Δεν εξεπλάγη η Νικολέτα όταν γυρίζοντας μια μέρα νωρίτερα από τις δουλειές της, τσάκωσε τον Παναγιώτη, το γιο της, να προβάρει τα ψηλοτάκουνά της. Φορούσαν το ίδιο νούμερο. Ούτε και η αδελφή του η Γωγώ έμεινε έκπληκτη όταν τον είδε μια μέρα μακιγιαρισμένο με τα καλλυντικά της. Η Φρόσω, η άλλη αδελφή, με την οποία μοιραζόταν τον ίδιο υπολογιστή, δεν φρίκαρε όταν βρήκε μέσα φωτογραφίες και συνομιλίες ερωτικού περιεχομένου του αδελφού της με νεαρά αγόρια. Ο Παναγιώτης ήταν ‘διαφορετικός’.
Οι αδελφές του δεν τον απασχολούσαν και τόσο. Εξάλλου, οι τρεις τους είχαν πολύ ισχυρό δέσιμο και τα λέγανε. Τις είχε εμπιστευτεί με το μυστικό του. Την μητέρα του όμως την ντράπηκε. Κοκκίνισε, έβγαλε τα παπούτσια και προσπάθησε κάπως να τα μπαλώσει. Ο Παναγιώτης ήταν ένα σεμνό και συνεσταλμένο αγόρι.
«Δε χρειάζεται καρδούλα μου, ξέρω», τον καθησύχασε η Νικολέτα κρατώντας τον στην απέραντη, ζεστή αγκαλιά της.
«Στο είπαν τα κορίτσια;», ρώτησε το παιδί.
«Δε χρειάστηκε να μου το πει κανείς. Εγώ σε γέννησα βρε χαζούλι. Έλα, ησύχασε τώρα. Όλα θα πάνε καλά», τον παρηγόρησε.
«Τι πρέπει να κάνω τώρα μαμά;», τη ρώτησε με ένα συνδυασμό συναισθήματος που περιλάμβανε αγωνία αλλά και τρόμο.
«Υπομονή χαρά μου. Είσαι μικρός ακόμα για μεγάλες αλλαγές. Πρώτα απ’ όλα θα το συζητήσουμε με έναν ειδικό και θα μας καθοδηγήσει. Εσύ δε θέλω να στεναχωρηθείς για τίποτα. Αυτός είσαι. Έτσι αισθάνεσαι, έτσι γεννήθηκες. Αν δεν το ανακάλυπτα τυχαία σήμερα, σίγουρα στο άμεσο μέλλον θα το συζητούσαμε μαζί σου με τον μπαμπά».
«Τι, το ξέρει και ο μπαμπάς;», ρώτησε με μία αίσθηση ντροπής και πάλι, χαμηλώνοντας το κεφάλι, έτοιμος να βουρκώσει.
«Κοίταξέ με. Είσαι αυτός ο άνθρωπος που είσαι. Δεν θα απολογηθείς γι’ αυτό ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν υπάρχει λόγος. Αν μεγαλώνοντας θέλεις να σε αποδεχτούν οι άλλοι γι’ αυτό που είσαι και να ζεις με αξιοπρέπεια, πρέπει πρώτα να αποδεχτείς ο ίδιος τον εαυτό σου. Με τον μπαμπά το μόνο για το οποίο πασχίζουμε, είναι η ευτυχία και η ασφάλεια των παιδιών μας. Ούτε να τον ντρέπεσαι, ούτε να τον φοβάσαι».
Ο Γεράσιμος, ή Μάκης που ήταν το χαϊδευτικό του, ήταν ο πατέρας του Παναγιώτη. Πανηγύρι έστησε όταν μετά από δύο κορίτσια του ‘τυχε ο γιος. Πόσα σχέδια είχε γι’ αυτόν! Βέβαια, το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι δεν είχε ποτέ χρόνο να αφιερώσει στα παιδιά του. Δούλευε κυριολεκτικά όλη μέρα, εντός και εκτός έδρας. Μπορεί να έκανε και μέρες ολόκληρες να δει τα παιδιά. Κύριο μέλημά του ήταν να μη τους λείψει τίποτα. Η Νικολέτα δεν εργαζόταν. Το ζευγάρι ήταν πολύ αγαπημένο, άνθρωποι χαμηλών τόνων και οι δύο. Δε διέθεταν ιδιαίτερο μορφωτικό επίπεδο, αλλά ξεχώριζαν για την ποιότητα του χαρακτήρα τους και την αφοσίωση στη οικογένειά τους.
«Τον παραχαϊδέψαμε, γυναίκα», είπε σκυθρωπός όταν επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες τους. «Εγώ φταίω. Έπρεπε να τον σκληραγωγήσω από μικρό. Όλο τον κανακεύαμε. Πέσαμε όλοι πάνω του. Εγώ, εσύ, τα κορίτσια, οι παππούδες. Δε του χαλάσαμε ποτέ χατήρι. Αυτό έκανε τη ζημιά. Η πολλή αγάπη», απολογήθηκε στη γυναίκα του.
«Κανείς δε ζημιώθηκε από την πολλή αγάπη. Ίσα ίσα η έλλειψη αγάπης είναι η αιτία όλων των προβλημάτων. Έχουμε ένα παιδί διαφορετικό. Εγκλωβισμένο σε ένα σώμα που τον κάνει δυστυχισμένο. Δε φταίμε εμείς, δε φταίει αυτό, κανείς δε φταίει. Πρέπει όμως να το διορθώσουμε αυτό το λάθος της φύσης. Να βοηθήσουμε το παιδί μας. Να μη ζήσει μίζερα και να μην ακολουθήσει αύριο μεθαύριο επικίνδυνα μονοπάτια διαφυγής χωρίς επιστροφή. Η θέση του είναι εδώ, κοντά μας, κοντά στην οικογένειά του, που υποστηρίζει το ίδιο και τις επιλογές του. Σε παρακαλώ Μάκη μου, ας συμβουλευτούμε αύριο κιόλας έναν ειδικό».
Ο Μάκης δε μπορούσε να διαχειριστεί μονομιάς όλες αυτές τις καταστάσεις. Έπρεπε να αποδεχτεί τόσο τη διαφορετικότητα του παιδιού του όσο και τη δυνητική διαδικασία αλλαγής φύλου. Φυσικά και είχε διακρίνει κι εκείνος μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, μία θηλυπρέπεια, αλλά το απέδιδε στις πολλές ώρες που περνούσε ο γιος του με τις γυναίκες του σπιτιού. Καμιά φορά του έλεγε να μιλά και να κινείται πιο ‘αντρικά’.
Η επίσκεψη στη μονάδα ψυχικής υγείας ήταν πολύ κατατοπιστική. Η υπεύθυνη ήταν μια γλυκύτατη κυρία που με ευγένεια και υπομονή τους ενημέρωσε για τις εναλλακτικές και στην πορεία της συζήτησης διευκρίνισε κάποιες λανθασμένες και γενικευμένες αντιλήψεις που επικρατούσαν. Καταρχήν ο όρος ήταν ‘επαναπροσδιορισμός φύλου’ και όχι ‘αλλαγή φύλου’. Επιπλέον, αυτό που βίωνε και αισθανόταν ο Παναγιώτης ήταν μια διαταραχή ταυτότητας φύλου. Χρειάζονταν όμως αρκετές συνεδρίες ώστε να γίνει η σωστή διάγνωση και να αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Τους εξήγησε ότι ο ρόλος του ψυχίατρου ήταν μείζονος σημασίας, καθώς συμβουλεύει το ενδιαφερόμενο άτομο για τις διαθέσιμες θεραπευτικές τεχνικές, παρέχει ψυχοθεραπεία και επιμορφώνει τα μέλη της οικογένειας. Φυσικά, δεν ήταν όλες οι περιπτώσεις ίδιες, ούτε όλοι είχαν τις ίδιες ανάγκες. Τους επισήμανε επίσης, ότι η έναρξη θεραπευτικών ενεργειών είτε ορμονικών είτε υπό την μορφή χειρουργικών επεμβάσεων, απαιτεί την επιβεβαίωση του επαγγελματία της ψυχικής υγείας, ότι το ενδιαφερόμενο άτομο είναι έτοιμο. Τόνισε ότι ο Παναγιώτης ήταν ακόμα ανήλικος και απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η ενηλικίωσή του. Ο χρόνος θα τον βοηθούσε να καταλάβει τις ανάγκες του ώστε να ακολουθηθεί η καλύτερη δυνατή προσέγγιση.
Ο Παναγιώτης ένιωσε απελευθερωμένος μετά από την επίσκεψη αυτή. Το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε φως στο τέλος του τούνελ, αλλά και ότι θα διένυε την απόσταση αυτή κρατώντας το χέρι της οικογένειάς του, τον γέμιζε αισιοδοξία για το μέλλον. Όπως του είχε επισημάνει η μητέρα του, το μόνο που χρειαζόταν ήταν υπομονή. Να περάσει η εφηβεία, να φτάσει την ενηλικίωση και με σταθερά βήματα να πάρει τις αποφάσεις του, με συμπαραστάτες και αρωγούς τους γονείς και τις αδελφές του. Πόσες ιστορίες είχε διαβάσει και ακούσει για διεμφυλικά άτομα που γνώρισαν την απόρριψη, πρώτα από τους δικούς τους ανθρώπους και μετά από το σύνολο της κοινωνίας και αναγκάστηκαν να ζήσουν στο περιθώριο, μόνοι και δυστυχισμένοι. Πόσο άδικο να καταδικάζεις έναν άνθρωπο για κάτι που δεν ορίζει, το ίδιο του το σώμα!
Ο Παναγιώτης τα είχε βρει με τον εαυτό του. Θα συνέχιζε τη ζωή του με το όνομα που είχε βαφτίσει χρόνια πριν τον εαυτό του και με το οποίο κυκλοφορούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, Πένυ. Αποφάσισε να κρατήσει τους τύπους στην κοινωνία, για τους δικούς του περισσότερο, όπως έκανε τόσα χρόνια. Στο σπίτι θα έκανε βέβαια τα δικά του. Θα δινόταν και στην οικογένειά του η ευκαιρία να συνηθίσουν σιγά σιγά την καινούργια του εικόνα. Οι συνεδρίες με τον επαγγελματία ψυχικής υγείας θα συνεχίζονταν κανονικά. Τις ήθελε, τις είχε ανάγκη. Ευελπιστούσε ότι μέχρι να ερχόταν η ώρα των μεγάλων αλλαγών, οι επεμβάσεις αυτού του είδους θα καλύπτονταν από το ασφαλιστικό ταμείο τους, γιατί το οικονομικό σκέλος τον προβλημάτιζε έντονα. Έβλεπε τον καθημερινό αγώνα των δικών του. Η μητέρα του μάλιστα, έπιασε δουλειά σε ένα σούπερ μάρκετ. Έλεγε ότι τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά βαρέθηκε κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Η Πένυ όμως ήξερε ότι το έκανε για εκείνη.
«Μάκη μου, σιγά σιγά να το πούμε, και επίσημα δηλαδή, στην ευρύτερη οικογένεια και στην κοινωνία. Σε κάποιους καλούς φίλους μας, σε μερικούς γείτονες που έχουμε χρόνια τώρα μια ζεστή καλημέρα. Τι λες κι εσύ;» πρότεινε στον άντρα της η Νικολέτα.
«Τι, θα το πούμε και στον πατέρα μου;» ρώτησε ανήσυχος ο Μάκης, καθώς ο μπαμπάς του ήταν ηλικιωμένος και συντηρητικός άνθρωπος.
«Και στον πατέρα σου και στον πατέρα μου και στις μανάδες μας και στα αδέλφια μας και παντού. Λατρεύουμε το παιδί μας και δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Όλοι θα τον αποδεχτούνε, θα το δεις. Είναι ένα υπέροχο πλάσμα που φέρεται όμορφα σε όλους. Και στο σχολείο παρ’ όλη την ιδιαιτερότητά του, τον αγαπούν και δεν έχει δεχτεί bullying και κακοποίηση από τους συμμαθητές του. Τον δέχονται, έχει τόσους φίλους. Δεν είναι προκλητικό παιδί, εμπνέει το σεβασμό».
Η Νικολέτα ήταν γενικά πιο ψύχραιμη. Ήθελε να βγάλει στην κοινωνία ένα παιδί που θα ζούσε με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση, θα πραγματοποιούσε τα όνειρά του. Δεν ήθελε το παιδί της να γνωρίσει την απόρριψη και την κατάθλιψη. Χρειαζόταν τον άντρα της δίπλα της και δίπλα στο παιδί τους.
Ο Μάκης δυσκολευόταν να αποδεχτεί την κατάσταση. Έσκυψε πάλι το κεφάλι. Δε ξέσπασε σε λυγμούς αυτή τη φορά, ούτε επέρριψε ευθύνες. Ήξερε κατά βάθος ότι η γυναίκα του είχε σε όλα δίκιο. Μπορεί να είχε αμφιβολίες και απορίες για πολλά από αυτά που συνέβαιναν. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος. Τίποτα δεν θα άλλαζε την αγάπη του για το παιδί του.
«Έχω να σηκωθώ πολύ νωρίς αύριο. Θα βάλω το ξυπνητήρι στο κινητό. Πού στο καλό πήγε κι αυτός ο φορτιστής;», αναρωτιόταν ο Μάκης.
«Πένυ, είδες τον φορτιστή μου;», ρώτησε ο Μάκης αυθόρμητα το κορίτσι του, αυτό το διαφορετικό από τ’ άλλα.
_____________________________________________________________________
Αφιερωμένο στη μνήμη της Δημήτρας Καλογιάννη. Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Πλήρωσε το τίμημα να είναι απλά ο εαυτός της.
https://www.youtube.com/watch?v=JfQNAIzUG-M