Τί το ήθελε το ξενύχτι χτες. Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό και η Άννα έτρεχε στο μπάνιο κουμπώνοντας το πουκάμισό της. Μάζεψε τα καστανά μαλλιά της σε έναν γρήγορο κότσο αλλά οι τούφες δεν συνεργάζονταν και σίγουρα τα κατακόκκινα μάτια της την πρόδιδαν. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και επιστράτεψε τα καλλυντικά της για να καμουφλάρει την αϋπνία της. Λίγη πούδρα, λίγο ρουζ, λίγο κραγιόν και έτοιμη.
«Ας είναι, έχω αργήσει», μουρμούρισε ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον εαυτό της. Ίσιωσε τη στενή φούστα της και ένιωσε μια ψύχρα γύρω της. Σίγουρα θα έβαζε κάτι ζεστό από πάνω. Το φθινόπωρο έκανε την εμφάνιση του και ένιωσε το κρύο να την τυλίγει μόλις βγήκε από το σπίτι της.
Έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο γραφείο, χωρίς όμως να έχει σκεφτεί μια δικαιολογία για να καλύψει την καθυστέρησή της. Δεν ήταν καλή στα ψέματα. Ούτε την αλήθεια μπορούσε να πει βέβαια.
«Πάρε μια ανάσα», την σταμάτησε η συνάδελφός της. «Σε κάλυψε ο Κωνσταντίνος».
«Αλήθεια βρε Στέλλα; Τί θα έκανα χωρίς αυτόν».
«Πώς πήγε το ραντεβού σου χτες;» την ρώτησε.
«Χάλια. Με πήγε σε ένα από αυτά τα κλαμπ που κάνεις έναν αιώνα να μπεις μέσα. Στρυμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, μια ώρα να φέρουν τα ποτά μας και αυτός να μιλάει όλη νύχτα με τις σερβιτόρες. Μουσική τέρμα, ακόμα πονάνε τα αυτιά μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έκανα να βρω ταξί να γυρίσω σπίτι. Μια ταλαιπωρία, στο λέω, ήταν το τελευταίο ραντεβού στα τυφλά», γκρίνιαξε.
«Νομίζω ότι κουράστηκες και τα παραλές».
«Ναι, βρε Στέλλα μου, βαρέθηκα, δεν μπορώ να βρω έναν άνθρωπο της προκοπής, ζητάω πολλά; Τέλος πάντων, έχουμε δουλειά, πάμε».
Η Άννα κλείστηκε στο γραφείο της και έπιασε τα σχέδια για τις καινούργιες κατοικίες. Περιοδικά, διάσπαρτες φωτογραφίες, καλοξυσμένα μολύβια, σημειώσεις και μπλοκ ήταν έτοιμα να οργανωθούν. Στην κορνίζα που είχε μπροστά της ήταν οι γονείς της και εκείνη στην αποφοίτηση της από το Πανεπιστήμιο. Και φυσικά, ο Κωνσταντίνος. Σχολείο, σπουδές, μεταπτυχιακά, παντού μαζί. Πώς πέρασαν τα χρόνια; Αναστέναξε. Αυτές οι ατίθασες τούφες την βασάνιζαν σήμερα. Έλυσε τα μαλλιά της και προσπάθησε να τα στρώσει με τα δάχτυλά της.
«Μία χαρά είσαι», είπε ο Κωνσταντίνος μαντεύοντας τις σκέψεις της και έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Χτύπησα, δεν με άκουσες; Πού ταξιδεύεις;»
Η Άννα έπιασε την κορνίζα και του έδειξε την φωτογραφία τους. Εκείνος άφησε τους φακέλους που κρατούσε στο γραφείο της και χαμογέλασε. Τα μάγουλά του σχημάτισαν λακκάκια και τα ανοιχτόχρωμα καφέ μάτια του φωτίστηκαν από τις αναμνήσεις. Την κοίταξε τρυφερά και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του.
«Ξέρω, μου το λες συνέχεια», τον πρόλαβε. «Ότι είμαστε στα καλύτερα μας. Προσπαθώ να καταλάβω μήπως φταίει η εμφάνιση μου».
«Είσαι μια πανέμορφη γυναίκα, Άννα», της είπε σχεδόν τραγουδώντας τις λέξεις.
«Δεν μπορώ να σταυρώσω άνθρωπο», γέλασε. «Μήπως μόνο εσύ με βλέπεις έτσι;»
«Σου προτείνω να αφήσεις για λίγο τις νοσταλγίες», επανήλθε στο θέμα δείχνοντας με το βλέμμα του την φωτογραφία τους.
«Ισχύει για απόψε;» θυμήθηκε ξαφνικά εκείνη.
«Ναι, στις εφτά αρχίζει η ταινία».
Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, παρατήρησαν ότι η ατμόσφαιρα μύριζε έντονα βρεγμένο χώμα. Ο δρόμος γυάλιζε και τα παγκάκια ήταν βρεγμένα. Περνούσαν από την πλατεία όταν μύρισαν τους ζεστούς λουκουμάδες και η Άννα του ζήτησε να σταματήσουν. Η βροχή ξανάρχισε και στριμώχτηκαν έξω από το μαγαζί. Οι σταγόνες βάραιναν τα φύλλα και ο αέρας άρχισε να γίνεται πιο δυνατός.
«Κακή ιδέα ήταν μάλλον να σταματήσουμε. Θα γίνουμε ολόβρεχτοι!».
«Ας γίνουμε», της είπε.
Έτσι ήταν πάντα ο Κωνσταντίνος. Ανέμελος, αισιόδοξος, έφτασε όσο ψηλά και η Άννα, χωρίς να τον αγγίξουν τα άγχη και οι ανησυχίες της επιτυχίας. Ό,τι του έφερνε η ζωή το δεχόταν αγόγγυστα, ζούσε μοναχικά και ήρεμα και δεν έσκαγε για τίποτα. Μόνο για την Άννα ανησυχούσε μερικές φορές, όταν την έβλεπε να απελπίζεται. Μα είχε πάρει την απόφαση του.
***
«Σου κανόνισα ραντεβού».
«Εσύ;» πρόλαβε να τον ρωτήσει πριν φύγει και την αφήσει με την απορία. Θα τον προλάβω όταν σχολάσουμε, σκέφτηκε. Έκλεισε την ομπρέλα της και μπήκε στην εταιρία. Χαιρέτισε τους συναδέλφους της και πήγε στην κουζίνα να κάνει καφέ.
«Ωραίο φόρεμα», την καλημέρισε με φιλοφρόνηση η Στέλλα. Πήρε την κούπα με τον καφέ της και πήγε προς την πόρτα.
«Περίμενε», την σταμάτησε η Άννα. «Μου έκλεισε ραντεβού ο Κωνσταντίνος, το πιστεύεις;»
«Τέλεια!» φώναξε και την αγκάλιασε. «Κάτι είχα καταλάβει αλλά…»
«Τί εννοείς;»
«Ότι σε νοιάζεται βρε Άννα!», της έκλεισε το μάτι φεύγοντας.
Ετοίμαζε τον καφέ της και σκεφτόταν τα λόγια της Στέλλας. Το ξέρω ότι με νοιάζεται. Αλλά δεν περίμενα άλλο ένα ραντεβού στα τυφλά τώρα, συλλογίστηκε. Εκείνη τη στιγμή ο Κωνσταντίνος της έστειλε μήνυμα στο κινητό για την ώρα και το μέρος.
Γύρισε σπίτι της και ξεκίνησε να ετοιμάζεται. Σκεφτόταν πώς να ήταν το αποψινό της ραντεβού. Και πώς να έμοιαζε ο αποψινός υποψήφιος. Δεν είχε πολλές απαιτήσεις, έναν καλό άνθρωπο στην ζωή της ήθελε. Αυτό ήταν πλέον και το πιο σπάνιο. Ευχόταν να ήταν το τελευταίο ραντεβού στα τυφλά. Διάλεξε ένα λουλουδάτο φόρεμα και ας ήταν μέσα της χειμώνας. Επέλεξε απαλά χρώματα για το μακιγιάζ της και τόνισε τα πράσινα μάτια της με ωραίες σκιές. Άφησε ανέμελα τα μαλλιά της.
«Όπου δεν βρίσκεις την άνοιξη την φτιάχνεις. Κάπως έτσι το λένε», μουρμούρισε και έβαλε δυνατά τη μουσική. Ανέβηκε το ηθικό της και έκανε μερικές στροφές με το φόρεμά της μπροστά από τον καθρέφτη. Ήταν πιο σίγουρη για τον άνθρωπο που θα συναντούσε απόψε επειδή ήταν στη μέση ο Κωνσταντίνος. «Δεν θα μου έκλεινε ραντεβού με κανέναν αχρείο, όπως έκανε η Παπαδάκη από τον πρώτο», θυμήθηκε. Όλοι ήξεραν ότι ήθελε να γνωρίσει έναν άνθρωπο για σοβαρή σχέση. Ότι αγαπούσε τα παιδιά και ήθελε να κάνει οικογένεια. Ενώ ο Κωνσταντίνος ήταν κλειστό βιβλίο σε αυτό το θέμα. Κανείς δεν ήξερε τι έκανε, πού πήγαινε, με ποιους έβγαινε. Ακόμα και η Άννα του έπαιρνε τις κουβέντες με το σταγονόμετρο.
Έφτασε στην διεύθυνση που έλεγε το μήνυμα και αντίκρυσε ένα μικρό χαριτωμένο καφέ. Μπήκε δειλά μέσα και έκατσε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Έστειλε μήνυμα στον Κωνσταντίνο και εκείνος της απάντησε πως ήταν στον δρόμο. Λίγα λεπτά μετά τον είδε να μπαίνει μέσα. Φορούσε πουκάμισο και ήταν καλοχτενισμένος.
«Πόσο χαίρομαι που ήρθες, θέλω να τα μάθω όλα!» του είπε ανυπόμονα. «Ένα ποτήρι λευκό κρασί, παρακαλώ», παρήγγειλε και ο Κωνσταντίνος ζήτησε το ίδιο.
«Τί θέλεις να μάθεις;» την ρώτησε δήθεν ανήξερα.
«Για το ραντεβού μου, πώς είναι ο τύπος, από πού τον ξέρεις, αχ πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ! Πες τα γρήγορα πριν έρθει!»
«Λοιπόν», είπε και το χαμόγελο του είχε φτάσει μέχρι τα αυτιά. «Είναι στην ηλικία σου, είναι ήσυχος άνθρωπος, δεν του αρέσουν τα πολλά γλέντια και τα ξενύχτια».
«Μην πεις άλλα, τον αγαπώ ήδη», γέλασε και τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του.
«Είναι και αυτός αρχιτέκτονας, του αρέσουν οι ταινίες, τα βιβλία, ακούει κλασική μουσική και θέλει να κάνει οικογένεια».
«Πού τον έκρυβες τόσο καιρό!» ξεφώνησε ενθουσιασμένη και του έπιασε το χέρι. «Και από εμφάνιση, τί λέει;»
«Καλός είναι, συμπαθητικός. Ψηλός, αδύνατος, μαύρα μαλλιά, καφέ μάτια. Έχει και κάτι λακκάκια στα μάγουλα, να εδώ», τράβηξε το χέρι της και το ακούμπησε στο πρόσωπό του.
«Κωνσταντίνε…»
«Άννα…»
«Κωνσταντίνε…»
«Ξέρεις, μπορεί να τραβήξει πολύ αυτό», κοκκίνησε. Θα σου πω δυο κουβέντες μόνο. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Είμαι εδώ».
«Είσαι εδώ», επανέλαβε σαστισμένη. «Ήσουν πάντα εδώ. Και εγώ σε έψαχνα! Σε αγαπώ, ναι… πάντα σε αγαπούσα! Πώς όμως θα δούμε αν θα ταιριάξουμε…»
«Μπορούμε να βγούμε ραντεβού και να το ανακαλύψουμε», γέλασαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.