,

Τα αγγελτήρια κηδειών

Η Μαριάννα μπήκε στο διαμέρισμά της και έκλεισε την πόρτα πίσω της με βρόντο. Στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο προσπαθώντας να πάρει ανάσα, να πιστέψει αυτό που είχε διαβάσει λίγο πριν. Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο και τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Ο Μπλάκυ, το ημίαιμο λαμπραντόρ της, είχε  κάτσει δίπλα της και την κοιτούσε με απορία. Περίμενε στωικά την κηδεμόνα του να ακολουθήσει το συνηθισμένο πρόγραμμα μετά τη βόλτα. Να του βγάλει το στηθόλουρο, να του καθαρίσει τα πατουσάκια και μετά, να του προσφέρει το γεύμα που περίμενε με ανυπομονησία όλη μέρα. Εκείνο το βράδυ όμως, η Μαριάννα δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει κανένα πρόγραμμα.

Κινήθηκε μηχανικά προς ένα ντουλάπι κι έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι. Ποιος ξέρει πόσο καιρό το είχε. Η Μαριάννα δεν έπινε. Επιστράτευε το ποτό μόνο σε δύσκολες στιγμές.  Και αυτό που βίωνε απόψε, ήταν από τις δυσκολότερες. Έβαλε λίγο σε ένα ποτήρι και βούλιαξε στον καναπέ της. Δεν έπρεπε να το έχει δει, δεν το άντεχε, κόντευε να σπάσει η καρδιά της.

Ήπιε μια γουλιά, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί. Πόσο καιρό άραγε είχε αυτό το περίεργο συνήθειο; Δεν μπορούσε να θυμηθεί, σίγουρα πάνω από τριάντα χρόνια. Το συνήθειο που δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ σε κανέναν, για να μην την περάσουν για διεστραμμένη. Γιατί, πώς να το κάνουμε, το να  σταματάς την πορεία σου σε κάθε κολώνα του δρόμου με αναρτημένο αγγελτήριο κηδείας, σίγουρα δεν ήταν και το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Η Μαρίνα δεν τα διάβαζε απλώς, τα μελετούσε εξονυχιστικά και βάσει των πληροφοριών που έδιναν, έπλαθε μια ολόκληρή ιστορία στο μυαλό της. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτιμούσε τα αγγελτήρια κηδειών από αυτά των σαρανταήμερων μνημόσυνων. Για τα ετήσια μνημόσυνα ούτε λόγος, έριχνε μια ματιά και τα προσπερνούσε απογοητευμένη. Τα αγγελτήρια των κηδειών παρείχαν  όσες πληροφορίες χρειαζόταν για να δημιουργήσει όλο το κοινωνικό πλαίσιο γύρω από τον θανόντα.

Καταρχάς, διάβαζε το όνομα και την ηλικία και προσπαθούσε να φανταστεί τον εκλιπόντα. Για παράδειγμα:

 Μάριος Αγγελής,

Eτών 60

Αχ, ο κακομοίρης, κρίμα τόσο νέος άνθρωπος. Σύμφωνα με το όνομα και την ηλικία, αμέσως μια φιγούρα σχηματιζόταν στο μυαλό της. Πρέπει να ήταν ψηλός και αθλητικός. Μετά, πιθανολογούσε τα αίτια του θανάτου. Σε τέτοιες ηλικίες στους άντρες θερίζουν τα εμφράγματα. Μάλλον ήταν κάτι ξαφνικό, μπαμ και κάτω πήγε ο μακαρίτης όταν έκανε την απογευματινή του άθληση στο πάρκο.

Αφού σιγουρευόταν για τα αίτια θανάτου, μελετούσε τα ονόματα των οικείων.

Όνομα συζύγου : Αναστασία

Αχ, η κακομοίρα, έμεινε μόνη νέα γυναίκα. Σίγουρα όταν έμαθε το μαντάτο, θα καθόταν στον καναπέ της και θα έβλεπε τηλεόραση. Τότε θα της χτύπησε το κουδούνι η αστυνομία και της είπε ότι ο άνδρας της μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Αμέσως μετά, προχωρούσε στα ονόματα των τέκνων.

Αργύρης και Αγγελική,

Μαρία και Λεωνίδας,

Παναγιώτα

Μάλιστα… ο Μάριος, ο εκλιπών,  παντρεύτηκε την Αναστασία και απέκτησαν τον Αργύρη, τη Μαρία και την Παναγιώτα. Σίγουρα ο Αργύρης ήταν λίγο μεγαλύτερος, δυο – τρία χρόνια από τη Μαρία. Η Παναγιώτα, το στερνοπούλι, ήρθε πολύ αργότερα, μόλις ο Αργύρης ήταν γύρω στα οχτώ και η Μαρία γύρω στα έξι. Τα δύο παιδιά ήταν  παντρεμένα, η Παναγιώτα μάλλον τώρα θα τελειώνει τις σπουδές της.

Εν συνεχεία, η ματιά πήγαινε παρακάτω κι έβλεπε αν υπήρχαν εγγόνια.

Μάριος, Ελπίδα, Αναστασία, Έκτορας

Προφανώς τα δύο πρώτα  ανήκουν στον Αργύρη, ο οποίος έδωσε στο γιο του το όνομα του πατέρα του. Η κόρη, η Μαρία, έκανε τα δύο επόμενα. Μάλλον όχι,  στη Μαρία ανήκει μόνο η Αναστασία, που έχει το όνομα της γιαγιάς. Να δεις που ο Έκτορας είναι της Παναγιώτας. Μάλλον πρόκειται για ανύπαντρη μητέρα, που έμεινε έγκυος από κάποιον συμφοιτητή της στη σχολή και μετά αυτός την παράτησε και αποφάσισε να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της.

Η Μαριάννα, αν δεν βιαζόταν, μπορούσε να κάτσει για ώρα μπροστά στην κολώνα με το αγγελτήριο και να συνεχίζει να φαντάζεται. Τις περισσότερες φορές την ξυπνούσε ο Μπλάκυ, που αν και ήξερε τη συνήθειά της, αν αυτή το παράκανε και ξεχνιόταν, άρχιζε να τραβάει και την ανάγκαζε να απομακρυνθεί… μέχρι να βρει άλλο αγγελτήριο σε μια επόμενη κολώνα.

Μεγάλη θλίψη προξενούσαν στη Μαριάννα τα αγγελτήρια κηδειών των μοναχικών ανθρώπων. Ίσως ακόμη περισσότερο και από των νέων. Το έβλεπες ξεκάθαρα: το όνομά τους και από κάτω “Οι λοιποί συγγενείς”, που σήμαινε πως δεν υπήρχε κανένας δικός τους άνθρωπος να τους κρατήσει το χέρι όταν το είχαν ανάγκη.

Ήταν και η Μαριάννα μοναχικός άνθρωπος. Αν και σε γενικές γραμμές απολάμβανε την μοναχικότητά της, τελευταία ένιωθε όλο και πιο συχνά μοναξιά. Θηλιά γινόταν στο λαιμό της, έτοιμη να την πνίξει. Αισθανόταν πως κάπως έπρεπε να αντιδράσει σε αυτή την κατάσταση. Γι’ αυτό και είχε δεχτεί σχετικά πρόθυμα την πρόσκληση που είχε λάβει, για την συνάντηση με τους συμμαθητές της. Για πρώτη φορά στη ζωή της ήθελε να πάει σε συγκέντρωση και να γνωρίσει νέους ανθρώπους. Γιατί νέους ανθρώπους θα γνώριζε μετά από τριάντα χρόνια που είχε να δει τους συμμαθητές της. Ίσως ανάμεσα σε αυτούς, να έβρισκε κάποιους που να μπορούσε να κάνει πραγματική παρέα, να επικοινωνήσει, να ανταλλάξουν απόψεις. Ίσως να ερχόταν και ο Χάρης.

Η Μαριάννα ήπιε ακόμη μια γουλιά από το ποτό της. Έλα Μαριάννα, παραδέξου το, αφού μόνο για τον Χάρη θέλεις να πας στη συνάντηση. Τι ηλίθια που είσαι. Προσπαθείς να το κρύψεις και από τον ίδιο σου τον εαυτό. Τι γνωριμίες με νέους ανθρώπους προφασίζεσαι; Ο Χάρης, ο φίλος της, που κάθονταν οι δυο τους στο ίδιο θρανίο από το νηπιαγωγείο και σε όλο το δημοτικό. Το ερωτικό της απωθημένο στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Που δεν κατάφερε ποτέ να του πει τίποτε παραπάνω και του το έπαιζε κολλητή φίλη, που του έδινε συμβουλές για κάθε κοπέλα που εκείνος γνώριζε και διεκδικούσε ερωτικά.

Με τον Χάρη είχαν ξεκινήσει το βίτσιο της μελέτης των αγγελτηρίων κηδειών. Γυρνούσαν τα στενά με τις ώρες και όπου έβρισκαν κάποιο, στέκονταν κι άρχιζαν να σκαρώνουν μια ιστορία. Ο Χάρης ήταν πάντα ο πιο ευφάνταστος. Οι ιστορίες του ήταν οι πιο σύνθετες  και οι πιο δραματικές. Μαύριζε η ψυχή της  με τις ιστορίες που της ξεφούρνιζε, αλλά πάλι τα έπλεκε τόσο ωραία,  που η Μαριάννα κρεμόταν πάντα από τα χείλη του. Ήταν και ο έρωτας στη μέση. Ό,τι και να έλεγε ο Χάρης, εκείνη το έβρισκε καταπληκτικό.

Στην τρίτη λυκείου θύμωσε μ’ εκείνον, που διαρκώς έβαζε και μια άλλη κοπέλα στη ζωή του και την ίδια την κρατούσε μόνο ως κολλητή φίλη, θύμωσε και με τον εαυτό της, που η δειλία και η ντροπή δεν την άφηναν να του δείξει πώς πραγματικά τον έβλεπε και έτσι αποφάσισε να κόψει παρτίδες. Εντελώς ξαφνικά, χωρίς να του δώσει καμία εξήγηση. Μάταια ο Χάρης την έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Μετά ήρθαν οι σπουδές και χαθήκανε. Εκείνη μετακόμισε στην Πάτρα κι ο Χάρης στη Θεσσαλονίκη. Μάθαινε καμιά φορά νέα του, από κοινούς γνωστούς. Ρωτούσε δήθεν αδιάφορα τι κάνει αυτή η ψυχή. Έτσι έμαθε πως έφυγε για μεταπτυχιακό στην Ολλανδία και μετά για διδακτορικό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόλις ήρθε η πρόσκληση για τη συγκέντρωση όλων των συμμαθητών, σκέφτηκε πως ίσως είχε επιστρέψει στην  Ελλάδα.. Αν όχι, μπορεί κάποιος να ήξερε νέα του ή να είχε το τηλέφωνό του. Γιατί η Μαριάννα είχε αποφασίσει πως του όφειλε μια εξήγηση, ακόμα κι αν είχε καθυστερήσει τριάντα χρόνια.

Αυτό, όμως, που είχε δει κατά την βραδινή βόλτα με τον Μπλάκυ, είχε ανατρέψει τα πάντα. Το αγγελτήριο κηδείας που είχε διαβάσει σε μια κολώνα της περιοχής, κοντά στο πατρικό του Χάρη.

Χαράλαμπος Δημητρίου

Ετών 48

Οι γονείς

Αριστείδης & Ευθαλία

Η Μαριάννα δεν άντεξε να πάει παρακάτω… εκείνος ήταν, είχε πεθάνει. Εκείνη τη μέρα είχε γίνει και η κηδεία του. Έφυγε για πάντα, χωρίς να προλάβει να του πει τίποτα, να του ζητήσει μία συγγνώμη, να του αποκαλύψει τι πραγματικά είχε αισθανθεί γι’ αυτόν. Τι νόημα είχε τώρα  η συνάντηση του Σαββάτου; Απολύτως καμία.

Τις επόμενες μέρες, περνούσε επίτηδες από το δρόμο που ήταν το πατρικό του. Ήξερε πως εκεί έμεναν ακόμη οι γονείς του. Έβλεπε φως στα παράθυρα. Κοντοστεκόταν, της ερχόταν να χτυπήσει το κουδούνι. Αλλά τι να πει; Είχε χρόνια να συναντήσει τους ανθρώπους. Ο κύριος Άρης και η κυρία Έφη, ζούσαν κατά κύριο λόγο στο χωριό τους. Μετακόμιζαν μερικούς μήνες το χειμώνα στην Αθήνα και με το που άνοιγε ο καιρός, έφευγαν πάλι για την εξοχή.

Είχε φτάσει Σάββατο μεσημέρι και η Μαριάννα δεν είχε ακόμη αποφασίσει αν θα πήγαινε στη συνάντηση, που θα γινόταν σε ένα μπαράκι στο κέντρο της Αθήνας. Είχε επιβεβαιώσει πως θα πήγαινε, αλλά πλέον το έβρισκε ανούσιο. Βούλιαξε στον καναπέ μέχρι αργά το απόγευμα. Κατά τις οχτώ σηκώθηκε με δυσκολία. Θα πήγαινε, θα καθόταν καμιά ώρα για τα τυπικά και μετά θα προφασιζόταν κάτι και θα έφευγε. Έναν πονοκέφαλο, μια ανειλημμένη  υποχρέωση… κάτι θα έβρισκε.

Πράγματι, η βραδιά ήταν όσο βαρετή φανταζόταν. Άγνωστοι κύριοι και κυρίες που συστήνονταν μεταξύ τους και έκαναν πλήρη αναφορά του βιογραφικού τους σημειώματος. Αν ήταν παντρεμένοι, πόσα παιδιά είχαν, τι είχαν σπουδάσει, πού δούλευαν,  πόσο καλά τα είχαν καταφέρει στη ζωή τους. Κατά ένα περίεργο τρόπο, όλοι δήλωναν ικανοποιημένοι και ευτυχισμένοι με την πορεία τους και τις επιλογές τους. Η Μαριάννα χαμογελούσε λοξά.

Ε, ρε δυστυχία ανομολόγητη που κρύβεται  πίσω από αυτά τα αστραφτερά χαμόγελα, σκεφτόταν. Απομακρύνθηκε από όλους και κάθισε να τελειώσει το ποτό της. Θα έφευγε, δεν σκόπευε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους στο δείπνο που είχαν κανονίσει. Νισάφι πια! Είχε επαναλάβει τουλάχιστον είκοσι φορές τι είχε σπουδάσει, πού δούλευε, πως δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε παιδιά. Σε κάποιους διέκρινε ένα ύφος λύπησης και αποδοκιμασίας, αφού στα μάτια τους δεν πληρούσε τις προδιαγραφές που ορίζει η κοινωνία για το τι εστί ευτυχία, επιτυχία και  πληρότητα.

Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και άναψε τσιγάρο. Μόλις θα τελείωνε το τσιγάρο θα έφευγε, το είχε αποφασίσει. Τότε, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της.

«Μου επιτρέπεις να κάτσω δίπλα σου;»

Η Μαριάννα ταράχτηκε. Κάτι της θύμιζε αυτή η φωνή. Γύρισε απότομα το κεφάλι και αυτό που αντίκρυσε της ήταν αδύνατο να το πιστέψει. Ήταν ο Χάρης! Σίγουρα ήταν ο Χάρης. Θα τον αναγνώριζε όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Με αραιωμένα και γκρίζα μαλλιά, με μούσια, με παραπανίσια κιλά… Αλλά με το ίδιο χαμόγελο και βλέμμα με τότε.

«Τι έπαθες; δεν πιστεύω τώρα που με είδες να σηκωθείς να φύγεις;»

«Ε συγγνώμη… Δεν μπορώ να το πιστέψω»

«Τι δεν πιστεύεις ρε Μαριάννα; Ο Χάρης είμαι κι εσύ με κοιτάς λες και είμαι φάντασμα»

«Δεν είσαι;»

«Τι;»

«Θέλω να πω… οι γονείς σου… Ο κύριος Άρης και η κυρία Έφη…»

«Ναι;»

«Τα ονόματά τους… Δεν είναι Αριστείδης και Ευθαλία;»

«Όχι… Οι γονείς μου λέγονται Αριστομένης και Ευθυμία. Δεν σε καταλαβαίνω».

«Ε ξέρεις… εγώ… δηλαδή εσύ… είσαι καλά… δηλαδή δεν πέθανες;»

Μερικά δευτερόλεπτα σιωπής μεσολάβησαν. Τόσα χρειάστηκαν για να ξεκινήσει ο Χάρης να γελά χωρίς τελειωμό. Τα είχε καταλάβει όλα, είχαν συνεννοηθεί. Θυμόταν τα πάντα λοιπόν. Μέσα από τα γέλια προσπάθησε να της εξηγήσει. Κάτι της έλεγε για έναν τρίτο του ξάδελφο, τον Μπάμπη. Το γέλιο του Χάρη συνεπήρε και τη Μαριάννα. Ήταν δυο τρελοί που μιλούσαν για έναν Μπάμπη που πέθανε, ενώ έπιαναν την κοιλιά τους από τα γέλια. Στο μεταξύ οι συζητήσεις και τα πηγαδάκια είχαν σταματήσει και όλοι είχαν γυρίσει τα κεφάλια προς αυτούς. Μερικοί χαμογελούσαν αμήχανα. Προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιο ήταν το αστείο, για να γελάσουν κι αυτοί. Ο Χάρης έπιασε με την άκρη του ματιού του τα αδιάκριτα βλέμματα.

«Να σου πω, γίναμε ρεζίλι, πάμε να φύγουμε από εδώ;»

«Και πού να πάμε;»

«Κάτι θα βρούμε. Πάμε να περπατήσουμε, έχουμε πολλά να πούμε, δεν νομίζεις;  Άσε που μπορεί να πετύχουμε και κανένα κηδειόχαρτο σε καμιά κολώνα».

 

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: