Σιδερένια η σκάλα που κατέβαινε στο υπόγειο και παράταιρη με το υπόλοιπο νεοκλασικό κτήριο, που παρότι στερούνταν φροντίδας και συντήρησης, διατηρούσε ακόμα, αν και θαμπή, την λάμψη της παλιάς του αίγλης. Μιας αίγλης που ερχόταν από άλλη εποχή, τότε που τα πριμαρόλια έφευγαν φορτωμένα από το λιμάνι της πόλης για να ταξιδέψουν την πρώτη σοδειά της σταφίδας στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού και οι σταφιδέμποροι έχτιζαν νεοκλασικά μέγαρα για να στεγάσουν τον πλούσιο και πολυέξοδο βίο που ο δρόμος της σταφίδας τους είχε διασφαλίσει. Ο Κλέαρχος πίστευε πως τα όμορφα κτήρια ήταν σαν τις όμορφες γυναίκες, όσα χρόνια και να περνούσαν από πάνω τους, πάντα διατηρούσαν κάποια σημάδια που φανέρωναν πως είχαν υπάρξει καλλονές. Δυο ψηλά ζυγωματικά, μια λεπτή μύτη, ένα όμορφο βαθούλωμα στη βάση του λαιμού, μικρά ίχνη που πρόδιδαν ότι η ομορφιά κατοικούσε κάποτε εκεί, πριν την βεβηλώσει ο χρόνος.

Πολλές χρήσεις και πολλά χέρια είχε αλλάξει τούτο το νεοκλασικό. Από το 1890 που χτίστηκε ως οικία ενός μεγαλοαστού βασιλιά της σταφίδας, μέχρι λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού που βρέθηκε, γερασμένο πια, χλωμό και ασυντήρητο, να στεγάζει τα γραφεία μιας μικρής εταιρίας δικηγόρων, της οποίας ο Κλέαρχος Φωκάς ήταν ιδρυτικό μέλος. Λέγοντας εταιρεία δικηγόρων, μην πάει ο νους σου σε τίποτα κοράκια που σου παίρνουν ένα νεφρό για να σου διεκπεραιώσουν μια υπόθεση. Ήταν περισσότερο μια σύμπραξη έντιμων και σκληρά εργαζόμενων νομικών, που είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα στους χαλεπούς καιρούς της οικονομικής κρίσης. Το νεοκλασικό αυτό είχε εμφανιστεί μπροστά τους σαν καλή ευκαιρία. Ευρύχωρο, ψηλοτάβανο, σε κεντρικό δρόμο, με πολλά δωμάτια κατάλληλα για να γίνουν γραφεία και το βασικότερο, σε συμφέρουσα τιμή ενοικίασης λόγω της παλαιότητάς του, που δεν συνοδευόταν από την απαραίτητη ανακαίνιση που θα εκτίναζε την τιμή του στα ύψη. Βλέπεις, ο τελευταίος του ιδιοκτήτης, που το είχε εσχάτως κληρονομήσει από τον κλινικάρχη πατέρα του, είχε αποδειχθεί μεγάλος τσιφούτης και δεν ήταν διατεθειμένος να χαλάσει δεκάρα για την αναπαλαίωση αυτού του αλλοτινού κοσμήματος.

Ο Κλέαρχος ήταν ένας καλοβαλμένος, ιδιόρρυθμος σαραντάρης, ποιητής στην ψυχή, ενδεδυμένος με το στανιό τον μανδύα του δικηγόρου. Γιατί ως γνωστόν, για κάθε άνθρωπο που ζει κι αναπνέει σε αυτή την γη, υπάρχει ένας διώκτης. Ένας ασίγαστος δαίμονας που βασανίζει την ψυχή του μέχρι να την κάνει να του παραδοθεί πλήρως και να καταθέσει τα όπλα. Τον σπόρο αυτού του διώκτη φροντίζουν μάλιστα οι περισσότεροι φιλόστοργοι γονείς, να τον ριζώσουν από νωρίς στον ψυχισμό του τέκνου που θα βρεθεί στο έλεός τους, έτσι ώστε με τα χρόνια η εκρίζωσή του να καθίσταται σχεδόν αδύνατη. Για τον Κλέαρχο, αυτός ο δαίμονας άκουγε πάντα στο όνομα Χρέος, καθήκον. Μοναχογιός ενός από τους πιο παλιούς συμβολαιογράφους της πόλης, είχε το αναπόδραστο χρέος να ακολουθήσει, θέλοντας και μη, σπουδές στα νομικά. Έτσι, για να γλυτώσει κάπως την ψυχή του, είχε ένα μέρος φυλαγμένο μέσα στο μυαλό του, όπου μάζευε όσες λέξεις του περίσσευαν από τα δικόγραφα, τις αγορεύσεις και τα εξώδικα και τα βράδια που τελείωνε από την δουλειά, τις έκανε εικόνες και ποιήματα.

Το νεοκλασικό της οδού Δελημάρη που στέγαζε την επαγγελματική φυλακή του, τον βοηθούσε πολύ στις ονειροπολήσεις του. Πολλές φορές όταν βράδιαζε και το νεοκλασικό άδειαζε από συναδέλφους και πελάτες, του άρεσε να μένει μόνος στο γραφείο του και να το σκέφτεται στην εποχή της λάμψης του. Έκλεινε τα μάτια και μπορούσε να δει την κεντρική μαρμάρινη σκάλα γυαλισμένη, με την ξύλινη κουπαστή της από βαρύ ξύλο, να λάμπει στο φως των πολυελαίων. Το σκεφτόταν φωταγωγημένο στην ονομαστική γιορτή του σταφιδέμπορου πρώτου ιδιοκτήτη του, με την τραπεζαρία στρωμένη με δαμασκηνιά τραπεζομάντηλα, πάνω στα οποία θα ακουμπούσαν ακριβές πορσελάνες, ασημένια μαχαιροπίρουνα και κρυστάλλινα ποτήρια. Μετά το εκλεκτό δείπνο, σκεφτόταν τους άντρες να αποσύρονται στο γραφείο του σταφιδέμπορου, που στη φαντασία του Κλέαρχου ήταν το δικό του γραφείο, εκεί που καθόταν τώρα, για να καπνίσουν το πούρο τους και να συζητήσουν για την τιμή της σταφίδας στις αγορές της Αγγλίας, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το απαραίτητο ποτήρι με εκλεκτό μπράντι. Οι γυναίκες, κατά τις συνήθειες της εποχής, έμεναν στο σαλόνι για να μιλήσουν για όλα τα θέματα που επέβαλλαν οι καλοί τρόποι, ενώ κάποια από αυτές θα σηκωνόταν κάποια στιγμή για να καθίσει στο πιάνο και να ψυχαγωγήσει τις κυρίες του κύκλου της με την βιρτουοζιτέ της.

Κάτι τέτοιες σκέψεις έκανε ο Κλέαρχος κι εκείνο το παγερό βράδυ της 27ης Ιανουαρίου του σωτηρίου έτους 2021, έχοντας ξεμείνει, ως συνήθως, τελευταίος στο γραφείο. Εν μέσω πανδημίας και αυστηρής απαγόρευσης κυκλοφορίας, όλοι οι συνάδελφοι εξαφανίζονταν με τη δύση του ηλίου. Για καινούριους πελάτες ούτε λόγος, χρώστα χάρη στην πανδημία που είχε νεκρώσει τα πάντα και τους είχε κλείσει όλους στα σπίτια τους με εντολή πρωθυπουργού. Οι δικηγόροι βέβαια, λόγω επαγγέλματος, εξαιρούνταν από την απαγόρευση κι έτσι ο Κλέαρχος ως εργένης και μην έχοντας πού αλλού να πάει, εκμεταλλευόταν αυτό το μικρό προνόμιο κι έμενε ως αργά στο νεοκλασικό, δουλεύοντας και χαζεύοντας από τα μεγάλα του παράθυρα το κέντρο της έρημης πόλης. Το περίεργο εκείνο το βράδυ, ήταν ότι ξαφνικά ένιωσε να κρυώνει έντονα, παρόλο που είχε αναμμένο τον διακόπτη της κεντρικής θέρμανσης του ορόφου. Άπλωσε το χέρι να αγγίξει το σώμα του καλοριφέρ δίπλα του και διαπίστωσε ότι ήταν κρύο. Αμέσως θυμήθηκε το σχόλιο που είχε κάνει την προηγούμενη εβδομάδα ο Μάκης από το διπλανό γραφείο, ότι «κάποια στιγμή πρέπει να βάλουμε πετρέλαιο, γιατί η δεξαμενή είναι στα τελευταία της» και συνειδητοποίησε ότι η στιγμή αυτή είχε μόλις περάσει.

Η πρώτη του σκέψη ήταν να τα μαζέψει και να γυρίσει σπίτι του να κουκουλωθεί στον καναπέ με πίτσα και καμιά ταινία, αλλά είχε ακόμα κάνα δυο ώρες δουλειά, που μόνο από το γραφείο μπορούσε να γίνει και οι προθεσμίες που έληγαν, δεν του επέτρεπαν να περιμένει μέχρι την επαύριον για να τελειώσει τις εκκρεμότητές του.  Κατευθύνθηκε τουρτουρίζοντας προς το υπόγειο, με μια έκφραση σαν να καταριόταν την τύχη του. Ο γιος του γερο-Γαλάνη του γυναικολόγου, που είχε εσχάτως αναλάβει όλη την περιουσία του κλινικάρχη πατέρα του και συνεπώς και το κτήριο της οδού Δελημάρη, του είχε αναφέρει πως στο υπόγειο υπήρχαν κάποια παλιά ηλεκτρικά σώματα, παρατημένα εκεί από τότε που το κτήριο λειτουργούσε ως μαιευτική κλινική. Ψαχουλεύοντας τα κλειδιά του, κατέβηκε την σιδερένια σκάλα. Ξεκλείδωσε την πόρτα του υπογείου και μπήκε σε ένα μεγάλο, παγερό δωμάτιο. Ψηλάφησε στα τυφλά τον τοίχο για να βρει τον διακόπτη ν’ ανάψει τη λάμπα, ενώ η μυρωδιά της κλεισούρας του τρυπούσε τα ρουθούνια. Στο ξεθωριασμένο, ισχνό φως της  λάμπας οροφής, μια άλλη ζωή του νεοκλασικού αναδύθηκε μπροστά στα μάτια του Κλέαρχου.  Αναπνευστήρες, σκουριασμένα stand ορού, ένα τρύπιο νοσοκομειακό κρεβάτι με τα  σωθικά του να πετάγονται από μέσα αποδομημένα ως αφρολέξ και ελατήρια, σκόρπια χειρουργικά εργαλεία κι άλλα απομεινάρια της κλινικής, βρίσκονταν ατάκτως ερριμμένα μέσα στο δωμάτιο. Το σκηνικό έμοιαζε λίγο με θρίλερ, από αυτά που περιμένεις από στιγμή σε στιγμή να πεταχτεί ο δολοφόνος με το μαχαίρι πίσω από τον πρωταγωνιστή, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση αναζητούσε μάταια με το βλέμμα του κάποιο σώμα καλοριφέρ ανάμεσα σε όλα εκείνα τα νοσοκομειακά κουφάρια. Απογοητευμένος και παγωμένος ως το μεδούλι από το κρύο που ξύριζε εις διπλούν στο υπόγειο, ο Κλέαρχος έκανε να ξανανέβει προς τα πάνω, όταν το μάτι του έπεσε σε μια στενή, ξύλινη, εσωτερική πόρτα στο πίσω μέρος του δωματίου. Είπε να δοκιμάσει την τύχη του ανοίγοντάς την, μπας και κατάφερνε να εντοπίσει εκεί μέσα κανένα πολυπόθητο θερμαντικό σώμα. Μόλις όμως άνοιξε το χερούλι και φώτισε με το φακό του κινητού του προς τα μέσα, το θέαμα που αντίκρυσε τον έκανε να χάσει το χρώμα του. Το μικρό αυτό δωμάτιο είχε γύρω γύρω ράφια και πάνω στα ράφια υπήρχαν σφραγισμένες γυάλες με έμβρυα σε προχωρημένα στάδια κύησης, τα οποία έπλεαν κουλουριασμένα μέσα σε ένα διάφανο υγρό. Το θέαμα ήταν μακάβριο, σχεδόν απόκοσμο. Ένα μικρό μαυσωλείο ανθρώπινων εμβρύων κειτόταν παγωμένο κάτω από το ίδιο του το γραφείο.

«Έμβρυα σε φορμόλη! Ο κωλόγερος έκανε παράνομες εκτρώσεις σε προχωρημένες εγκυμοσύνες και από κάποια περίεργη επιστημονική διαστροφή ταρίχευε τα έμβρυα!» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Κλέαρχος πισωπατώντας ασυναίσθητα.

Έκλεισε γρήγορα την πόρτα του υπογείου και ανέβηκε προς τα πάνω. Το κεφάλι του βούιζε και είχε σταματήσει απότομα να κρυώνει. Μπήκε στο γραφείο του κι έβαλε ένα ποτό για να συνέλθει από αυτό που μόλις είχε αντικρύσει κι από την σύνδεση που είχε ξαφνικά συμβεί στο μυαλό του. Στο νεοκλασικό της οδού Δελημάρη, είχε δει όλο το ανθρώπινο οικοδόμημα. Κάτω από τα ψηλοτάβανα δωμάτια, με τα μεγάλα παράθυρα και τη θέα προς τον δρόμο, αυτά που είναι όμορφα και τακτοποιημένα για να είναι επισκέψιμα, υπάρχει πάντα  ένα σκοτεινό υπόγειο δωματιάκι με κλειδαριές και κρυμμένα μυστικά. Κι όσο παλιώνει το οικοδόμημα και υποτάσσεται στο χρόνο κι αποκτά ραγίσματα και μαδέρια που τρίζουν και ξεφτισμένους σοβάδες, τόσο θέλει να αναπολεί τις εποχές που ήταν φωτισμένο και στις σάλες στου δίνονταν βεγγέρες και φανταχτερές δεξιώσεις. Και το υπόγειο το αφήνει κλειδωμένο και βάζει και βαριά έπιπλα μπροστά στην πόρτα, μην τύχει και το ανοίξει ποτέ κατά λάθος. Μέχρι που στο τέλος φτάνει να ξεχάσει τι είχε κρύψει εκεί μέσα και νομίζει πως αποτελείται μόνο από τους επάνω φωτεινούς ορόφους. Αλλά το υπόγειο καραδοκεί ακίνητο και σιωπηλό σαν τα έμβρυα στη φορμόλη και περιμένει εκείνη την ρωγμή του χρόνου, που κάποιος θα το ανακαλύψει κατά τύχη.

Τα υπόγεια πάντα εκδικούνται, αργά ή γρήγορα, για το σκοτάδι και τη σιωπή που τα έχουμε καταδικάσει, σκέφτηκε ο Κλέαρχος σβήνοντας το φως του γραφείου του για να φύγει.

Είχε δει αρκετά για απόψε.

Ειρήνη Κουτσουβέλη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: