,

Επειδή το προστάζει η μόδα!

Πρωτοκύριακο του Ιούλη και η Ελένη κατευθυνόταν με το αυτοκίνητο, από το σπίτι της στην Γλυφάδα, προς το λιμάνι του Πειραιά. Ήταν μια πετυχημένη δημοσιογράφος, με πολλά επίκαιρα και έξυπνα  άρθρα στο ενεργητικό της. Η οικονομική κρίση που μάστιζε την χώρα τα τελευταία χρόνια, αλλά και η ραγδαία εξέλιξη του διαδικτύου μαζί με την τάση του κόσμου να ενημερώνεται μέσω αυτού, κατέληξε  στο κλείσιμο της εφημερίδας που δούλευε, με αποτέλεσμα να βρεθεί άνεργη, όπως και πολλοί συνάδελφοί της. Όμως δεν το έβαλε κάτω και δημιούργησε ένα blog, όπου ανέβαζε τα άρθρα της, σχολίαζε διάφορα θέματα, καταφέρνοντας μέσα σε δύο χρόνια να συνεχίσει το έργο της και να έχει και πολλούς ακόλουθους.

Τα άρθρα της, τις περισσότερες φορές, είχαν σχέση με την γυναίκα, με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην οικογένεια, στην εργασία, με τους πολλαπλούς ρόλους που αναγκάζεται να παίξει για να επιβιώσει. Εκείνο το πρωί, είχε αποφασίσει να πάει μια εκδρομή στο Αγκίστρι, για να χαλαρώσει και να γεμίσει μπαταρίες. Έκανε πολλή ζέστη κι ας ήταν νωρίς. Ευτυχώς το αιρκοντίσιον στο αυτοκίνητο έκανε καλή δουλειά. Ήταν ένα παλιό μοντέλο Nissan του 2000, σε χρώμα ασημί. Η χρονιά του millennium, έτσι την αποκαλούσαν. Η μόδα εκείνη την περίοδο, από την ένδυση μέχρι και το χρώμα των αυτοκινήτων, ήταν είτε χρυσό είτε ασημί, δύο χρώματα που δήλωναν μεγαλοπρέπεια, όπως άλλωστε και η έναρξη της πολλά υποσχόμενης χιλιετίας.

Τις περισσότερες φορές, τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν μια εποχή, όπως η κρίση του πετρελαίου, η οικονομική ή η περιβαλλοντική κρίση  και τώρα η προσφυγική κρίση, έχουν αντίκτυπο και στις τάσεις της μόδας.

Α, ωραίο θέμα. Να γράψω κάτι για αυτό. Οι γυναίκες, ό,τι έχει σχέση με μόδα, το διαβάζουν σαν τρελές. Όσο πιο παράξενο, τόσο πιο επίκαιρο. Θα του δώσω τον τίτλο ”Η μόδα την εποχή της κρίσης” σκέφτηκε και ένα χαμόγελο  ικανοποίησης έσκασε στα χείλη της, περνώντας εκείνη τη στιγμή από το Ελληνικό, στο ύψος του παλιού αεροδρομίου, όπου είχαν βρει  προσωρινή στέγη χιλιάδες πρόσφυγες.
Το αεροδρόμιο… ποιος να το φαντάζονταν ότι δεν θα υπήρχε τίποτα που να θύμιζε την παλιά του αίγλη και θα μετατρεπόταν σε κέντρο φιλοξενίας ανθρώπων, που ο πόλεμος και ο αγώνας για επιβίωση τους είχε αναγκάσει να αφήσουν πίσω τους τα σπίτια τους, την ζωή τους όλη.

Αν και ήταν πολύ νωρίς ακόμη, κάποιοι πρόσφυγες που είχαν ξεκινήσει την μέρα τους πρωί – πρωί, ακουμπούσαν τα χέρια στα κάγκελα, κρατώντας τα σφιχτά και κοιτούσαν τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Το βλέμμα να κοιτάει στο κενό, έμοιαζαν  σαν να τα μετρούσαν ένα, δύο, τρία, μπας και με αυτόν τον τρόπο αδειάσει το μυαλό  και  σταματήσουν να σκέφτονται την κατάντια τους. Μερικοί είχαν περάσει και από την απέναντι πλευρά, προς την θάλασσα, για ένα πρωινό μπάνιο πριν αρχίσει να βαράει ο ήλιος. Τους λυπήθηκε αυτούς τους ανθρώπους, μα πιο πολύ τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά.

Πώς τα βόλευαν, κάτω από ποιες συνθήκες ζούσαν, πού πλένονταν; Αυτό με την καθαριότητα ήταν η μεγάλη της απορία, κυρίως για το γυναικείο φύλο κάποιες συγκεκριμένες μέρες του μήνα. Δεν φαντάστηκε όμως, ότι αυτό ήταν το λιγότερο που είχε να αντιμετωπίσει μια γυναίκα, ένα κορίτσι, σε ένα περιβάλλον σαν και αυτό.

Λίγο πιο κάτω, τα αυτοκίνητα πήγαιναν αργά, γιατί ένα ατύχημα στο ύψος της Αμφιθέας, είχε δημιουργήσει μπλοκάρισμα στην παραλιακή.
Έτσι, έστριψε στην Αλίμου και μπήκε μέσα από τα στενά για να κερδίσει χρόνο. Αυτή η κίνησή της, ήταν καθοριστική.

Η μοίρα της είχε στήσει ένα περίεργο παιχνίδι, όταν περνώντας έξω από ένα ξενοδοχείο, γνωστό στην περιοχή, όπου τα ζευγάρια  χαίρονται τον έρωτά τους για λίγες ώρες, συνάντησε ένα κορίτσι που θα της άλλαζε την ζωή.

Από τις σκάλες κατέβαιναν δύο άνθρωποι ένας άντρας και μια γυναίκα, έτσι νόμιζε αρχικά. Σε άλλη περίπτωση δεν θα έδινε καμία σημασία,  όμως τη στιγμή που έπαιρνε τη στροφή, ένα ζευγάρι απελπισμένα μάτια την κοίταξαν με τρόμο. Ήταν τόσο διαπεραστικό το βλέμμα που την κάρφωσε, που ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Ο άντρας ήταν παχύς, μετρίου αναστήματος, με φουντωτά γκρίζα μαλλιά. Γύρω στα εξήντα πέντε τον έκανε.

Αυτή, ένα κορίτσι γύρω στα δεκαπέντε, από το Ελληνικό. Από πού αλλού θα μπορούσε να ήταν, αφού το ντύσιμό της ήταν ίδιο με τις υπόλοιπες Μουσουλμάνες της περιοχής. Μακρύ παντελόνι σε μαύρο χρώμα, μαύρη μακρυμάνικη μπλούζα και μαντήλα στο κεφάλι.

Ο άντρας είχε ύφος των εκατό καρδιναλίων, σαν να ήθελε να πει με καμάρι «κοιτάξτε με, είμαι και ο καλύτερος, αφού μπορώ να έχω μια τόσο νεαρή γυναίκα στο κρεβάτι μου κι ας είναι μουσουλμάνα». Το κορίτσι, όχι μόνο είχε ένα χαμένο ύφος, ήταν χαμένη. Δάκρυα έτρεχαν από τα μαύρα της μάτια, ένιωθες ακόμη και από αυτήν την απόσταση το τρέμουλό της, τον φόβο της.

Η Ελένη μπόρεσε να διακρίνει ένα – δύο σημάδια στο πρόσωπο  της. Πιθανόν να την είχαν χτυπήσει. Χωρίς να το σκεφτεί, έκοψε ταχύτητα και με διακριτικό τρόπο έκανε στην άκρη, περιμένοντας να φύγει ο άντρας με την κοπέλα. Οι υποψίες της βγήκαν αληθινές, το ξένο αυτοκίνητο βγήκε στην παραλιακή και όταν έφτασε στο φανάρι του αεροδρομίου, έστριψε αριστερά.

Το ίδιο έκανε και η Ελένη. Το αυτοκίνητο σταμάτησε και βγήκε ο άντρας μαζί με το κορίτσι. Εκείνος το τράβηξε από το μπράτσο και γρήγορα – γρήγορα, για να μην γίνει αντιληπτός, μπήκαν σε ένα τροχόσπιτο που βρισκόταν λίγο πιο κάτω. Απ’ έξω τριγυρνούσαν δύο τύποι γύρω στα τριάντα, μουσουλμάνοι κι αυτοί, με μαύρα λιγδιασμένα μαλλιά, φορώντας παλιά ρούχα, βρώμικα. Υπό άλλες συνθήκες θα τους λυπόταν, αλλά τώρα που είχε καταλάβει το τι συνέβαινε, ήταν έξαλλη.

Η κοπέλα δεν ήθελε να μπει, το κατάλαβε αμέσως από την στάση του σώματός της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατί δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Περίμενε μέχρι να βγει από το τροχόσπιτο και όταν εκείνη βγήκε παραπατώντας, την ακολούθησε μέχρι την μεγάλη αίθουσα, όπου βρίσκονταν όλοι οι μετανάστες μαζεμένοι. Ο ιδρώτας και η βρωμιά είχαν γίνει ένα με την ζέστη και της ήρθε λιποθυμία.

Έψαξε το κορίτσι με τα μάτια της. Εκείνη καθόταν σε μια γωνιά, κρατώντας το κεφάλι της με τα χέρια και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Η Ελένη σοκαρισμένη, την πλησίασε με αργές κινήσεις, άπλωσε το χέρι της χαϊδεύοντάς της τον ώμο. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην κλάψει. Έσκυψε μπροστά και της είπε με την γλυκιά φωνή της:

– Μην φοβάσαι, είμαι φίλη σου. Το όνομά μου είναι Ελένη, το δικό σου;

Το κορίτσι σάστισε, γούρλωσε τα μάτια της, αλλά από το στόμα της δεν βγήκε φωνή. Ήταν αναμενόμενη τέτοια αντίδραση, όταν ο φόβος κυριαρχεί.  Η Ελένη πάλι της έπιασε τα χέρια και συνέχισε να της μιλάει απαλά, για να την καθησυχάσει. Η κοπέλα άρχισε να κουνάει τα δάχτυλά της ανάμεσα στα ξένα χέρια και το κλάμα έγινε πιο έντονο. Ήθελε να της πει ό,τι της συνέβαινε, το πόσο απελπισμένη ήταν, πόσο βρώμικη αισθανόταν, μόνη χωρίς έναν δικό της άνθρωπο. Μακάρι να μπορούσε να φύγει  από εκεί,  ήταν το μόνο που σκεφτόταν συνέχεια και τελικά, να που ο Αλλάχ άκουσε τις κραυγές τκαι τις προσευχές της. Η  Ελένη της έδωσε λίγο νερό να πιει, την αγκάλιασε σφικτά και της έκανε ένα νεύμα, να βγουν έξω. Σηκώθηκαν και με αργά βήματα και κατευθύνθηκαν  προς την πόρτα,  προσπαθώντας να μην κινήσουν υποψίες.

Πολλά ζευγάρια μάτια κάρφωναν τις δύο κοπέλες, αλλά η Ελένη φάνηκε ψύχραιμη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η σωτηρία του κοριτσιού. Έτσι, κατάφεραν να μπουν στο αυτοκίνητο και να φύγουν από εκεί, ασφαλείς και οι δύο. Προορισμός, το σπίτι της Ελένης. Μια απόσταση δέκα λεπτών, φαινόταν και στις δύο κοπέλες αιωνιότητα. Μόλις έφτασαν, την αγκάλιασε και τότε εκείνη ξεκίνησε να κλαίει και πάλι, αυτή τη φορά ασταμάτητα.

– Με λένε Αϊσέ, αυτό είναι το όνομά μου, της είπε με αναφιλητά.

Η Ελένη την έβαλε να καθίσει στην πολυθρόνα και την καθησύχασε.

– Ηρέμησε, όλα τέλειωσαν πια. Είσαι ασφαλής μαζί μου, μην φοβάσαι. Να σου φτιάξω κάτι να φας; Και να κάνεις ένα μπάνιο. Μετά θα μου τα πεις όλα από την αρχή.

Η Αϊσέ δεν πίστευε στα αυτιά της και στην τύχη της. Πώς η ζωή παίζει καμιά φορά τέτοια παιχνίδια! Το πρωί ήθελε να πεθάνει και τώρα εμφανίστηκε από το πουθενά η σωτηρία της.

Το νερό έτρεχε λυτρωτικά στο βασανισμένο της κορμί. Το έτριβε όσο πιο δυνατά μπορούσε, για να φύγει το μίασμα και τα δάκρυά της ανακατεύονταν με το ζεστό νερό. Όταν βγήκε από το μπάνιο την περίμεναν καθαρά ρούχα και ένα γευστικό φαγητό, με την συνοδεία μαύρου τσαγιού. Κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να διηγείται την ιστορία της.

Η οικογένεια της, από την Συρία, ήταν  μεσαίας τάξης. Ο πατέρας της είχε ένα ραφτάδικο και συγχρόνως πουλούσε ρούχα, όλων των ειδών, κυρίως όμως γυναικεία. Η μητέρα της ασχολείτο με το σπίτι και την οικογένεια. Είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Χασάν, που αγαπούσε πολύ. Η Αϊσέ πήγαινε σχολείο και της άρεσαν τα γράμματα και η ραπτική. Ήθελε να μάθει την τέχνη για να βοηθήσει τον πατέρα της αργότερα στην δουλειά. Ο πατέρας της ήταν προοδευτικός. Αν και μουσουλμάνος, διέφερε από πολλούς άλλους συμπατριώτες του σε αυτόν τον τομέα. Όμως ο πόλεμος δεν άφησε τίποτα όρθιο, σε έναν βομβαρδισμό γκρεμίστηκε το σπίτι της και χάθηκε μαζί με αυτό και η οικογένειά της. Εκείνη δεν ήταν στο σπίτι και έτσι σώθηκε. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες, βρέθηκε μαζί με άλλους συμπατριώτες της στο δρόμο για την Τουρκία. Τελικός προορισμός η Ευρώπη, η Γερμανία, αφού περνούσαν πρώτα από την Ελλάδα. Μαζί της ταξίδευαν και άλλα παιδιά, ασυνόδευτα. Με μεγάλο κόπο έφτασαν με ένα μικρό πλοίο στην Μυτιλήνη. Κάθισε στο νησί τρεις μήνες, που της είχαν φανεί αιώνες.
Δεν μπορούσε να βρει λόγια για να περιγράψει το πώς ζούσε τόσο καιρό στον καταυλισμό.

Η Αϊσέ μπόρεσε και επιβίωσε. Έφτασε στην Αθήνα, όπου την μετέφεραν στο Ελληνικό, ύστερα από πολλές περιπέτειες. Σε όλη αυτήν την πορεία, προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν σωματικά αρκετοί άντρες και στο τέλος, στο Ελληνικό, δεν μπόρεσε να γλιτώσει από ένα τέτοιου είδους μαρτύριο. Πολλές κοπέλες, γυναίκες με παιδιά, χωρίς άντρα, ή ακόμη και αγόρια αναζητούσαν εναλλακτικούς τρόπους για να πληρώσουν είτε τους διακινητές τους, είτε κάποιους επιτήδειους. Αρκετές φορές αυτοί που τις εκμεταλλεύονταν ήταν από το οικείο περιβάλλον τους.

Της περιέγραψε το πώς έπεσε θύμα βιασμού, εκεί, σε αυτό το τροχόσπιτο που είχε δει, και μετά το πώς την προώθησαν και σε άλλους άντρες, με αντάλλαγμα αρκετά χρήματα, τα οποία κράταγαν εξ ολοκλήρου οι τύραννοί της. Πέρασαν έτσι πέντε μήνες βασανιστικοί και το μόνο που ευχόταν η μικρή κοπέλα, ήταν να βρει την λύτρωση, ακόμη και αν αυτή ήταν ο θάνατος!

Αυτή ήταν η ιστορία της Αϊσέ και η Ελένη, όσο μιλούσε το κορίτσι, είχε κλείσει τα δάχτυλα της σε μια σφιχτή γροθιά και με το ζόρι κρατούσε τον θυμό της. Δεν ήθελε να τρομάξει το κορίτσι και της είπε κοιτώντας την στα μάτια:

– Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα πια. Θα σε βοηθήσω εγώ και θα πάνε όλα καλά. Ηρέμησε τώρα και μην ανησυχείς.

Η Ελένη τηλεφώνησε σε ένα φίλο της, δικηγόρο και αφού του διηγήθηκε την όλη ιστορία, εκείνος την συμβούλευσε να μην κρατήσει πολλές μέρες την κοπέλα στο σπίτι της, αλλά να την μεταφέρει σε ένα ίδρυμα που φιλοξενεί ασυνόδευτα παιδιά από αυτές τις χώρες. Η Ελένη δεν θεώρησε πολύ καλή αυτήν την πρόταση και κράτησε το κορίτσι στο σπίτι της. Ασχολήθηκε όμως με το θέμα της, πρόβαλλε την ιστορία της σε διάφορα μέσα ενημέρωσης και κυρίως στο διαδίκτυο. Με αυτό τον τρόπο, η περιπέτειά της έγινε γνωστή και πήρε άλλες διαστάσεις.

Η Αϊσέ αισθανόταν καλύτερα και σιγά – σιγά, είχε αρχίσει να φαίνεται ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη της. Πέρασαν άλλοι πέντε μήνες και είχε μάθει σε αυτό το διάστημα αρκετές λέξεις στα ελληνικά. Το τελευταίο της έδινε μεγάλη χαρά, γιατί ήθελε να νιώσει και εκείνη μέλος του σπιτιού και να δείξει την ευγνωμοσύνη της στην σωτήρα της, στη δική της γλώσσα.

Η Ελένη βρήκε έναν χώρο που εξόπλισε με μερικά γραφεία, μερικά laptop, μηχανές ραπτικής, με πάγκους εργασίας και διάφορα άλλα εργαλεία. Μάζεψε και άλλες προσφυγοπούλες και σιγά – σιγά έκανε ένα εργαστήρι, που σκοπός του ήταν να βοηθήσει στην ενδυνάμωσή τους και να τις εκπαιδεύσει στη ραπτική, στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σε ό,τι άλλο χρειάζεται μια κοπέλα για να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα. Δημιουργήθηκε με αυτόν τον τρόπο ένα Κοινωνικό Εργαστήρι Μόδας. Η Αϊσέ βρισκόταν στο στοιχείο της και βελτιώθηκε πολύ, τόσο στο σχεδιασμό ρούχων, αλλά και στο ράψιμο.

Όσο για τους βασανιστές της, η ελληνική δικαιοσύνη δεν μπορούσε να κάνει πολλά, όμως δεν έμειναν ατιμώρητοι. Απελάθηκαν από τη χώρα και η Ευρώπη, ήταν πια ένα άπιαστο όνειρο για εκείνους.

Η Ελένη χρησιμοποίησε τις γνωριμίες της στην Γαλλία και έστειλε την Αϊσέ στο Παρίσι. Εκεί την περίμενε μια φιλική οικογένεια και φυσικά, δουλειά σε μια πολύ καλή βιοτεχνία γυναικείων ενδυμάτων. Η Αϊσέ έκανε τα σχέδια για την πρώτη έκθεση που απευθύνονταν σε Μουσουλμάνες μετανάστριες, συνδυάζοντας την γαλλική φινέτσα με την σεμνή ενδυμασία τους, χρησιμοποιώντας όχι πια μουντά χρώματα αλλά οποιοδήποτε χρώμα επικρατεί στη μόδα, ανάλογα την εποχή. Όλα προσεγμένα και προσαρμοσμένα στην νοοτροπία και στον τρόπο ντυσίματος αυτών των γυναικών.

Η Ελένη βοήθησε πολύ κόσμο να αποδεχτεί το ξένο και το διαφορετικό, που δεν είναι πάντα κακό, και ακόμη και σήμερα όλα της τα άρθρα έχουν θέματα που αγγίζουν την γυναικεία ψυχή.

Οι δύο γυναίκες είναι πολύ στενές φίλες, αδελφές θα έλεγε κανείς.

Φέτος το καλοκαίρι, τα χρώματα που θα επικρατήσουν ανήκουν στην έντονη χρωματική παλέτα. Φούξια, πορτοκαλί, κοραλί, γαλάζιο, δίνοντας έναν τόνο αισιοδοξίας και οι γυναίκες, ανεξαρτήτου θρησκείας, αν το επιτρέπουν οι συνθήκες φυσικά, θα ακολουθήσουν τις υποδείξεις των μόδιστρων.

Επειδή αυτό προστάζει η μόδα!

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: