,

20η του Νοέμβρη

Είναι 2 το ξημέρωμα, έξω έχει ένα κρύο άλλο πράμα και το σαλόνι είναι θεοσκότεινο, με εξαίρεση το τζάκι. Γεμίζει το ποτήρι του με το καλό ουίσκι, το ξεχωριστό. Εκείνο που κρατούσε για ξεχωριστές περιστάσεις. Καμιά περίσταση δεν ήταν τόσο ξεχωριστή έως σήμερα, για να το πιει. Κάθεται απέναντι από το τζάκι και χαμογελά πικρά. Πόσο κλισέ… σκέφτεται. Ένας ακόμη σαρανταπεντάρης, μόνος απέναντι από το αναμμένο τζάκι, να πίνει το ποτό του. Σαν ταινία κατάντησες…

Η γυναίκα του, η Πριγκίπισσά του, επιτέλους κατάφερε να κοιμηθεί πριν κανένα μισάωρο, αφού της έδωσε τα χάπια που του σύστησε ο γιατρός τους. Είπαμε, ξεχωριστή μέρα. Τόσο ξεχωριστή, που ο ίδιος έδιωξε όλο το προσωπικό του σπιτιού από το μεσημέρι κι έπειτα που γύρισαν στο σπίτι. «Πάντε σπίτια σας για σήμερα. Αύριο πάλι» και μόνο τότε συνειδητοποίησε πόσους απασχολεί αυτό το σπίτι ώστε να μοιάζει με καλοκουρδισμένη μηχανή. Μόνος επιτέλους, σκέφτηκε και άρχισε να θυμάται.

Όταν γνώρισε την πριγκίπισσά του, εκείνος ήταν 21 και εκείνη στα 17. Κοινωνική, έξυπνη, με φινέτσα. Η οικογένειά της στεκόταν πολύ καλά στην επαρχιακή τους πόλη. Όχι επιφανείς, αλλά σίγουρα είχαν τον τρόπο τους. Με λίγα λόγια, ό,τι ακριβώς δεν ήταν ο ίδιος και οι δικοί του. Εκείνος έμοιαζε περισσότερο με ρεμάλι, παρά με ιδανικό ταίρι για ένα τέτοιο πλάσμα. Όσο για τη δική του οικογένεια, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς ως ρημαδιό.

Οι γονείς του από πάντα δεν τα πήγαιναν καλά. Τώρα με ποιο σκεπτικό αποφάσισαν να παρθούν, ενώ ήξεραν ότι μεταξύ τους άκρη δεν θα έβγαινε, ένας Θεός το ξέρει. Πάντως, ο ίδιος ήταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού όταν ο πατέρας του πήγε μια μέρα για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε. Για μήνες δεν ήξεραν καν που βρισκόταν. Να είχε φύγει από την πόλη τους; Να ήταν ακόμα εκεί; Πάντως ούτε φαινόταν, ούτε ακουγόταν. Η μάνα του δεν έσκασε και ιδιαίτερα. Πολύ σύντομα διάφοροι λεβέντες της περιοχής ξεκίνησαν να κάνουν επισκέψεις στο σπίτι τους. «Όχι για τα χρήματα» όπως έλεγε η μάνα του «αλλά για την ευχαρίστηση του πράγματος». Και μάλλον το εννοούσε. Άλλωστε, δεν πεινούσαν κιόλας. Ας ήταν καλά η γιαγιά του, που τα έσταζε κανονικότατα “για το παιδί”. Κι ας μην είχε σχεδόν ποτέ φαΐ το σπίτι. Οι γειτόνισσες είχαν συνεννοηθεί και κάθε μέρα φιλευόταν το παιδί στο σπίτι της κάθε μιας. Ο μικρός μεγάλωνε από κεκτημένη ταχύτητα. Κι έτσι στην αρχή το «Άμε να παίξεις στην αυλή», έγινε «Τράβα στην πλατεία να βρεις τα παιδιά», προσπαθώντας να τον κρατάει όλο και πιο πολλές ώρες εκτός σπιτιού. Ώσπου ένα μεσημέρι, όταν εκείνος ήταν στην τελευταία τάξη του Λυκείου, η μάνα του τον ενημέρωσε ξερά πως «Απόψε θα έρθουν κάνα δυο φίλοι για παρτάκι. Κοίτα να περάσεις το βράδυ σου αλλού». Θυμάται να μαζεύει τον σάκο του σχολείου και ένα κουβάρι ρούχα. Έμεινε στον κολλητό του εκείνο το βράδυ. Το επόμενο μεσημέρι, όταν μπήκε στο σπίτι, βρήκε εκείνη και έναν άλλο τυπά ξεβράκωτους και σωριασμένους στο κρεβάτι. Παραπέρα, ένας άλλος ημίγυμνος και λιπόθυμος ροχάλιζε στο πάτωμα.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η καινούργια του ζωή, ήθελε δεν ήθελε. Ο πατέρας του κολλητού του είχε συνεργείο και τον πήρε δοκιμαστικά για λίγο καιρό. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο. Γιατί από όταν άρχισε να δουλεύει εκεί, ένιωσε άλλος άνθρωπος. Μέσα στα λάδια, τις βαλβολίνες και τα εξαρτήματα, κατάλαβε ότι αυτό ήταν το ταλέντο του. Μέσα σε λίγο καιρό, στο μυαλό του κυκλοφορούσαν σαν τρισδιάστατα σχέδια οι συνδεσμολογίες των μηχανών. Βρήκε και τον δικό του πατέρα και συμφώνησαν να μένει μαζί του, στο άθλιο διαμέρισμα που έμοιαζε με σπιρτόκουτο, αρκεί να συνέδραμε οικονομικά ο μικρός για τα βασικά έξοδα. Τέσσερα χρόνια μετά, ήταν ο βασικός μηχανικός μετά τον κυρ-Μιχάλη στο συνεργείο. Κάτι το Τεχνικό Λύκειο που είχε τελειώσει στην ειδικότητα, κάτι η πατρική ενθάρρυνση του αφεντικού και περισσότερο απ’ όλα το ταλέντο και η εύστροφη σκέψη του Αντώνη, τον έκαναν να ξεχωρίζει με διαφορά στη δουλειά. Είχε δικά του χρήματα πια, ένα δικό του συμμαζεμένο σπιρτόκουτο, αλλά παρέμενε κλειστός και λιγόλογος. Κάπου εκεί γνώρισε την Πριγκίπισσά του. Από τη μία μακάριζε την τύχη του κι από την άλλη αναρωτιόταν τι σκατά του βρήκε εκείνου μια τέτοια ύπαρξη.

Αυτά σκεφτόταν 6 μήνες μετά την πρώτη τους γνωριμία, καθώς έπαιρνε την κατηφόρα για να την συναντήσει. Εκείνη τη μέρα, θα γνώριζε την αδερφή της. Κι αυτός που πάντα ήταν ψύχραιμος και αχαμπάριστος από κοινωνικές αβρότητες, τον έκοβε ιδρώτας. Γιατί αν και δεν ήξερε και πολλά για τους δικούς της, ήξερε τρία βασικά πράγματα για την αδερφή της. Πρώτον, ήταν γιατρός, δεύτερον, περνούσε την Πριγκίπισσα πάνω από 15 χρόνια και τρίτον και κυριότερο, ήταν η γενική κουμανταδόρισσα και των δύο οικογενειών. Τόσο της συζυγικής της οικογένειας όσο και της πατρικής. Αν εκείνη έλεγε ναι σε μείζονα θέματα, όλοι σιγά σιγά πείθονταν και συμφωνούσαν. Αν όμως έλεγε όχι, τον κώλο σου να βάραγες κάτω, οι πόρτες της οικογένειας παρέμεναν κλειστές.

Όταν έφτασαν στο σπίτι της, το κορίτσι άνοιξε με τα δικά της κλειδιά. Το σπίτι μοσχομύριζε μπισκότο και λουλούδια. Στο λεπτό εμφανίστηκε μια παιδική φάτσα που ούρλιαξε «Θείααα!» και κρεμάστηκε από την πριγκίπισσα, κλέβοντας φιλιά, αγκαλιές και γαργαλητά. Κι έπειτα ξεπρόβαλλε Εκείνη κι αυτός κεραυνοβολήθηκε. Δεν ήταν όμορφη. Ίσως εντυπωσιακή, αλλά και πάλι… Είχε ένα χαμόγελο τόσο οικείο και έμοιαζε καταπληκτικά στο κορίτσι του. Τόσο πολύ, που ήταν σαν να έβλεπε το μέλλον της. Τα μάτια όμως ήταν το κάτι άλλο. Ενώ η μικρή του είχε παραμυθένια πράσινα μάτια, Εκείνης ήταν καστανά. Μέσα τους όμως, είδε πεντακάθαρα δυο φωτίτσες να χορεύουν. Δυο φωτίτσες που ζέσταιναν μέχρι και την πιο παγωμένη γωνίτσα της ψυχής του. Το υπόλοιπο απόγευμα πέρασε με Εκείνη να μην κάνει σχεδόν καμία ερώτηση, πέρα από κάνα δυο τυπικές. Όλα μόνος του της τα ’πε. Κι αυτή άκουγε κι αγόραζε. Τον διάβασε σαν ανοιχτό βιβλίο. Εκείνος, που δεν μιλούσε. Εκείνος, που είχε εκφραστικές δεξιότητες οχτάχρονου, έγινε χείμαρρος, καταθέτοντας μέχρι και τα όνειρά του στη συζήτηση τους. Φεύγοντας, σκεφτόταν σε όλο τον δρόμο, ότι ούτε μπισκότα τους κέρασε, ούτε λουλούδια είδε να υπάρχουν στο σπίτι. Έτσι θα μυρίζει ένα καλό σπίτι φαίνεται, κατέληξε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος.

 

****** ****** ******

 

Ο καιρός πέρασε και η πριγκίπισσα έδωσε εξετάσεις. Πέρασε στο Οικονομικό της παραδιπλανής μεγαλούπολης και όταν πλησίασε ο καιρός να φύγει, το κλάμα πήγαινε σύννεφο. Κάποια στιγμή έφτασε σε σημείο να του πει ότι δεν ήθελε να πάει. Έκλαιγε για να μείνει εκεί μαζί του. Ο Αντώνης εξαγριώθηκε. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Έριξες τόσο διάβασμα για να κάτσεις εδώ να κάνεις Ανωτέρα Παντρευτική; Νοικοκυριό και σπίτι, ενώ έχεις τέτοιες δυνατότητες; Είσαι σοβαρή; Θα πας και θα είσαι και η καλύτερη. Είμαι τόσο σίγουρος για σένα». Αν έπρεπε, θα την πήγαινε σηκωτή ο ίδιος. Γιατί ήξερε πως το κορίτσι του ήταν φτιαγμένο για επιχειρήσεις. Ήταν πλασμένη διανοητικά και κοινωνικά για να διαπρέψει. Φυσικά πήγε. Και να, τα τηλέφωνα όλη την ώρα. Κάθε σαββατοκύριακο ανελλιπώς εκεί ο Αντώνης. Όταν πια ήρθε η πριγκίπισσα για τις διακοπές του καλοκαιριού, επέστρεψαν μαζί στη μεγαλούπολη τον Σεπτέμβρη.

Σχεδόν τίποτα δεν το συνέδεε πια με τον τόπο εκείνο. Ο πατέρας του είχε φύγει σε άλλη πόλη από καιρό. Έριξε μαύρη πέτρα και με το ζόρι μιλούσαν μια στο τόσο. Τη μάνα του είχε να την δει από εκείνο το πρωινό που είχε μαζέψει τα τελευταία του πράγματα σε μια σακούλα. Δεν την έψαξε ξανά, δεν τον έψαξε ούτε κι εκείνη. Η γιαγιά είχε φύγει από αυτόν τον κόσμο. Αποχαιρέτισε το αφεντικό, που του έχωσε με το στανιό κάτι χρήματα στην τσέπη. «Στο καλό παλικάρι μου. Να μας έρχεσαι, να μας θυμάσαι». Κέρασε και μια κάβα ποτά τους μετρημένους φίλους του, το βράδυ πριν την αναχώρηση.

Δυσκολεύτηκε κάπως στην αρχή ο Αντώνης, αλλά όταν πια έπιασε δουλειά, απογειώθηκε. Το πρωινά ο ένας στη δουλειά, η άλλη στη σχολή. Και τα βράδια, αχ τα βράδια… Βόλτες και αγκαλιές και έρωτας. Πολύς έρωτας. Άνθισε το δυαράκι, γέμισε και ξεχείλισε. Την παρακολουθούσε να ξεπατώνεται στο διάβασμα σε κάθε εξεταστική και καθόταν πιο ήσυχος από ποτέ. Να μην την ενοχλήσει. Εκείνη έστελνε αβέρτα τάπερ. Ή για να ακριβολογούμε, έκανε 50 χιλιόμετρα πάνε κι άλλα τόσα έλα, για να τους τα φέρει μέχρι την πόρτα τους. Αλλά ούτε για τσιγάρο δεν έμπαινε. «Σε 10 μέρες που θα τελειώσει η εξεταστική» έλεγε «θα έρθω και θα με βγάλει η αδερφή μου. Εσύ απαλλάσσεσαι!» συμπλήρωνε γελώντας κι έφευγε για να μην ενοχλήσει.

Έφτασε Νοέμβρης και το κρύο ξύριζε εκείνες τις ημέρες. Είχε αρπάξει μια ιωσάρα ο Αντώνης από την δουλειά και φυσικά, κόλλησε και την πριγκίπισσα. Ο ίδιος την χαζοπάλευε με δέκατα και εξάντληση. Αλλά το κορίτσι ψηνόταν κυριολεκτικά. Κάποια στιγμή, η μικρή του έχασε επικοινωνία με το περιβάλλον. Ο Αντώνης πάνιασε από τον φόβο. Βρε την ταρακουνούσε, βρε την φώναζε. Τίποτα αυτή. Πήρε Εκείνη, έντρομος. Τον καθησύχασε. «Είναι κάπως ευαίσθητη στο πυρετό από μικρή» τον ενημέρωσε. Του έδωσε οδηγίες και του είπε ότι ξεκινάει να έρθει. Σε 25 λεπτά ήταν ήδη στην πόρτα τους. Μέσα στη νύχτα. Της έβαλε ορό και την γιατροπόρεψε όπως έπρεπε. Ο πυρετός άρχισε να πέφτει με γρήγορους ρυθμούς. Τον εξέτασε κι εκείνον. Έπειτα έπιασε δουλειά στην κουζίνα. Φυσικά και είχε φέρει τάπερ μαζί της. Φυσικά και θα μαγείρευε. Τι άλλο περίμενα; σκέφτηκε σαρκαστικά.

Οι ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι αντικρυστά στους καναπέδες. Εκείνη μαγείρευε και όλο γύρναγε και κοιτούσε μια τον ένα και μια τον άλλο. Όταν τελείωσε, πήρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι από τον Αντώνη. Στα χέρια της είχε μια σουπιέρα με κοτόσουπα. Τον έβαλε να ανακαθίσει και πήγε να του την δώσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε.

– Η μικρή δε θα φάει;

– Η μικρή έχει τον ορό. Ενυδατώνεται επαρκώς και τώρα θα κοιμηθεί για να δυναμώσει. Εσύ αντίθετα, θέλεις άλλη στήριξη, του είπε και έδειξε την σούπα.

– Δεν θέλω, δεν μπορώ, της είπε εξαντλημένος.

– Ναι, αλλά έτσι δεν κάμνουμε δουλειά…

Και τότε Εκείνη έπιασε και του έβαλε την πετσέτα στο λαιμό. Άρχισε να τον ταΐζει στο στόμα. Σαν μωρό. Προσεκτικά. Μελετημένα. Λίγο λίγο, για να μην μπουκώσει. Τα μάτια της δεν είχαν τώρα τις φανταχτερές τους φωτίτσες. Έμοιαζαν ανήσυχα, ελαφρώς. Από την άλλη ο Αντώνης μέσα στην παραζάλη του, όταν κατάλαβε τι επρόκειτο να κάνει, τον πήρε το παράπονο. Γιατί δε θυμάται την μάνα του να τον ταΐζει στο στόμα σαν Εκείνη; Γιατί δεν θυμάται τα δικά της μάτια ανήσυχα και κουρασμένα από το ξενύχτι; Πώς μπορεί μια ξένη να του φέρεται σαν μάνα, ενώ η δικιά του εξαφανίστηκε; Τον έδιωξε, πανάθεμά την. Για να πηδηχτεί με τους ξεβράκωτους… Άρχισαν τα μάτια του να τρέχουν βουβά. Σταμάτησε να τον ταΐζει. Άγγιξε το μέτωπό του για να δει εάν έχει πυρετό. Της το έπιασε και το κατέβασε στο μάγουλό του σαν χάδι. Το έφερε μπροστά του και φίλησε την παλάμη της. Και τι περίεργο, στα ρουθούνια του ήρθε μυρωδιά από μπισκότο και λουλούδια.

– Μάνα μου, είπε σχεδόν μουρμουρίζοντας.

– Αχ, τι σου κάνει ο πυρετός… απάντησε μειδιώντας ελαφρά Εκείνη.

– Δεν είναι ο πυρετός…

Τη μέρα εκείνη, που έγραφε 20 του Νοέμβρη, έγινε μια άτυπη υιοθεσία. Τώρα το ποιος υιοθέτησε ποιον, είναι μιαν άλλη ιστορία. Πάντως από τότε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ο Αντώνης της πήγαινε κι από ένα δώρο. Ήταν η δική του γιορτή της Μητέρας, μέσα στο καταχείμωνο. Το τελευταίο του ήταν ένα κρεμαστό με το πιο σπάνιο μαργαριτάρι που βρήκε στο ταξίδι του στην Βιρμανία. Κάθε χρόνο εκτός από σήμερα. Σήμερα πίνει το “ξεχωριστό” του ουίσκι και κλαίει βουβά για Εκείνη, που την έχασε στα 57 της χρόνια. Κοιτά το ρολόι του και η ώρα έχει πάει 3. Ο Θεός θα ξημερώσει σε λίγο την 20η του Νοέμβρη.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: