Προσπαθούσε να καταλάβει τι πήγαινε λάθος με τον γάμο του. Καθόταν στο καθιστικό και ξεφύλλιζε το αγαπημένο του βιβλίο. Το μεγάλο σπίτι ήταν διακοσμημένο με βαριά κλασικά και μπαρόκ έπιπλα. Ο Κάρλος έκλεισε το βιβλίο και το άφησε στο ξύλινο σκαλιστό τραπεζάκι και πάνω του ακούμπησε τα γυαλιά του. Έτριψε τα μάτια του και έγειρε την πλάτη του στην πολυθρόνα.
Ήταν κοντά στα σαράντα, τα μικρά ζαρωμένα του μάτια τα είχαν χαράξει οι ρυτίδες. Ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με χέρια φαγωμένα από την αλμύρα. Από μικρό παιδί ορφάνεψε και μπήκε στα καράβια. Η θάλασσα του φέρθηκε σκληρά, αλλά τον αντάμειψε όταν του γνώρισε την Λουίζα.
Είχε πιάσει λιμάνι στη Γαλλική Ριβιέρα όταν την είδε για πρώτη φορά. Είχε πάει για ένα σεμινάριο στο Μονακό και έκανε βόλτα μόνη της. Φορούσε ένα μακρύ λουλουδάτο φόρεμα και έκανε αέρα με τη βεντάλια της. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και για τους δύο. Μόλις ξεμπάρκαρε, πήγε και την βρήκε. Πέρασαν μαζί δύο ανεπανάληπτους μήνες. Ο Κάρλος είχε καταγοητευτεί από την καλοσύνη και την ταπεινότητά της. Την περνούσε δέκα χρόνια και την ήξερε τόσο λίγο, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο. Φρόντισε πριν φύγει για το επόμενο ταξίδι να στολίσει το δάχτυλό της με ένα εντυπωσιακό μονόπετρο.
Ο γάμος τους έγινε λίγους μήνες μετά, αμέσως μόλις γύρισε. Μόνο οι δύο τους και ο κολλητός του, που ήταν κουμπάρος. Αλλά του φαινόταν διαφορετική πια. Σαν κάτι να είχε αλλάξει. Της είχε προτείνει να τον ακολουθήσει στο επόμενο ταξίδι του, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Μέχρι να επιστρέψει, μισό χρόνο μετά, οι σκέψεις αυτές τον βασάνιζαν. Μήπως βιάστηκαν; Μήπως δεν ήταν ευχαριστημένη μαζί του; Δεν πρόλαβε καλά καλά να την γνωρίσει.
Εκείνη δεν είχε φίλους και παρέες και οι συγγενείς της ζούσαν στο εξωτερικό. Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα πριν πολλά χρόνια. Η μόνη της ασχολία ήταν να φροντίζει τα φυτά και τα λουλούδια στο πατρικό της. Πήγαινε κάθε μέρα ανελλιπώς. Ίσως ένα παιδάκι να ήταν η απάντηση στις ανησυχίες του. Έπιασε το αγαπημένο του βιβλίο και έκατσε να το διαβάσει. Ανάμεσα στις σελίδες βρήκε έναν φάκελο. Διάβασε με απορία το γράμμα που είχε μέσα. Με χέρια που έτρεμαν το έκρυψε στην τσέπη της ζακέτας του.
“Λουίζα!» φώναξε με όση ψυχραιμία μπορούσε να έχει ένα άνθρωπος που έτρεμε ολόκληρος.
«Παρακαλώ…», εμφανίστηκε εκείνη από την κουζίνα και έλυσε την ποδιά από την μέση της.
Ο Κάρλος την κοίταξε κατάματα έτοιμος να την σκοτώσει. Παρατήρησε τα ξανθά μαλλιά της που τα είχε πιασμένα ψηλά και κάποιες ατίθασες τούφες ξέφευγαν από τον κότσο. Τα μεγάλα γαλάζια της μάτια πάντα του θύμιζαν την πιο γαλήνια θάλασσα που είχε δει, έτσι της έλεγε. Τώρα του έμοιαζαν με άγρια τρικυμία. Δεν της είπε τίποτα για το γράμμα που ανακάλυψε όσο και αν το ήθελε. Προσποιήθηκε ότι έψαχνε τα γυαλιά του και εκείνη του έδειξε με το χέρι της το τραπεζάκι δίπλα του. Το ένστικτό του δεν είχε κάνει λάθος, κάτι πήγαινε στραβά τόσο καιρό. Ευχόταν μόνο να μην ήταν πολύ αργά.
Το απόγευμα, την χαιρέτησε με ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και στάθηκε στην πόρτα να την κοιτάζει να φεύγει.
