,

Ο δρόμος της καρδιάς

Στην ελληνική επαρχία, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, μία νεαρή για να κάνει καλό γάμο, έπρεπε να ήταν προικούσα και παρθένα. Μηδέν στα δύο για την Άννα, που ήταν ‘ξεβράκωτη’ και ξεβγαλμένη. Η οικογένειά της πάμφτωχη. Ο πατέρας ανάπηρος και η μάνα ξενοδούλευε κυνηγώντας ό,τι μεροκάματο έβρισκε. Έπαιρνε κοντά και την 16χρονη, τότε, Άννα. Στα χωράφια, στη λάτρα, στο καθάρισμα ξένων σπιτιών, σε όλα. Η Άννα μπορεί να ήταν μια αγράμματη χωριατοπούλα, αλλά χαζή δεν ήταν. Μπήκε από νωρίς στα βάσανα της ζωής, αλλά και στο νόημά της.

Με εξαίρεση την πρώτη της εμπειρία, με το γιο του μπακάλη, ένα νόστιμο αλλά άπειρο μυξιάρικο που δεν ήξερε πού του πάνε τα τέσσερα, όλες οι άλλες συνευρέσεις της ήταν τιμολογημένες. Όπου και να ξενοδούλευε όλοι ήθελαν να την εκμεταλλευτούν. Λίγο πολύ όλοι οι χωριάτες είχαν το ίδιο μοτίβο, γλυκόλογα, χούφτωμα και μετά στο ‘ψητό’. Η Άννα στη δεινή οικονομική κατάσταση που βρισκόταν, ενέδιδε αλλά πάντα με το αζημίωτο. Αρχικά ‘τσίνιζαν’ οι καθώς πρέπει παντρεμένοι, επί το πλείστον μεσόκοποι, κύριοι που της ρίχνονταν.

«Το τσάμπα πέθανε. Αν θέλεις να προχωρήσουμε πρέπει και εγώ να κερδίσω κάτι. Φτωχό κορίτσι είμαι. Αλλιώς τράβα στη κυρά σου», τους απαντούσε η Άννα, η οποία ουσιαστικά θεωρούσε την όλη κατάσταση ένα είδος συναλλαγής, γι’ αυτό και δεν της δημιουργούσε τύψεις, ούτε και ντρεπόταν. Δεν είχε κλείσει κανένα σπίτι. Ανήθικο θα ήταν, σύμφωνα με τα δικά της απλοϊκά κριτήρια, να το έκανε από ευχαρίστηση. Εκείνη όμως το έκανε από ανάγκη. Τα χρήματα αυτά δεν πήγαιναν σε λούσα αλλά στο ταμείο της οικογένειας. Στα φάρμακα του κατάκοιτου πατέρα, στα σχολικά είδη και το ρουχισμό του μικρότερου αδελφού, στις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού. Της μάνας τα χέρια είχαν ανοίξει από τις ξένες μπουγάδες, το σώμα και η ψυχή της δεν άντεχαν τόση δουλειά. Ο μικρός έπρεπε πάσει θυσία να τελειώσει το σχολείο, να μορφωθεί, να ξεφύγει από τη μιζέρια. Ο πατέρας έπρεπε να κάνει την αγωγή του μετά το ατύχημα για να μην πονάει τόσο και η μάνα επιτέλους να ξαλαφρωθεί από την τόση δουλειά. Όσο και να βοηθούσε η Άννα με την ‘τίμια’ δουλειά τη μάνα της, πάλι μεροδούλι – μεροφάι. Βοήθεια δεν υπήρχε από πουθενά. Λες κι αυτοί οι άνθρωποι φύτρωσαν σε τούτο τον τόπο. Έκανε λοιπόν η Άννα τους υπολογισμούς της…

Στο χωριό δεν άργησαν τα κουτσομπολιά. Από ένα σημείο και πέρα, ο τόπος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε. Αφού έγραψε το μικρό στο οικοτροφείο αρρένων, στην κοντινή πόλη, για να συνεχίσει στο γυμνάσιο, πήρε των ομματιών της και έφυγε για την Αθήνα. Εκεί έψαξε μόνη της να βρει ένα ‘σπίτι’ για να στεγάσει το κορμί της και να συνεχίσει τη δουλειά που ξεκίνησε στον τόπο της. Δεν ήταν εύκολο αλλά ούτε και τόσο δύσκολο. Τότε δεν υπήρχε μεγάλη και πολυποίκιλη προσφορά εργασίας. Τα περισσότερα εργαζόμενα κορίτσια ήταν φτωχές κοπέλες που της είχε χτυπήσει η μοίρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Άλλες ήταν ορφανές, άλλες δεν είχαν κανένα άλλο τρόπο βιοπορισμού, άλλες είχαν πέσει θύμα κάποιου επιτήδειου που τους πουλούσε έρωτες στην αρχή και μετά τις έβγαζε στο κλαρί να τις εκμεταλλευτεί και πολλές άλλες ιστορίες. Η Άννα έκανε ό,τι έκανε συνειδητά, με τη βούλησή της και χωρίς κανέναν προστάτη πάνω από το κεφάλι της. Δε θεωρούσε τον εαυτό της θύμα και κατά ένα περίεργο τρόπο, είχε καθαρή τη συνείδησή της. Εξάλλου, τα είχε όλα εξομολογηθεί στον παπά Νίκο. Η μάνα της από μικρή την έστελνε, μην τυχόν και έπαιρνε τον κακό το δρόμο. Θυμάται μία φορά:

«Να ξέρεις παππούλη, ότι και ο δέσποτας, που μ’ έστειλες τις άλλες για να του καθαρίσω, με κουτούπωσε», εξομολογήθηκε στον πνευματικό της.

«Αμαρτία τέκνο μου».

«Αυτή θα τη χρεωθεί αυτός. Εγώ αρκετές έχω!», του απάντησε ανενδοίαστα η Άννα.

Άλλαξε μερικά σπίτια μέχρι να βρει αυτό που θα την έκανε να αισθάνεται μια ‘οικογενειακή’ ατμόσφαιρα. Για πολλά κορίτσια το σπίτι ήταν η μόνη οικογένεια που γνώρισαν ή που τους είχε απομείνει. Η Άννα δόξα τω Θεώ, είχε τους δικούς της. Μόλις πιάστηκε λιγάκι στην πρωτεύουσα, άρχισε να τους στέλνει αρκετά χρήματα κάθε μήνα. Τους έλεγε και καλά ότι δούλευε υπηρεσία σε ένα πλούσιο σπίτι και δεν είχε έξοδα διαβίωσης, επομένως της έμενε ατόφιος ο μισθός. Μάλιστα τους νοίκιασε ένα μικρό σπιτάκι στην πόλη που σπούδαζε ο αδελφός της για να ξεφύγουν από τη μιζέρια και τις κακές γλώσσες του χωριού. Ο πατέρας της θα ήταν κοντά σε γιατρούς και η μάνα θα έπαυε να ήταν παραδουλεύτρα.

Η Άννα είχε τους ‘τακτικούς’ της και φυσικά διερχόμενους επισκέπτες. Κάποιοι μάλιστα της είχαν ανοίξει και την καρδιά τους. Στον ελεύθερο χρόνο, είχε αναλάβει χρέη μαγείρισσας στο σπίτι. Και τι δεν έφτιαχνε για τα κορίτσια!

«Μη φτιάξεις πάλι παστίτσιο και γαλακτομπούρεκο, φακλάνες θα μου τις κάνεις! Δε θα σταυρώνουμε πελάτη!», διαμαρτυρόταν η μαντάμ Λίτσα, η επικεφαλής της επιχείρησης. Η μαντάμ Λίτσα τη συμπαθούσε την Άννα. Σε ένα ρεπό της, την πήρε μαζί να επισκεφτούν μια φίλη.

«Η Ρενάτα, είναι παλιά καραβάνα. Έχει αποσυρθεί, αλλά κρατά μερικούς εκλεκτούς, έτσι για το κέφι της. Ξύπνια. Επένδυσε τα λεφτά σε ακίνητα και τώρα την περνάει ζάχαρη», είχε σχολιάσει η Λίτσα.

Στο διαμέρισμα της Ρενάτας υπήρχε άλλη μια επίσκεψη. Η κυρία Πόπη, ή Ποπάρα, όπως ήταν το καλλιτεχνικό της τότε που δούλευε ακόμα. Και εκείνη είχε αποσυρθεί, εντελώς όμως. Σε αντίθεση με τις συναδέλφισσες, η κυρία Πόπη είχε ένα παιδί. Κυριακή απόγευμα, με ελληνικό καφεδάκι και σπιτικό κέικ που είχε φτιάξει η Άννα με τα χεράκια της, η Ποπάρα αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής της.

«Και που λες κοκκώνα μου, μου ‘ταζε γάμους και πράσινα άλογα και αυτός ο άτιμος μ’ έβγαλε στο δρόμο. Μικρό κοριτσάκι εγώ τότε, άβγαλτο. Τον πίστεψα και τον ακολούθησα. Και την πάτησα. Με χτύπαγε, έπαιρνε όλα τα λεφτά, έπινε, έπαιζε, όλα τα κακά είχε. Ο πατέρας μου έμαθε τα χαΐρια μου και με ξέγραψε από παιδί του. Η κακομοίρα η μάνα μου έπαιρνε κρυφά σε ένα τηλέφωνο που της είχα δώσει, για να δει αν ζω. Χρόνια τράβηξε το βιολί αυτό. Τον λεγάμενο τον βρήκανε μαχαιρωμένο σε ένα χαντάκι. Χρώσταγε στα χαρτιά. Πού να προλάβαινα τα χρέη του; Δεν παραστεναχωρήθηκα. Στο μεταξύ είχε πεθάνει και ο πατέρας μου. Μπορούσα να ξανασμίξω με τη μάνα μου και να τα αφήσω όλα πίσω μου. Ο ανεπρόκοπος έκανε ένα καλό. Το γιο μου. Αφού γέννησα το παιδί, το παρέδωσα στη μάνα μου να το μεγαλώσει και εγώ παλιά μου τέχνη κόσκινο. Ξαναγύρισα στο δρόμο. Δεν ήξερα να κάνω τίποτε άλλο. Τους νοίκιασα στην Θεσσαλονίκη και εγώ κατέβηκα πάλι Αθήνα. Μακριά, μη γινόταν καμιά στραβή και μάθαινε τίποτα το παιδί. Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια. Τους έστελνα λεφτά και ανέβαινα κάθε τόσο να τους δω. Μια μέρα που λες, πήγαινα στο γιατρό να με εξετάσει κανονικά, όπως γίνεται στη δουλειά μας. Κυρία εγώ. Ταγιέρ, μαλλί κότσο-μπανάνα, γόβα, διακριτικό κραγιόν. Ούτε καν φαινόμουνα του δρόμου. Μπαίνω σε ένα ταξί να γυρίσω στη βάση μου. Ο ταρίφας παθαίνει πλάκα. Ήμουν κι εγώ στα ντουζένια μου. Με ερωτεύεται κεραυνοβόλως. Τσιμουδιά εγώ για τα περαιτέρω. Δέκα χρόνια παντρεμένοι, πρέφα δεν πήρε. Του είπα ότι ήμουνα περίπου χήρα, ότι ο αρραβωνιαστικός μου σκοτώθηκε λίγες μέρες πριν στεφανωθούμε και ότι ήμουν ήδη έγκυος. Έφαγε το παραμύθι αμάσητο! Τον πήρα και ανεβήκαμε Θεσσαλονίκη. Υιοθέτησε το παιδί, του άφησε περιουσία και περάσαμε φίνα. Καλό ανθρωπάκι, αγαθό. Μαγκούφης ήταν, ούτε συγγενείς είχε ούτε τίποτα. Και το παραδάκι το ’χε. Λαχείο μου ’τυχε σου λέω. Ούτε ο γιος μου έμαθε ποτέ τίποτα. Τώρα το παίζω θεούσα γυναικούλα. Το παιδί μετά πέρασε σε μια σχολή στην Αθήνα και ξαναμετακόμισα εδώ, σε ιδιόκτητο ρετιρέ. Ο άντρας μου πέθανε πριν τρία χρόνια. Είμαστε οι δυο μας, με το παιδί, που είναι πια ολόκληρος άντρας. Μη σε φάει ο δρόμος κορίτσι μου! Άμα βρεις κάνα κορόιδο, πάνω του και λογαριασμό μη δίνεις», τη συμβούλευσε η Ποπάρα.

«Κυρία Πόπη μας, εγώ δε τα κάνω αυτά. Αν ποτέ μου τύχει κάποιος άντρας στην πορεία, δεν πρόκειται να τον εξαπατήσω, ούτε να του κρύψω ποια είμαι και τι κάνω. Θα του ξηγηθώ στα ίσα και άμα θέλει. Η αλήθεια και το λάδι πάντα βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου. Με το μακαρίτη τη σκαπουλάρισες αλλά με το γιο σου ποτέ δεν ξέρεις… μπορεί να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και να μάθει κάποτε την αλήθεια», απάντησε κοφτά και σταράτα η Άννα σε τούτη την υποκρίτρια, που καυχιόταν κιόλας για την εξαπάτηση.

«Δάγκωσε τη γλώσσα σου, τόσα χρόνια την έβγαλα καθαρή!».

Κακόμοιρο κορίτσι, με τα μυαλά που κουβαλάς, στο πεζοδρόμιο θα αφήσεις τα κοκαλάκια σου! Σιγά μη βρεθεί να σε πάρει άντρας που θα ξέρει τη δουλειά που κάνεις! σκέφτηκε η Ποπάρα.

Η Άννα μπορεί να ήταν ιερόδουλη, δηλωμένη μάλιστα και με το νόμο, αλλά μόνο στο σώμα και όχι στην ψυχή. Το τελευταίο ήταν πολύ πιο ανήθικο και επικίνδυνο. Το έβλεπε σαν μία δουλειά, ήταν εργάτρια του σεξ. Μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι επιτελούσε και κοινωνικό έργο, καθώς η πορνεία θεωρείται για την κοινωνία, ό,τι ο οχετός για μία οικία. Την κρατάει καθαρή. Η Άννα διέθετε μια έμφυτη καλοσύνη και ευγένεια καθώς και ένα ειλικρινές θρησκευτικό συναίσθημα, όσο οξύμωρος κι αν φάνταζε αυτός ο συνδυασμός. Ακόμα και η εμφάνισή της δεν παρέπεμπε στο αρχαιότερο επάγγελμα. Ήταν ελκυστική, όχι όμως πρόστυχη.

Μία φορά στην Ομόνοια… τότε που μεσουρανούσαν τα καμάκια.

«Ψιτ, κούκλα, να σε κεράσω μια πάστα γλυκιά σαν κι εσένα;», της πρότεινε ένας λεβέντης σαν τα κρύα τα νερά.

Η Άννα κοντοστάθηκε και τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω.

«’Ελα, έχω μια κάμαρη εδώ πιο κάτω», του απάντησε νομίζοντας ότι την είχε πλησιάσει ως πελάτης.

«Τι, δηλαδή είσαι…;», τη ρώτησε απορημένος με μια έκφραση απογοήτευσης.

«Δεν το κατάλαβες;», τον ρώτησε εξίσου απορημένη, με ένα αθώο χαμόγελο δυσπιστίας.

«Ομολογώ πως όχι και δεν είμαι και κανένας άβγαλτος», συνέχισε χαμογελώντας κι εκείνος, που την είχε ‘πατήσει’.

«Πάντως, αν θέλεις, η πρόταση ισχύει. Υπάρχει ένα ζαχαροπλαστείο εδώ πιο κάτω με κάτι γλυκά μούρλια!», την εκλιπαρούσε με το βλέμμα του να δεχτεί.

Η Άννα ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά της. Το μετάνιωσε άραγε, που αντί να τα μπαλώσει κάπως, του διηγήθηκε όλη της τη ζωή; Θυμήθηκε εκείνη τη γυναίκα, την κρυφή πρώην ιερόδουλη, την Πόπη, που είχε γνωρίσει χρόνια πριν στο σπίτι της Ρενάτας και που την είχε συμβουλεύσει να κρύβει λόγια, να κοιτάξει να τυλίξει κανέναν και να παρατήσει τη δουλειά. Τότε ήταν μικρό κορίτσι και πήρε αψήφιστα τα λόγια της. Τώρα όμως, που έβλεπε τα χρόνια να περνάνε, την κούραση να μαζεύεται, τις νέες στρατιές κοριτσιών να ανταγωνίζονται, και εκείνη την καταραμένη την αρρώστια, το AIDS, να θερίζει, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν καθόλου άσχημο να τα παρατήσει όλα. Πρώτα όμως, έπρεπε να βρεθεί ο ανυποψίαστος.

Η Άννα, παρότι χρόνια στο κουρμπέτι, διατήρησε το βλέμμα της καθαρό. Η ψυχή της έμεινε ανέπαφη από τη βρωμιά. Βοήθησε πολλούς ανθρώπους στην πορεία, δεν κορόιδεψε, δεν αδίκησε, δεν υπήρχε τίποτα για να ντρέπεται, που θα βάραινε τη συνείδησή της. Όχι λοιπόν, δεν μετάνιωσε που ανοίχτηκε στον Λευτέρη από την πρώτη στιγμή και ήταν ειλικρινής μαζί του για όλα. Αυτή η καθαρότητα και η ειλικρίνεια τον έκαναν να την ερωτευτεί και να τη ζητήσει σε γάμο. Ο Λευτέρης είχε εν τω μεταξύ καεί από μία δήθεν τίμια, δήθεν θεούσα, που του είχε συστήσει η μάνα του από το σινάφι της. Δεν άργησε η ‘άβγαλτη’ να τα φτιάξει με τον καλύτερό του φίλο!

Η Άννα θα άλλαζε δρόμο, όπως είχε λαχταρήσει. Θα ακολουθούσε πλέον το δρόμο της καρδιάς της.

«Αύριο κιόλας πάμε να γνωρίσεις την πεθερά σου. Ήσυχη γυναικούλα, μια ζωή σπίτι – εκκλησία. Σε αυτή δε χρειάζεται να δώσουμε λογαριασμό, εξάλλου είναι τόσο απονήρευτη και αγαθή! Ετοιμάζουμε βαλίτσες για Θεσσαλονίκη. Να κάνουμε μια νέα αρχή», της ανακοίνωσε ενθουσιασμένος ο Λευτέρης.

Βγάζοντας μια φωτογραφία της ‘αθώας’ μανούλας, να ’σου η Ποπάρα! Μια χαρά έπαιζε το ρόλο της τόσα χρόνια. Μόνο που από δω και πέρα, θα γινόταν όλο και πιο απαιτητικός… οσκαρικών προδιαγραφών!

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading