,

Πάμε γι’ άλλα!

Δεν είχε στεγνώσει καλά – καλά το μελάνι του διαζυγίου της, όταν η Γιολάντα, εκ του Γεωργία – Αλεξάνδρα, υπέγραφε τα χαρτιά του δεύτερου γάμου της, θρησκευτικός κι αυτός. Ήταν μάλιστα τεσσάρων μηνών έγκυος, με το παιδί του καινούργιου συζύγου, φυσικά. Η Γιολάντα ήταν της φιλοσοφίας ότι τα πράγματα είναι απλά. Όποια κατάσταση δεν μας κάνει, μας καταπιέζει, μας στεναχωρεί, την αλλάζουμε! Δεν τα βρήκαν με τον νούμερο ένα σύζυγο, δεν τους κάλυπτε η σχέση, είχε καταντήσει κουραστική και τοξική, no problem, όμορφα και πολιτισμένα χωρίσανε και ο καθένας πήγε παρακάτω. Έτσι απλά! Παιδιά, σκυλιά δεν είχαν να χωρίσουν, γιατί να το παλεύουν; Η Γιολάντα μάλιστα διατεινόταν με υπερηφάνεια ότι διέθετε ένα συναισθηματικό διακόπτη, κυρίως στο κομμάτι ‘άντρες’. Δεν μαυροφορούσε την ψυχή της για κανέναν τους, ούτε καν για τον Αργύρη, τον πρώην άντρα της, με τον οποίο είχαν μοιραστεί αρκετά χρόνια κοινού βίου. Η ίδια αυτοχαρακτηριζόταν ως δυνατή και ρεαλίστρια. Συνειδητοποιούσε μάλιστα, ότι η βιοθεωρία της αυτή, ίσως ήταν ένας ισχυρός μηχανισμός άμυνας ώστε να αποφεύγει τα δράματα και τις απογοητεύσεις. Οι φίλες της την χαρακτήριζαν από αναίσθητη έως κυνική. Οι φίλες της… Άλλο κεφάλαιο κι αυτό.

Πώς τα είχε καταφέρει η Γιολάντα και είχε συγκεντρώσει όλες τις πικραμένες στην παρέα της. Η αλήθεια ήταν, ότι σαν άνθρωπος δεν έβαζε ‘ταμπέλες’ στους άλλους, ήταν δεκτική και πάντα πρόθυμη να ακούσει τα προβλήματα των συνανθρώπων της, κυρίως γυναικών, που της ανοίγονταν και ζητούσαν συμβουλές. Πολλές φορές μάλιστα, ήταν καταπέλτης, ιδίως όταν άκουγε καταστάσεις που περιλάμβαναν βία και εξευτελισμό. Επίσης, την ξενέρωναν πολύ οι διαβόητες ‘θυσίες’ για τα παιδιά. Τρανταχτό παράδειγμα η φίλη της η Μαρία.

«Πας καλά; Σε χορταίνει ξύλο και εσύ λες ότι μένεις μαζί του για τα παιδιά, για να μη χαλάσεις την οικογένειά σου, να μη τους στερήσεις τον πατέρα; Ποιον πατέρα ακριβώς; Αυτόν που χτυπάει τη μάνα τους, που δε τη σέβεται, που την εξευτελίζει; Aυτό το πρότυπο πατέρα θέλεις να έχουν; Θέλεις ο γιος σου μεθαύριο να γίνει σαν τα μούτρα του και η κόρη σου να θεωρεί την κατάσταση που βιώνεις εσύ φυσιολογική και να ανέχεται τα ίδια από το δικό της άντρα; Για σύνελθε σε παρακαλώ. Αν σκέφτεσαι το καλό των παιδιών σου, να φύγεις, πρώτα γι’ αυτά και μετά για σένα. Είναι επικίνδυνος!», εφιστούσε κάθε τόσο την προσοχή της φίλης της.

O συγκεκριμένος ήταν δύο σε ένα, διότι τις περισσότερες φορές συνδύαζε τη βία με τον αλκοολισμό. Η Μαρία εκεί, κερί αναμμένο, δίπλα στον κέρβερο που τους έκανε τη ζωή πατίνι.

Η Γιολάντα ήταν επίσης πολύ αυστηρή στο θέμα της απροκάλυπτης, φόρα – παρτίδα απιστίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο λιγούρης / πέφτουλας / δεν έχω αφήσει θυλυκιά γάτα άντρας της συναδέλφου της, της Αγγελικής. Κάθε φορά που περνούσε από το γραφείο να την πάρει, όλο και κάποια φλέρταρε, με τρόπο άκομψο και προσβλητικό, τόσο για την κοπέλα που το ‘δεχόταν’ όσο και για τη γυναίκα του, που την έκανε κυριολεκτικά ρόμπα στο χώρο εργασίας της και όχι μόνο. Τόσο πολύ αγανακτούσε η Aγγελική, που προτιμούσε να αλλάζει τρεις συγκοινωνίες παρά να έρχεται να την παίρνει με το αμάξι ο άντρας της. Τα παιδιά της το ίδιο. Την είχε πέσει ακόμα και στη δασκάλα του μικρού! Όπως πήγαινε, δεν θα τη γλίτωνε την καταγγελία!

«Καλά πώς τα ανέχεσαι αυτά; Εξευτελίζει κι εσένα και τα παιδιά. Αξιοπρέπεια δεν έχεις; Τι έχει να πει του έχεις κάνει τόσες συστάσεις να είναι σοβαρός και μετρημένος; Ρεζίλι σας έχει κάνει. Τρίξε του τα δόντια, να μαζευτεί! Στην ανάγκη παράτα τον!», συμβούλευε συχνά – πυκνά την συνάδελφό της, που κι αυτή έμενε με τον άντρα της για τα παιδιά κι ας ήταν ένα σίχαμα και μισό.

«Όταν μπει η κόρη σου στην εφηβεία θα κολλάει και στις φίλες της, να μου το θυμηθείς! Ο άνθρωπος έχει πρόβλημα!», προσπαθούσε ματαίως η Γιολάντα να την κινητοποιήσει.

Η κουμπάρα της η Άρτεμη, άρχισε να τη βάζει σε σκέψεις, όταν της ζητούσε συνέχεια δανεικά. Η κοπέλα ήταν η μητέρα της βαφτιστήρας της. Κάποτε, όταν έκανε στη μικρή δώρο ένα χρηματικό ποσό για τη γιορτή της, αρνητική εντύπωση της είχε κάνει ο τρόπος που ο πατέρας του κοριτσιού βούτηξε βίαια την ευχετήρια κάρτα και έφυγε με τα λεφτά. Τότε η κουμπάρα της, που ήταν ξαδέλφη του πρώην άντρα της, τής φανέρωσε το πάθος του συζύγου της για το τζόγο. Αυτός χρηματοδοτούσε μόνο την κακή του συνήθεια και το σπίτι το συντηρούσε η Άρτεμη. Γι’ αυτό ήταν στριμωγμένη και ζητούσε κάποιες φορές βοήθεια από τη Γιολάντα. Ντρεπόταν η Άρτεμη. Δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό ούτε στην οικογένειά της.

«Αυτός πρέπει να ντρέπεται, όχι εσύ. Εσύ είσαι μία κυρία που μεγαλώνεις το παιδί σου με αξιοπρέπεια. Αν το ήξερα, θα τα έδινα κρυφά τα χρήματα στη μικρή. Τέλος πάντων, τώρα έγινε. Άρτεμη, πρέπει να ζητήσει βοήθεια. Είναι άρρωστος. Έχει εθιστεί. Υπάρχουν φορείς που μπορούν να τον βοηθήσουν, φτάνει να το θέλει ο ίδιος. Μην ανέχεσαι άλλο την κατάσταση. Στην ανάγκη διώξε τον. Στο κάτω – κάτω το σπίτι δικό σου είναι, αυτός δεν προσφέρει τίποτα! Ταρακούνησέ τον!», συμβούλευσε τη γυναίκα που είχε φτάσει στα όρια της απελπισίας, καθώς ο άντρας της θεωρούσε τα τυχερά παίγνια απλώς ένα χόμπυ, να ξεφεύγει από την καθημερινότητα. Χώρια που πίστευε ότι πλησίαζε η μέρα που θα ’πιανε την καλή!

Αυτό που δεν καταλάβαινε η Γιολάντα ήταν πως οι γυναίκες αυτές, ενώ ήταν εργαζόμενες και μορφωμένες, ήταν παράλληλα τόσο ανασφαλείς. Εθελοτυφλούσαν, φοβόντουσαν, δίσταζαν να διώξουν τον άντρα – δυνάστη. Πραγματικά αδυνατούσε να καταλάβει πώς λειτουργούσαν.

Ο κατάλογος με τις προβληματικές συμπεριφορές τελειωμό δεν είχε. Άλλη μία ψυχοφθόρα και επικίνδυνη κατάσταση ήταν η παράφορη και συχνά αναίτια ζήλια. Η φίλη της, η Τέρψη, τη βίωνε στο έπακρο με τον δικό της. Εδώ τα πράγματα ήταν ελαφρώς καλύτερα και πιο ελπιδοφόρα, διότι δεν υπήρχε γάμος, ακόμα, και οικογένεια. Η Τέρψη ήταν μία εμφανίσιμη μεν κοπέλα, όχι όμως προκλητική. Ο Χρηστάρας της, θεωρούσε ότι ο κάθε άντρας που την χαιρετούσε, της μιλούσε, την πλησίαζε, ήταν και γκόμενός της. Συχνά ζητούσε το λόγο από τον ανυποψίαστο άνθρωπο, φέρνοντας την κοπέλα σε πολύ δύσκολη θέση. Είχε χάσει ακόμα και τη δουλειά, που με κόπο είχε βρει, εξαιτίας της σκηνής που είχε κάνει ο φίλος της στο γραφείο που εργαζόταν.

«Τι τον κρατάς ακόμα κοπέλα μου; Ο τύπος είναι ψυχοπαθής. Σου έχει κάνει τη ζωή κόλαση. Για ποιο λόγο μου λες; Και μην απαντήσεις ότι αυτό το αρρωστημένο πράγμα που νιώθει, είναι αγάπη. Και μη νομίζεις ότι θα στρώσει αν τον παντρευτείς. Χειρότερος θα γίνει. Είναι παθολογική η κατάστασή του. Ο άνθρωπος έχει κόπλεξ. Μακριά, όσο είναι καιρός ξέκοψε!», προσπαθούσε να αφυπνίσει την Τέρψη, που κατά κάποιον τρόπο κολακευόταν από την κτητικότατα του Χρήστου και δεν είχε καταλάβει μάλλον τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Η δε Βαρβάρα, είχε φορέσει πλερέζες για το ‘βάρβαρο’ δίλημμα που της είχε ο θέσει ο Σταύρακας, καλό κουμάσι και του λόγου του. Η Βαρβάρα ήταν παιδική φίλη της Γιολάντας. Ήταν μία κοπέλα ευαίσθητη και αρκετά εσωστρεφής, που είχε βιώσει αρκετές απογοητεύσεις και πάνω που νόμιζε ότι βρήκε τον άντρα της ζωής της, αυτός την έβαλε να διαλέξει, για να κάνουν το επόμενο βήμα και να συζήσουν. Ή τον Cookie ή εκείνον. Ο Cookie ήταν το ‘μωρό’ της Βαρβάρας, το σκυλάκι της, ένα γλυκύτατο pincer με εξαιρετικό χαρακτήρα, που τη συντρόφευε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τότε που έχασε τη μητέρα της. Η Βαρβάρα ήταν μοναχοπαίδι. Τον πατέρα της, στον οποίο είχε τρομερή αδυναμία, τον είχε χάσει αρκετά χρόνια πριν. Όταν ‘έφυγε’ και η μητέρα της, ήταν στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Η Γιολάντα της χάρισε τον Cookie. To σκυλάκι αυτό ήταν κυριολεκτικά η παρηγοριά της.

«Καλά μην ανησυχείς για τον Cookie. Θα τον πάρουμε εμείς στην ανάγκη, μας ξέρει και μας συμπαθεί. Κι εσύ μπορείς να τον βλέπεις όποτε θέλεις. Δεν είναι αυτό το ζήτημα. Αυτό που με χαλάει είναι ο τελεσιγραφικός και αυταρχικός τρόπος που απαιτεί να διαλέξεις. Μήπως είναι ένδειξη ενός ανασφαλούς χαρακτήρα, που τεχνηέντως επιδιώκει να περνάει το δικό του; Για πρόσεξέ το. Σήμερα είναι το σκυλί, αύριο μεθαύριο είναι κάτι άλλο, πιο σοβαρό ακόμα. Μπορεί να σε βάλει να διαλέξεις ανάμεσα σ’ εμένα και σε εκείνον! Θεωρώ, επίσης, τη στάση του εγωιστική, εφόσον δε λαμβάνει υπόψιν τα δικά σου ‘θέλω’, τις δικές σου ανάγκες. Αφού ξέρει πόση αδυναμία έχεις στον Cookie και πόσο σε έχει βοηθήσει. Τι τον πειράζει το σκυλάκι; Ξέρεις εξάλλου τις απόψεις μου για τους μη – φιλόζωους. Άνθρωπος που δε φέρεται καλά στα ζώα, είναι ικανός για τα πάντα!», προσπαθούσε κι εδώ να επιστήσει την προσοχή της φίλης της, για τις βαθύτερες πτυχές του χαρακτήρα του φίλου της.

Η Γιολάντα ήταν της άποψης ότι ‘το προλαμβάνειν κάλλιον του θεραπεύειν’. Οι ανύπαντρες φίλες της, μπορούσαν πιο εύκολα να απεγκλωβιστούν από προβληματικές και αδιέξοδες σχέσεις που ήταν προδιαγεγραμμένες σε αποτυχία. Αλλοίμονο στις παντρεμένες με παιδιά που δεν το αποφάσιζαν. Η ίδια είχε ένα αποτυχημένο γάμο στο ενεργητικό της, αλλά δεν είχε σημειωθεί ποτέ περιστατικό βίας, ασέβειας ή ηθικής. Με τον Αργύρη υπήρχε αλληλοσεβασμός, απλώς η σχέση δεν προχωρούσε. Από ένα σημείο και ύστερα, ζητούσαν τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο Αργύρης ήθελε η Γιολάντα να τον ακολουθεί κι εκείνη ήθελε να χαράξει δικούς της δρόμους. Η Γιολάντα ήθελε να γίνει μητέρα και ο Αργύρης ήθελε άλλη μία πενταετία, να εμπεδώσει την ιδέα και μόνο της πατρότητας. Έτσι, το έληξαν κοινή συναινέσει. Η Γιολάντα δεν έχασε χρόνο. Πήγε παρακάτω. Άρχισε να βγαίνει, να κάνει γνωριμίες, να κοιτάει μπροστά. Η στάση αυτή παρεξηγήθηκε από αρκετούς. Οι πιο αυστηροί κριτές ήταν οι ίδιες οι φίλες της.

«Καλά πώς το έχεις πάρει τόσο ψύχραιμα;», η μία. «Δε σε νοιάζει καθόλου;», η άλλη. «Μα γιατί δε προσπαθείτε να τα ξαναβρείτε;» η παράλλη. Για σταθείτε ρε κορίτσια! Τι να το βασανίζουμε; Η σχέση τελείωσε, είναι λήξασα, kapout! Χωρίς να πτοηθεί, ή να αισθανθεί την παραμικρή τύψη, η Γιολάντα συνέχισε τη ζωή της. Λίγους μήνες μετά το χωρισμό, και αφού είχε ολίγον πειραματιστεί με διάφορους τύπους, γνώρισε τον Αλέξανδρο σε μία κοινή παρέα. Η έλξη ήταν αμοιβαία. Του εξήγησε την οικογενειακή της κατάσταση, ότι ήταν σε διάσταση και το διαζύγιο είχε δρομολογηθεί, ήταν θέμα χρόνου. Ο ίδιος, μέχρι πρότινος διατηρούσε μια σχέση εξ αποστάσεως, καθώς η δική του έμενε σε άλλο νομό. Την έληξε, καθώς η πρώην κοίταζε καριέρες και ταξίδια. Αυτός ζητούσε γυναίκα με μόνιμη βάση για οικογένεια. Η τύχη, η αισιοδοξία, οι γρήγορες κινήσεις, η απουσία απελπισίας και μεμψιμοιρίας και το σύμπαν ολόκληρο, συνετέλεσαν ώστε η Γιολάντα να βρει τον άνθρωπό της και να ξεκινήσει την πολυπόθητη οικογένειά της.

Η Γιολάντα ήταν μία δυναμική γυναίκα που από ένα σημείο και ύστερα, έπιασε τη ζωή από τα μαλλιά και την οδήγησε εκεί που ήθελε αυτή. Προχωρούσε μπροστά. Κοίταζε πίσω μόνο όταν έψαχνε για ταξί. Πίστευε ότι ήταν λάθος για μία γυναίκα να τρέχει πίσω από άντρα και λεωφορείο, πάντα περνούσε το επόμενο. Έπεισε πρώτα τον εαυτό της και σιγά – σιγά και τις φίλες της, ότι η γυναίκα δεν είναι εισιτήριο, να την ακυρώνει το κάθε αρσενικό κατά το κέφι του. Ούτε καμιά κακή χοληστερίνη, να προσπαθεί συνέχεια να τη μειώσει. Επίσης, μία γυναίκα που μπορεί να σταθεί στα δυο δυνατά της πόδια, δεν έχει ανάγκη από άντρες – δεκανίκια.

«Δεν μας κάνεις κύριε; Δε σου κάνουμε εμείς; Δεν πειράζει. Πάμε παρακάτω. Πάμε γι΄ άλλα!».

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: