,

Θα του κάνω μήνυση!

Σήμερα δεν είχε σηκωθεί με καλή διάθεση. Για την ακρίβεια ξύπνησε με τρομερή όρεξη, λες και ήθελε να ζουπήξει την πέτρα στις σόλες του! Αλλά το ταίρι του, όχι μόνο δεν είχε έτοιμο το ρόφημά του, τον φόρτωσε και με ένα κάρο εξωτερικές δουλειές. Έφυγε απ’ το σπίτι για το χωριό αρπαγμένος, ο Κανέλλος!

Έτσι γινόταν κάθε φορά. Τις λίγες φορές που άνοιγε το μάτι ευδιάθετος, του την χαλούσε αυτή η κατσίκα. Σπάνια συνέβαινε – ευτυχώς – και το ανάποδο. Να μην έχει καλοκοιμηθεί, να μη θέλει να σηκωθεί απ΄ το κρεβάτι και να του σκάει ένα χαμόγελο ως τ΄ αυτιά, παρέα με μια γλυκιά κουβέντα! Αμέσως άνθιζε ο μικρόκοσμός του! Ο παππούς του ακριβώς έτσι του είχε περιγράψει την ειλικρινή αγάπη, την απόλυτη συντροφικότητα. Τη μια στιγμή να θες να πνίξεις το ταίρι σου με την τριχιά και την επόμενη να θες να το κλείσεις τόσο σφικτά στην αγκαλιά σου, που να γίνετε ένα! Μια γκριμάτσα της ήταν η καταστροφή του και μια ματιά της ο παράδεισός του. Ώρες ώρες δεν άντεχε λεπτό δίπλα της, μα αν δεν μοιραζόταν μαζί της κάθε γιόμα τα χρώματα της δύσης, η πλάση ασχήμαινε σαν κακογραμμένο ασπρόμαυρο φιλμ.

Δεν ήταν στραβός ο Κανέλλος, λίγες παραξενιές είχε, όπως όλος ο κόσμος. Ήθελε λίγο χρόνο και τόπο δικό του. Μα κυρίως, δεν ήταν πρωινός τύπος! Ευτυχώς το σέβονταν αυτό οι πάντες. Η κυρά του που ξύπναγε αχάραγα, αθόρυβα έφευγε από δίπλα του και τον άφηνε να χουζουρεύει όσο ήθελε, τα Σαββατοκύριακα. Και στο χωράφι, μετά την πρώτη ώρα του μιλάγανε. Όχι πως είχε τα κέρατα έτοιμα για καβγά, αλλά δεν έπιανε καλό σήμα πρωί – πρωί και ας ήταν ο πιο αποδοτικός. Ούτε θ΄ αντάλλασε με κάποιον κουβέντα στραβή, απλώς θα μούγκριζε αντί να βγάλει μιλιά πρωί – πρωί.

Τι να κάνει όμως, είχε τα πάνω του και τα κάτω του! Πάνω στη γη ζούσε και αυτός, δε γινόταν αλλιώς. Ξαφνικά, είδε μια μικρούτσικη μαργαρίτα που τεντωνόταν να δει ουρανό ανάμεσα σε μια ρωγμή της ασφάλτου. Αμέσως άρχισε να σκέφτεται την επόμενη βδομάδα, που ακριβώς έτσι θα ξέφευγε και ο ίδιος από την καθημερινότητα. Διακοπές μετά από σχεδόν δυο χρόνια με την καλή του. Περίμενε πώς και πώς! Μαζί με το ταπεινό λουλουδάκι, άνθισε και το χαμόγελό του. Θα κάνανε μεγάλες πεζοπορίες, δε θα είχε το άγχος του ξυπνητηριού. Θα αποτύπωνε ανεξίτηλα μέσα του ηλιόλουστα λιβάδια, να έχει να αναπολεί και να ζεσταίνει την καρδιά του τον ερχόμενο χειμώνα. Κάπως έτσι, περπατούσε στο πεζοδρόμιο χωρίς να πολυκοιτά μπροστά του, μέχρι που στούκαρε σε ένα αμάξι. Μονολόγησε, ποιος το καβαλά πάνω στο κράσπεδο, έλεος κάθε φορά. Μπουρλότο έγινε! Δεν σέβονται τίποτα και κανέναν, λες και ήταν υποχρεωμένος ν΄ ανεβοκατεβαίνει ή να σκουντουφλά στο ίσιωμα, αυτός που δεν άφηνε ραχούλα απάτητη! Να είναι απόλυτα νηφάλιος και να αναγκάζεται να περπατά σαν μεθυσμένος! Πού πήγαινε ο κόσμος μας, πόσο δεν άντεχε, δεν μπορούσε να χειριστεί την αναισθησία των γύρω του. Παρτάκηδες μέχρι τέρμα. Τι φχαριστιόταν απ΄ την ζωή αν δε δίνανε, δεν παραχωρούσαν, δεν μοιραζόντουσαν, δε βοηθούσαν; Ποιο νόημα βρίσκανε στην μέρα τους; Τίποτα δε θα παίρνανε μαζί τους, μόνο ό,τι αφήναν απλόχερα πίσω τους θα έστεκε για πάντα εκεί!

Τώρα θα τους έδειχνε τι θα πει Κανέλλος. Έκανε δυο μέτρα όπισθεν, πήρε φόρα και άρχισε να βαρά με όλη του την δύναμη κατακέφαλα το καπό. Γυάλιζε τόσο εκτυφλωτικά ο προφυλακτήρας στον ήλιο, που έβλεπε την αντανάκλασή του! Μα όχι για πολύ, ίσιωμα θα το έκανε! Ήταν πρώτος στο κουτουλίδι. Το καβάλησε μ΄ ένα σάλτο και οι οπλές του χοροπήδαγαν στον ουρανό! Δε θα του χαλούσαν ξανά τη διάθεση, αυτός θα τους την κατέστρεφε. Από ασημί κάμπριο, θα το έκανε τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο!

Μόλις άκουσε τις πρώτες φωνές απ΄ το καφενείο, σταμάτησε και έφυγε βολίδα. Σιγά μην τον πιάναν, μέχρι να οργανωθούν, παρ΄ όλο που ήταν παραδίπλα το τμήμα, θα είχε φθάσει στο κοπάδι και θα είχε χαθεί μες στους υπόλοιπους. Αυτόν λέγαν ασαλάγητο, αλλά οι άνθρωποι ήταν το χειρότερο είδος.  Ίσα που έφθασαν στα αυτιά του τα λόγια μεταξύ του ιδιοκτήτη και του αστυνομικού:

– Θα του κάνω μήνυση, μου κατέστρεψε το αμάξι με τα κέρατά του!

– Ποιανού; Του κριαριού; Μήπως να τον πάμε με τη διαδικασία του αυτοφώρου στο κελί; Δε θα ξανακαβαλήσεις πεζοδρόμιο και έληξε το συμβάν. Ο Κανέλλος είναι κύριος, όποτε κυκλοφορεί στο χωριό, ούτε μια κακαράντζα δεν αφήνει! Όχι σαν εσένα, που έχω βαρεθεί να σου κάνω παρατήρηση!

– Και εμένα τώρα ποιος θα μου πληρώσει την ζημιά;

– Ο τράγος άμα βγάλει γάλα!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: