Αν μπορούσα να τρέξω, θα έτρεχα σαν να εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτή μου την τρεχάλα. Αλλά με το μωρό να πιέζει τη μέση και την κύστη μου, μπορώ μόνο να περπατάω θυμωμένη. Πολύ θυμωμένη. Ούτε τα πουλιά, ούτε ο αέρας, ούτε το δάσος και τα ζώα του μπορούν να με ηρεμήσουν. Και δεν πρέπει και δεν θέλω να με ηρεμήσουν. Θέλω να είμαι όσο πιο θυμωμένη γίνεται όταν αντικρύσω την Γραία. Επειδή ξέρει.
Κρατάω το γράμμα του Θίοντορ στο δεξί μου χέρι και στηρίζω την κοιλιά με το αριστερό. Και είμαι θυμωμένη. Το μωρό κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Η συνήθως γλυκιά και τρυφερή μανούλα, είναι σήμερα έξαλλη. Με τον μπαμπά, την Γραία, την πεθαμένη γιαγιά, τον παππού, τον εαυτό της. Έξαλλη.
Φτάνω στο Ντορμ. Παραμερίζει βίαια τα νερά του, σαν να ξέρει κι εκείνος τι είμαι ικανή να κάνω. Κατεβαίνω τα σκαλιά και ακούω την καρδιά μου να βροντά. Από έξαψη και θυμό και απόγνωση. Αλλά όχι από φόβο. Σίγουρα όχι από φόβο.
Η Γραία κάθεται στο τζάκι μπροστά και μουρμουρίζει. Γυρνά ολόκορμα και με κοιτάζει, έτσι όπως μπαίνω σπρώχνοντας την πόρτα της. Είναι ξαφνιασμένη αλλά όχι έκπληκτη. Ίσως και να με περίμενε.
«Πες μου το όνομά σου» λέω επιτακτικά. Όχι τηλεπάθειες και ευγένειες.
«Κόρη μου, τι συμβαίνει;»
«Το όνομά σου. Πες το. Ή, μάλλον, όχι. Πες το δικό μου. Τώρα».
Βλέπω ικανοποιημένη τα μάτια της να σκοτεινιάζουν. Οι γραμμές του προσώπου της σκληραίνουν. Οι ώμοι της γέρνουν κι άλλο. Αναστενάζει. Κι εγώ βράζω από οργή. Κι όσο σωπαίνει, τόσο περισσότερο θυμώνω. Τα βιβλία και οι περγαμηνές της πετάνε στον αέρα, εκσφενδονίζονται προς κάθε κατεύθυνση. Τα κοχύλια που μαζεύει χρόνια τώρα από τις όχθες του Ντορμ, πέφτουν κάτω και γίνονται θρύψαλα. Τα μπουκάλια με τα φίλτρα της σπάνε στα ράφια τους, ένα προς ένα, απολαυστικά. Κι όσο εγώ καταστρέφω τα υπάρχοντά της, τόσο εκείνη ζαρώνει, λιώνει θαρρείς μέσα στα κουρέλια της.
Το μωρό στην κοιλιά μου κλωτσάει. Σταμάτα ή συνέχισε; Τι από τα δύο λέει; Δεν μπόρεσα ούτε μια φορά όλους αυτούς τους μήνες να το καταλάβω, δεν το διάβασα, δεν το άκουσα μέσα στο κεφάλι μου αν και, είμαι σίγουρη, εκείνο με ακούει. Με μια τελευταία έκρηξη θυμού, σπάω την γυάλινη κανάτα δίπλα στη στέρνα με το νερό. Τα κομμάτια της σκορπίζονται σε όλο τον χώρο, καθρεφτίζουν την παραίτησή μου.
«Κάθισε, κόρη μου. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε. Εξ άλλου, δεν μου μένει πολύς χρόνος. Σύντομα θα αναπαυθώ. Επιτέλους».
Της δίνω το γράμμα. Ο Θίοντορ αποφάσισε να πεθάνει. Θα παραδοθεί στους Βέρντερεμ. Αυτός είναι ο όρος του Γκρίντερεμ. Αν παραδοθεί ο βασιλιάς των Ατσούρι και των Ροζέλτι, η σφαγή των στρατιωτών θα σταματήσει. Ο, όχι πολεμοχαρής σύζυγός μου, η αγάπη μου, θα θυσιαστεί για το καλό όλων. Δεν ήθελα να παντρευτώ έναν πολεμοχαρή βασιλιά. Και τώρα το πληρώνω. Με την ζωή του μοναδικού ανθρώπου που με κατάλαβε ποτέ. Κανείς μας δεν θα ζήσει για να δει το παιδί μας να κυβερνά, να φέρνει την πολυπόθητη ειρήνη στις φυλές του Νορμ. Κι η Γραία το ήξερε. Και κανόνισε αυτόν τον γάμο. Αγαπηθήκαμε και ερωτευτήκαμε, γράφει κάπου ο Θίοντορ. Ναι. Αλλά με τι κόστος;
Θα φέρω στον αιμοβόρο κόσμο μας ένα παιδί χωρίς γονείς, έρμαιο στην καλοσύνη και την κακία του Ίντερ. «Είναι ο μόνος που θα σας φροντίσει. Αλλά μη γελιέσαι. Πάνω από όλους, είναι το βασίλειο» λέει ο Θίοντορ. Δεν τρέφω αυταπάτες. Ο κουνιάδος μου, που θα γίνει επίσης πατέρας σχεδόν ταυτόχρονα με τον δίδυμο αδελφό του, αγαπάει το βασίλειο περισσότερο και από το παιδί που περιμένει η Μαρίν. Γύρισε από τη μάχη για να φροντίσει τα πρακτικά του θέματος. Και μου έφερε το γράμμα. Και αυτό, όπως και οτιδήποτε έχει γράψει και έχει πει ποτέ ο Θίοντορ, καταγράφηκε στο αρχείο του Ίντερ. Πάντα στη σκιά του χαρισματικού πρωτότοκου, πάντα δεύτερος. Στο τέλος, όμως, πάντα ζωντανός. Ο καταγραφέας του βασιλιά και, ίσως, σφετεριστής του θρόνου του. Του θρόνου μου, πια.
Η Γραία μου δίνει πίσω το γράμμα. Δε με κοιτάζει στα μάτια. Είναι κι αυτό μια ικανοποίηση. Νιώθει κάποιες τύψεις.
«Δεν θα σε κατηγορήσω για τον κανονισμένο γάμο, για τα ψέματα και την χειραγώγηση όλων αυτών των χρόνων. Για κάποιο λόγο η μοίρα θέλησε εμένα και τον Θίοντορ μαζί. Ίσως για το παιδί που θα γεννήσω. Δεν πρόκειται να σου ζητήσω να απολογηθείς. Αλλά απαιτώ, ως βασίλισσά σου, να μου πεις πώς ήξερες ότι η μητέρα μου με φώναζε σπουργιτάκι. Το διάβασες, πιστεύω. Πόσο τρυφερό του φάνηκε του Θίοντορ που με αποκαλούσες σπουργιτάκι στις συζητήσεις σας. Μόνο η Ρόουζλιν Θορν Ροζέλτι με αποκαλούσε έτσι. Μίλα».
Είμαι γεννημένη βασίλισσα. Έτσι λέει ο πατέρας μου. Και τρομάζω όταν συνειδητοποιώ ότι έχει δίκιο, ότι υπάρχει ένα κομμάτι μου που διατάζει τους άλλους. Αβίαστα. Άτυπτα.
Η Γραία σκύβει το κεφάλι ξανά. Κλείνει τα μάτια της και αρχίζει.
Κανείς μας δεν γνωρίζει πώς το είδος μας εμφανίστηκε. Οι φυλές υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια αλλά οι Γέροντες και οι Γραίες μετρούν μόλις μερικούς αιώνες στην ιστορία μας.
Κάθε φυλή έχει τους δικούς της. Οι Ροζέλτι και οι Ατσούρι έχουν τις Γραίες. Οι Βέρντερεμ τους Γέροντες. Τα χαρίσματα είναι κληρονομικά. Κάθε που πεθαίνει μια βασίλισσα, η ψυχή της περνάει στην πρόσκαιρη αθανασία μέσα από το σώμα μια Γραίας. Όσο πιο νέα η βασίλισσα, τόσο πιο γερασμένη και σοφή η ψυχή της είναι. Ούτε αυτό ξέρω να σου πω πώς λειτουργεί. Ίσως, όταν έρθει η δική σου σειρά, να το ανακαλύψεις.
Η μοίρα μας είναι να πεθαίνουμε στη γέννα. Μια κατάρα παλιά, όπως όλες οι κατάρες του κόσμου μας, δεν μας αφήνει να χαρούμε τα παιδιά μας, τα προορισμένα να κυβερνήσουν.
Εγώ ήμουν εξαίρεση. Δεν πέθανα όταν σε γέννησα. Και το παιδί που έχεις στην κοιλιά σου είναι η αιτία. Τελικά, θα πέθαινα, αλλά έπρεπε πρώτα να με ζήσεις. Δεν ξέρω τον λόγο. Η γιαγιά σου δεν μου τον αποκάλυψε ποτέ. Πάντως, νομίζω ότι έχει σχέση με τα χρόνια. Εφτά. Τόσα χρόνια έπρεπε να ζήσουμε η μια την άλλη. Εφτά και οι γενιές των Ροζέλτι και των Ατσούρι που προηγήθηκαν του γάμου σας με τον Θίοντορ. Εφτά και τα χρόνια που το παιδί σου θα παλέψει μετά την ενηλικίωση για να ενώσει τις φυλές. Μέχρι εκεί ξέρω.
Εκείνη η παλιά κατάρα μου απαγορεύει να πω το όνομά σου. «Η ίδια που θα γεννηθεί, η ίδια θα πεθάνει. Και ίδια θα ‘ναι η κόρη της στον κόσμο, σαν θα έρθει».
Η δική μας περίπτωση είναι η πρώτη και μοναδική, από όσο ξέρουμε. Όχι μόνο δεν πέθανα στη γέννα σου, αλλά πήρες και το όνομά μου. Σ’ εμάς αναφέρεται η κατάρα. Αν το παιδί σου είναι διεκδικητής του θρόνου, αν είναι γιος, η κατάρα θα σπάσει. Εσύ, που θα έχεις πάρει τη θέση μου, θα μπορέσεις να αναπαυθείς. Η επόμενη Γραία θα είναι η επόμενη νεκρή βασίλισσα. Αλλά θα μπορέσει να ζήσει όσο της είναι γραμμένο, χωρίς δράματα και πρόωρους θανάτους. Αν είναι κόρη, η κατάρα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις ζωές σας. Για πόσο; Δεν ξέρω.
Να θυμάσαι, κόρη μου. Όλα λύνονται. Άμε στο καλό σου. Ήρθε η ώρα.