Δεν είχε πιει πολύ. Ήξερε καλά τι έκανε. Εν γνώσει της έφυγε με τον άγνωστο άντρα από το μπαρ. Ένιωθε μοναξιά. Το σώμα της εκλιπαρούσε για ένα χάδι ερωτικό, ένα άγγιγμα, μία ολοκληρωμένη σαρκική συνεύρεση. Ο Μιχάλης, ο άνθρωπός της, το άλλο της μισό, βρισκόταν στην άλλη άκρη της γης, τη μακρινή Αυστραλία. Το νωρίτερο που θα συναντιόντουσαν ήταν το καλοκαίρι κι αυτό χλωμό για φέτος, πολύ χλωμό, με την καραντίνα.
Προσπαθούσε να θυμηθεί το πρόσωπό του, το όνομά του, την ηλικία του. Ήταν σκοτεινά. Ήταν το τελευταίο βράδυ που ήταν ανοιχτά τα μπαράκια, λόγω του lockdown. Τώρα ήταν γυρισμένος πλάτη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μείνει ή να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, όπως στο παρελθόν που είχε βρεθεί σε ανάλογη θέση. Ο άντρας την έβγαλε από το δίλημμα. Γύρισε πλευρό, την κοίταξε και της χάρισε μια ζεστή ‘Καλημέρα’.
«Αντρέας», της συστήθηκε τείνοντάς της το χέρι.
«Ελεάννα», αποκρίθηκε δίνοντας κι αυτή το δικό της και καλημερίζοντάς τον με τη σειρά της.
Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες για συστάσεις, παραδόξως, κανείς εκ των δύο δεν ένιωσε αμηχανία. Η Ελεάννα ζούσε τη στιγμή. Παρότι σε σοβαρή σχέση χρόνια τώρα, πολλά χρόνια, δεν την είχαν κατακλύσει οι τύψεις γι’ αυτήν την ατασθαλία. Ο Μιχάλης υπήρχε στο μυαλό της, στην καρδιά της, αλλά βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά. Ενώ δίπλα της, ακριβώς δίπλα της, με σάρκα και οστά, βρισκόταν αυτός ο ξανθός άγγελος με τα τεράστια μπλε μάτια – θάλασσες που μέσα τους κολυμπούσαν οι ερωτικοί πόθοι και οι επιθυμίες του κορμιού της.
Η Ελεάννα μάλιστα σκέφτηκε ότι αν της έφερνε ένα ζεστό καφέ, εκεί στο κρεβάτι, η μέρα της θα ξεκινούσε τέλεια.
«Τι θα ’λεγες για έναν αχνιστό καφέ όπως είσαι ξαπλωμένη;», της πρότεινε ο νεαρός άντρας, που τον έκοβε για αρκετά μικρότερό της.
«Διάβασες τη σκέψη μου», αποκρίθηκε με έκπληξη η Ελεάννα.
«Διαβάζω και τις υπόλοιπες σκέψεις σου, ξέρεις», απάντησε χαμογελώντας πονηρά ο Ανδρέας.
Η Ελεάννα κοκκίνησε. Τόσο πολύ καρφωνόταν πια;
Μόλις σηκώθηκε από το στρώμα ο Ανδρέας ,διαπίστωσε η Ελεάννα ότι διέθετε όλο το πακέτο, της εξωτερικής τουλάχιστον ομορφιάς, καθώς διέθετε ένα καλλίγραμμο, μυώδες κορμί. Αφού ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της, μετά το θαυμασμό για τα κάλλη του εφήμερου ερωτικού της παρτενέρ και εφόσον είχε συνέλθει από το μίνι σοκ να ξυπνάει πλάι σε έναν άγνωστο άντρα, άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Ακριβώς δίπλα της, στο κομοδίνο, βρισκόταν η φωτογραφία του νέου αυτού άντρα, του Ανδρέα, με μια πανέμορφη κοπέλα αγκαλιά. Σίγουρα ήταν το κορίτσι του. Εμφανισιακά τουλάχιστον, ήταν πολύ ταιριαστοί. Στο δωμάτιο επικρατούσε η απόλυτη τάξη. Ήταν φανερό ότι ήταν νοικοκύρης. Ακόμα και τα χθεσινοβραδινά ρούχα ήταν τακτοποιημένα και όχι πεταμένα χύμα στο πάτωμα.
Κρέμασε και τα δικά μου, μονολόγησε.
Είδε ότι ακριβώς δίπλα στο υπνοδωμάτιο, βρισκόταν το μπάνιο. Δεν είχε ιδέα πως ήταν το υπόλοιπο σπίτι, καθώς πήγαν κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα το προηγούμενο βράδυ. Εκεί όπου πέρασαν μία νύχτα πάθους χωρίς αναστολές, χωρίς υπεραναλύσεις, χωρίς ‘πρέπει’ και ‘μη’. Η Ελεάννα είχε αφεθεί τελείως ελεύθερη. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που είδε το Μιχάλη, που την κράτησε στην αγκαλιά του, που έκαναν έρωτα. Η στέρηση την είχε μεταμορφώσει σε μία γυναίκα ασυγκράτητη, της οποίας οι αντιστάσεις είχαν καμφθεί πλήρως. Δεν ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για τις ορμές μιας φυσιολογικής γυναίκας που ζητούσαν ικανοποίηση. Ήταν νέα κοπέλα, γεμάτη ζωή. Μακάρι οι συνθήκες να το επέτρεπαν, να μπορούσαν να χορτάσουν τον έρωτά τους με το Μιχάλη, αλλά όσο κανείς από τους δύο δεν έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να αλλάξει χώρα, ήπειρο, τρόπο ζωής, αυτό θα γινόταν μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα κάθε χρόνο.
Αλλά και ο άντρας αυτός, ο Ανδρέας, δόθηκε ολοκληρωτικά στην ένωση αυτή. Λες και έπασχε από το ίδιο σύνδρομο, της σχέσης από απόσταση. Τελικά απεδείχθη κι αυτός ομοιοπαθών.
«Να πηγαίνω κι εγώ σιγά – σιγά», είπε η Ελεάννα, τελειώνοντας ένα πλήρες English breakfast στο κρεβάτι, που συνόδεψε τον καφέ. Ήλπιζε ότι θα την εμπόδιζε και θα της πρότεινε να μείνει.
«Γιατί δε μένεις; Κυριακή είναι. Να μείνεις για φαγητό. Δεν έχω σήμερα εφημερία. Θα μαγειρέψω τη σπεσιαλιτέ μου. Γαριδομακαρονάδα. Σε παρακαλώ δέξου», την ικέτευσε σχεδόν και η Ελεάννα ένιωσε να χάνεται πάλι στα βάθη των θαλασσών των εκφραστικών του ματιών.
Πιάστηκε από τη λέξη ‘εφημερία’ και έμαθε ότι ήταν ειδικευόμενος γιατρός. Δεν ήταν λοιπόν, τόσο μικρός όσο φαινόταν. Είχε baby face και τέλεια φυσική κατάσταση, που τον έκαναν να μοιάζει νεότερος. Δέχτηκε την πρόσκληση για μεσημεριανό φαγητό, που έγινε απογευματινός καφές, βραδυνό φαγητό και τελικά, ένα ποτάκι πριν αναχωρήσει. Όλα αυτά μεταξύ ‘διαλειμμάτων’ πάθους και αχαλίνωτου έρωτα. Αυτό που έζησαν λοιπόν, δεν ήταν one night stand, αλλά ένα all day stand. Σχέση ενός 24ώρου που ισοδυναμούσε με εμπειρία ζωής.
Ο Ανδρέας ανοίχτηκε πρώτος. Η Ελεάννα από διακριτικότητα δεν τον είχε ρωτήσει για το κορίτσι στη φωτογραφία. Με δική του πρωτοβουλία την πληροφόρησε ότι με τη Μαρίζα ήταν ζευγάρι από τα φοιτητικά τους χρόνια. Αυτή, ως πιο επιμελής, τελείωσε την ιατρική πρώτη. Η ειδικότητα που την ενδιέφερε είχε μεγάλη λίστα αναμονής στην Ελλάδα και έτσι πήρε την απόφαση να την κάνει στη Σκωτία, όπου και βρισκόταν. Ο ίδιος, τελειώνοντας με καθυστέρηση ενός χρόνου τη σχολή, αποφάσισε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και το αγροτικό του και να πάρει μετά τις αποφάσεις του για το μέλλον. Μπορούσε να ξεκινήσει αμέσως σχεδόν, την ειδικότητα που είχε επιλέξει και προς μεγάλη απογοήτευση της Μαρίζας, που το θεωρούσε δεδομένο ότι θα την ακολουθούσε στο εξωτερικό, αυτός έμεινε στα πάτρια εδάφη. Η Μαρίζα φύσει ρομαντική, είχε καταγοητευτεί από το βουκολικό τοπίο της Σκωτίας και εκθείαζε την οργάνωση της χώρας, τις προοπτικές άμεσης και πολύ καλά αμειβόμενης επαγγελματικής αποκατάστασης, με προοπτικές ανέλιξης. Ο δε Ανδρέας ήταν παιδί του ήλιου και της θάλασσας. Αν και μορφωμένος άνθρωπος, του είχε κολλήσει στο μυαλό το στερεότυπο του μίζερου και τσιγκούνη σκωτσέζου και ο συνειρμικός συσχετισμός ‘τσιγκούνης στην τσέπη – τσιγκούνης στην καρδιά’. Αυτός όμως, ήθελε τον άνθρωπο τον χουβαρντά, τον κιμπάρη. Δεν τους άντεχε τους τσιφούτηδες και καρμίρηδες. Ήθελε τους ανθρώπους τους ανοιχτοχέρηδες και τους ανοιχτόκαρδους, αυτούς που ήταν έξω καρδιά, που διέθεταν ψυχή. Αγαπούσε τον τόπο του, την πατρίδα του, με όλα τα στραβά και τα κουσούρια της. Ήθελε να μείνει εδώ και να βάλει και αυτός ένα λιθαράκι, ώστε ενωμένη η νέα γενιά να καταφέρει ό,τι δεν κατάφεραν οι προηγούμενες.
Πόσο πολύ τον καταλάβαινε η Ελεάννα! Ούτε αυτή ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τα όνειρά της και να πάει να ζήσει στην Αυστραλία, όσο και αν λάτρευε το Μιχάλη. Και αυτή επί σειρά ετών, δέκα στο σύνολο, ζούσε έναν έρωτα από απόσταση. Πόσα κοινά είχαν τελικά με τον Ανδρέα. Ίδια γούστα στο φαγητό, στη μουσική, στη βιοθεωρία τους. Χαζεύοντας στη βιβλιοθήκη του, διαπίστωσε ότι ακόμα και πολλά βιβλία είχαν ίδια. Το μεγαλύτερό τους κοινό όμως, ήταν η αγάπη τους για τον άνθρωπό τους και η νοσταλγία που ένιωθαν και οι δύο. Μπορεί να πέρασαν καλά μαζί, να μίλησαν, να διασκέδασαν, να έκαναν απίστευτο σεξ, αλλά το 24ωρο αυτό, στην ουσία, δεν σήμαινε τίποτα για κανέναν από τους δύο. Ήταν μία στιγμή αδυναμίας και παράδοσης στην ηδονή. Η έρημος του κορμιού τους ζητούσε μία όαση να ξεδιψάσει. Αλλά και η ψυχή τους αναζητούσε απεγνωσμένα ένα αποκούμπι να ξαποστάσει. Να ομολογήσει όλα αυτά που την βάραιναν, που μόνο σε έναν παντελώς άγνωστο μπορούσε να ανοιχτεί και να πει.
Ο Ανδρέας και η Ελεάννα δεν είπαν ο ένας στον άλλον το επίθετό τους, ούτε πού έμεναν ή πού δούλευαν. Δεν αντάλλαξαν τηλέφωνα ή social media. Η Ελεάννα νύχτα πήγε στο σπίτι του Ανδρέα και νύχτα έφυγε. Δεν ήξερε καν σε ποια περιοχή βρισκόταν, ούτε και ρώτησε τον ταξιτζή που την πήγε στο δικό της σπίτι. Το μπαρ που γνωριστήκανε έκλεισε την επομένη της συνάντησής τους. Δεν επιδίωξαν να ξαναβρεθούν. Κανείς από τους δύο δεν είχε την ανάγκη ενός συντρόφου. Και οι δύο ήταν σε μία σχέση ζωής, αγαπούσαν βαθιά τον άνθρωπό τους. Αυτόν τον άνθρωπο που βρισκόταν μακριά τους και τους έλειπε αφόρητα. Αυτό όμως που είχαν και οι δύο ανάγκη, ήταν μία αγκαλιά. Μία αγκαλιά ερωτική, ανθρώπινη, συμπόνιας, παρηγοριάς. Μία αγκαλιά… δανεική.
Δεν ξαναειδωθήκανε από τότε.
***
Έξι μήνες μετά από την ημέρα εκείνη, η Ελεάννα πήγε να κάνει τον τακτικό της έλεγχο. Ο γυναικολόγος της εμφανίστηκε μαζί με έναν άλλο γιατρό. Ήταν αυτός… ο Ανδρέας.
«Ελεάννα, να σου συστήσω τον κύριο Ανδρέα Στεργίου. Είναι ο βοηθός μου», έκανε τις συστάσεις ο επί χρόνια γυναικολόγος της. «Είναι εξαιρετικός επιστήμων», πρόσθεσε ο γιατρός της.
Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Την αμηχανία που δεν είχαν νιώσει τότε, στο ερωτικό κρεβάτι, την ένιωθαν τώρα στο νοσοκομειακό. Πρώτη ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της η Ελεάννα.
«Το γνωρίζω», σχολίασε η Ελεάννα. Ακολούθησε μία μικρή παύση, κατά την οποία έριξε μια αινιγματική ματιά στον Ανδρέα. «Κοντά σας έχετε πάντα μόνο τους καλύτερους», πρόσθεσε.
Ο Ανδρέας συνήλθε από το πρώτο σοκ και έτεινε, λόγω covid, αντί για το χέρι, τη γροθιά του στην Ελεάννα.
«Χαίρω πολύ», της είπε με φωνή ήρεμη και αρκετά σταθερή. Η Ελεάννα πρόσεξε τη βέρα που φορούσε.
Μου είχε εκμυστηρευτεί εκείνο το βράδυ ότι θα της έκανε μία ρομαντική πρόταση γάμου. Φαίνεται πως δέχτηκε, διαπίστωσε μέσα της.
«Ξέρεις Ελεάννα, τον επόμενο μήνα θα λείψω στη Αμερική σε ένα συνέδριο. Την εγκυμοσύνη σου θα επιβλέπει ο κύριος Στεργίου το διάστημα αυτό», την ενημέρωσε ο γιατρός της.
Εγκυμοσύνη;, σάστισε ο Ανδρέας. Πώς είναι δυνατόν; Εκείνη είχε πει, τότε, ότι αποκλείεται, λόγω κορονοϊού, να ερχόταν ο δικός της από την Αυστραλία. Λες να…; Υπάρχει περίπτωση το παιδί αυτό να…; Η αλήθεια είναι ότι παρασυρθήκαμε και δεν ήμασταν και τόσο προσεχτικοί.
Είχε μείνει στήλη άλατος στο άκουσμα αυτού του μαντάτου. Οι θάλασσες των ματιών του είχαν παγώσει. O Ανδρέας δεν είχε ιδέα για το ιατρικό ιστορικό της γυναίκας αυτής. Ο επικεφαλής γιατρός πρόλαβε μόνο να του πει ότι θα επισκέπτονταν μια ασθενή που ήρθε για τυπικό έλεγχο. Δεν ήξερε περί τίνος επρόκειτο, ούτε ότι ήταν έγκυος, ούτε φυσικά πόσων μηνών, για να έκανε κι εκείνος τους υπολογισμούς του. Καθώς η Ελεάννα ήταν ξαπλωμένη και σκεπασμένη με το σεντόνι, δεν έβλεπε καν την κοιλιά της. Βέβαια, το μέγεθος της κοιλιάς δεν είναι πάντοτε ένα ασφαλές κριτήριο για τον ακριβή υπολογισμό μιας εγκυμοσύνης.
