Άλλες εποχές, άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι. Σχεδόν αθώοι, σχεδόν απονήρευτοι, σχεδόν αγαθοί. Ο κυρ Δημητρός ήταν ένα ήσυχο, καλό ανθρωπάκι γύρω στα 85, καλοστεκούμενος. Βρισκόταν στο λεωφορείο για την πρωτεύουσα. Πήγαινε τα πεσκέσια του, φρέσκα αυγά, τραχανά, ζαρζαβατικά από τον κήπο του και μία αλανιάρα κότα για σούπα. Στη διαδρομή εξιστόρησε το βίο και την πολιτεία του στη μεσόκοπη, καλοσυνάτη συνεπιβάτισσά του που καθόταν στο διπλανό κάθισμα.
Την κουβέντα την άνοιξε η κυρία, χαλαρά αρχικά, με γενικολογίες και στη συνέχεια με πιο προσωπικές ερωτήσεις.
«Παιδιά έχετε κύριε Δημήτρη;»
«Δυστυχώς κυρία μου, παιδιά ο Θεός δε μας έδωσε».
Η ανυποψίαστη γυναίκα τον κοίταξε περίλυπη.
«Κρίμα. Ξέρετε όμως τι λένε, όποιος δεν έχει παιδιά, έχει έναν καημό. Όποιος έχει παιδιά, έχει αμέτρητους καημούς», σχολίασε η κυρία για να τον παρηγορήσει.
«Οι καημοί δε μου λείψανε! Έχω οκτώ κόρες!», απάντησε αθώα ο κυρ Δημητρός, ο οποίος μεγάλωσε σε μία εποχή, σε μία κοινωνία και έναν τόπο που ‘παιδί’ αποκαλούσαν τον απόγονο γένους αρσενικού.
Η κυρία αρχικά τον κοίταξε απορημένη, αλλά μετά θυμήθηκε ότι οι πιο παλαιοί θεωρούσαν ‘παιδιά’ μόνο τα αγόρια.
«Στην αρχή, επίσημα είχα εφτά… αλλά τι να σας λέω μαντάμ… μεγάλη ιστορία!», είπε ο κυρ Δημητρός που στην ουσία ψοφούσε να πει την ιστορία του. Η κυρία με τη σειρά της, έδειξε έντονο ενδιαφέρον να τη μάθει.
«Παρακαλώ πείτε μου! Εξάλλου έχουμε πολλή ώρα μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας!».
Αφού πήρε το πράσινο φως, ο κυρ Δημητρός άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του…
«Με την Κικίτσα μου αγαπηθήκαμε. Την έκλεψα. Δε μου την έδινε ο πατέρας της γιατί ήμουνα φτωχός. Βέβαια, λίγα κτηματάκια τα είχα. Δεν θα πεινάγαμε κιόλας! Εξάλλου, τότε χορταίναμε με την αγάπη μας!», γέλασε ο κυρ Δημητρός, αναπολώντας τα χρόνια αυτά που ήταν νιόπαντρος. Συνέχισε απνευστί την διήγησή του.
«Έτσι κι αλλιώς, ήμασταν μαθημένοι στις κακουχίες λόγω της κατοχής. Σκέφτηκα ότι ο πεθερός θα μαλάκωνε με τον καιρό και θα μας συγχωρούσε. Υπολόγιζα ότι θα κάναμε και αρσενικά να του βγάζαμε το όνομα, αλλά… δεν έγινε τίποτα. Σκληρός άνθρωπος. Μέχρι που έκλεισε τα μάτια του, μας το κράταγε. Μεγάλο καημό το είχε η Κικίτσα μου που δεν πήρε ποτέ την ευκή του πατέρα της. Α, όλα κι όλα, μπορεί κι εγώ ως άντρας να επιθυμούσα ένα παιδί, αλλά δε βαρυγκώμησα για καμία από τις θυγατέρες που μας έστειλε ο καλός θεούλης, ούτε ποτέ αποπήρα καμιά τους. Κι έκαναν κι αυτές τις κουτσουκέλες τους! Ας είναι γερές και ευλογημένες! Δεν ήθελα να νιώσουν την πίκρα για τον πατέρα, που ένιωθε η Κικίτσα μου. Και να ’ταν η μόνη της πίκρα…», έκανε μια παύση φανερά συγκινημένος.
Παρενέβη η συνεπιβάτισσα που την έτρωγε η περιέργεια.
«Τι εννοούσατε κύριε Δημήτρη, όταν είπατε ότι είχατε επίσημα εφτά κόρες, αλλά στην πραγματικότητα οκτώ;». Το μυαλό της κυρίας, προφανώς επηρεασμένο από την επικαιρότητα και τα ήθη της σύγχρονης εποχής, πήγε σε κάποιο εξώγαμο παιδί που μπορεί να είχε ο κυρ Δημητρός.
«Α, μεγάλη ιστορία κυρία μου».
«Ε, πείτε τη, με σκάσατε!».
«Η Κικίτσα μου γεννούσε το ένα κορίτσι μετά το άλλο. Είχαμε φτάσει τις έξι! Στο σπίτι τις γέννησε όλες, με τη βοήθεια της μαμής. Όλα καλά πήγαιναν. Δε θα σταματούσα αν δεν έκανα το αρσενικό! Η έβδομη γέννα σάμπως να ’ταν διαφορετική; Η Κικίτσα παιδευόταν πολύ. Αγόρι είναι! σκεφτόμουν. Τη ζορίζει ο κερατάς! Κάτσε να βγει με το καλό και θα του δείξω εγώ! έλεγα εγώ. Κάτι δε πήγαινε καλά. Η μαμή φοβήθηκε. Με έστειλε να φέρω το γιατρό από το διπλανό μεγαλοχώρι. Δεν αναλάμβανε αυτή την ευθύνη. “Βάστα Κικίτσα μου! Ο γιος σου από τώρα σε βασανίζει!” έλεγα στη διαδρομή και δε σου κρύβω κυρία μου, ότι άρχισα να ανησυχώ».
«Τελικά;»
«Τελικά ήρθε ο γιατρός. Μου είπε κάτι για επιπλοκές. Η Κικίτσα είχε δίδυμα! Η γέννα δύσκολη, αν δεν ήταν ο γιατρός, θα την έχανα. Δόξα σοι ο Κύριος, όλα πήγαν κατ’ ευχήν…σχεδόν».
«Δηλαδή, δηλαδή;», γούρλωνε τα μάτια από την αγωνία η κυρία.
«Όπως σας είπα, η Κικίτσα μου παιδεύτηκε. Ήταν αδύναμη. Το γάλα σαν να μην έφτανε για τις δυο. Πού τότε σκόνες και μπουκάλια…», έκανε μικρή παύση ο κυρ Δημητρός, καθώς ακολουθούσαν οι αποκαλύψεις.
«Ο γιατρός μετά από λίγες μέρες μας επισκέφτηκε, χωρίς να τον καλέσω εγώ. Ένιωθα μεγάλη υποχρέωση. Χρήματα δεν είχα να τον πληρώσω, τον γέμισα όμως με κάθε λογής καλούδια. Είχε έρθει με τη δική του κούρσα. Με ευχαρίστησε αν και, όπως μου είπε, δύο ψυχές ήταν, αυτός και η σύζυγος. Δεν είχαν παιδιά, ούτε καν κορίτσια. Τότε ήταν που μου έσκασε τη βόμβα…», έκανε ξανά μια σύντομη παύση ο κυρ Δημητρός.
«Ποια βόμβα; Λέγε χριστιανέ μου! Πάντα το κόβεις στο καλύτερο!», διαμαρτυρήθηκε η ανυπόμονη κυρία.
Είχε περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε και ο κυρ Δημητρός ακόμα συγκινούταν όταν θυμόταν τη στιγμή αυτή.
«Ε να, άρχισε να μου λέει ότι η Κικίτσα ήταν αδύναμη, ότι ήθελε φροντίδα, ότι υπήρχε φόβος να πειραχτεί η υγεία της και άλλα τέτοια τρομακτικά. Μετά έπιασε να λέει για τα κορίτσια, ότι δεν έτρωγαν αρκετά, τις έβλεπε κι αυτές αδύναμες, δύο μωρά είχαν πολλές ανάγκες. Εμένα με ζώσανε τα φίδια. Κοτζάμ άντρας και με πιάσανε τα κλάματα μπροστά στο μορφωμένο άνθρωπο. Η Κικίτσα μου, αν πάθαινε τίποτα η Κικίτσα μου…».
«Και μετά και μετά, τι σου ’πε;», πετάχτηκε όλο αγωνία η κυρία.
«Μετά έσκασε τη βόμβα».
«Τι έγινε άνθρωπέ μου; Ούτε στη ‘Λάμψη’ δεν είχα τόση αγωνία για τη συνέχεια!».
«Μετά κυρία μου, πρότεινε να πάρει αυτός το ένα κορίτσι. Ακούς; Έλεγε ότι θα ήταν καλύτερα για όλους».
«Και το δώσατε;»
«Δεν είσαι καλά. Μπορεί να ’μασταν φτωχοί, αλλά ήταν παιδί μας. Πώς θα τη δίναμε;».
Πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης χρησιμοποίησε τη λέξη ‘παιδί’ για κορίτσι.
«Δε λέω, τον λυπόμουνα που δεν είχε δικό του σπλάχνο, αλλά δε θα ’παιρνε το δικό μου, κι ας είχα τόσα! Δεν ξέρω κυρία μου πόσα παιδιά ή κορίτσια έχεις, αλλά για την Κικίτσα μου κι εμένα, η κάθε μία ήταν ξεχωριστή και πονούσαμε για όλες το ίδιο. Αμαρτία να τη δώσουμε. Άσε που μου ‘ταξε κι ένα κάρο παράδες. Τόσο το χειρότερο. Αρνήθηκα ακόμα περισσότερο! Μεγάλη αμαρτία να πουλήσεις το μωρό σου. Στην Κικίτσα δεν είπα τίποτα. Ήξερα ότι θα στεναχωριόταν αν άκουγε για τέτοια χαμπέρια. Και μη νομίζεις ότι δε γίνονταν τέτοια. Γίνονταν και παραγίνονταν! Έλα όμως που εμείς είμαστε θεοφοβούμενοι. Όσοι κάναν τέτοιες δουλειές, το φάγαν το κεφάλι τους! Τους τιμώρησε ο παντοδύναμος».
«Τελικά δε τη δώσατε;»
«Τελικά τη δώσαμε…», έσκυψε το κεφάλι του ο κυρ Δημητρός.
«Το κορίτσι αρρώστησε, ήταν κατακίτρινο. Ούτε έτρωγε, ούτε κουράγιο είχε για να κλάψει, ούτε τίποτα. Την είχαμε ξεγραμμένη. Φωνάξαμε αμέσως τον παπά και κάναμε αεροβάπτισμα. Κατά τύχη ο γιατρός είχε πάει επίσκεψη στην παπαδιά που ήταν αδιάθετη εκείνη τη μέρα. Ήρθε κι αυτός στο σπίτι. Τον ικέτεψα με τα μάτια να κάνει καλά το κορίτσι. Με τα μάτια, κυρία μου, τα είπαμε όλα. Πήρε το παιδί και φύγανε άρον άρον…»
Δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.
«Στην Κικίτσα είπα ότι το παιδί δεν τα κατάφερε και ότι τα φρόντισε όλα ο γιατρός. Ο γιατρός έφυγε την ίδια εβδομάδα για Αθήνα. Δεν μεταέμαθα νέα τους».
«Έζησε;»
«Μ’ εμάς δεν θα είχε καμιά ελπίδα».
Η κυρία είχε πολλές απορίες αλλά καθώς είδε τον κυρ Δημητρό συναισθηματικά φορτισμένο, αποφάσισε να επιτρέψει ένα διάλειμμα.
Στο δρόμο, το λεωφορείο έκανε μία στάση. Οι επιβάτες κατέβηκαν για λίγα λεπτά. Όταν επιβιβάστηκε πάλι ο κυρ Δημητρός, είχε ανακτήσει τις δυνάμεις και το κέφι του και συνέχισε, προς μεγάλη ευχαρίστηση και ανακούφιση της κυρίας, τη διήγησή του.
«Που λέτε, σταματήσαμε με την Κικίτσα τα γεννοβολήματα. Έφταναν τα εφτά τσουπιά. Σιγά σιγά η κάθε μια τράβηξε το δρόμο της. Όλες παντρευτήκανε, εκτός από την τελευταία… ξέρεις, τη δίδυμη. Αυτηνής της είχαμε μεγάλη αδυναμία και εγώ και η μάνα της. Ακολούθησε μία από τις παντρεμένες στην Αθήνα και έπιασε δουλειά ως πωλήτρια, σε ένα πολύ μεγάλο μαγαζί στο κέντρο. Μια μέρα, που λες, μπαίνει μέσα μια πελάτισσα. Μοιάζαν σαν δυο σταγόνες νερό με τη δικιά μου».
Η αγωνία της κυρίας είχε χτυπήσει κόκκινο.
«Την άλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο η μικρή και μου λέει “Το και το έγινε στο μαγαζί”. Εγώ κοκκάλωσα, πάνιασα, έπεσα χάμω του πεθαμού. Με πιάσανε πάλι τα ίδια κλάματα με τότε που κόντεψα να χάσω την Κικίτσα μου. Η Κικίτσα φώναξε την κόρη, αυτή που παντρεύτηκε στο χωριό, και ώρα προσπαθούσαν να με συνεφέρουν. Τελικά τα κατάφεραν», έκανε την καθιερωμένη του παύση ο κυρ Δημητρός.
«Λοιπόν, λοιπόν», δε κρατιόταν πια η συνεπιβάτισσα.
«Τίποτα, τα μπάλωσα όπως όπως. Τι να τους έλεγα; Η Κικίτσα εν τω μεταξύ, είχε ζάχαρο και πίεση. Έπρεπε να αποφεύγει τις συγκινήσεις».
«Ήταν τελικά το κορίτσι σου;»
«Αυτό ήτανε. Ούτε αυτή μπορούσε να ησυχάσει, μόλις είδε την ομοιότητα με τη μικρή μου. Ο γιατρός, Θεός ‘χωρέστον, της είχε πει από μικρή τη μισή αλήθεια, ότι την είχαν πάρει. Της έλεγε όμως, ότι τάχατες δεν ήξερε τους πραγματικούς γονιούς της. Κι αυτός ο καψερός είπε αυτό το ψέμα για να μη τη χάσει, μην ψάξει να μας βρει. Έλα μου όμως, που η αλήθεια και το λάδι πάντα βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως λέγανε και οι παλαιοί. Πάει λοιπόν μετά από κανά δυο μέρες πάλι στο μαγαζί και έπιασε τη μικρή και της τα είπε όλα. Όπως σου είπα όμως, ήξερε τη μισή αλήθεια. Ο γιατρός είχε ήδη πεθάνει και η γυναίκα του δεν ήξερε λεπτομέρειες για το πώς είχαν γίνει τα πράματα. Νόμιζε το κακόμοιρο ότι τη δώσαμε επειδή μας ήταν βάρος! Η Κικίτσα, δεν ήξερε ακόμα ότι το κορίτσι ζούσε. Μπέρδεμα σου λέω κυρία μου, μεγάλο μπέρδεμα! Ευτυχώς που ζούσε ο παπάς. Βέβαια, αυτά που σου λέω τώρα, γίνανε πριν από είκοσι χρόνια και βάλε. Ο παπά Αναστάσης είχε έρθει μαζί με το γιατρό, εκείνο το βράδυ που έγινε το αεροβάπτισμα. Θυμάσαι που στο είπα πριν;»
«Θυμάμαι θυμάμαι, συνέχισε τώρα γιατί σε λίγο φτάνουμε».
«Ε λοιπόν, ο παπάς τα ήξερε όλα. Και το κορίτσι το ’χε δει που δε σάλευε τότε και τη συνέχεια του την είχα εκμυστηρευτεί. Εγώ στο μεταξύ, του το ’δωκα του γιατρού να το κάνει καλά και να ζήσει, σάμπως όμως κι εγώ ήξερα για την τύχη του; Σου λέω, η συνεννόηση έγινε με τα μάτια εκείνη τη νύχτα. Ο γιατρός μετά έφυγε από το διπλανό μεγαλοχώρι και χάθηκε. Εγώ από το φευγιό αυτό, κατάλαβα ότι μάλλον το κορίτσι έζησε και πήρε κι αυτός την κυρά του να ζήσουν μακριά, για να μη μαθευτεί και γίνει σούσουρο. Τελικά έπεσα μέσα. Όμως είχα βάρος αβάσταχτο στην ψυχή μου. Το εξομολογήθηκα στον παπά μας. Στην Κικίτσα κουβέντα, αρκετά είχε πικραθεί».
Προς δυσανασχέτηση της κυρίας, έκανε άλλο ένα μικρό διάλειμμα.
«Με παίρνει λοιπόν τηλέφωνο η παντρεμένη κόρη από την Αθήνα, να ζητήσει εξηγήσεις. Την είχε στο ενδιάμεσο γνωρίσει τη χαμένη κόρη και ήταν πράγματι όμοιες με τη μικρή μας. Ευτυχώς σήκωσα πάλι εγώ το τηλέφωνο. Της είπα χαρτί και καλαμάρι τι είχε γίνει. Η Κικίτσα μου έλειπε εκείνη την ώρα από το σπίτι. Είχε πάει στην αδελφή της, που ήταν άρρωστη. Όλα τα στοιχεία ταίριαζαν. Η γυναίκα του γιατρού ήξερε ότι ο μακαρίτης είχε πάρει το παιδί από τα δικά μας μέρη και ότι είχε μια δίδυμη αδελφή. Ήταν και η ομοιότητα βλέπεις. Ευλογημένα να ’ναι τα κορίτσια μου, καμία δε μου κράτησε κακία σαν μάθανε όλη την αλήθεια. Η Κικίτσα μου την αγκάλιαζε και τη φιλούσε τη Δεσποινιώ μας, έτσι τη βαφτίσαμε εκείνο το βράδυ, μέρες ατελείωτες και δόξαζε την Παναγιά που σώθηκε. Η Κικίτσα μου αυτό υπολόγισε πάνω απ’ όλα, ότι το κορίτσι μας δεν πέθανε, αλλά έζησε. Μάλιστα, έζησε καλά με το ζευγάρι αυτό. Ήταν καλοί άνθρωποι. Από τότε που ξανασμίξαμε, είμαστε όλοι μαζί και αγαπημένοι».
Φτάνοντας στον προορισμό, η συνεπιβάτισσά του τον χαιρέτησε συγκινημένη.
«Αντίο κύριε Δημήτρη. Ήταν τιμή μου που σας γνώρισα. Να σας χαίρεται η υπέροχη οικογένειά σας».
Ο κυρ Δημητρός ευτύχησε να περάσει τη ζωή του με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, να αποκτήσει οκτώ κόρες, 21 εγγόνια, εκ των οποίων τα 16 αρσενικά, και τρία δισέγγονα. Τους αγάπησε με όλη του την ψυχή και όλοι τον λάτρεψαν. Στην Αθήνα, εκτός από τα πεσκέσια του, άφησε και την τελευταία του πνοή, αθόρυβα στον ύπνο του, χωρίς να ταλαιπωρηθεί και να ταλαιπωρήσει. Το πρόσωπό του είχε μια γαλήνια έκφραση και διακρινόταν το χαμόγελο ενός ανθρώπου ευτυχισμένου, που η ζωή τον αντάμειψε για την καλοσύνη και το ψυχικό του κάλλος.