Ανακάτευε με το κουταλάκι το γάλα της. Δεν ήθελε να το πιει. Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος. Ήξερε τι επρόκειτο να γίνει. Το είχε ζήσει εξάλλου τόσες φορές. Χαμένη στις σκέψεις της, δεν πρόσεξε το μυγάκι που πετούσε πάνω από το γεμάτο ποτήρι. Με μια αδέξια κίνηση, το μυγάκι προσγειώθηκε τελικά μέσα στην κούπα της. Το κοίταξε θλιμμένα και μετά άρχισε να γελά και να κλαίει ταυτόχρονα. Σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Τι ειρωνεία! Έτσι θα ήταν κι εκείνη σήμερα στο καινούργιο της σχολείο.
Ντύθηκε ανόρεχτα, χτένισε τα σγουρά μαλλιά της και φώναξε στον πατέρα της ότι ήταν έτοιμη να φύγουν. Το σπίτι είχε φτιαχτεί όπως έπρεπε ώστε να αυτοεξυπηρετείται, αλλά το σχολείο; Σίγουρα δεν θα ήταν έτοιμο για τους δύο τροχούς της.
«Φτάσαμε!» είπε ο μπαμπάς με ενθουσιασμό.
«Μπράβο μας» απάντησε η Ειρήνη ειρωνικά.
Τώρα θα αρχίσει το σόου, σκέφτηκε. Πρώτα η μεγαλοπρεπής είσοδός μου. Το σχολείο δεν θα έχει ράμπα. Ο μπαμπάς θα σπρώχνει το καροτσάκι αγκομαχώντας, με χαμόγελο στα χείλη για να μην με στεναχωρήσει. Εννοείται ότι δεν θα υπάρχει ασανσέρ και πάλι θα πρέπει να ξεσπιτώσουν τα πρωτάκια και να τα στείλουν στον πρώτο ή στον δεύτερο όροφο, αφού η έκτη τάξη, εξαιτίας μου θα κάνει μάθημα στο ισόγειο. Οι γονείς των μικρών θα με κοιτούν με αντιπάθεια και όχι άδικα, κατά την γνώμη μου. Και θα αρχίσουν οι ψίθυροι, αυτή η ατέλειωτη φασαρία, νοήματα και σήματα πίσω από την πλάτη μου, που θα με ακολουθούν σε μία ακόμη ατέλειωτη χρονιά. Και όσο για τους φίλους… Χα! Το ξέρω το έργο. Την πρώτη μέρα όλοι γύρω μου, σαν το μελίσσι. Θα με χαιρετούν, θα μου μιλούν, μέχρι να βρεθεί ο πρώτος ο γενναίος που θα με ρωτήσει. «Πώς το έπαθες;»
Και αφού χορτάσουν την περίεργη ψυχή τους με λόγια και λέξεις, μετά θα με ξεχάσουν, γιατί εγώ δεν θα μπορώ να τρέξω, δεν
θα μπορώ να παίξω…
Γιατί να μετακομίσουν πάλι; Γιατί δεν την είχε αφήσει ο μπαμπάς της στη γνώριμη απελπισία της; Τι του ήρθε να πάρει μετάθεση στην άκρη της Ελλάδας; Ο μπαμπάς της ήταν γιατρός και μάλιστα πολύ καλός. Αν και δεν κατάφερε να σώσει την γυναίκα του μετά το φοβερό τροχαίο, ούτε την μονάκριβή του να την σηκώσει από το αναπηρικό αμαξίδιο.
«Ε! Ειρήνη μου, που τρέχει το μυαλό σου; Φτάσαμε».
«Φτάσαμε;»
Μα τόσο αφηρημένη ήταν που δεν κατάλαβε τις σκάλες; Το αγκομαχητό του μπαμπά; Γύρισε πίσω της και κοίταξε. Υπήρχε ράμπα! Κάτι είναι και αυτό μονολόγησε. Τουλάχιστον δεν θα κάνει άλλη γυμναστική ο φουκαράς ο μπαμπάς.
Πάμε παρακάτω, σκέφτηκε. Μετά το αγιασμό θα ξεκινήσει η παράσταση. Μόλις χωρίσουν τις τάξεις και στείλουν τα μικρά στον όροφο και δώσουν σε εκείνη, την ανάπηρη, το πολυπόθητο ισόγειο.
Η διευθύντρια μιλά, κάτι λέει για την έκτη.
«Και η έκτη μας, θα πάρει τον δεύτερο όροφο»
Μα πώς; Πώς θα φτάσω εγώ εκεί; Ε;
Και πριν να προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη της, ακούει την διευθύντρια να συμπληρώνει…
«Και μην ξεχνάτε, για τους φίλους μας που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να σκαρφαλώσουν μέχρι εκεί, υπάρχει και το ασανσέρ!
Θα έπαιρνε όρκο ότι η διευθύντρια της έκλεισε το μάτι! Άσε που της φάνηκε ότι και ο μπαμπάς χασκογελούσε κάτω από τα μεγάλα μουστάκια του. Ανέβηκε με ευκολία στη τάξη. Ξαφνικά ένιωσε λίγο πιο ανάλαφρη. Πάει και αυτός ο σκόπελος. Ένας μας έμεινε ακόμη… το περιβόητο διάλειμμα. Κατέβηκε με το ασανσέρ στο προαύλιο. Τότε, την πλησίασαν οι συμμαθήτριες της.
Αρχίζουμε! σκέφτηκε.
«Γεια, είμαι η Μαίρη».
«Εγώ η Άννα και αυτή η Μαρία».
Μετά τις συστάσεις, την ρώτησαν από πού τους έρχεται και άλλα πολλά.
Άντε, ρωτήστε να ξαλαφρώσετε και μετά φύγετε όπως κάνετε πάντα. Έβαζε στοίχημα με τον εαυτό της. Πιο γενναία μου φαίνεται η Άννα. Να δεις που αυτή θα ρωτήσει.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ξέπνοα η Άννα.
«Ναι, είπε με ένταση, ναι είμαι ανάπηρη, δεν περπατάω και μάλλον δεν θα ξαναπερπατήσω ποτέ. Σε τροχαίο το έπαθα και η μαμά μου σκοτώθηκε σε αυτό».
Μίλαγε θυμωμένα. Το άγχος και η ένταση όλης της μέρας, ξεχύθηκαν σα χείμαρρος από μέσα της.
«Εντάξει, είπε φανερά ταραγμένη η Άννα. Αν και λυπάμαι πολύ για αυτό που σου συνέβη, δεν ήθελα να σε ρωτήσω αυτό. Τα μαλλιά σου είναι τόσο σγουρά! Σαν δακτυλίδια».
«Ααα! Τα μαλλιά μου…» είπε η Ειρήνη, κατεβάζοντας τα μάτια από ντροπή για την προηγούμενη αντίδρασή της.
«Τα μαλλιά μου τα πήρα από την μαμά μου. Ήταν αφρικανή. Γνωρίστηκαν με τον μπαμπά μου στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά».
Η Ειρήνη συνέχισε να μιλά για ώρα. Τα κορίτσια ξετρελάθηκαν με την περιγραφή αυτού του υπέροχου έρωτα. Μπροστά τους έβλεπαν ένα νέο όμορφο κορίτσι, καρπό ενός μεγάλου έρωτα, που ένωσε δύο ηπείρους. Δεν έβλεπαν κανένα ανάπηρο κορίτσι ή κάτι που θα τους έφερνε λύπηση.
Στο δρόμο για το σπίτι με το αυτοκίνητο, η Ειρήνη σκεφτόταν ότι δεν ήταν το σχολείο με την ράμπα, την ειδική τουαλέτα ή το ασανσέρ, που την έκαναν να νιώθει τόσο ελεύθερη. Δεν ήταν τα χρήματα που δόθηκαν σε αυτό το σχολείο που της πρόσφεραν τόσα. Ήταν πάνω από όλα αυτοί οι γονείς, σε αυτήν την μικρή ελληνική πόλη, που είχαν μάθει στα παιδιά τους από τόσοι νωρίς, να αγαπούν χωρίς να κρίνουν, να αγκαλιάζουν χωρίς να φοβούνται. Ήταν η πρώτη φορά που η Ειρήνη δεν ήταν το ανάπηρο κορίτσι αλλά το κορίτσι με τα μαύρα μάτια, τα σγουρά μαλλιά και το σταρένιο δέρμα. Ήταν απλά μια όμορφη κοπέλα!