,

Πριγκίπισσα Αριέλα

«Πριγκίπισσα Αριέλα, ξυπνήστε!»

Γύρισε πλευρό και κρύφτηκε κάτω από τα πουπουλένια παπλώματα. Ένιωθε τον ήλιο να μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα και να πέφτει κατευθείαν πάνω στο ξύλινο κρεβάτι της. Ανακάτεψε τα σκεπάσματα με τα πόδια της και αποφάσισε να σηκωθεί. Ακούμπησε την πλάτη της στο προσκέφαλο του κρεβατιού και έπλεξε τα μαλλιά της. Ήταν μαύρα, μακριά και μπερδεμένα, μετά από ένα ακόμα ανήσυχο βράδυ που είδε το ίδιο όνειρο. Ένα πουλί με γυαλιστερά μάτια, που ταξίδευε χρόνια και χρόνια μέχρι να βρει τον προορισμό του. Και ήταν πλέον κοντά. Κοίταξε έξω από το παράθυρο τα πελώρια δέντρα που έφταναν ψηλά, ως τον πύργο της. Χτισμένο στην άκρη ενός γκρεμού, το παλάτι ήταν σχεδόν κρυμμένο από τα πανύψηλα δέντρα και τους πυκνούς θάμνους. Έτριψε με τα δάχτυλα τα μάτια της, υγρά σαν βρεγμένα ζαφείρια και άγρια σαν αδάμαστη θάλασσα. Οι πρώτες αμυδρές ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνισή τους, λίγο πριν κλείσει τα τριάντα της χρόνια.

«Πού είναι το κορίτσι, Σαλίνα;»

«Στους κήπους, πριγκίπισσά μου».

«Πες να την ετοιμάσουν, νιώθω ότι έρχονται».

«Έφτασε γράμμα από τον πρίγκιπα ότι επιστρέφει και ο εχθρός είναι μακριά», την ενημέρωσε η υπηρέτρια.

«Δεν νομίζω, δεν ξέρω», πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έπλυνε το πρόσωπό της με το παγωμένο νερό. Κάθε σημείο του κορμιού της ανατρίχιασε, ενώ οι κρυστάλλινες σταγόνες έπεφταν ανάμεσα από τα δάχτυλά της, στο μπολ με το αρωματικό νερό. Φόρεσε ένα μακρύ μεταξένιο φόρεμα και το αγαπημένο της περιδέραιο με πέτρες κεχριμπαριού.

«Θα ετοιμάσω η ίδια την Ανατολή τότε», την διαβεβαίωσε.

«Ωραία», μουρμούρισε ενώ έκλεινε το φιαλίδιο με το άρωμά της. Κοίταξε το τόξο της, που κρεμόταν στον τοίχο και θυμήθηκε το βέλος της που έλειπε.

Η ηλικιωμένη υπηρέτρια με τα μαζεμένα άσπρα μαλλιά και το μέτριο ανάστημα, στάθηκε στην πόρτα. Περήφανη, μα και λυπημένη, κοίταξε την πριγκίπισσα με τα μεγάλα ρυτιδιασμένα της μάτια.

«Εσείς πριγκίπισσά μου, τι θα κάνετε;» την ρώτησε με ήρεμη φωνή.

«Θα περιμένω τον Ρομπέρτο».

Ξημέρωνε η επόμενη μέρα, όταν ακούστηκαν τα άλογα να καλπάζουν με υψηλό πνεύμα. Ανακάτεψαν με τις οπλές τους το χώμα, δημιουργώντας ένα σύννεφο σκόνης. Η πύλη του παλατιού άνοιξε διάπλατα και τα περήφανα ζώα με τους αναβάτες τους, σταμάτησαν και υποκλίθηκαν μπροστά στην πριγκίπισσά τους. Ολόγυρά τους, οι ατελείωτοι ανθισμένοι κήποι και μπροστά τους τα επιβλητικά αγάλματα που κοσμούσαν το προαύλιο του παλατιού.

«Επιτέλους, Ρομπέρτο», αναφώνησε η Αριέλα και είδε την Ανατολή να τρέχει στην αγκαλιά του.

«Μικρή μου, ομορφιά μου, πολύτιμο λουλούδι μου», παίνεψε την κόρη του, σφίγγοντάς την στην πελώρια αγκαλιά του. Τα χέρια του ήταν μυώδη και τραχιά, τυλιγμένα από το ταλαιπωρημένο ρούχο του. Τα ξανθά μαλλιά του είχαν μακρύνει τόσο, που έπεφταν πυκνά γύρω από το κουρασμένο στρογγυλό του πρόσωπο. Έβαλε μια ατίθαση τούφα πίσω από το αυτί του, πριν δώσει το τελευταίο φιλί στην Ανατολή. Η μικρή είχε πάρει τα γαλάζια του μάτια, με τις πυκνές βλεφαρίδες και το αμυγδαλωτό σχήμα. Ήταν πιο ανοιχτόχρωμα από τα δικά του και πιο φωτεινά από τα σκούρα μπλε μάτια της Αριέλας. Σηκώθηκε και κοίταξε την πριγκίπισσα που στεκόταν ακίνητη, βλέποντας την παραμάνα να παίρνει μέσα στο παλάτι την κόρη τους.

«Αριέλα», ψέλλισε και ήταν τα τελευταία του λόγια, πριν το βέλος καρφωθεί στην καρδιά του.

Η πριγκίπισσα κοίταξε τον ουρανό και έπεσε στα γόνατα, μην μπορώντας να πιστέψει τι είχε μόλις συμβεί. Κοίταξε το βέλος να ξεπροβάλει μέσα από το στήθος του και το αίμα του να χύνεται μέχρι το έδαφος. Το βέλος είχε βρει τον προορισμό του. Το όνειρό της ήταν ζωντανό μπροστά της και ο όρκος της, ήταν το πιο σοφό πράγμα που έκανε ποτέ. Το πουλί με τα γυαλιστερά μάτια έκραξε δυνατά, περνώντας από πάνω τους.

Το έβλεπε στα όνειρά της από τότε που ήταν δεκαπέντε χρόνων. Ξυπνούσε ταραγμένη και έτρεχε πάντα στην μητέρα της για παρηγοριά, αλλά ποτέ δεν της αποκάλυψε τι έβλεπε. Η σχέση τους ήταν ανέκαθεν πολύ στενή. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι φιλήσυχοι, που επιδίωκαν την ειρήνη στο Βασίλειο. Η μητέρα της τηρούσε ευλαβικά τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων τους. Φρόντισε να της μεταδώσει αρετές όπως την κοινωνική ευπρέπεια, την σοβαρότητα και τον σεβασμό. Ο πατέρας της ήταν οπαδός της ελευθερίας και μεταχειριζόταν πολύ διαφορετικά τον λαό και τους εκατοντάδες δούλους του, σε σχέση με τους υπόλοιπους άρχοντες. Είχε μέσα του μια άγρια ομορφιά, που κληρονόμησε η Αριέλα. Ήταν ένας συνδυασμός και των δύο γονιών μαζί.

Η ζήλια και ο φθόνος ήταν καθημερινή απειλή για την βασιλική οικογένεια. Οι πολυάριθμοι πολεμοχαρείς εχθροί προσπαθούσαν μάταια να τους οδηγήσουν σε πόλεμο. Το ισχυρότερο Βασίλειο έπρεπε να πέσει χωρίς να σπάσουν την Συνθήκη.

Αυτή η αίσθηση δεν έφυγε ποτέ και η Αριέλα ένιωθε πάντα τα μάτια του εχθρού στραμμένα πάνω της. Την καθησύχαζαν όλες οι πλευρές ότι κανείς δεν ήταν εναντίον της. Ότι το Βασίλειό της δεν κινδύνευε. Αλλά αυτό δεν της έφτανε. Είχε παλέψει πολύ για να κατακτήσει οτιδήποτε είχε και δεν θα άφηνε κανέναν να της το πάρει. Ήξερε τις αδυναμίες της, αλλά δεν ήταν ηττοπαθής. Δεν άφηνε τον φόβο να την κυριεύσει και έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της. Είχε τον δικό της τρόπο να λύνει τα προβλήματα. Χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά για να αναγνωριστεί η αξία της. Η εντυπωσιακή ομορφιά της ήταν λιγότερο αξιοπρόσεκτη πάνω της, μπροστά στον δυναμισμό και την ψυχρότητά της. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή από αυτήν.

Στο συμπόσιο για τα δέκατα όγδοα γενέθλια της Αριέλας, το εκλεκτό κρασί ποτίστηκε με δηλητήριο και οι αγαπημένοι της γονείς υπέφεραν μπροστά στα μάτια της. Ο πατέρας της ξεψύχησε στα χέρια της. Η μητέρα της, κλείστηκε για πάντα στον ψηλότερο πύργο χωρίς να έχει επαφή με κανέναν, ούτε με την πραγματικότητα.

Σε αυτήν την τρυφερή ηλικία, λίγο μετά την ενηλικίωση, για χάρη του θρόνου και για να σώσει τον λαό της, δέχτηκε να παντρευτεί έναν ισχυρό πρίγκιπα και να ενώσουν τις εξουσίες τους. Γρήγορα ήρθε και η κόρη τους. Οι εντάσεις κόπασαν ξαφνικά, με την είδηση του γάμου και οι εχθροί αποτραβήχτηκαν σαν να είχαν κρυφτεί. Φάνηκε να φτάνει αυτή η τελετή για να καταλαγιάσουν οι χρόνιες εντάσεις. Αλλά δεν ήταν αλήθεια, παρά μια καλοστημένη παγίδα.

Το βράδυ του γάμου της με τον πρίγκιπα, φορώντας ακόμα το μακρύ δαντελένιο φόρεμα της, έτρεξε ως την άκρη του γκρεμού, εκεί που μπήκαν οι πρώτοι λίθοι του παλατιού. Με τον αέρα να στροβιλίζει τα ξέπλεκα μαλλιά της, έκλαψε κρυφά για τελευταία φορά. Από την επόμενη μέρα θα γινόταν η πριγκίπισσα που όλοι θα έτρεμαν. Ένα πουλί με γυαλιστερά μάτια, έκραξε κάνοντας κύκλους πάνω από το κεφάλι της. Τέντωσε το ξεχωριστό τόξο της και έστειλε το βέλος να χαθεί στους αιθέρες, να ταξιδέψει πολλά χρόνια, μυστικά, με έναν όρκο. Να σκοτώσει λίγα δευτερόλεπτα πριν, όποιον τολμούσε να δολοφονήσει την πριγκίπισσα.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: