Το δεύτερο μέρος : https://thebluez.gr/%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%ad%ce%ba%ce%b1%cf%88%ce%b5-%cf%84%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%90%ce%ba%ce%b9/
Την παραμονή του αγιασμού του καϊκιού μας, μέσα στο σπίτι επικρατούσε αναβρασμός. Ο παπά- Νικόλας είχε ειδοποιηθεί, όλοι οι συγχωριανοί επίσης, για να παρευρεθούν και να γιορτάσουν κι επίσημα το «βύθισμα», όπως λεγόταν, και να ευχηθούν για «καλά ταξίδια». Η μάνα, η Φιλιώ κι εγώ, ετοιμάζαμε πιταράκια, μικρές τηγανιτές πίτες με τυρί για να προσφέρουμε και δίπλες με μπόλικο μέλι. Είχε έρθει και η Κατερίνα να μας βοηθήσει, που αγαπούσε κρυφά το Στρατή μας – αλλά όλοι το ξέραμε – και μέσα στην κουζίνα γινόταν ένας μικρός χαμός, καθώς πιάσαμε και τα τραγούδια μετά από λίγο. Σπάνια θυμάμαι το σπίτι μας έτσι, όλο μυρωδιές και γέλια και χαρές! Μετά το απόγεμα και παρά τον φόβο να πουντιάσουμε, η μητέρα επέβαλλε να μπανιαριστούμε όλοι, οπότε ανασύραμε νερό από το πηγάδι μας, το ζεστάναμε στην παραστιά και βάλαμε τη σκάφη δίπλα για να μην μας περονιάσει το κρύο. Η Φιλιώ με έλουζε με το σαπούνι το πράσινο της Μυτιλήνης, που έλεγε πως κάνει τα μαλλιά να λάμπουν, αλλά εγώ δυσανασχετούσα συνέχεια γιατί ήταν τετράγωνο και βαρύ σαν πέτρα και κατέληγα πάντα να έχω μαζί με λαμπερά μαλλιά και μπόλικα καρούμπαλα. Μετά έπιασε να τρίβει τους αγκώνες της και να μου τρίβει και μένα τους δικούς μου με μια λεμονόκουπα, γιατί μια όμορφη κοπέλα δεν πρέπει ποτέ να έχει μαυρισμένους αγκώνες. Εγώ αναρωτιόμουν σιωπηλά πώς θα έβλεπαν τους αγκώνες μας, αφού πάντα φορούσαμε μακριά μανίκια, όμως δεν της είπα τίποτα γιατί μου άρεσε τελικά που με φρόντιζε κι ας γκρίνιαζα. Για πρώτη φορά παρατήρησα εκείνη την μέρα, τι παράξενο, πόσο απίστευτα όμορφη ήταν η μεγάλη μου αδελφή. Αργά το σούρουπο, ήρθαν ο πατέρας με τα αγόρια που υποχρεωτικά πλύθηκαν κι εκείνοι μετά το φιρμάνι της μάνας, αν και τους φάνηκε περίεργο γιατί ούτε παραμονή Χριστούγεννα ήταν, ούτε Μέγα – Σάββατο. Ύστερα, μακάριοι κι ανυποψίαστοι, παραδοθήκαμε αμαχητί, κατάκοποι πλέον σε έναν βαθύ, χωρίς όνειρα, μα ούτε εφιάλτες, ύπνο. Ο τελευταίος ξέγνοιαστος ύπνος της δικής μου ζωής.
Εκείνη τη νύχτα της παραμονής του αγιασμού, ο αέρας λυσσομανούσε. Τα τζάμια των παραθύρων έτριζαν κι έτρεμαν όλα τα πράγματα που κρέμονταν. Ένας πολύ δυνατός βοριάς τάραζε τα λιγοστά δέντρα του νησιού και ανάδευε τα φύλλα τους. Το φεγγάρι κρυβόταν κι εμφανιζόταν λίγο μετά πίσω από σύννεφα που έτρεχαν βιαστικά και στον ουρανό έλαμπαν μυριάδες μικρά αστέρια. Περίεργη νύχτα, γεμάτη βρώμικα μυστικά, αλλά εμείς τότε δεν γνωρίζαμε τίποτα.
Θα ήταν τις πρώτες πρωινές ώρες που σήμανε τρομακτικά η καμπάνα της εκκλησίας. Ένας μεταλλικός, μπάσος, βαθύς, επαναλαμβανόμενος ήχος που σε έβρισκε στην καρδιά και σου στέγνωνε το σάλιο. Γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία, προμήνυε κίνδυνο ή καταστροφή! Πεταχτήκαμε όλοι επάνω σαν τρελοί, τρεκλίζοντας μέσα στον πανικό μας, βγαλμένοι απότομα από τη γλύκα του βαθύ ύπνου και βγήκαμε στο κατώφλι μας όπως όπως! Η πρώτη σκέψη που μας ήρθε στο μυαλό, ήταν “φωτιά, κάπου έχει πιάσει φωτιά!”. Όντως, από τη μεριά του λιμανιού, ένα μαύρο σύννεφο σκέπαζε τον ουρανό κι ένας καπνός ανέβαινε κόκκινος, σε μεγάλα δαχτυλίδια. Στην ατμόσφαιρα, παρά τον δυνατό βοριά, αιωρούνταν μια αποκρουστική οσμή από αποκαΐδια. «Το καΐκι!» φώναξε ο πατέρας και το αίμα μας πάγωσε! Ξαφνικά, ένας εκκωφαντικός θόρυβος έφτασε στα αυτιά μας και ο ουρανός φωτίστηκε. Η νύχτα έγινε μέρα! Αρχίσαμε να τρέχουμε, με την καρδιά να χτυπάει σαν ταμπούρλο στο στήθος, στα στενά δρομάκια του νησιού και στο δρόμο είδαμε κι άλλους γειτόνους με τον ίδιο τρόμο στα μάτια, να τρέχουν κι αυτοί προς το λιμάνι. Κανείς δεν ήξερε να πει τι γινόταν, όλοι αλαφιασμένοι, με τις λάμπες στα χέρια, τυλιγμένοι με ό,τι ρούχο είχε βρεθεί μπροστά τους, έπαιρναν μέρος σε αυτήν την αλλόκοτη νυχτερινή λιτανεία του φόβου.
Κατηφορίσαμε το στενό δρομάκι που έβγαινε στο λιμάνι και εκεί, στην στροφή, σπρωγμένοι από τον κόσμο που έφτανε ολοένα και περισσότερος, είδαμε, κάτω από το αδύναμο φως του φεγγαριού, να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας ο χειρότερος εφιάλτης μας. Το καΐκι μας ζωσμένο από τις φλόγες! Γλωσσίτσες πύρινες είχαν τυλίξει όλη την πρύμνη και λυσσομανούσαν αχόρταγες να το κατασπαράξουν ολόκληρο! Αν το θέαμα δεν ήταν αποτρόπαιο, θα ήταν μεγαλειώδες. Η λάμψη της φωτιάς που φώτιζε τη θάλασσα, το ξύλο που έτριζε ανυπεράσπιστο, οι σκλήθρες που πετάγονταν ψηλά, καιόμενες σαν πυροτεχνήματα και μετά έσκαγαν στο νερό! Μικρές, μικρές εκρήξεις που εκτόξευαν κύματα καυτού αέρα και θέριευαν τις φλόγες που χόρευαν στον νυχτερινό ουρανό, σπρωγμένες από τον άνεμο. Σκέφτηκα τις βιβλικές καταστροφές που διαβάζαμε στα Θρησκευτικά και φαντάστηκα πως κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν η οργή του Θεού. Χωρίς ανάσα, χωρίς λόγια, με κατέλαβε ένας τεράστιος πανικός κι άρχισα να τρέμω ανεξέλεγκτα, ώσπου κούρνιασα ξέπνοη στην αγκαλιά της Φιλιώς. Η μάνα ψιθύριζε προσευχές κι ικεσίες που διέκοπτε με μικρές κραυγές αγωνίας κι ένα μονότονο «Θεέ μου, φύλαγε», που επαναλάμβανε σαν παραμιλητό, κινούμενη μπρος πίσω συνέχεια, σε έναν αλλόκοτο, απόκοσμο χορό.
Όταν συνήλθα από τη φρίκη που με είχε κυριεύσει, η κόλαση της φωτιάς είχε αγκαλιάσει το ψηλό σαμιώτικο κατάρτι και έμοιαζε ανίκητη. Δεν έβλεπα ούτε τον πατέρα, ούτε τα αδέλφια μου, μπορούσα να διακρίνω από την απόσταση που ήμουν όμως, πως όλοι οι άντρες του νησιού προσπαθούσαν με κουβάδες να σταματήσουν το κακό, ριγμένοι σε έναν αγώνα που φαινόταν μάταιος. Τι θα μπορούσαν να σώσουν από την εξαίσια αυτή καταστροφή; Γιατί ρίχνονταν σε έναν αγώνα που ήταν από πριν χαμένος; Ή μήπως οι μάχες αυτές είναι οι πιο μεγάλες νίκες της ανθρώπινης φύσης; Η ήττα με αξιοπρέπεια και γενναιότητα; Η ήττα μετά από μια σπουδαία, υπεράνθρωπη μάχη; Ξέφυγα από την αγκαλιά της Φιλιώς και πλησίασα πιο κοντά. Αν ήταν εκείνη τη νύχτα να σταματούσε ο χρόνος για μας, για τα όνειρά μας, τότε θα ήθελα να ζούσα την κάθε στιγμή αυτή της καταστροφής, θα την άφηνα να ποτίσει κάθε πόρο του κορμιού μου, να γεμίσει κάθε γωνιά του μυαλού μου, θα την άφηνα να με πυρπολήσει κι εμένα μαζί με το καΐκι μας.
Η λαίλαπα της φωτιάς εξαπλωνόταν με αστραπιαία ταχύτητα και συνέχιζε το καταστροφικό της έργο. Το κατάρτι λαμπάδιασε αμέσως και έμοιαζε με πελώριο δέντρο που το κατάπιναν οι φλόγες κι όμως στεκόταν – για πόσο ακόμα; – περήφανο και μεγαλόπρεπο σύμβολο. Όλοι παραμέριζαν κι απομακρύνονταν, καθώς δεν υπήρχε τίποτα πια να κάνουν και ο κίνδυνος για την ζωή τους την ίδια, ήταν πλέον δεδομένος. Ξαφνικά, βλέποντας πια πως όλα είχαν χαθεί και συνειδητοποιώντας πως μαζί με κάθε κομμάτι του καϊκιού που καιγόταν, καίγονταν κι όλες οι ελπίδες για το μέλλον της οικογένειάς του, ο πατέρας έσμιξε τα φρύδια. Αναμέτρησε τον αντίπαλο κι όρμησε ακόμα μια φορά για να σώσει οτιδήποτε σωζόταν κι είχε μείνει όρθιο. Βήχοντας από τον καπνό και τρέμοντας από την ένταση, δεν άκουσε τον Δημήτρη που ούρλιαξε «Πατέρα, το κατάρτι πέφτει!», ούτε τους άλλους που φώναζαν το όνομά του «Κωνσταντή!», λίγες στιγμές πριν το πελώριο κατάρτι πέσει ακριβώς δίπλα του και τον παγιδέψει μέσα στην κόλαση. Ύστερα, ακολούθησε ένα ουρλιαχτό τρόμου που έσκισε την νύχτα και το θέαμα του πατέρα ζωσμένο από τις φλόγες.