Η Αγγελική είχε φορέσει τα bluetooth ακουστικά της, κατέβασε και την κουκούλα του φούτερ της ως τα μάτια και με τα χέρια στις τσέπες, επέστρεφε από το φροντιστήριο στο σπίτι αργά το απόγευμα, όταν κάτι της τράβηξε την προσοχή μέσα στους κακοκουρεμένους θάμνους του μικρού πάρκου. Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη και τελικά έσκυψε να δει τι ήταν αυτό το κόκκινο κουβάρι που φαίνονταν στριμωγμένο ανάμεσα στα μισοξεραμένα κλαδιά. Ξαφνιάστηκε όταν το βλέμμα της ανταμώθηκε με τα έντρομα κλαμένα μελιά μάτια ενός μικρού παιδιού, δε θα ήταν πάνω από τριών χρονών. Έψαξε με το βλέμμα της γύρω, μα δεν φαινόταν πουθενά να υπάρχει κάποια μητέρα ή γιαγιά εκεί γύρω, ή έστω άλλα παιδάκια. Το μικρό ξανατυλίχτηκε ένα κουβάρι. Η Αγγελική κατέβασε την κουκούλα κι έβγαλε τ’ ακουστικά, τότε άκουσε τ’ αδύναμα αναφιλητά.
-Γεια σου, είσαι καλά; Ο μικρός δεν της απάντησε. Η Αγγελική ξανακοίταξε γύρω της, δεν υπήρχε κανείς και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
-Με λένε Αγγελική, είπε προσπαθώντας να γλυκάνει τη φωνή της, εσένα πώς σε λένε;
Καμία αντίδραση από τον μικρό που συνέχισε να κλαίει τυλιγμένος κουβάρι.
-Είσαι καλά; Πού είναι η μαμά σου;
-Δε τσέλω! απάντησε φανερά αναστατωμένο το παιδί.
-Πώς σε λένε; επανέλαβε τρυφερά η Αγγελική και κατέβηκε στο ύψος του.
-Δεν κά΄ει α σου πω! Δε μιλώ σε αγκούστους… είπε και έσφιξε τα χειλάκια του ρουφώντας μια μεγάλη υγρή μύξα. Η Αγγελική του έγνεψε καταφατικά.
-Καλά κάνεις, έτσι πρέπει. Δεν πρέπει να μιλάμε σε αγνώστους. Μα εγώ είμαι η Αγγελική και το ξέρεις. Σου το είπα και πριν λίγο. Ο μικρός μπερδεύτηκε.
-Λέτσι, της είπε έπειτα από λίγο. Η Αγγελική απογοητεύτηκε. Ο μικρός δε μιλούσε καθαρά.
-Δε σε άκουσα. Μπορείς να το ξαναπείς;
-Αλέτσι! ξεφώνησε εκνευρισμένο το παιδί.
-Αλέξη! αναφώνησε η Αγγελική
-Ναι
-Τέλεια Αλέξη και το επίθετό σου;
-Στεγίου
-Στεγίου;
-Στεγιιιιιιιιουουουου προσπάθησε να τη διορθώσει ο μικρός
-Στεργίου; τον ρώτησε μαλακά η Αγγελική. Εκείνος κούνησε έντονα καταφατικά το κεφάλι του.
-Ξέρεις τη διεύθυνσή σου; ο μικρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
–Θυμάσαι πού ήσουν όταν έχασες τη μαμά σου;
Το παιδί την κοίταξε απορημένο.
-Πού ήσασταν; Σε μαγαζί; Στο σούπερ μάρκετ; Στην παιδική χαρά; Στον φου….
-Παιδική αρά! την έκοψε ο μικρός ενθουσιασμένος.
-Στην παιδική χαρά; Μα πώς έφτασες μέχρι εδώ; αναφώνησε έκπληκτη η Αγγελική. Ο μικρός ανασήκωσε τους ώμους και ρούφηξε μια τεράστια υγρή μύξα.
-Αλέξη, μην κλαις άλλο! Πάμε στη μαμά! είπε η Αγγελική και μ’ ένα μάγκωμα στην καρδιά τον έπιασε από το χεράκι. Ας ελπίσουμε ότι η μητέρα του είναι ακόμα εκεί. Κι αν δεν είναι; Κι αν ο μικρός δε θυμάται καλά; Κι αν πεταχτεί από κάπου και πει ότι αυτή πήρε το παιδί επίτηδες και βρει και τον μπελά της; Πολύ θέλει; Μήπως να βρει κάποιον να μοιραστεί την ευθύνη; Μα ποιον; Έριξε άλλη μια ερευνητική ματιά γύρω της στους άδειους δρόμους που τα φώτα τώρα άναβαν. Ένας νεαρός μιλούσε δυνατά στο κινητό και απομακρύνονταν. Ένας ηλικιωμένος έβγαινε με το τσιγάρο στο στόμα από ένα μικρό μαγαζί με ψιλικά παρακάτω στηριζόμενος σ΄ένα μπαστούνι. Μια κυρία με βαμμένα ξανθά μαλλιά και στριφνό πρόσωπο κουβαλούσε βαρυγκομώντας μερικές τσάντες… Πλησίαζαν πια στην παιδική χαρά όταν άκουσε τις αναστατωμένες κραυγές μιας γυναίκας.
-Αλέξη! Αλέξη!
-Μαμά! αναφώνησε ο μικρός κι έκανε να χυθεί στην λεωφόρο που τους χώριζε και που ένα αμάξι ανέβαινε με μεγάλη ταχύτητα.
-Εδώ είναι! φώναξε δυνατά η Αγγελική προσπαθώντας να καταλάβει από πού ακούγονταν οι φωνές της μητέρας.
Σύντομα ο μικρός ξαναβρέθηκε με τη μητέρα του και αγκαλιάζονταν με δύναμη ενώ εκείνη ευχαριστούσε την Αγγελική.
-Καρδιά μου! Μην το ξανακάνεις αυτό! του έλεγε παρακαλεστικά. Δεν τον πρόλαβα! Ένα μωρομάντηλο πήγα να βγάλω, να του καθαρίσω τα χέρια και ξαφνικά τον είδα να τρέχει κατά την πόρτα της παιδικής χαράς και δεν τον πρόλαβα! Δεν τον πρόλαβα! είπε και δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια της, ενώ έσφιγγε απάνω της τον μικρό.
–Τέλος καλά όλα καλά! Μα ο Αλέξης θα υποσχεθεί ότι δε θα το ξανακάνει! Το υπόσχεσαι; είπε γλυκά η Αγγελική. Εκείνος της έγνεψε καταφατικά, έχωσε τη μούρη του μέσα στο στήθος της μητέρας του και γουργούρισε ευχαριστημένος.
Αναστασία Χ.