Χαμένο ήταν το μικροσκοπικό χεράκι στην σφικτή χούφτα του πατέρα. Τεντωμένο τέρμα ψηλά για να μπορεί να τον φθάσει, το μικρό κορίτσι πηδούσε σαν μικρό κατσίκι δίπλα του απ΄την χαρά της. Αυτή ήταν η αγαπημένη τους ώρα της ημέρας, η βόλτα στο πάρκο, πριν καταλήξουν στην παιδική χαρά. Κυρίως για τον ψηλό άνδρα, καθώς ξέχναγε την καθημερινότητά του, βυθισμένος στο γέλιο της που αντιλαλούσε στην κούνια!
-Μπαμπά, μπαμπά, φθάνουμε, βλέπω μια άδεια.
-Ναι, έχει και άλλη, μη βιάζεσαι! Τα πιο πολλά παιδιά είναι με τις μαμάδες τους στην λιμνούλα με τις πάπιες τέτοια ώρα.
-Εγώ γιατί δεν έχω μαμά;
Δαγκώθηκε μόλις το ξεστόμισε. Την περίμενε βέβαια την ερώτηση ο Λουκάς, αλλά όχι τόσο γρήγορα. Είχε πει όση αλήθεια μπορούσε να αντέξει η μικρή του. Αλλά και ο ίδιος! Δε γινόταν να πει ψέματα μα ταυτόχρονα έπρεπε να παρουσιάσει όσο πιο ανώδυνα μπορούσε την πρόωρη απώλεια της συζύγου του.
-Μωρό μου, ποιος σου είπε ότι δεν έχεις; Δεν τα κουβεντιάσαμε αυτά; Μας κοιτά από ψηλά, είναι πάντα μαζί σου και σε προσέχει. Ελένη λεγόταν η μαμά και γι΄αυτό πήρες το όνομα και την χάρη της. Εσύ είσαι δυο φορές πιο όμορφη και πιο έξυπνη! Δεν έχουμε την μεγάλη φωτογραφία της στο καθιστικό και έχετε ολόιδια μεγάλα καστανά μάτια;
-Ναι, αλλά γιατί έφυγε;
-Δεν έφυγε, καρδούλα μου. Δεν το ήθελε. Κάποια πράγματα δεν περνούν απ΄ το χέρι μας. Δυστυχώς μας άφησε και δεν πρόλαβε ούτε να σε γνωρίσει.
-Θα στεναχωρήθηκε και η μαμά τότε.
-Για λίγο γιατί μας παρακολουθεί συνεχώς και την κάνεις πολύ περήφανη.
-Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά;
-Προσπάθησαν, πολύ προσπάθησαν. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Σώσανε όμως εσένα!
-Μπαμπά και εσύ πού ήσουν;
Σε αυτή την ερώτηση, λύγισε. Κατέρρευσε στο παγκάκι που βρήκε μπροστά του χωρίς ν΄ αφήσει το χέρι της κόρης του. Τι να της πει και πώς; ΄Οτι η μητέρα της λίγες μέρες πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία τοκετού , γλίστρησε και έπεσε μέσα στο σπίτι; Πως χτύπησε πολύ άσχημα και έχασε τις αισθήσεις της. Μόλις είχαν κλείσει το τηλέφωνο, την είχε ειδοποιήσει πως θ΄ αργήσει κάνα μισάωρο καθώς έπρεπε να παραστεί σε μια έκτακτη σύσκεψη στη δουλειά. Αυτά τα τριάντα λεπτά που έγιναν μια ώρα, απέβησαν μοιραία. Η ίδια φρικτή σκέψη, τον στοίχειωνε κάθε πρωί όταν κοίταζε το πρόσωπό του στον καθρέφτη και κάθε βράδυ δεν τον άφηνε να κοιμηθεί: αν είχε σχολάσει κανονικά, αν είχε επιστρέψει σπίτι εγκαίρως… Αν! Θα την είχε βρει και θα την είχε πάει λίγο νωρίτερα στο νοσοκομείο. Δε θα είχε φύγει έτσι άδικα από ακατάσχετη αιμορραγία, θα είχαν κάνει περισσότερα στην κλινική. Όσο και να του λέγανε πως έφταιγε η αντιπηκτική αγωγή, αυτός θεωρούσε τον εαυτό του υπαίτιο. Όλα αργά γίνανε και ας θυμάται πως συνέβησαν εν ριπή οφθαλμού. Δεν έπρεπε η μοναχοκόρη που τόσο δυσκολεύτηκαν να αποκτήσουν, να μεγαλώνει χωρίς την μητέρα της, που ο ίδιος της στέρησε! Δέκα χρόνια προσπαθειών για να χάσει τη ζωή της στην μία που πέτυχε. Αν το ήξεραν θα τους αρκούσε η αγάπη τους και θα την είχε τώρα δίπλα του να τον ταξιδεύει με ένα της βλέμμα!
Δεν ήταν έτοιμος να απαντήσει στο κοριτσάκι του, δεν ήξερε τι να πει, τα δάκρυα ποτάμι τρέχανε από τα μάτια του, ενώ προσπαθούσε μάταια να τα κρύψει απ΄ την Ελενίτσα. Ούτε απ΄ την μάνα της μπόρεσε ποτέ να κρυφτεί, απ΄ το Δημοτικό ακόμα που πρωτογνωριστήκαν! Μια ματιά της αρκούσε για να ομολογήσει τα πάντα! Γι΄ αυτό ήξερε πως δεν άντεχε, δεν μπορούσε ολομόναχος ν΄ αναθρέψει το καμάρι τους, αναζητούσε συνεχώς την γυναίκα του και αυτή δεν ερχόταν ούτε στα όνειρά του! Ένιωθε σαν να την είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια, πως θα το έλεγε στο παιδί του;
Τότε η κόρη του τον σκούντηξε δυνατά, τον κοίταξε κατάματα και του είπε:
-Μπαμπά, μην κλαις και εσύ κάνεις για δύο!
Άνοιξε τα χέρια του να την αγκαλιάσει και για πρώτη φορά αισθάνθηκε τη θέρμη και των τριών μαζί! ΄Ηταν η μάνα και ο πατέρας για την μικρή Ελένη που κρατούσε ολοζώντανο το πιο πολύτιμο κομμάτι της μεγάλης…για πάντα!
Μαρίτσα Καρά