παιδάκια σου. Θα με καταϋποχρεώσεις αν μπορείς να έχεις το νου σου στον πιτσιρικά από ‘δω. Είναι ο γιος μου. Θα ταξιδέψει πρώτη φορά», παρακάλεσε, σχεδόν ικετευτικά, τον κυρ Πέτρο.
«Πώς σε λένε μικρέ;», τον ρώτησε με ύφος ψαρωτικό ο κυρ Πέτρος.
«Αποστόλη», απάντησε δειλά ο μικρός.
«Μείνε ήσυχος, θα τον προσέχω σαν τα μάτια μου. Εσύ μικρέ, κοντά μου», έδωσε την υπόσχεση και το χέρι του ο Πέτρος στον Παντελή, που με δάκρυα στα μάτια, εμπιστευόταν το παλικαράκι του σε αυτόν τον άγνωστο άντρα.
Από τη στιγμή των συστάσεων, μέχρι που έδεσε το καράβι και ξεμπάρκαραν, ένα χρόνο μετά, ο Αποστόλης και ο κυρ Πέτρος ήταν αχώριστοι.
Ο κυρ Πέτρος ήταν ντόμπρος άνθρωπος, ξηγημένος, της ‘πιάτσας’. Άντρας παλιάς κοπής, με την πραγματική σημασία της φράσης και όχι τη νοθευμένη ερμηνεία που δίνεται από ορισμένους στις μέρες μας. Ήταν μερικές φορές οξύθυμος και απότομος, αλλά καλής πάστας άνθρωπος. Ανήκε στην κατοχική γενιά και ήξερε τη σημαίνει δουλειά από τρυφερή ηλικία. Ορφανός από μητέρα από ενός έτους, δε γνώρισε την στοργή, αλλά το σκληρό πρόσωπο της ζωής από τα παιδικά του χρόνια. Το συμπάθησε αυτό το αγόρι, που ήταν λίγο μεγαλύτερο από το γιο του. Ο Αποστόλης με τη σειρά του, ήταν ένα συνεσταλμένο και σεβαστικό παιδί. Δεν ήταν ψευτόμαγκας, δεν έβγαζε γλώσσα και έκανε με προθυμία και όχι αγγαρεία τις δουλειές που του ανέθεταν οι ανώτεροί του. Στο κατάστρωμα, τις αποθήκες, στα αμπάρια, στη γέφυρα. Εξάλλου το πόστο του, ουσιαστικά, ήταν ‘παιδί για όλες τις δουλειές’. Ο κυρ Πέτρος μέλος του πληρώματος ήταν, δεν είχε καμιά θέση περιωπής. Τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν όμως όλοι, από τα μεγάλα γαλόνια μέχρι τον τελευταίο μούτσο. Ήταν εκ φύσεως κοινωνικός άνθρωπος, με πηγαίο χιούμορ. Ήταν κολλητός με τον καπετάνιο του πλοίου μέχρι τον μάγειρα, που του έφτιαχνε και ιδιαίτερα εδέσματα αν κάτι δεν του άρεσε.
Ο Αποστόλης τον ακολουθούσε παντού, εντός και εκτός πλοίου. Έμαθε πολλά πράγματα από τον κυρ Πέτρο, ο οποίος τον ορμήνευε. Το μόνο που του απαγόρευσε ρητά ήταν να βάλει στο στόμα το ρημάδι το τσιγάρο, κι ας κάπνιζε ο ίδιος τρία πακέτα τη μέρα. Επίσης, δεν άργησε να διακρίνει τις δεξιότητες του μικρού, που ήταν εύστροφος και φιλομαθής. Φαινόταν το παιδί ότι είχε έφεση στα γράμματα, αλλά η άτιμη η φτώχεια δεν του επέτρεψε να προχωρήσει στην τετάρτη γυμνασίου, αν και πρώτος μαθητής.
Ο πατέρας του ο Παντελής έφυγε από το χωριό του, τότε, με την εσωτερική μετανάστευση, αναζητώντας στην πρωτεύουσα ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του, τον Αποστόλη και τις δύο αδελφές του. Η μητέρα του Αποστόλη ήταν μοδίστρα και ο πατέρας του δούλευε μεροκάματο. Όπως όλοι οι ήρωες της γενιάς αυτής, δούλεψαν σκληρά, πήραν ένα οικοπεδάκι σε μία φτωχή συνοικία και άρχισαν σιγά – σιγά να κτίζουν ένα δικό τους κεραμίδι. Οι θυσίες πολλές, το ζωνάρι όλο και έσφιγγε καθώς τα παιδιά μεγάλωναν. Οι αδελφές του Αποστόλη ήταν μεγαλύτερες απ’ αυτόν. Η μία μαθήτευε μοδίστρα κοντά στη μάνα τους και η άλλη μάθαινε κομμώτρια. Ήταν καιρός και ο Αποστόλης να συνεισφέρει. Δεν βαρυγκώμησε όταν του ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το σχολείο και να τσοντάρει κι αυτός στα έξοδα. Ήταν άντρας πια, έπρεπε να κάνει το καθήκον του. Είχε και δύο αδελφές να παντρέψει!
H ιστορία του κυρ Πέτρου, παρόμοια με του Παντελή ήταν. Και αυτός ήρθε από το χωριό του για ένα καλύτερο μέλλον, μόνο που το δικό του μέρος είχε θάλασσα και ο Πέτρος ήξερε από μικρός τα τερτίπια της, γι’ αυτό και έγινε ναυτικός. Στη θέση του Αποστόλη, όμως, θα μπορούσε να βρίσκεται ο δικός του γιος και να είχε ο Πέτρος την ίδια αγωνία με τον Παντελή. Γι’ αυτό τον πόνεσε τον άνθρωπο αυτό. Τα χρόνια αυτά ήταν δύσκολα αλλά οι άνθρωποι είχαν ενσυναίσθηση και κατανόηση, μπορούσαν να μπουν στη θέση ενός άλλου ανθρώπου, μοιράζονταν τις ίδιες αγωνίες, υπήρχε εμπιστοσύνη, όχι σαν σήμερα που δεν εμπιστεύεσαι ούτε… τα οπίσθιά σου.
Όταν ήρθε η ώρα να ξεμπαρκάρουν, σύσσωμη η οικογένειά του περίμενε τον Αποστόλη. Τον είχαν πεθυμήσει και νοσταλγήσει ένα χρόνο τώρα τον μικρό τους. Παιδάκι έφυγε και γύρισε άντρας πια. Ο Παντελής φύλαγε τα χέρια του Πέτρου. Ο κυρ Πέτρος τον πήρε απόμερα, να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
«Παντελή, άκουσέ με. Ο μικρός είναι ατσίδα. Να δεις πώς κρατάει το τιμόνι, ολόκληρο βαπόρι κουμαντάρει. Και ατρόμητος! Χώρια που παίρνει στροφές. Πολλές στροφές. Μη χαραμιστεί στο πλήρωμα μια ζωή. Να τον στείλεις σε σχολή, να γίνει καπετάνιος».
«Πώς ρε Πέτρο, αφού δεν υπάρχει το οικονομικό», χαμήλωσε ντροπιασμένα το κεφάλι ο Παντελής.
«Θα βρεις τρόπο, το αξίζει. Αντίο Παντελή. Καλή τύχη».
Ο κυρ Πέτρος δεν ξαναμπάρκαρε. Ήταν τάση τότε να ξενιτεύονται.
«Ρε γυναίκα, εμείς γιατί να φύγουμε; Στην ξενιτιά πάνε όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Εμείς δόξα τω Θεώ, τη δουλειά μας την έχουμε, το σπίτι μας το χτίσαμε. Σε δύο – τρία χρόνια θα τελειώσουμε και το μαγαζί, να παίρνουμε ένα νοίκι από ‘κει. Μια χαρά είμαστε».
«Ναι, μια χαρά το λες εσύ. Μεροδούλι μεροφάι. Εσύ τον μισό καιρό να θαλασσοπνίγεσαι και το άλλον μισό που είσαι ξέμπαρκος, να τρώμε τα έτοιμα. Το σκατό παξιμάδι έχουμε κάνει και προκοπή καμία. Ο κόσμος προχωράει και εμείς έχουμε μείνει στάσιμοι στην Ψωροκώσταινα. Τα παιδιά μεγαλώνουνε. Έχω σκοπό να τα κάνω μορφωμένα, όχι να μείνουν ξύλα απελέκητα όπως εμείς και να ψάχνουν το μεροκάματο».
Τα μυαλά της κυράς του, τα είχαν ξεσηκώσει δύο ξαδέλφες της που είχαν πάει στην Αμέρικα. Σε ένα ταξίδι αναψυχής στην πατρίδα, είχαν έλθει με κάτι λούσα και φωτογραφίες με κάτι μεγάλο ξύλινα σπίτια με τεράστιες αυλές, τις ‘γιάρδες’ (εκ του αγγλικού yard) και μεγάλα ‘πόρτσια’ (δηλαδή porch = βεράντα). Τι να της έλεγε πια της κυράς του, το διαμερισματάκι των 60 τ.μ με το στενό μπαλκόνι και τον ανύπαρκτο κήπο; Αυτό το κεραμίδι, το ολόδικό τους, το χτισμένο με αίμα;
«Είδες πουθενά να μοιράζουν λεφτά, μωρέ; Τι θαρρείς, ότι εκεί θα κάθεσαι όπως εδώ και θα είσαι δούλα και κυρά; Εκεί θα πατήσεις δουλειά στα εργοστάσια όπως κάνουν και οι ξαδέλφες σου, που σου έχουν γεμίσει το κεφάλι με αέρα».
«Δε με φοβίζει η δουλειά, η μοναξιά μου έχει φάει τα σωθικά και η ευθύνη. Ο πιτσιρικάς αρχίζει και δεν κουμαντάρεται και η μικρή όπου να ’ναι θα αρχίσει τα ξεπορτίσματα. Μεγαλώνουν και χρειάζονται και αυτά τον πατέρα τους και εγώ τον άντρα μου», του είπε χωρίς να μασάει τα λόγια της.
Ο Κυρ Πέτρος γενικά, ήταν αρκετά δύστροπος άνθρωπος, όλο φωνή και κακό. Αρκετά συχνά, προς δυσανασχέτηση της γυναίκας του, έπιανε τα θεία και τις βλαστήμιες. Όμως, σαν το κλασικό σκυλί που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει, του πέρναγε ο πρόσκαιρος θυμός και έκανε τελικά ό,τι όριζε η γυναίκα του. Εξάλλου, στην οικογένειά τους η γυναίκα του κράταγε το τιμόνι και, η αλήθεια να λέγεται, το κράταγε γερά και σταθερά, άξιος καπετάνιος. Το κυριότερο, ήξερε να ‘κουμαντάρει’ τον κυρ Πέτρο. Αποφασίστηκε λοιπόν να φύγουν για την Αμερική, όπου παρέμειναν για περίπου είκοσι χρόνια.
***
Μέσα της δεκαετίας του ’80
Αφού ‘τακτοποίησαν’ τα παιδιά, το ζεύγος επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, δεν τους σήκωνε τελικά το κλίμα εκεί. Θέλανε να μυρίσουν πατρίδα και να ζήσουν τα υπόλοιπα χρόνια τους, εδώ, στην Ελλάδα, η οποία είχε μεταμορφωθεί, εν τω μεταξύ πλήρως, σε μία χώρα ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα πια από την Αμερική. Ο κόσμος τα χρόνια αυτά ζούσε πλουσιοπάροχα. «Καλά πώς έγινε αυτό το θαύμα;» αναρωτιόταν συχνά η γυναίκα του.
«Εμ, όταν σου έλεγα να μην το κουνήσουμε ρούπι, εσύ έλεγες άρες μάρες. Τότε φοβόσουνα τη μοναξιά. Ευτυχώς πες, που κάναμε αυτό το στερνοπούλι στα ξένα και δε θα είμαστε σαν τους μαγκούφηδες, τώρα που τα μεγάλα παιδιά μείνανε εκεί», της έλεγε ο κυρ Πέτρος.
Η εγκυμοσύνη τότε, ήταν εντελώς εκτός προγράμματος. Είχε δίκιο όμως ο άντρας της, το παιδί αυτό τους έδινε ένα κίνητρο να κρατιούνται νέοι και ακμαίοι. Είχαν και παρέα.
« Να, ξέρεις τι σκεφτόμουνα;», πέταξε ένα πρωί στον καφέ η κυρά του.
«Ωχ», αναστέναξε ο κυρ Πέτρος. Μ’ αυτές τις ‘ιδέες’ της γυναίκας του τον έζωναν τα φίδια.
«Πριν φύγουμε για την Αμερική είχες δουλέψει, κανονικά με ένσημα, για αρκετά χρόνια. Γιατί δε πας να ρωτήσεις πόσα σου λείπουνε για να βγάλεις και μία σύνταξη ελληνική; Είναι κρίμα τόσες εισφορές να πάνε χαμένες. Εξάλλου πώς θα περνάει η μέρα σου; Εσύ στο καφενείο δε μπορείς να κάθεσαι όλη μέρα. Τι θα κάνεις εδώ στην πόλη;»
«Ποια πόλη μωρέ γυναίκα; Δεν είπαμε να πάμε να μείνουμε στο χωριό;»
«Ω καημένε, το χωριό και το χωριό. Κανείς δεν έχει μείνει πια. Τρεις και ο κούκος. Και το κορίτσι τι θα κάνει εκεί; Και μιας και την ανέφερα τη μικρή, έχει κι αυτή έξοδα. Σπουδές, προίκες, αν πιάσεις πάλι δουλειά θα είμαστε και πιο άνετα».
«Με χόρτασες πια! Τώρα δεν θα υποφέρεις από μοναξιές, ε κατεργάρα;», της είπε αστειευόμενος ο άντρας της. «Σαν να ΄χεις δίκιο! Γιατί να τα χαρίσω τόσα χρόνια στους πούσ…»
« Ε, μάζεψε τη γλώσσα σου! Είναι μέσα το κορίτσι», τον μάλωσε η γυναίκα του.
Το επόμενο κιόλας πρωί κατέβηκε στον Πειραιά, να κάνει την έρευνά του. Τότε ήταν πολύ της μόδας τα κρουαζιερόπλοια. Οι επιβάτες ήταν επί το πλείστον ξένοι, συνταξιούχοι, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Ήταν η εποχή των παχιών αγελάδων που υπήρχε και εσωτερικός τουρισμός, καθώς οι Έλληνες είχαν πια χρήματα για διακοπές.
Ο κυρ Πέτρος, με κάτι επαφές που είχε από παλιά, κατάφερε να μπαρκάρει στο ‘Αταλάντη’. Ένα κρουαζιερόπλοιο που πήγαινε Τουρκία, Ιταλία και κάποια ταξίδια στην Κύπρο. Κάθε Πέμπτη έδενε στον Πειραιά για μερικές ώρες, να αφήσει το ένα γκρουπ και να παραλάβει το επόμενο. Έκανε και μία στάση στο Κατάκολο Ηλείας, κάποια άλλη μέρα. Καμία σχέση με εκείνα τα μακρινά ταξίδια που έκανε τότε, που έκανε μήνες ή και πάνω από χρόνο να πατήσει το πόδι του στην πατρίδα και να δει τη φαμίλια του.
Πλησίαζαν οι μέρες που θα σάλπαρε το πλοίο. Μέλος του πληρώματος, καθώς ήταν, πήρε μέρος στις επισκευές και τις προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν πριν το πρώτο ταξίδι. Πλησίαζε την έκτη δεκαετία της ζωής του ο κυρ Πέτρος, αλλά ήταν ακόμα αναγνωρίσιμος. Παρ’ όλη τη δουλειά που είχε τραβήξει στη ζωή του και το χρόνιο πρόβλημα της μέσης του, ο χρόνος του είχε φερθεί αρκετά γενναιόδωρα.
Διατηρούσε ακόμα την λεβέντικη κορμοστασιά του, την πλούσια κατσαρή του κόμη, κι ας είχε ασπρίσει αρκετά, αλλά προπάντων είχε ακόμα το καθαρό αυτό βλέμμα.
«Κυρ Πέτρο, εσύ;», τον ρώτησε πάνω στο πλοίο ένας άντρας με πολιτικά.
Ο κυρ Πέτρος κοντοστάθηκε να τον περιεργάζεται.
«Εγώ είμαι, αλλά δε σε γνωρίζω», απάντησε, προσπαθώντας να πιαστεί από κάποια χαρακτηριστικά του νέου άντρα που θα τον βοηθούσαν στην αναγνώριση.
«Εγώ είμαι κυρ Πέτρο, ο Αποστόλης».
«Ποιός Αποστόλης;», τον κοίταζε απορημένος.
«Ο Αποστόλης, ο μούτσος, που με πρόσεχες πριν 20 χρόνια. Τώρα είμαι ο καπετάνιος του πλοίου, χάρη σ’ εσένα κυρ Πέτρο!».
«Ρε Αποστόλη!», βούρκωσε ο κυρ Πέτρος και σφιχταγκάλιασε εκείνο το δειλό, αμούστακο, αδύνατο παλικαράκι, που είχε γίνει πια ολόκληρος άντρας και κοτζάμ καπετάνιος. Μείνανε ώρα έτσι αγκαλιασμένοι, να κλαίνε με δάκρυα χαράς.
Ο Αποστόλης δεν επέτρεπε να κάνει καμία βαριά δουλειά ο κυρ Πέτρος. Ήταν σειρά του τώρα να τον προσέχει.
Έχει ο καιρός γυρίσματα…
Ο κυρ Πέτρος δούλεψε ξεκούραστα, κοντά στον Αποστόλη, τα λίγα χρόνια που του χρειάζονταν για τη σύνταξη. Οι δύο άντρες κράτησαν επαφή και ανέπτυξαν και οικογενειακούς δεσμούς, καθώς ο Αποστόλης ήταν κι αυτός πια οικογενειάρχης.
***
Μέσα της δεκαετίας του ’90
Ο κυρ Πέτρος ‘μπάρκαρε’ για το τελευταίο του ταξίδι, νικημένος από το μεγάλο του πάθος, αυτό που απαγόρευσε τότε στον Αποστόλη να βάλει ποτέ στο στόμα του. Στο προαύλιο της εκκλησίας έφτασε ένα επιβλητικό στεφάνι, παραγγελία από τη μακρινή Αυστραλία, όπου βρισκόταν με το πλοίο ο Αποστόλης. Η κορδέλα έγραφε με χρυσά γράμματα:
Στο λατρεμένο μου ‘πατέρα’. ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ. Αποστόλης.