Το μικρό αγόρι έτρεχε αλαφιασμένο να ξεφύγει από τους διώκτες του. Ήταν η τρίτη νύχτα που το έβρισκαν να ζητιανεύει μπροστά από το καπηλειό της πόλης και του είχαν ξεκαθαρίσει πως την επόμενη φορά που θα τον έβρισκαν εκεί, θα τον κλείδωναν στο αναμορφωτήριο.
Αλλά το μικρό αγόρι δεν ήθελε να ξαναγυρίσει εκεί, έκανε τόσο αγώνα για να ξεφύγει, να ζήσει μόνο του, μακριά από το ξύλο και τα βρώμικα χέρια που απλώνονταν στο λιανό του κορμάκι. Τα κατάφερε, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να ζητιανεύει ένα ξεροκόμματο μπροστά στα καπηλεία του κρύου και αφιλόξενου Λονδίνου.
Τώρα, όμως, δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να τρέξει μακριά, να τους ξεφύγει, να μην γυρίσει σε εκείνο το κρύο και σκοτεινό κτίριο.
Έτρεχε σαν να του είχαν βάλει φωτιά κάτω από τα πόδια του, τα πρόχειρα δεμένα με δύο λωρίδες ύφασμα. Ο καιρός όμως στο Λονδίνο ήταν κρύος και βροχερός και το βράδυ έπεφτε γοργά. Το αγόρι έψαξε με το βλέμμα κάπου να χωθεί, να ξεφύγει, ενώ τα βαριά βήματα ακούγονταν όλο και πιο κοντά του.
Στην επόμενη στροφή, πέρασε μέσα από ένα στενοσόκακο, σκουντουφλώντας πάνω σε κάδους και σε κάτι αλλά πράγματα που ήταν εκεί, τα οποία όμως ήταν μαλακά και ζεστά. Δεν έκατσε να το σκεφτεί παραπάνω, τα βήματα τώρα ήταν πιο κοντά του.
Άξαφνα, βγαίνοντας από το σοκάκι, είδε μπροστά του ένα μακρύ τούνελ. Δεν θυμόταν άλλη φορά να το είχε ξαναδεί. Και είχε γυρίσει όλες τις φτωχογειτονιές του Λονδίνου. Μην έχοντας άλλη επιλογή, στράφηκε προς την κατεύθυνση του τούνελ και μπήκε μέσα.
Με τα πρώτα του βήματα, κατάλαβε πως κάτι ήταν λάθος, πολύ λάθος. Έκανε να γυρίσει πίσω, αλλά άκουσε τα βαριά βήματα να βρίσκονται πολυ κοντά του, κι έτσι συνέχισε να τρέχει μπροστά.
Ξαφνικά, άρχισε να βλέπει ένα φως, σαν να είναι στο τέλος του τούνελ.
Το αγόρι έτρεχε τώρα με όλη του τη δύναμη προς αυτό το φως, το οποίο με κάθε του βήμα γινόταν όλο και πιο φωτεινό, όλο και πιο δυνατό, ώσπου στο τέλος έπρεπε να μισοκλείνει τα μάτια του για να μπορέσει να βλέπει μπροστά του.
Το μικρό αγόρι έτρεχε τώρα καταπάνω στο λευκό αυτό, εκτυφλωτικό φως, που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που την άκουγε στην ανάσα του, ένιωθε την κάθε φλέβα του να πάλλεται σαν ταμπούρλο και τα αυτιά του να βουίζουν σαν να τον κυνηγούσε ένα σμήνος μέλισσες. Τώρα πια, όμως, δεν το ένοιαζε μόνο να ξεφύγει, αλλά να πάει όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτό το φως, μέχρι που να ρουφηχτεί μέσα του, ήθελε τόσο πολύ να γίνει ένα με αυτό το τόσο περίεργο αλλά και μεγαλοπρεπές φαινόμενο, που δεν άκουγε πλέον τα βήματα, ούτε έβλεπε τίποτε άλλο γύρω του, εκτός από το λαμπερό αυτό φως.
Οι δύο άντρες σταμάτησαν παραξενεμένοι μόλις βγήκαν από το σοκάκι. Το μικρό αγόρι είχε εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε πουθενά. Με σκυμμένα τα κεφάλια, πήραν το δρόμο του γυρισμού, αναλογιζόμενοι πόσο σκληρά θα τους τιμωρούσε ο Αφέντης σήμερα.
Ο γερο-ζητιάνος, πάνω στον οποίο έπεσε το μικρό αγόρι, είδε τους δύο άντρες να σκύβουν τα κεφάλια τους και να απομακρύνονται αργά από το σοκάκι.
Σηκώθηκε, τίναξε τα χέρια του και χαμογέλασε. Ένα φως βγήκε από τα μάτια του, τόσο λαμπερό, που σκέπασε τα πάντα γύρω του. Ένα δευτερόλεπτο μετά, είχε χαθεί.