«Ξέρεις Ελεάννα, ο Ανδρέας πρόκειται να γίνει σύντομα πατέρας», πρόσθεσε άλλη μία πληροφορία ο γυναικολόγος της.
«Συγχαρητήρια κύριε Στεργίου», του ευχήθηκε με νόημα η Ελεάννα.
«Και σ’ εσάς», ανταπέδωσε μουδιασμένα ο Ανδρέας.
«Είστε ευλογημένοι. Σε λίγους μήνες θα κρατάτε στην αγκαλιά σας το μωράκι σας», πρόσθεσε ο γιατρός, λες και ήταν βαλτός κι αυτός να επιτείνει την αγωνία του Αντρέα.
Η Ελεάννα είχε συνειδητοποιήσει την ανησυχία του Ανδρέα, που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Αυτή άρχισε μάλιστα να το διασκεδάζει το όλο σκηνικό, σε αντίθεση με τον Ανδρέα, που άρχισε να ιδρώνει και να πανιάζει.
«Ανδρέα είσαι καλά;», ρώτησε ο επικεφαλής γιατρός παρατηρώντας την αδιαθεσία του.
«Ναι, ναι, είμαι μια χαρά. Ευχαριστώ», απάντησε.
«Λοιπόν Ελεάννα, πες μας, πώς πάει μέχρι τώρα η εγκυμοσύνη σου;», τη ρώτησε ο γυναικολόγος της.
«Δόξα τω Θεώ, εξαιρετικά! Ανυπομονώ να κρατήσω στην αγκαλιά μου το μωρό μου. Το ίδιο και ο κύριος Στεργίου φαντάζομαι. Ή μήπως σας φοβίζει εσάς, κύριε Στεργίου;». Δεν περίμενε να απαντήσει ο Ανδρέας, παρά συνέχισε τις μπηχτές. «Οι άντρες πελαγώνετε λίγο με την ευθύνη. Αν είναι και διπλή…», πρόσθεσε σιβυλλικά.
Ο Ανδρέας στεκόταν αμήχανος χωρίς να μιλάει. Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
«Θα κατάλαβες ότι είναι και νιόπαντρος. Γάμος και παιδί μαζί, είναι λίγο ‘πακέτο’», σχολίασε χαριτολογώντας ο γιατρός της. «Μη σε ξεγελάει αυτή η αθώα φατσούλα. Τα ’χει κι αυτός τα χρονάκια του! Μην αισθάνομαι κι εγώ Μαθουσάλας μπροστά του!», συνέχισε την πλάκα ο γιατρός. Είχε το θάρρος εξάλλου.
«Ο Ανδρέας, Ελεάννα μου, είναι άνθρωπος έξω καρδιά. Θέλω να αισθάνεσαι άνεση και απόλυτη οικειότητα μαζί του. Το ίδιο ισχύει για την Ελεάννα, Ανδρέα».
Πόση περισσότερη οικειότητα και άνεση, σκέφτηκαν και οι δύο από μέσα τους!
«Στο δια ταύτα λοιπόν. Είναι πολύ ευχάριστο νέο, Ελεάννα, που κυλάει ομαλά η εγκυμοσύνη σου. Όπως γνωρίζεις, το πρώτο τρίμηνο είναι μείζονος σημασίας».
Πρώτο τρίμηνο, άρα δεν είναι δικό μου! ανακουφίστηκε ο Ανδρέας και η καρδιά του επέστρεψε στη θέση της.
Η Ελεάννα τον κοίταξε συνωμοτικά και χαμογέλασε. Ο Μιχάλης τής είχε έρθει στην Ελλάδα αποφασισμένος να μείνει, να παντρευτούν και να δημιουργήσουν μαζί οικογένεια. Όπως έκανε και η Μαρίζα του.
Η Ελεάννα και ο Ανδρέας κατάφεραν να είναι επιτέλους με τον άνθρωπό τους. Η αγκαλιά τους πλέον δεν ήταν άδεια. Εκτός από τον μεγάλο τους έρωτα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε λίγο θα κρατούσαν αμφότεροι και τους καρπούς του έρωτα αυτού.
Η ζωή τους ήταν γεμάτη. Κανείς από τους δύο δεν χρειαζόταν πια μια δανεική αγκαλιά.