«Δεν θα αργήσω γλυκέ μου», του είπε με ήρεμη φωνή καθώς απομακρυνόταν. «Πρέπει να πάω να δω τα λουλούδια μου».
Ο Κάρλος έτρεξε στην ντουλάπα και τράβηξε απότομα την καμπαρντίνα του από την κρεμάστρα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και η ατμόσφαιρα είχε έναν παράξενο αέρα. Παρακολουθούσε προσεχτικά το αμάξι της και τα τερτίπια της μητέρας φύσης. Είχε σηκωθεί αέρας που παράσερνε χώματα και φύλλα δημιουργώντας σκόνη που απλωνόταν σαν νέφος ομίχλης. Κατάλαβε ότι ήταν όντως ο δρόμος που έβγαινε στο πατρικό της. Τουλάχιστον σε αυτό δεν του είχε πει ψέματα.
Σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην στροφή πριν το σπίτι για να μην τον αντιληφθεί. Έψαξε στο ντουλαπάκι και βρήκε έναν φακό. Περπάτησε αργά και προσεχτικά, ενώ παρατηρούσε σε ποια δωμάτια έμπαινε η Λουίζα βλέποντας τα φώτα να ανάβουν και να σβήνουν. Έμεινε ανοιχτό μόνο το φως της σοφίτας. Μπήκε από το μισάνοιχτο παράθυρο στην κουζίνα, πέρασε στο σαλόνι και ανέβηκε την σκάλα. Κρατούσε την ανάσα του σε κάθε βήμα και κοιτούσε ένα ένα τα σκαλοπάτια που πατούσε. Στάθηκε έξω από την πόρτα της σοφίτας και άκουσε ομιλίες. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι έλεγαν και με τις τελευταίες σταγόνες υπομονής να στερεύουν μέσα του μπούκαρε σαν σίφουνας.
«Δεν έχω σκοτώσει ποτέ άνθρωπο!» δήλωσε σφίγγοντας τις γροθιές του.
«Και ούτε πρόκειται!», απάντησε εκείνη και τον σημάδεψε με το περίστροφό της.
Η οργή επισκίασε κάθε του φόβο και την παραμέρισε, ενώ εκείνη είχε συνέχεια το όπλο της στραμμένο πάνω του. Ο Κάρλος κοίταξε την Λουίζα που έκλαιγε πεσμένη στο πάτωμα, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της ένα μικρό αγόρι. Έσκυψε και τους φίλησε με δάκρυα στα μάτια ψιθυρίζοντας πόσο τους αγαπάει. Χάιδεψε σοκαρισμένος το παιδί. Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά τους, κάνοντας το σώμα του ασπίδα για να τους προστατέψει.
«Σου είχε πει ότι ζω στο εξωτερικό, σωστά; Για να μη σε αφήσει να με γνωρίσεις…», τον είπε η Σαβίνα και τέντωσε το χέρι της σημαδεύοντας την καρδιά του.
«Ναι και δεν απορώ γιατί το έκανε!», κούνησε θετικά το κεφάλι και έστρεψε το πρόσωπό του στην Λουίζα. Κάθε σημείο του προσώπου τους ήταν απόλυτα όμοιο. Κάθε λεπτομέρεια στο σώμα τους ήταν ολόιδια. Ήταν η μία αντίγραφο της άλλης.
«Μαμά, φοβάμαι!», τραύλισε το αγοράκι.
«Ξέρεις τι είναι να μεγαλώνεις με μια αδερφή που είναι καλύτερη από εσένα σε όλα;» ρώτησε η Σαβίνα τον Κάρλος. «Ξέρεις πώς είναι ό,τι κι αν κάνεις να μην είναι ποτέ αρκετό; Πάντα ήμουν λίγη μπροστά της. Η Λουίζα ήταν το καλύτερο παιδί, η άριστη μαθήτρια, η πιο ικανή, η πιο έξυπνη. Είχε τους πιο πολλούς φίλους, τις περισσότερες κατακτήσεις. Εγώ ήμουν η σκιά της. Μα τι λέω; Ούτε καν η σκιά της!» γέλασε.
«Την φυλάκισες Σαβίνα! Πήρες την θέση της τόσο καιρό. Με εξαπάτησες! Δεν έχεις δικαίωμα να βασανίσεις έτσι έναν άνθρωπο, ό,τι κι αν έχεις περάσει! Και το παιδί; Τί φταίει εκείνο;»
«Μη μου υψώνεις εμένα τον τόνο της φωνής σου, γιατί θα τινάξω τα μυαλά σου στα πόδια του γιου σου!».
«Όχι, το παιδί», μουρμούρισε εκείνος. «Το παιδί τι σου έφταιξε;» την ρώτησε ξανά.
«Παράπλευρες απώλειες», απάντησε αδιάφορα.
«Έμαθα ότι είμαι έγκυος λίγες μέρες πριν τον γάμο. Ήμουν μαζί με την Σαβίνα όταν έκανα το τεστ. Το κατάλαβα ότι κάτι κακό σκεφτόταν. Είδα εκείνο το βλέμμα στα μάτια της. Κάτι ετοίμαζε. Φοβήθηκα για εσένα. Δεν πρόλαβα να κάνω κάτι!».
«Δε φταις εσύ, Λουίζα μου. Εκείνη ήθελε πάντα να πάρει την θέση σου».
«Αρκετά με ψυχολόγησες, καπετάνιε. Και εσύ Λουίζα, θες να μου πεις ότι κατάλαβες ότι θα σε απήγαγα και θα σε κλείδωνα εδώ πάνω;» ρώτησε με ειρωνεία.
«Ναι, τουλάχιστον πρόλαβα και ειδοποίησα τον Κάρλος. Του άφησα ένα γράμμα κρυμμένο στο αγαπημένο του βιβλίο. Έστω και τώρα έμαθε την αλήθεια και ήρθε. Τελείωσε, Σαβίνα».
«Θες να τρελαθώ ακόμα περισσότερο;» μούγκρισε. «Θες να με κάνεις πιστέψω ότι ακόμα είσαι καλύτερή μου; Ότι ακόμα είσαι πιο έξυπνη από εμένα;» κούνησε τα χέρια της πέρα δώθε στον αέρα. «Θες να μου πεις ότι είσαι τόσο καιρό κλεισμένη εδώ μέσα και ήξερες ότι θα καταλάβει την αλήθεια και θα έρθει να σε σώσει;»
«Αν ζούσαν οι γονείς μας θα ντρέπονταν για τους κόπους που έκαναν να σε βοηθήσουν, Σαβίνα. Ποτέ δε σε έκανε κανείς μας να νιώθεις μειονεκτικά. Εσύ ποτέ δεν αποδέχτηκες και δεν αγάπησες τον εαυτό σου όπως ήταν και έγινες επικίνδυνη για τους γύρω σου και για εσένα», σκούπισε τα μάτια της η Λουίζα.
«Μαμά…», ψέλλισε ξανά το αγόρι και κοίταξε μπερδεμένο την Σαβίνα.
«Δεν είμαι η μαμά σου!», παραδέχτηκε. «Της μοιάζω, αλλά δεν είμαι αυτή. Ποτέ δεν θα είμαι», συνειδητοποίησε. Έστρεψε το όπλο στον εαυτό της και έκλεισε τα μάτια της.
Ο Κάρλος έπεσε πάνω στην οικογένειά του, κρύβοντας πίσω του την Σαβίνα που έπεφτε νεκρή στο πάτωμα. Πήρε στην αγκαλιά του το αγόρι και σκέπασε το πρόσωπό του με την καμπαρντίνα του. Με το άλλο χέρι τράβηξε την Λουίζα έξω από την φυλακή της.
Πέρασε καιρός για να μπορέσουν να το συζητήσουν ξανά χωρίς η Λουίζα να ξεσπάει σε κλάματα. Πέρασε καιρός μέχρι να βρουν έναν φυσιολογικό ρυθμό στην ζωή τους και να καταφέρουν κάπως να το ξεπεράσουν. Παντρεύτηκαν με μια λιτή τελετή σε ένα μικρό ξωκκλήσι. Έφτιαξαν καινούργιο άλμπουμ με τις φωτογραφίες τους και έκαψαν το γράμμα που είχε βρει μέσα στο βιβλίο ο Κάρλος.
«Η γυναίκα που θα παντρευτείς δεν θα είμαι εγώ! Θα με απαγάγει απόψε! Φοβάμαι για εσένα. Βοήθεια!»
Ο Κάρλος πήρε την απόφαση να σταματήσει να ταξιδεύει για να είναι κοντά στην οικογένειά του, που μεγάλωσε με δύο κορίτσια. Εκείνο το απόγευμα έβαλε ένα ποτό και κάθισε στην πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας το αγαπημένο του βιβλίο. Η Λουίζα καθόταν κοντά του και διάβαζε ένα περιοδικό.
«Τι κοιτάς, αγάπη μου;» την ρώτησε τρυφερά βγάζοντας τα γυαλιά του.
«Συνταγές μαγειρικής, γλυκέ μου! Ψάχνω ιδέες για τον μπουφέ του πάρτι. Την επόμενη Κυριακή έχουν γενέθλια οι δίδυμες», αποκρίθηκε εκείνη.
C.C.