Μια μεγάλη χαμογελαστή καρδιά, που παλλόμενη, ακτινοβολούσε στο πρόσωπό της το χρώμα και την ζωντάνια της, ήταν ο Μπαρμπαλιάς. Κανένα όνομα δεν είναι τυχαίο! Το σπίτι του ήταν το πρώτο στο έμπα του χωριού και όποιος περαστικός τον πετύχαινε στον κήπο του, έπεφτε πάνω στο μακρόσυρτο χαιρετισμό, με το χέρι σηκωμένο ψηλά σαν σημαία. Μόνιμοι κάτοικοι ή όχι, το σήμα κατατεθέν ήταν αυτή η κουκλίστικη αγροικία. Παλιός ναυτικός ο ίδιος, είχε μεταμορφώσει μια ξύλινη βαρκούλα – σίγουρα ταξίδευε μ’ αυτήν ακόμα νοητώς – σε ένα υπέροχο παρτέρι στην αυλή του. Κάθε άνοιξη μοσχομύριζε ο τόπος. Η γυναίκα του, Βενετούλα, μπορεί να μην κυκλοφορούσε τόσο πολύ, ούτε πάταγε στον καφενέ, αλλά ήταν πίσω από όλα. Παιδιά δεν αξιώθηκαν να κάνουν. Για την ακρίβεια, μετά από μια δύσκολη και τελειόμηνη εγκυμοσύνη, η χαρά τους κυριολεκτικά κάηκε σαν τσαλακωμένη εφημερίδα, καθώς το κοριτσάκι έζησε μόνο για λίγες ώρες. Την αεροβαπτίσανε Φωτεινή, το όνομα της πεθεράς του και της επίσης αδικοχαμένης αδελφής του. Μαζί της, θάψαν κάθε ελπίδα να γίνουν γονείς. Ευτυχώς τα δυο ανίψια της κυρά – Βενετούλας, όσο μένανε στο χωριό τουλάχιστον, αναπληρώνανε στο ελάχιστο αυτό το κομμάτι.
Δεν είχαν αποκτήσει ούτε κατοικίδιο. Ο Μπαρμπαλιάς είχε περίεργη σχέση μαζί τους. Πέρα από κάνα δυο κότες που διατηρούσε για τα φρέσκα αυγά και το κρέας τους, ζώα συντροφιάς δεν ήθελε ποτέ.
Εξήγηση υπήρχε. Όταν ήταν β΄ μηχανικός στα καράβια, έφθανε μόνιμα τελευταίος στην επιβίβαση. Και σε ένα μπάρκο, είχαν τρυπώσει γάτες, πολλές γάτες, στο αμπάρι του πλοίου. Οι ναύτες τις κυνηγήσαν με αυτοσχέδια ρόπαλα, τις τσουβαλιάσανε, τις χτυπήσαν αλύπητα, όσες σωθήκαν, βγήκαν τρεκλίζοντας στη στεριά. Μόλις έφθασε στην αποβάθρα μετά το σκηνικό, τους μάλωσε για την ανώφελη βιαιότητά τους, όχι πως περίμενε ότι θα βελτιώνονταν. Ό,τι δεν κατάφερε όμως ο ίδιος, το κατόρθωσε το αγριεμένο πέλαγο. Είκοσι νοματαίοι παραλίγο να πνιγούν στο τελευταίο τους ταξίδι. Λυσσομανούσαν τα κύματα και αυτοί είχαν δαγκώσει την ελπίδα τόσο δυνατά, που κατάφεραν να νικήσουν τη θάλασσα. Από τότε ορκίστηκε, να μην αγγίξει ούτε τρίχα γάτας ποτέ! Και τους έβαλε όλους να ορκιστούν το ίδιο.
Μετά από λίγα χρόνια συνταξιοδοτήθηκε. Ανοίγοντας ένα πρωί την πόρτα του, ένα μικρούτσικο πάλευκο γατάκι καθόταν πάνω στην ψάθα της, μισοχωμένο στο άρβυλό του. Λες και ήρθε κολυμπώντας από την Τουρκία απέναντι για να τον βρει. Δεν απέφευγε ακριβώς τα οικόσιτα ο Μπαρμπαλιάς, μάλλον φοβόταν το δέσιμο και την απώλεια που θα ακολουθούσε. Αυτό το τετράποδο όμως δεν ξεκολλούσε. Μετά από μια μίνι σύσκεψη με την γυναίκα του, η οποία είχε ήδη βάλει νερό και φαΐ στο κούτσικο, το κράτησαν. Στην πραγματικότητα όμως, η Φώτω – όπως ονόμασαν τη γούνινη μπάλα που γυάλιζε στον ήλιο – ήταν αυτή που αποφάσισε να τους υιοθετήσει! Μέλι – γάλα τα πήγαιναν, ατέλειωτες συζητήσεις με τον Μπαρμπαλιά στον κήπο, τον ακολουθούσε κατά πόδας. Τον δούλευε η Βενετούλα, την έριξες την μικρή, δεν ξεκολλά και άλλα παρόμοια.
Μέχρι που ήρθε η πρώτη εγκυμοσύνη της γάτας και έφερε στον κόσμο τρία μωρά. Το ένα ολόιδιο, σαν εκείνη! Πρώτη φορά βαρυγκώμησε το ζευγάρι, δεν ήξερε τι να τα κάνει, να τα σκοτώσει ούτε λόγος. Ευτυχώς που η Φώτω είχε αποκτήσει καλή φήμη, δεν άφηνε ποντίκι, σκέτο λαγωνικό και μόλις απογαλακτιστήκαν τα πήραν οι χωριανοί. Δεν πέρασε λίγος καιρός, ξανά τα ίδια, αυτή τη φορά αμόλησε οχτώ! Έσκασε ο «παππούς» τους. Την παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι, την φρόντιζε, επιβιώσαν μόνο τρία. Απ’ αυτά τα δύο, μόλις αρχίσαν τα σουλάτσα, τα πατήσαν διερχόμενα αμάξια. Έκανε την καρδιά του πέτρα, τοποθέτησε προσεχτικά μάνα – καφασάκι- χαλάκι αξημέρωτα στο αγροτικό του και τους πήγε τρία χιλιόμετρα κάτω, στην παραλία, μαζί με τον μοναδικό επιζήσαντα κληρονόμο. Λίγο στα χωράφια, λίγο στον καφενέ, πολύ φορτωμένος από στεναχώρια, σουρούπωνε, όταν πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Με το κεφάλι κατεβασμένο, έβαλε το αμάξι στο γκαράζ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, όπου τον περίμενε χαμογελαστή η γυναίκα του. Μονολογούσε πού την βρίσκει την όρεξη, μέχρι που πλησίασε και είδε την Φώτω να τρίβεται στις γάμπες της. Μαζί με το στερνοπούλι της!
– Πριν από σένα γύρισε, θα σου μάθει τρόπους το τετράποδο! του είπε η Βενετούλα και έκλεισε το μάτι… στη γάτα!
Καταχάρηκε ο Μπαρμπαλιάς. Εννοείται το μικρό της, σαν γνήσιο αρσενικό, δε χρόνισε και εξαφανίστηκε από το σπίτι. Κάθε τόσο νουθετούσε την Φώτω, όπως κάθε πατέρας την κόρη του, να μην πάει πάλι και φουσκώσει, μη την ξεγελάνε οι πονηροί γαμπροί! Σιγά μην τον άκουγε. Πάλι τα ίδια! Αυτή τη φορά ένας και μοναδικός απόγονος. Ξανά φόρτωμα και οδήγηση πάνω από μισή ώρα. Πέρασε βουνά και λαγκάδια, την πήγε στην άλλη άκρη του νησιού, στον Άγιο Ερμόλαο, που γιόρταζε κιόλας σε λίγες μέρες. Πρόσφατα ασβεστωμένο το εκκλησάκι, συναγωνιζόταν τη γάτα στην λάμψη.
Στεναχωρημένος, δε μιλιόταν, το τρίτο βράδυ ξύπνησε κάθιδρος. Είδε εφιάλτη πως άκουγε από παντού γύρω του νιαουρίσματα! Έψαχνε συνεχώς να βρει την Φώτω, αλλά δεν ήταν πουθενά. άνοιξε το μισοπόρτι να δροσιστεί στον κήπο, στα πόδια του με το γατί στο στόμα η πιστή του μαχήτρια! Πώς είχε διασχίσει τόση απόσταση, τι έτρωγε, πού κούρνιαζε, παρέμενε άλυτο μυστήριο για τον Μπαρμπαλιά. Και για όλο το χωριό, που θάμαξε το γατί.
Έτσι, αποφάσισε κατόπιν πλήρους συναίνεσης της Φώτως, να την κλείνει μες στο σπίτι την περίοδο ζευγαρώματος. Το τηρούσαν πιστά και οι δύο και η συμβίωσή τους συνεχίστηκε ιδανικά.
Λίγα χρόνια μετά, ήταν η σειρά της Βενετούλας να ξυπνήσει απ’ τη γάτα που νιαούριζε δυνατά και δεν κουνιόταν από τη θέση της, δίπλα στο κομοδίνο. Σκούντηξε τον Μπαρμπαλιά:
– Καλά τι έπαθε, αντί να ακούγονται οι γαμπροί απ’ έξω, ακούγεται αυτή;
Τίποτα ο άνδρας της… είχε φύγει ήρεμος στον ύπνο του. Προφανώς, μόνο η Φώτω τον κατάλαβε και έβαλε τις φωνές.
To επόμενο βράδυ, μαζεύτηκε όλο το χωριό για το τελευταίο ξενύχτι αποχαιρετισμού στο σπίτι. Κανείς τους δεν τόλμησε να πειράξει την γάτα που είχε κάτσει ακριβώς δίπλα στο φέρετρο, «σημαίνοντας» με την κραυγή της σαν πένθιμη καμπάνα, σχεδόν κάθε τέταρτο. Έσκιζε τα σωθικά και το βαρύ πέπλο της νύχτας το κλαψούρισμά της.
Από το ξημέρωμα, που η πομπή συνόδεψε τον Μπαρμπαλιά στην τελευταία του κατοικία, κανείς δεν ξαναείδε την Φώτω. Μετά τα τριήμερα, η Βενετούλα δεν άντεξε, μάζεψε τα πράγματά της και μετακόμισε στου αδελφού της, λίγο παρακάτω. Πέρναγε μια φορά τη βδομάδα, μόνο έξω απ’ την μονοκατοικία ν’ ανανεώνει το νερό και το φαγητό της γάτας, που δε φάνηκε ποτέ. Άκουγε συχνά το νιαούρισμά της, αλλά δεν την είχε βρει πουθενά, όσο και να είχε ψάξει για να την πάρει μαζί της.
Δεν άργησε να πάει να βρει τον Μπαρμπαλιά και η γυναίκα του. Το σπίτι ερήμωσε, πνίγηκε στα χόρτα, σαν ναυαγισμένη σε ξέρα στεκόταν η βάρκα. Μια δεκαετία και βάλε μετά, έναν Αύγουστο, είχαν έρθει για κάνα μήνα τα δυο ανίψια τους απ’ την Αμερική. Ο οικογενειάρχης έμεινε στο πατρικό τους και ο εργένης στου Μπαρμπαλιά. Δεν έδινε σημασία στην κάτασπρη γάτα που κάθε βράδυ κούρνιαζε στο χαλάκι, ακριβώς κάτω απ’ την κορνίζα με την φωτογραφία του ναυτικού θείου του και κάθε πρωί εξαφανιζόταν. Παλιό το σπίτι, έμπαζε από παντού. Λίγο νεράκι και αποφάγια της έβαζε μόνο, έξω στο πλατύσκαλο, ας καλοέτρωγε το αδέσποτο για όσο καιρό θα έκανε ο ίδιος διακοπές. Κι ας τα έβρισκε απείραχτα τις περισσότερες φορές.
Περάσαν τα χρόνια, το σπίτι στέκεται μισογκρεμισμένο πια. Ακόμα και τώρα, όποιος κάνει τη βόλτα του απ’ έξω, ακούει ένα νιαούρισμα. Θρύλος που διαδίδεται από στόμα σε στόμα έγινε πια η Φώτω και ο Μπαρμπαλιάς στο χωριό. Οι καλοί άνθρωποι πάντα αφήνουν το λαμπερό τους αποτύπωμα στον κόσμο μας και ας είναι από τέσσερα πόδια!
Μαρίτσα Καρά