Ο Μηνάς καβάλησε την μηχανή του και βγήκε από τους πρώτους επιβάτες από το πλοίο “Απόλλων” το οποίο είχε φτάσει στο λιμάνι της Αίγινας λίγο μετά τις οκτώμισι το πρωί με μια μικρή καθυστέρηση.

Ήταν αρχές Αυγούστου και η ζέστη ήταν ανυπόφορη.Τα μελτέμια είχαν αργήσει εκείνη την χρονιά και με δυσκολία μπορούσε κανείς να κυκλοφορήσει μετά τις δώδεκα.

Ο Μηνάς ήταν φοιτητής στο τελευταίο έτος της Παλαιοντολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και ετοίμαζε την πτυχιακή του με θέμα τα απολιθώματα που είχαν βρεθεί στο νησί αυτό πριν και μετά την ένωση της Μεσογείου με τον Ατλαντικό.

Ο χρόνος τον πίεζε, γιατί η καθηγήτρια του ήταν πολύ απαιτητική κι αν ήθελε έναν καλό βαθμό έπρεπε να περάσει λίγες μέρες στο νησί.Το είχε επισκεφθεί αρκετές φορές και ήλπιζε ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία.

Πού ακούστηκε να τρέχει στα βουνά και στις ακτές κατακαλόκαιρο με το σακίδιο στον ώμο γεμάτο όργανα, χάρτες και ό,τι άλλο θα του ήταν χρήσιμο και οι κολλητοί του να βρίσκονται αραχτοί στις παραλίες;
Μα ήταν και φιλόδοξος, ήθελε και την τέλεια εργασία,τον υψηλό βαθμό και τις καλές συστάσεις από την Αποστολίδου.

Αφού βγήκε από το πλοίο, πήρε τον παραλιακό δρόμο προς την Σουβάλα σαν πρώτο σταθμό του ταξιδιού του.
Ήταν ήδη 10 το πρωί και με την άκρη του ματιού του διέκρινε αρκετούς λουόμενους που κολυμπούσαν, κυρίως παππούδες και γιαγιάδες με τα εγγόνια τους.
Ακόμα και αυτούς τους ζήλεψε που χαίρονταν την δροσιά της θάλασσας.

Έφτασε στον προορισμό του λίγο πιο κάτω από την παραλία και άφησε την μηχανή κάτω από ένα αλμυρίκι.
Κάθισε κι αυτός κάτω από το δέντρο, έβγαλε τα σύνεργα από το σακίδιο και απλώθηκε για να ξεμουδιάσει.
Άναψε και ένα τσιγάρο και κοίταζε τον ορίζοντα με τα μάτια μισόκλειστα.

Το μέλλον του δεν ήταν και τόσο δυσοίωνο τελικά, μόλις θα τελείωνε την σχολή θα έφευγε για την Αμερική για μεταπτυχιακές σπουδές, το θέμα που είχε διαλέξει δεν ήταν και τόσο αδιάφορο.
Τελικά αυτή η Αποστολίδου είχε κάνει το θαύμα της και τον είχε συστήσει σε ένα πολύ καλό Πανεπιστήμιο στο Χιούστον.

Σε λίγο σήκωσε τα παντελόνια, έβγαλε τα παπούτσια του, έβαλε και ένα καπέλο και άρχισε τις εργασίες του.

Απορροφήθηκε τόσο πολύ σε αυτό που έκανε που δεν κατάλαβε ότι έχει περάσει η ώρα και ήταν ήδη τρεις.
Ο ήλιος έκαιγε τόσο πολύ και ο Μηνάς ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει από την ζέστη. Ούτε έναν καφέ δεν είχε πιει και το σάλιο του ακόμη και αυτό είχε ξεραθεί.
Σε πολύ λίγο ετοίμασε τα πράγματά του και ανέβηκε στην μηχανή για να πάει στην Αγία Μαρίνα από την άλλη πλευρά του νησιού.
Είχε κλείσει δωμάτιο εκεί γιατί θα πέρναγε περισσότερο χρόνο σε αυτό το μέρος.

Στο δρόμο για την Αγία Μαρίνα, έκανε μια στάση στον ναό της Αφαίας. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, κάτι τον τράβηξε προς τα εκεί.
Τόσο καιρό πήγαινε έλα στο νησί και δεν τον είχε επισκεφθεί.

Αν και κουρασμένος, κατέβηκε από την μηχανή και ανέβηκε προς το δρομάκι που οδηγούσε στις κολώνες.
Είχε διαβάσει για αυτόν τον ναό και του είχε κάνει εντύπωση ο τόπος που είχαν διαλέξει οι αρχαίοι για την κατασκευή του.

Ήταν θαυμαστός ο τρόπος που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν σχεδιάσει και χτίσει έναν ναό σαν και αυτόν, σχηματίζοντας ένα γεωμετρικό τρίγωνο επαληθεύοντας διάφορες μαθηματικές σχέσεις.

Με το που πάτησε το πόδι του, αισθάνθηκε ένα δυνατό ενεργειακό πεδίο να τον περικυκλώνει.

Ο ήλιος έκαιγε τόσο πολύ που δεν του άφηνε περιθώρια να έχει ανοιχτά τα μάτια του.

Είχε ακούσει για το Αττικό φως, το ποσό δυνατό και έντονο είναι.
Πρώτη φορά αντίκρισε ένα τόσο εκτυφλωτικό φως, είχε μπει τόσο μέσα στο πετσί του που τον έκανε να νιώθει έντονη κάψα στο δέρμα του.
Έφτασε σε σημείο να νιώθει ανήμπορος και τυφλός.

Το φως του Αττικού ουρανού, με το έντονο γαλάζιο χρώμα, έκανε τα πάντα να λάμπουν και ήταν σαν να ξέπλενε τις πέτρες, τις στήλες, το χώμα και κατ’ επέκταση αυτόν τον ίδιο.
Σαν ένα συνεργείο κινηματογράφου με τους πιο δυνατούς και καλύτερους φωτιστές του κόσμου να ήταν πάνω από το κεφάλι του.

Συγχρόνως όμως αυτό που αισθάνθηκε πιο έντονα, ήταν ότι καιγόταν και το μυαλό του και για λίγο έχασε την όρασή του.
Δεν ξεχώριζε τίποτα, μόνο αισθανόταν την ζέστη και το φως να χαϊδεύουν ποτέ απαλά και πότε δυνατά το σώμα του.

Άρχισε να ιδρώνει, ένιωθε τις παλάμες του να έχουν γίνει μούσκεμα και τον ιδρώτα να τρέχει από τις άκρες των δακτύλων του.
Η έλλειψη της όρασης, του δημιούργησε ένα υπερβολικό στρες, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και εκτός από τον ιδρώτα δεν ένιωθε πολύ άνετα με το περιβάλλον.
Ακολούθησε φόβος και σύγχυση και σε πολύ λίγο άρχισαν οι παραισθήσεις.

Σαν να έβλεπε την θέα Αθηνά από την άλλη άκρη της θάλασσας, εκεί απέναντι, στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, να επικοινωνεί με την αδελφή της την Αφαία στην Αίγινα, να κρατούν και οι δυο τους τις ασπίδες τους και να πέφτουν οι ακτίνες του ήλιου στην μια ασπίδα και να αντανακλούν στην άλλη.

Σάστισε, νόμιζε ότι τρελάθηκε και για λίγα λεπτά είχε την αίσθηση ότι θα άπλωνε το χέρι του και θα έπιανε την Αφαία από το χέρι και μαζί της θα έστελνε και δικά του μηνύματα εκεί απέναντι.
Το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί από τον πόνο που του είχε προκαλέσει η υπερέκθεση στο φως. Η παροδική του τύφλωση τον είχε επηρεάσει και συναισθηματικά και νοητικά μέχρι που αμφέβαλλε για την ίδια του την ύπαρξη.
Στο τέλος όμως αισθάνθηκε ένα τεράστιο δέος, ο φόβος είχε μετατραπεί σε έκσταση, σε κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο μεγάλο.
Μήπως δεν ήταν τελικά δημιούργημα της φαντασίας του;
Μήπως είχε βρεθεί σε μια άλλη διάσταση; Σε έναν άλλον κόσμο μεταξύ μυθολογίας και πραγματικότητας;

Σιγά σιγά ανέκτησε τις δυνάμεις του και η όρασή του επανήλθε, οι παλμοί του γύρισαν σταδιακά σε φυσιολογικά επίπεδα.
Συνειδητοποίησε το πού βρισκόταν και αισθάνθηκε ότι το φως αυτό ήταν και ο σκοπός του ταξιδιού του για την μετέπειτα ζωή του.
Εκεί του γεννήθηκε η επιθυμία να ασχοληθεί και με την αρχαιολογία.

Είχε πολλά να μάθει ακόμη και ποιος ξέρει να ανακαλύψει και άλλους κόσμους πέρα από αυτόν που βλέπει ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας όλες του τις αισθήσεις στο έπακρον που μπορεί ώστε να διαπεράσει μέσα από το Αττικό Φως και αν μπορεί να ζήσει μέσα σε αυτό.

Δήμητρα Καμπόλη

Απάντηση


%d