,

Όψιμη ευτυχία

Η Ντίνα και η Θάλεια ήταν δύο κομψές, καλλιεργημένες 45χρονες γυναίκες, κολλητές φίλες από το δημοτικό. Ήταν σιαμαίες στην ψυχή και ο φιλικός δεσμός τους έμοιαζε με το δέσιμο που έχουν συχνά τα δίδυμα αδέλφια. Οι χαρακτήρες τους είχαν βέβαια πολλά κοινά, εξ ου και το ταίριασμα αυτό, αλλά και πολλές διαφορές. Ίσως αυτό να ήταν και το μυστικό της δυνατής και μακρόχρονης αυτής φιλίας. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Η ζωή της κάθε μίας, πορεύτηκε στην αντίθετη τελείως κατεύθυνση από αυτή της άλλης, είτε λόγω των προσωπικών τους επιλογών, είτε επειδή ήταν τέτοιες  οι συγκυρίες. Τελείωσαν και οι δύο την ίδια πανεπιστημιακή σχολή, στην ίδια πόλη. Η μεν Ντίνα, παντρεύτηκε μόλις πήρε το πτυχίο της τον εφηβικό της έρωτα και έκανε αμέσως παιδί. Η δε Θάλεια, συνέχισε τις σπουδές της για πολλά χρόνια. Δύο μεταπτυχιακά, διδακτορικό και μεταδιδακτορικό. Ήταν το απόλυτο παράδειγμα της λεγόμενης ‘δια βίου μάθησης’. Η Ντίνα αξιοποίησε το πτυχίο της, με μία θέση σε δημόσια υπηρεσία στην οποία ήταν, από κάθε άποψη, στάσιμη για πάνω από 20 χρόνια.  Η Θάλεια, στον ιδιωτικό τομέα, είχε συνεχόμενη επαγγελματική και οικονομική ανέλιξη, χάρη στις σπουδές της και στην αδιάκοπη αφοσίωση στην εργασία της. Βέβαια η προσωπική της ζωή είχε την ίδια τύχη με τη δουλειά της Ντίνας. Ήταν στάσιμη, χωρίς καμία προοπτική στον ορίζοντα.

Η Θάλεια ήταν ελεύθερη. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Δεν προλάβαινε να γνωρίσει ανθρώπους, να κάνει σχέση, να συζήσει, να δεσμευτεί. Ήταν θιασώτης της βιοθεωρίας ότι υπάρχουν όλο και ψηλότερες κορυφές να ανέβει και να κατακτήσει και ότι το μοναχικό αυτό ταξίδι της γνώσης δεν έχει έναν τελικό προορισμό, ένα τέρμα. Το κίνητρό της δεν ήταν ούτε η φιλοδοξία, ούτε η τελειομανία, αλλά αυτή η ακόρεστη δίψα να εξελίσσεται ως επιστήμονας και ως άνθρωπος. Να γίνεται καλύτερη. Είχε μία υπέροχη υποστηρικτική οικογένεια και μία επιστήθια φίλη που ήταν μοναδική. Φυσικά είχε και το πνευματικό της παιδί, την κόρη της Ντίνας, που ήταν πια ολόκληρη γυναίκα. Δεν είχε όμως ένα δικό της παιδί, είτε βιολογικό είτε παιδί της καρδιάς. Ένα πλάσμα να την αποκαλεί ‘μαμά’. Η τέλεια δουλειά της, τής εξασφάλιζε μία ανετότατη ζωή, πολλά ταξίδια και την ευκαιρία να συνεργάζεται και να συναναστρέφεται με αξιόλογους ανθρώπους. Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας γύριζε σε ένα σπίτι που μπορεί μεν να ήταν ιδιόκτητο και πολυτελές, ταυτόχρονα όμως ήταν ψυχρό και άδειο. Τελειώνοντας στα 45 το μεταδιδακτορικό της, αποφάσισε να κάνει ένα time-out, να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της και να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της. Μήπως ήταν πια καιρός η καριέρα να παραχωρήσει την πρώτη θέση σε κάποια άλλη ανάγκη, πιο επιτακτική και επείγουσα;

Η περιποιημένη εμφάνιση της Θάλειας και η δυναμική της προσωπικότητα, της επέτρεπαν να εξακολουθεί να ελκύει τους άντρες. Οι περισσότεροι θαυμαστές της μάλιστα, ήταν μικρότεροί της. Η κυριολεκτική προσκόλληση στη δουλειά και στα διαβάσματά της, δεν την άφηναν να αφεθεί ελεύθερη. Στο διάστημα αυτής της ενδοσκόπησης και της προσωρινής παύσης από την πνευματική ενασχόληση, αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον εαυτό της να ενδώσει στο καλόγουστο και διακριτικό φλερτ ενός νοστιμότατου νέου συναδέλφου, που είχε έρθει με εξαιρετικές περγαμηνές στην εταιρία. Συνδύαζε κι αυτός την εμφάνιση με το πνεύμα. Η Θάλεια, ενώ ως επαγγελματίας πάταγε γερά στα πόδια της και εμπιστευόταν τις δυνάμεις της, ως γυναίκα είχε αρκετές ανασφάλειες, όχι μόνο τώρα, που πλέον ήταν στην μέση ηλικία περίπου, αλλά και νεότερη. Ήταν πάντα περιποιημένη, όχι όμως επηρμένη και αυτάρεσκη. Εξεπλάγη ευχάριστα όταν συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον του νέου της συναδέλφου. Κολακεύτηκε ακόμα περισσότερο επειδή ήταν και νεότερός της.

Ο Κάρολος εργαζόταν χρόνια στην Αγγλία. Γνωρίζοντας ότι η Θάλεια μιλούσε απταίστως αγγλικά και συνηθισμένος τόσα χρόνια να μιλάει στην ξένη γλώσσα, της έκανε την ερωτική του εξομολόγηση αγγλιστί. «I have fallen head over heels in love with you, please marry me!». Παραδεχόμενος ότι είχε ‘δαγκώσει τη λαμαρίνα’, μέσα σε λίγους μόλις μήνες, της ζήτησε να παντρευτούν. Η Θάλεια μπορεί να ήταν πανευτυχής, είχε μάθει όμως τόσα χρόνια να  λειτουργεί με τη λογική. Υπήρχαν πολλά διλήμματα για τα οποία χρειαζόταν ‘επαγγελματικές’ συμβουλές. Πήρε αμέσως τηλέφωνο την ‘ψυχοθεραπεύτριά’ της.

«Ντίνα, ετοίμασε καφέ, σου ’ρχομαι!».

«Βρε Ντινάκι, εγώ το ξεκίνησα στο χαλαρό. Αυτός είναι και μικρότερός μου και το πάει στο σοβαρό. Εδώ μου ζήτησε στην ψύχρα να τον παντρευτώ».

«Φυσικά δέχτηκες να φανταστώ!»

«Δεν είπα τίποτα. Ήμουν τελείως απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο».

«Γιατί βρε κοριτσάκι μου; Αφού διαθέτει όλο το πακέτο. Ωραίος, μορφωμένος, με τρόπους, καλή δουλειά. Τι άλλο να ζητήσεις; Και το σημαντικότερο, σε λατρεύει! Προχτές που ήρθατε μαζί για φαγητό, σας καμαρώναμε με τον Κώστα. Είχε και το ’λεγε ο άντρας μου ότι ο Κάρολος σε κοιτάει στα μάτια. Και ο Κώστας, ξέρεις, δεν τα προσέχει αυτά. Φαντάσου, λοιπόν, πόση αγάπη ξεχείλιζε στο βλέμμα του! Άντε, αποφασίστε το, να ανταλλάξουμε την κουμπαριά και να σας παντρέψουνε εμείς!».

«Αυτός το διαθέτει το πακέτο. Εγώ τι διαθέτω;»

«Ωωωω, δε θέλω ηττοπάθειες και ανασφάλειες! Τέτοιος κορίτσαρος, τέτοια ψυχάρα! Εσύ κοπέλα μου δεν διαθέτεις μόνο ένα, αλλά πολλαπλά πακέτα! Ήθος, μόρφωση, εμφάνιση, επιτυχία, ό,τι καλό υπάρχει το διαθέτεις και με το παραπάνω. Θέλω να προσέξεις και τη σειρά που παρέθεσα τις αρετές σου! Ξεκίνησα από το περιεχόμενο και προχώρησα στο περιτύλιγμα, γιατί ξέρω ότι δίνεις προτεραιότητα στο ‘είναι’ και όχι στο ‘φαίνεσθαι’. Αυτό το παλικάρι, ο Κάρολος, διαθέτει την ίδια ποιότητα χαρακτήρα. Γι’ αυτό σε έχει ερωτευτεί τόσο δυνατά».

«Ντινάκι μου, πάντα ξέρεις πώς να με ανεβάζεις! Η αλήθεια είναι ότι η ομορφιά και η γοητεία του Κάρολου πηγάζει από μέσα του. Δεν είναι άνθρωπος ρηχός και επιφανειακός. Απλώς με προβληματίζει αυτή η, μικρή έστω, διαφορά ηλικίας. Δυνητικά αυτός ‘χτυπάει’ πιτσιρίκα».

«Μη σκας, θα έχει χτυπήσει κάμποσες από δαύτες. Απλά δε θέλει να περάσει τη ζωή του ως τάρανδος με κάτι κέρατα νααα! Θέλει μία σοβαρή και αξιόπιστη γυναίκα για να ανοίξει σπίτι».

«Φιλενάδα είπες τη φράση κλειδί, ‘να ανοίξει σπίτι’, δηλαδή οικογένεια, να γίνει πατέρας. Εγώ στην ηλικία που είμαι, όχι μόνο δεν μπορώ να το εγγυηθώ, αλλά απεναντίας το βλέπω χλωμό. Ενώ αυτός έχει τόσο χρονικό περιθώριο».

«Καλά μη χάνεις την πίστη και την ελπίδα σου. Στην τελική υπάρχει και η επιστήμη. Εξάλλου εσύ…», η Ντίνα σταμάτησε την κουβέντα και κοίταξε με τρόπο τη Θάλεια. Ο Κώστας έβλεπε τηλεόραση, αλλά η συζήτησή τους ακουγόταν. Η συνέχεια της πρότασης, που διέκοψε ξαφνικά η Ντίνα, περιείχε μία πολύ προσωπική πληροφορία για τη Θάλεια, που την ήξερε μόνο η κολλητή της.

Πριν πέντε περίπου χρόνια, όταν το βιολογικό ρολόι της Θάλειας άρχιζε να χτυπά πλέον ανάποδα και το μητρικό της ένστικτο να γίνεται πολύ έντονο, φλέρταρε με την ιδέα να κάνει ένα παιδί μόνη της, εκτός γάμου. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι δεν ήταν καν σε σχέση, πόσο μάλλον σε σοβαρή με προοπτικές. Η Θάλεια τον περισσότερο καιρό εξάλλου, ήταν μόνη της επειδή είχε βάλει πολύ ψηλά τον πήχη στα κριτήρια του συντρόφου, σχετικά με αυτά που ζητούσε ή καλύτερα, αυτά που είχε ανάγκη. Μία λύση ήταν αυτή του δότη. Βέβαια η λύση αυτή προσέκρουε στο αξιακό της σύστημα. Η Θάλεια δε θεωρούσε ένα παιδί αυτοσκοπό, αλλά τον καρπό της αγάπης με έναν άνθρωπο που μοιράζονταν τα ίδια ‘θέλω’, τα ίδια όνειρα και κοινούς στόχους στη ζωή. Πίστευε πολύ στο σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζει ο πατέρας στη ζωή του παιδιού και η απρόσωπη αυτή λύση του δότη, οπωσδήποτε δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία και το ηθικό της υπόβαθρο.

Η ίδια είχε μεγαλώσει σε μία οικογένεια με έναν πολύ γλυκό και δοτικό μπαμπά και δεν ήθελε να το στερήσει αυτό από το δυνητικό παιδί της. Βέβαια, ψάχνοντας το θέμα, πριν καταλήξει στην απόρριψη της ιδέας, έμαθε κάποιες πολύ χρήσιμες πληροφορίες που την οδήγησαν σε κάποιες μείζονος σημασίας αποφάσεις, αφού πρώτα τις συζήτησε με το γυναικολόγο της, που την ενθάρρυνε πλήρως. Σύμφωνα λοιπόν με τις έρευνες, μεγαλώνοντας μια γυναίκα, μεγαλώνει και η ηλικία των ωοθηκών της, μετά τα 40 δε, φθίνει η ποιότητα των ωαρίων, τα οποία επίσης μειώνονται αισθητά όσο περνούν τα χρόνια και είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Οι πιθανότητες εγκυμοσύνης πέφτουν αισθητά. Θα μπορούσε όμως, κατά κάποιον τρόπο, να ‘φρενάρει’ το χρόνο και τη φυσική φθορά, καταψύχοντας  τα ωάριά της και να τα χρησιμοποιήσει, εάν κάποτε ερχόταν στη ζωή της ο κατάλληλος άντρας για οικογένεια. Αυτό ακριβώς έκανε λίγους μήνες πριν κλείσει τα 40. Στα 45 της πλέον, πίστευε ότι αυτή ήταν η πιο τολμηρή και σωστή απόφαση που είχε πάρει ποτέ στη ζωή της. Οι ελπίδες που είχε να κυοφορήσει το μωρό του Κάρολου και να μη του στερήσει τη χαρά να γίνει πατέρας, λόγω της ηλικίας της, τη γέμισαν αισιοδοξία και προσμονή. Οι πιθανότητες βέβαια για φυσική σύλληψη, την οποία προσπάθησαν, ήταν στο 1 με 2%. Δεν εξεπλάγη η Θάλεια, ούτε και απογοητεύτηκε. Ήταν εξάλλου αναμενόμενο για μια γυναίκα της ηλικίας της. Θα κατέφευγαν λοιπόν στην εξωσωματική. Οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ήταν πολύ καλές, το ίδιο και ο γυναικολογικός έλεγχος. Ευτυχώς, ούτε κάποιο πρόβλημα ανατομίας υπήρχε. Όλα είχαν δρομολογηθεί. Τα υγιή ωάρια που είχε καταψύξει πέντε χρόνια πριν, ήταν ο άσσος στο μανίκι της. Βέβαια ένας άσσος δεν είναι πάντα αρκετός. Αντίστοιχες εξετάσεις έκανε και ο Κάρολος. Τελικά αυτός ήταν που είχε  πρόβλημα τεκνοποίησης.

«Μα πώς γίνεται αυτό;», παρατήρησε έκπληκτη η Θάλεια, πέφτοντας παράλληλα από τα σύννεφα. Αλλού το όνειρο, αλλού το θαύμα, που λέμε.

Ο γιατρός τους εξήγησε ότι στις μέρες μας, λόγω διαφόρων παραγόντων, το 40% περίπου των προβλημάτων υπογονιμότητας εντοπίζονται στον άντρα, άλλο ένα 40% στη γυναίκα και ένα 20% είναι αδιευκρίνιστων αιτιών. Οι πληροφορίες αυτές, έσπασαν το ταμπού ότι συνήθως φταίει η γυναίκα, κυρίως από μία ηλικία και μετά. Το ζευγάρι δεν πτοήθηκε. Ξεκίνησαν τις προσπάθειες αγαπημένοι και ενωμένοι.

***

2 χρόνια μετά…

Οι δύο φίλες είχαν βγει βόλτα στο πάρκο. Μαζί τους είχαν ένα τρισχαριτωμένο μωρό σε ένα καροτσάκι. Ήταν κοριτσάκι. Το παιδικό καρότσι το έσπρωχνε η Ντίνα. Η μπεμπούλα ήταν… η εγγονή της. Η κόρη της Ντίνας είχε ακολουθήσει το δικό της παράδειγμα και παντρεύτηκε μόλις τέλειωσε το πανεπιστήμιο. Στα 47 της, η Ντίνα ήταν ήδη γιαγιά! Εφόσον είχε θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης, αποφάσισε να φύγει από την υπηρεσία και να ασχοληθεί με το μεγάλωμα της μικρής, καθώς η κόρη της την είχε ανάγκη. Η σχέση της με τον Κώστα είχε εν τω μεταξύ λήξει. Αυτός τα έμπλεξε με μία συνάδελφο,  το έμαθε η Ντίνα και τον έδιωξε. Η Θάλεια κοίταζε τη φίλη της, σκεπτική. Ο χωρισμός της τής είχε στοιχίσει. Ο Κώστας ήταν ο πρώτος και μοναδικός της έρωτας. Παρόλο που ήταν δέκα χρόνια μικρότερη από εκείνον, αυτό δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να ‘ψάχνεται’ και να προδώσει την αγάπη, αλλά κυρίως την εμπιστοσύνη της. Ήταν καταβεβλημένη ψυχολογικά. Ο ρόλος της γιαγιάς ήταν πρόωρος. Τον θεωρούσε όμως και σωσίβια λέμβο στην τρικυμία της ψυχής της. Θα αφοσιωνόταν στο μωρό.

Η Θάλεια, στη βόλτα αυτή, χρειαζόταν τον διπλάσιο χώρο απ’ αυτόν της Ντίνας, καθώς εκείνη έσπρωχνε διπλό παιδικό καρότσι, με τα διδυμάκια της, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι! Κατάφεραν με τον Κάρολο να γίνουν γονείς με τη βοήθεια της τύχης, της επιστήμης και της Παναγιάς που ένωσαν τις δυνάμεις τους για να γίνει το μικρό αυτό θαύμα και να χαρίσουν στη γυναίκα αυτή την ευτυχία που τόσο άξιζε.

Η Ντίνα στα 47, ήταν γιαγιά, ο πολύχρονος γάμος με τον μοναδικό έρωτα της ζωής της είχε λήξει και ψυχολογικά ένιωθε πολύ μεγαλύτερη σε ηλικία. Είχε παραιτηθεί ως γυναίκα. Ένιωθε ότι είχε κλείσει για εκείνη ο κύκλος αυτός κι ας ήταν ακόμα νέα. Αισθανόταν γερασμένη. Και υπήρχαν τόσα πράγματα που δεν είχε ακόμα κάνει. Πόσα απωθημένα είχε, αλήθεια!

Αντιθέτως, η Θάλεια τώρα ξεκινούσε. Με τον Κάρολο ήταν ερωτευμένοι και πιο ευτυχισμένοι από ποτέ, με τη γέννηση των μωρών τους. Η Θάλεια αισθανόταν νέα, γεμάτη ζωντάνια και διάθεση για ζωή και δημιουργία. Ένιωθε ολοκληρωμένη. Ίσως να άργησε, αλλά κάλλιο αργά, παρά ποτέ. Δεν είχε κανένα απωθημένο. Είχε ζήσει τη ζωή της με τον τρόπο που επέλεξε και που την εξέφραζε. Οι κινήσεις της ήταν προσεγμένες όμως όχι βεβιασμένες. Εκπλήρωσε τα επαγγελματικά της όνειρα, ταξίδεψε, καλλιέργησε το νου και το πνεύμα της και πάνω που νόμιζε ότι έχασε το ραντεβού με τον πρίγκιπά της, αυτός εμφανίστηκε. Με την πίστη, την υπομονή και την ελπίδα ακολούθησε και η μητρότητα στα 47 της χρόνια. Η ευτυχία δεν έχει ηλικία. Είναι πάντα καλοδεχούμενη… ας είναι και όψιμη!

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: