Το ταξί σταματάει έξω από την πολυκατοικία. Λεφτά αλλάζουν χέρια και η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει. Ένας άντρας βγαίνει. Είναι κοντακιανός και φοράει παλτό, πάνω από το ακριβοπληρωμένο του κουστούμι. Προσέχει να μην πατήσει στις λάσπες. Κλείνει την πόρτα και το κίτρινο ταξί χάνεται στους δρόμους της Αθήνας.
Ο Ραφαήλ περνάει την πόρτα της αυλής που περιτριγυρίζει την πολυκατοικία. Ακούει μπουμπουνητά και στάλες πέφτουν με δύναμη. Το φεγγάρι δεν υπάρχει στον ουρανό. Τίποτα δεν φαίνεται να υπάρχει στον ουρανό. Μόνο παροδικές γαλάζιες λάμψεις. Κάνει κρύο και η ανάσα του βγαίνει συννεφιασμένη.
Έξω από την πολυκατοικία βλέπει δύο αμάξια, το ένα πιο πολυτελές από το άλλο. Είναι πρόχειρα παρκαρισμένα το ένα κοντά-κοντά στο άλλο.
Κάθε φορά τα ίδια, σκέφτεται. Δεν τον πειράζει. Έχει συνηθίσει.
Χτυπάει το κουδούνι. Μια αγχωμένη φωνή τον ρωτάει ποιος είναι. Της λέει. Η γυναίκα δοξάζει τον Θεό και πατάει το κουμπί. Ένας ηλεκτρικός βόμβος διατρέχει το αόρατο κύκλωμα της πολυκατοικίας. Ο Ραφαήλ μπαίνει και πάει στο παλιό ασανσέρ.
Καθώς ανεβαίνει προς τον τέταρτο όροφο, απολαμβάνει τη ζέστη και σκέφτεται. Υπολογίζει. Πόσοι μένουν ακόμα; Ποιοι μένουν ακόμα; Έχει ταξιδέψει σε όλες τις ηπείρους. Όπου τον χρειάζονται. Είναι σαράντα χρονών. Σε αρκετά καλή σωματική κατάσταση. Έχει στο λογαριασμό του σχεδόν τρία εκατομμύρια. Οι υπηρεσίες του – Παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης -, που υπάρχουν αναρτημένες στο Διαδίκτυο σε διαφορετικές γλώσσες, κοστίζουν πολλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε επαγγέλματα σαν και το δικό του. Αλλά ο Ραφαήλ συχνά πληρώνεται και τετραψήφια ποσά, και υπάρχει λόγος γι’ αυτό: δεν αναλαμβάνει μόνο “συνηθισμένες” περιπτώσεις. Μερικά από τα περιστατικά που τον καλούν να φροντίσει, μπορεί να αποδειχτούν πολύ απειλητικά για την σωματική και πνευματική ακεραιότητα του θεραπευτή. Ο Ραφαήλ έχει αποδεχτεί αυτό το ρίσκο. Γιατί κάποτε, όντας φοιτητής ακόμα, χρειάστηκε και εκείνος μια αντίστοιχης σοβαρότητας βοήθεια και την είχε. Αλλά το πράγμα είχε στραβώσει, σχεδόν εξ αρχής. Ο καθηγητής του βρέθηκε αντιμέτωπος με μια κατάσταση που δεν είχε ξανασυναντήσει, και έτσι οι μέθοδοι θεραπείας του αποδείχτηκαν ανεπαρκείς. Ανεπαρκείς για τον νεαρό Ραφαήλ και για τον ίδιο. Με τη διαφορά, όμως, ότι πάνω από είκοσι χρόνια μετά, ο καθηγητής βρισκόταν κλεισμένος σε πτέρυγα ψυχιατρικής κλινικής, τη στιγμή που ο Ραφαήλ κυκλοφορούσε ελεύθερος.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι εν τέλει ο καθηγητής κάτι κατάφερε.
Και ίσως να έχει δίκιο. Ίσως.
Το ασανσέρ σταματάει και ο Ραφαήλ βγαίνει στον όροφο. Βλέπει κλειστές πόρτες. Η ματιά του πάει προς την πόρτα με τον σταυρό απέξω. Ανατριχιάζει, αλλά πλησιάζει. Κάθε φορά τα ίδια: κάποιο σύμβολο που έχει τοποθετηθεί, για να σταματήσει το Κακό. Πριν χτυπήσει το κουδούνι, μια γυναίκα εμφανίζεται και τον κοιτάζει. Είναι γύρω στα εξήντα, με ανακατωμένα γκρίζα μαλλιά και πρόσωπο καταπονημένο.
«Περάστε», λέει και ο Ραφαήλ εισέρχεται στο διαμέρισμα. «Ευτυχώς που ήρθατε. Δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να κάνω για την κόρη μου».
«Ηρεμήστε», της λέει. «Θα βρούμε μια λύση».
Η γυναίκα, ονόματι Αλεξάνδρα, φοράει παντελόνι, μπλούζα και πασούμια. Όλα βρόμικα. «Έχω φέρει παπά, ψυχίατρο, νευρολόγο. Όποιον μου συνέστησαν. Κανείς δε βοήθησε τη Λίζα μου». Σκουπίζει τον ιδρώτα της. Είναι όπως τη φαντάστηκε όταν του έστειλε το email: απεγνωσμένη, αδιάφορη για οτιδήποτε άλλο πέραν από το πρόβλημα της κόρης της. «Ήταν πάντα ένα συνεσταλμένο άτομο», συνεχίζει εκείνη. «Της αρέσουν τα κόμικ και οι ταινίες με τον Σούπερμαν και όλους αυτούς. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα κοινωνική. Μερικές φορές αντιδρούσε όταν ήταν να πάμε σε εκδηλώσεις που δεν περιελάμβαναν στολές από καρτούν και μουσικές που σου σπάνε τα τύμπανα. Όχι ότι και εκεί έκανε παρέα με όλους, αλλά ένιωθε καλύτερα. Αλλά αυτό που της συμβαίνει τώρα…». Κομπιάζει.
«Δεν το αξίζει», ολοκληρώνει την πρόταση ο Ραφαήλ. «Έχετε απόλυτο δίκιο».
Ο Ραφαήλ βλέπει δύο άντρες να έρχονται. Ένας μεσήλικας παπάς και ένας πιο νέος κουστουμαρισμένος. Ψυχίατρος, υποθέτει. Ταλαιπωρημένοι και αβέβαιοι. Πηγαίνουν και κάθονται στον καναπέ. Τα ρούχα τους είναι λεκιασμένα και οι ίδιοι έχουν ιδρώσει.
Ο κουστουμαρισμένος ρωτάει τον Ραφαήλ: «Ποιος είσαι εσύ;»
«Με λένε Ραφαήλ και είμαι σύμβουλος».
«Αλήθεια; Εδώ δεν κατάφερα εγώ να την κάνω καλά με τα φάρμακα, θα τα καταφέρεις εσύ με τα λόγια;»
Ο Ραφαήλ χαμογελάει.
Ο παπάς λέει: «Δεν έχω δει ξανά κάτι τέτοιο». Κοιτάζει τον Ραφαήλ. «Η κοπέλα έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα».
Κάθε φορά τα ίδια. Ο Ραφαήλ στρέφεται προς την Αλεξάνδρα. «Πού είναι το δωμάτιο της Λίζας;»
«Ελάτε, θα σας δείξω».
Περνάνε ένα διάδρομο, έξω από δωμάτια με κλειστά παράθυρα. Η βροχή δεν ακούγεται, παρά ελάχιστα. Το διαμέρισμα φωτίζεται από λάμπες, ενώ οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με φτηνούς πίνακες ζωγραφικής και εικόνες αγίων.
Ο Ραφαήλ αποστρέφει το βλέμμα του.
Φτάνουν μπροστά από μια πόρτα. Κλειστή, με σταυρό. Όπως η εξώπορτα.
«Μείνετε εδώ», λέει ο Ραφαήλ.
«Αυτό μου είπαν όλοι. Και απέτυχαν».
«Ίσως εγώ τα καταφέρω καλύτερα».
«Το ελπίζω, κύριε. Το ελπίζω. Το αγαπάω το κοριτσάκι μου».
«Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, να επιστρέψει σε εσάς».
Η Αλεξάνδρα κάνει το σταυρό της.
Ο Ραφαήλ πιάνει το πόμολο της πόρτας και την ανοίγει αμέσως. Και μπαίνει. Και κλείνει την πόρτα απαλά.
Ο χώρος μυρίζει άσχημα. Εμετό και άλλες ακαθαρσίες. Τα έπιπλα αναποδογυρισμένα. Ο καθρέφτης σπασμένος. Ρούχα στο πάτωμα, ανάμεσα σε παντελόνια και μπλούζες με μασκαρεμένα πρόσωπα, ήταν και στολές, μαύρες, μπλε και άλλες παρεμφερείς. Αφίσες στους τοίχους, κάποιες με σούπερ ήρωες, κάποιες με τέρατα από ταινίες βασισμένες σε έργα του Στίβεν Κινγκ και του Κλάιβ Μπάρκερ. Το γραφείο κομμένο στη μέση, το λάπτοπ χωρίς οθόνη. Κλειστό παράθυρο. Το κρεβάτι αγνώριστο από τα σωματικά υγρά.
Ένας ήχος. Ένα γέλιο. Σαν να σπας γυάλινα ποτήρια στον τοίχο.
Πάνω στο κρεβάτι μια μορφή. Κάποτε μια δεκαεννιάχρονη ξανθιά κοπέλα με όμορφη πιτζάμα. Πλέον, ένα αναμαλλιασμένο πλάσμα με χαιρέκακο βλέμμα. Το παντελόνι της πιτζάμας μοιάζει σαν να το έριξε κάποιος στη θάλασσα. Είναι γυμνή από τη μέση και πάνω. Τα χέρια της κρέμονται σαν άχρηστα. Κοιτάζει τον Ραφαήλ με κακία.
Ο Ραφαήλ το ξέρει αυτό το βλέμμα. Το έχει ξαναδεί στο παρελθόν και είναι βέβαιος ότι δεν ανήκει σε ανθρώπινο ον. «Δεν είσαι η Λίζα», λέει. «Όχι τώρα».
Το ον κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Είσαι ένας δαίμονας».
Το ον νεύει καταφατικά.
«Ποιος είσαι;»
Το ον εμφανίζει τη γλώσσα και την κουνάει επιδεικτικά στον Ραφαήλ. Απλώνει τα χέρια σχηματίζοντας ένα μισοτελειωμένο όμικρον. Μώλωπες στο δέρμα και γρατσουνιές. Αλλά το κάλεσμα συγκεκριμένο.
«Ποιος είσαι;» επαναλαμβάνει ο Ραφαήλ. «Εμένα με λένε Ραφαήλ. Πώς λέγεσαι εσύ;»
Το ον σηκώνεται πάνω στο κρεβάτι. «Είμαι ο Χιρίν», κρώζει.
Ο Ραφαήλ λέει: «Ο δαίμονας της απομόνωσης».
Ξανά το ανατριχιαστικό γέλιο. «Είμαι ο Χιρίν και εξουσιάζω αυτό το χώρο και αυτό το σώμα».
«Δεν τα έχεις καταφέρει πολύ καλά, Χιρίν. Το σπίτι έχει κόσμο. Η Λίζα δεν είναι μόνη της». Νιώθει να ζεσταίνεται πολύ εδώ μέσα, η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ξεκουμπώνει το παλτό του, σηκώνει μια καρέκλα με ρόδες και το αφήνει πάνω της.
«Γι’ αυτήν υπάρχω μόνο εγώ».
Ο Ραφαήλ δε δίνει σημασία. «Λίζα», λέει. «Ξέρω πως είσαι εκεί μέσα. Θα σε βοηθήσω, μ’ ακούς; Θα σε βοηθήσω».
Ο Χιρίν ουρλιάζει. «Φύγε από το δωμάτιό μου!» Σηκώνεται απότομα και τα νεανικά στήθη ταλαντεύονται. Αρπάζει το φωτιστικό που κρέμεται από το ταβάνι και το ξεριζώνει. Το κρατάει με το αριστερό της χέρι πίσω από την πλάτη της.
Ο Ραφαήλ λέει: «Δεν είναι δικό σου το δωμάτιο, δαίμονα. Τίποτα δεν είναι δικό σου».
«Είναι!» Ο Χιρίν ετοιμάζεται.
Και το πετάει.
Το φωτιστικό αιωρείται μόλις για δύο δευτερόλεπτα. Έπειτα συγκρούεται εκκωφαντικά στην πόρτα του δωματίου.
Ο Ραφαήλ έχει αποφύγει το χτύπημα, κινούμενος στα δεξιά. «Είναι καιρός να φύγεις από αυτό το σώμα», λέει.
«Γιατί;» ρωτάει ο Χιρίν. Χαμογελάει ξανά. Αγγίζει το δέρμα αισθησιακά. «Αυτό το σώμα είναι αδιάφθορο. Ένα προσοδοφόρο έδαφος. Το θέλω και το έχω». Ερεθίζει τις ρώγες του στήθους, τρίβοντάς τες κυκλικά. «Όλοι θέλουν αυτό το σώμα. Αυτοί εκεί έξω, που προσπαθούσαν να την ελέγξουν… την θέλουν. Την κρατούσαν, όμως εγώ ξέρω ότι την ήθελαν. Αλλά δεν θα την έχουν. Αυτό το σώμα το έχω μόνο εγώ».
«Θα βγεις από το σώμα της Λίζας. Δεν είναι για σένα».
«Είναι για μένα. Είναι δικό μου. Αυτή είναι δική μου. Όλα εδώ μέσα είναι δικά μου».
«Όχι, δεν είναι. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι».
«Ναι, είναι! Είναι!».
«Όχι. Έχεις εισβάλλει εδώ και ταλαιπωρείς την κοπέλα και την μητέρα της. Δεν ανήκεις εδώ».
Η πόρτα ανοίγει. Ο παπάς και ο άλλος μπαίνουν.
«Σκεφτήκαμε ότι μπορεί να χρειαστείς βοήθεια», λέει ο ψυχίατρος.
Το ον φωνάζει: «Φύγετε από το δωμάτιό μου, αλλιώς θα σας σκοτώσω όλους!».
«Μείνετε μακριά του». Ο Ραφαήλ κάνει δύο βήματα προς το κρεβάτι.
«Μην πλησιάζεις», τον προειδοποιεί ο παπάς. «Αυτός ο διάβολος είναι πολύ επικίνδυνος».
«Είμαι σίγουρος. Αλλά πρέπει να βοηθήσω την Λίζα».
Ο Χιρίν ουρλιάζει. «Φύγετε από το δωμάτιό μου!».
«Δεν σου ανήκει η Λίζα», λέει ο Ραφαήλ. «Είσαι ένας παρείσακτος. Καταστρέφεις μια αθώα ψυχή με την παρουσία σου σε αυτό το σώμα».
Άλλο ένα βήμα.
«Σταμάτα!» φωνάζει ο κουστουμαρισμένος.
Ο δαίμονας συσπειρώνεται.
Ο Ραφαήλ κοιτάζει μόνο το κοριτσίστικο πρόσωπο που έχει καταληφθεί από τον Χιρίν. «Πρέπει να φύγεις, δαίμονα. Για πάντα».
«Φύγε από το δωμάτιό μου».
Μισό μέτρο από τα κάγκελα στα πόδια του κρεβατιού.
«Εσύ ανήκεις αλλού».
Ο Χιρίν γρυλίζει και την επόμενη στιγμή το σώμα της Λίζας εκτινάσσεται προς τον Ραφαήλ. Πέφτει πάνω του και τον ρίχνει στο πάτωμα. Τον πιάνει από το λαιμό και αρχίζει να τον πνίγει. Ο Ραφαήλ νιώθει τον αέρα να μη βρίσκει την είσοδο προς τα πνευμόνια του και το πρόσωπό του κοκκινίζει. Ο Χιρίν γελάει.
Οι άλλοι δύο άντρες δείχνουν αβέβαιοι.
Ο δαίμονας γυρίζει προς το μέρος τους. Μουγκρίζει και εκείνοι οπισθοχωρούν.
Μια βροντή πέφτει και ο θόρυβος σιγοντάρει τη φωνή του Χιρίν.
Τότε ο Ραφαήλ σηκώνει τα χέρια και αρπάζει το λαιμό και το δεξί χέρι του δαίμονα. Κάνει μια περιστροφή και ρίχνει εκείνος κάτω το κορμί. Ο Χιρίν δεν το περιμένει και βογκάει για μια στιγμή, αλλά έπειτα παλεύει, γδέρνει τα ρούχα του Ραφαήλ με το άλλο χέρι και με τα πόδια, όμως εκείνος δεν χαλαρώνει τη λαβή του.
«Την θες κι εσύ, λοιπόν», λέει στον Ραφαήλ. «Θες αυτό το θεσπέσιο κορμί, να το εξουσιάσεις και να το αποπλανήσεις».
«Όχι. Θέλω να την αφήσεις ήσυχη, δαίμονα. Θέλω… να… την αφήσεις… ήσυχη».
«Ποτέ! Είναι δική μου. Δική μου, μόνο δική μου, άθλιε. Δεν θα γίνει ποτέ δική σου, ούτε κανενός άλλου. Ποτέ!», ουρλιάζει ο Χιρίν και φτύνει στο πρόσωπο τον Ραφαήλ.
«Δεν είναι δική σου. Δεν… είναι… δική σου».
Οι άλλοι δύο άντρες βλέπουν πως εκείνος συνεχίζει να παλεύει με το δαιμόνιο και αναθαρρούν: τρέχουν και αρπάζουν τα χέρια και τα πόδια του Χιρίν. Αλλά δυσκολεύονται πολύ να επιβληθούν.
«Δεν μπορούμε», λέει ο παπάς.
«Το ξέρω. Πρέπει να φύγουμε. Ραφαήλ, πρέπει να φύγουμε και να επιστρέψουμε όταν θα έχουμε βρει καλύτερη λύση».
Ο Ραφαήλ δεν αποκρίνεται. Η ζέστη μέσα στο δωμάτιο έχει ανακατευτεί με τη ζέστη στο κεφάλι του και ο ιδρώτας κατεβαίνει ποτάμι από τα μαλλιά του.
Ο Χιρίν ουρλιάζει. Νιώθει την αδυναμία των δύο αντρών και ετοιμάζεται. Παύει τις κινήσεις του, σφίγγει τους μυς στα άκρα και ξαφνικά δίνει ώθηση.
Δύο αντρικά ουρλιαχτά ακούγονται στην αρχή και δύο αντρικά σώματα αιωρούνται για λίγα δευτερόλεπτα. Ώσπου πέφτουν πάνω σε έπιπλα και σωριάζονται στο πάτωμα. Οι άντρες βγάζουν αγκομαχητά πόνου.
Ο δαίμονας γελάει.
«Σταμάτα, ηλίθιε», λέει ο Ραφαήλ.
Ο Χιρίν υπακούει και κοιτάζει κατάματα τον Ραφαήλ.
Αλλά δε βλέπει τα μέχρι πρότινος αμυγδαλωτά μάτια του, ούτε το ασπράδι. Δε βλέπει ένα καλοστεκούμενο, ανθρώπινο πρόσωπο.
Αυτό που βλέπει είναι μια μάσκα, στις κόγχες της οποίας βασιλεύουν χιλιάδες μικρά, κατάμαυρα μάτια. Κάποια από αυτά τα αναγνωρίζει. Είναι άλλοι δαίμονες. Είναι όλα εκείνα τα δεινά που εισήλθαν κάποτε στον Ραφαήλ, με την άδεια του ιδίου, αφού τους είχε καλέσει όταν έπαιξαν με τους συμφοιτητές του ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, παραπλήσιας λογικής με αυτή του Ouija. Ήταν μια εκπληκτική βραδιά με μπίρες και πίτσες, στο τέλος της εξεταστικής του Μαΐου, έως ότου ο Ραφαήλ άρχισε να βήχει και να πνίγεται. Πέταξε το ποτήρι του και όρμησε στο κουτί με τα πιόνια δαιμόνων και άρπαξε όσα μπορούσε και… και άρχισε να τα τρώει. Τα κατάπινε με μανία, σαν να είχε μείνει νηστικός για χρόνια. Και θα συνέχιζε, αν οι άλλοι δεν τον άρπαζαν. Είχαν προσπαθήσει μάταια να τον κάνουν να κάνει εμετό, όμως το μόνο που συνέβη ήταν να χάσει τις αισθήσεις του, και να ξυπνήσει αργότερα… ως κάτι άλλο. Ως πολλά διαβολικά όντα.
«Εσύ, Χιρίν», ακούγεται ένα συνονθύλευμα διαφορετικών φωνών από το στόμα του Ραφαήλ, «ανήκεις σε εμάς. Στους δικούς σου. Σε αυτό το σώμα».
Ο Χιρίν δεν μπορεί να μιλήσει τώρα. Η λαβή στο λαιμό του κορμιού που έχει καταλάβει είναι δυνατή και εμποδίζει κάθε ήχο, πέραν από μερικούς ρόγχους πνιγμού. Ο Ραφαήλ κάθεται πάνω στην κοιλιά του κορμιού της Λίζας.
Οι δύο πεσμένοι άντρες ανασηκώνονται με κόπο και κοιτάζουν αμίλητοι. Η απορία στο βλέμμα τους, φανερώνει τρόμο ισχυρότερο και από αυτόν που τους προκαλεί ο δαίμονας που έχει καταλάβει τη Λίζα.
«Θα έρθεις σε εμάς. Τώρα», συνεχίζουν οι φωνές μέσω του Ραφαήλ.
Το κεφάλι του Ραφαήλ κατεβαίνει απότομα και το στόμα του καλύπτει αυτό της Λίζας. Τραβάει τον αέρα από τα πνευμόνια της. Ο Χιρίν, μέσα στο δεκαεννιάχρονο σώμα, προσπαθεί να αμυνθεί, να μην τον διώξουν. Νιώθει κάτι να τον ρουφάει και κάνει ό,τι μπορεί για να σωθεί.
Χτυπήματα στην πόρτα. Μια γυναικεία φωνή που ρωτάει να μάθει τι συμβαίνει.
Ο παπάς σταυροκοπιέται.
Ο ψυχίατρος αναρωτιέται τι σόι μέθοδος συμβουλευτικής είναι αυτή.
Ο Χιρίν σφίγγει τη γροθιά του αριστερού χεριού και γρονθοκοπεί τον Ραφαήλ. Μία, δύο, τρεις φορές. Μετά σηκώνει με δύναμη τα πόδια, αλλά και πάλι δεν καταφέρνει κάτι. Νιώθει να πνίγεται. Οι δαίμονες που εξουσιάζουν τον Ραφαήλ είναι περισσότεροι και ισχυρότεροι.
Ο Ραφαήλ δεν νιώθει κάποια διέγερση. Κρατάει μια γυμνόστηθη κοπέλα, την έχει καθηλώσει με το φιλί και τη λαβή του, σε ένα παράταιρο ερωτικό σμίξιμο, κι όμως δεν το απολαμβάνει. Οι δαίμονές του είναι οι κυρίαρχοι και εκείνοι αποφασίζουν. Και τώρα δεν θέλουν να ξεφύγει η κατάσταση από το στόχο τους, με κανέναν τρόπο. Κάποιοι, βέβαια, προσπαθούν να τον διαβολίσουν, να τον κάνουν να εκμεταλλευτεί την υπεροχή του έναντι ενός πιο αδύναμου πλάσματος, αλλά οι προσπάθειές τους αποσιωπούνται από τους άλλους, όχι επειδή εκείνοι νοιάζονται για την κοπέλα – δεν νοιάζονται -, αλλά για να μην παραμεριστεί και εντέλει λησμονηθεί ο σκοπός τους.
Ο Χιρίν συνεχίζει να χτυπάει το σώμα του Ραφαήλ. Κάποια στιγμή, αρπάζει τα μαλλιά του και τα τραβάει και αφαιρεί μερικές τούφες. Το κατειλημμένο από δαίμονες ανθρώπινο πρόσωπο αφήνει μερικά δάκρυα να τρέξουν, ως μοναδική απάντηση στην επιμονή του Χιρίν. «Αφήστε με!», αυτό θέλει να ουρλιάξει, αλλά του είναι αδύνατο. Δεν θέλει να αφήσει το σώμα της Λίζας. Την κατέλαβε, όταν εκείνη άκουσε μια άλλη κοπέλα να την καταριέται. Η τελευταία νόμιζε πως η Λίζα ριχνόταν στο αγόρι της, ένα φαν των horror videogames, με τον οποίο είχαν συναντηθεί σε μια εκδήλωση – αφιέρωμα στον Λάβκραφτ και έκτοτε τα έλεγαν συχνά. Η κοπέλα είχε καταραστεί τη Λίζα να την διώχνουν όλοι, να μην τη θέλει κανείς στην παρέα του. Ήταν μια παράξενη κατάρα, και στην Λίζα είχε φανεί λίγο χαζή, αλλά δεν ήξερε ότι η κοπέλα είχε χρησιμοποιήσει ένα βιβλίο επίκλησης δαιμόνων, το προηγούμενο βράδυ.
Η πλάστιγγα αρχίζει να γέρνει: οι δαίμονες, σταδιακά, χαλαρώνουν το αγκάλιασμα, ενώ το σώμα της Λίζας τρέμει όλο και λιγότερο. Έως ότου η δύναμή της την εγκαταλείπει, μαζί με τον Χιρίν, και χάνει τις αισθήσεις της.
Η πόρτα ανοίγει με φόρα.
«Τι γίνεται εδώ;» ρωτάει η μητέρα της Λίζας.
«Όλα πήγαν κατ’ ευχήν», λέει ο Ραφαήλ, που έχει ανασηκωθεί, και την κοιτάζει γαλήνια. «Η Λίζα σώθηκε».
Η Αλεξάνδρα παίρνει αγκαλιά την Λίζα, ενώ οι δύο πεσμένοι άντρες πλησιάζουν, παραπαίοντας και μορφάζοντας.
Η Αλεξάνδρα κλαίει, αλλά από χαρά.
Ο κουστουμαρισμένος απευθύνεται στον Ραφαήλ. «Ποιος είσαι;»
Ο παπάς ρωτάει: «Τι είσαι;»
Για απάντηση, βλέπουν το χαμογελαστό πρόσωπο του άλλου. Που είναι ο άντρας που γνώρισαν προ ολίγου. Δεν υπάρχει τώρα κάτι άλλο σε αυτόν, στο δωμάτιο γενικά. Μόνο άνθρωποι. Τουλάχιστον, αυτό φαίνεται να ισχύει.
Ύστερα από δέκα λεπτά, ο παπάς, ο κουστουμαρισμένος ψυχίατρος, ο Ραφαήλ και η Αλεξάνδρα, στέκονται στο κατώφλι της πολυκατοικίας. Προηγουμένως, χρειάστηκε να διαβεβαιώσουν όλους τους γείτονες πως δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος, αλλά ότι η νεαρή Λίζα ταλαιπωρείται από κρίσεις επιληψίας, που μερικές φορές είναι ιδιαίτερα έντονες.
«Καλά, και γιατί δεν την πάτε σε κάνα γιατρό ή στο νοσοκομείο;» ρώτησε ένας μεσήλικας.
Εκείνη τη στιγμή, ο ψυχίατρος είπε: «Εδώ είναι και ο γιατρός. Μην ανησυχείτε, η κοπέλα θα αντέξει. Έχει γερή κράση και μια μητέρα που την αγαπάει. Της άλλαξα τη συνταγή των φαρμάκων που θα πρέπει να παίρνει».
Ο ένοικος πείστηκε τελικά και, όπως και οι άλλοι, κλείστηκε στο διαμέρισμά του.
Ο παπάς και ο ψυχίατρος τώρα αποχαιρετούν την Αλεξάνδρα και τον Ραφαήλ, μπαίνουν ο καθένας στο αμάξι του και φεύγουν, ακόμα διερωτώμενοι του τι (και πώς) πραγματικά έγινε σε εκείνο το δωμάτιο.
Η Αλεξάνδρα παρατηρεί για λίγα δευτερόλεπτα τα οχήματα και μετά γυρίζει προς τον Ραφαήλ. «Σας ευχαριστώ», του λέει. «Σώσατε το παιδί μου».
«Έκανα το καθήκον μου. Τώρα μπορείτε να απολαύσετε την υπόλοιπη ζωή σας με την κόρη σας».
Η γυναίκα τρίβει τα μαλλιά της και καθαρίζει το λαιμό της. «Κύριε Ραφαήλ… Δεν θα… Δεν θα πάθει ξανά…;»
Ο Χιρίν προσπαθεί να έρθει μπροστά, στην επιφάνεια, και να ουρλιάξει, αλλά αυτός που μιλάει τελικά, είναι ο ίδιος ο Ραφαήλ. «Όχι. Η Λίζα είναι ασφαλής».
«Δόξα τω Θεώ. Δόξα τω Θεώ».
Τα μάτια του κάνουν μια ελαφρά σύσπαση. Πολλές φωνές τον πιέζουν να φύγει μακριά.
Κάθε φορά τα ίδια.
Ο Ραφαήλ, κουμπώνει το παλτό του – κρυώνει λίγο παραπάνω, λόγω του ιδρώτα -, αποχαιρετάει την Αλεξάνδρα και απομακρύνεται, έχοντας στην τσέπη του τα χαρτονομίσματα που του έχει δώσει. Αυτή τη φορά δεν έχει πάρει πάνω από τρία χιλιάρικα, αλλά πολύ λιγότερα από ένα. Δεν τον πειράζει. Εκείνους μέσα του δεν τους πειράζει. Έχουν υπάρξει φορές όπου βοήθησε άτομα κατειλημμένα από επικίνδυνους δαίμονες, αλλά δεν πληρώθηκε ούτε σεντ. Γιατί, όπως και το σεξ, τα λεφτά υπάρχουν για να ικανοποιούν κάποιες ανάγκες, και οι διαβολικές οντότητες που κατοικούν στο μυαλό και το σώμα του Ραφαήλ, ξέρουν πώς να τα χειριστούν, για να πετύχουν το σκοπό τους.
Κι ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από το να μαζέψουν όλα τα μιάσματα που τους έχουν εγκαταλείψει. Συγκεκριμένα, μένουν ακόμα εκατό δαίμονες που πρέπει να επιστρέψουν στον κόσμο τους. Αυτό μετράει. Οι δαίμονες θέλουν πίσω τους δικούς τους. Σε αυτό το σώμα. Για αρχή.
Η βροχή συνεχίζεται, με μικρότερη ένταση. Ο Ραφαήλ μορφάζει και ανεβάζει το γιακά του παλτού του και προχωράει στους κακοφωτισμένους δρόμους της Αθήνας, πονώντας από τα χτυπήματα που υπέστη προ ολίγου. Πού και πού, κάτι φέγγει στον ουρανό και έπειτα ακούγεται μια βροντή. Άνθρωποι περνάνε δίπλα του. Μέσα σε οχήματα ή πεζή. Δεν του δίνουν σημασία· τον αντιμετωπίζουν σαν έναν ακόμα άτυχο που πρέπει να περπατήσει με αυτό τον παλιόκαιρο. Ο Ραφαήλ, αντίθετα, τούς κοιτάζει. Πάντα κοιτάζει τους γύρω του. Τις περισσότερες φορές, ρίχνει απλώς μια ματιά και αποστρέφει το βλέμμα του, αποφασίζοντας πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Κάποιες άλλες, όμως, εντοπίζει κάτι υπέρ το δέον αλλόκοτο, κάτω από μακιγιαρισμένα ή γενειοφόρα πρόσωπα. Και τότε οι δαίμονες τον αναγκάζουν να αλλάξει ρότα, ώστε να ακολουθήσει αυτό το άτομο και να το εξανθρωπίσει ξανά.
Βλέπει από μακριά μια πιάτσα ταξί. Πηγαίνει στο πρώτο και λέει στον οδηγό να τον πάει στο αεροδρόμιο. Επόμενος σταθμός για τον Ραφαήλ, η Θεσσαλονίκη. Οι δαίμονες θέλουν την κοπέλα που τόλμησε να χρησιμοποιήσει το απαγορευμένο βιβλίο και να καλέσει τον Χιρίν.
————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/