Η Νόρα, διέσχισε το άδειο προαύλιο του σχολείου. Ο χώρος γύρω της “μύριζε” εγκατάλειψη. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά. Έφερε το χέρι στο λαιμό και πίεσε πάνω του το παλτό της προσπαθώντας να ζεσταθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Έσιαξε το σακίδιο που φορούσε στην πλάτη της, στάθηκε έξω από την μεγάλη πόρτα του κτιρίου και χτύπησε το μικρό κουδούνι που υπήρχε στον τοίχο. Εκείνη άνοιξε. Μπροστά της εμφανίστηκε μια μικροκαμωμένη, νεαρή γυναίκα με κατάμαυρα μαλλιά τυλιγμένα σε ένα σφιχτό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού και τετράγωνα γυαλιά μυωπίας με κίτρινο σκελετό. Φορούσε μια κόκκινη μπλούζα και μια ασορτί με τα γυαλιά, μακριά, κίτρινη φούστα. Η Νόρα την είδε να την παρατηρεί.
«Πέρασε», της είπε τελικά και παραμέρισε.
Η γυναίκα χώθηκε πίσω από ένα γραφείο που υπήρχε στην άκρη του διαδρόμου. Η Νόρα κοίταξε γύρω της. Οι τοίχοι, ήταν στολισμένοι με σκονισμένες παιδικές ζωγραφιές, που κάλυπταν τους σοβάδες που έπεφταν διαρκώς. Το πάτωμα είχε χώματα και σκόνη. Οι πόρτες των τάξεων ήταν ανοιχτές. Επικρατούσε μια σιωπή απόλυτη, που έδινε την εντύπωση πως είχε κλείσει όλο τον υπόλοιπο κόσμο απ’ έξω ενώ εκείνη βρισκόταν σε μια σαπουνόφουσκα, μέσα στην οποία δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Ούτε καν τα βήματά της. Έκανε να πλησιάσει μια τάξη, όταν η γυναίκα ξερόβηξε δυνατά. Η Νόρα στράφηκε απότομα προς το μέρος της.
«Ζητώ συγγνώμη για την ακαταστασία», έκανε αδιάφορα εκείνη με τόνο που έδειχνε πως δεν την ένοιαζε και πολύ, «αλλά δεν δίνουν ποτέ σημασία σε ό,τι κι αν τους λέω. Βλέπεις, θεωρούν πως δεν συμβαίνει τίποτε σημαντικό εδώ, πως δεν… Τέλος πάντων», σταμάτησε απότομα. «Πρέπει να καταγράψω τα στοιχεία σου. Πλησίασε».
Η Νόρα υπάκουσε. Η γυναίκα πήρε ένα στυλό, το έφερε στα χείλη της, κι άρχισε να δαγκώνει την άκρη, ενώ με το άλλο χέρι άνοιγε ένα χοντρό, δερματόδετο τετράδιο. Γύρισε τις σελίδες μέχρι να φτάσει στο τέλος μιας τεράστιας λίστας και μετά στράφηκε προς εκείνη.
«Όνομα», είπε κοφτά, πλησιάζοντας το στυλό στο τετράδιο.
«Νόρα Σέντγουολ», απάντησε εκείνη.
Η γυναίκα άρχισε να γράφει.
«Ηλικία»
«Τριάντα εννέα».
Η γυναίκα σήκωσε απότομα το κεφάλι της και την κοίταξε έντονα. Η Νόρα οπισθοχώρησε ενστικτωδώς.
«Τριάντα εννέα ε;» έκανε και στένεψε το βλέμμα. «Θα ορκιζόμουν ότι ήσουν πολύ μικρότερη», ανασήκωσε τελικά τους ώμους κι έσκυψε προς το τετράδιο. «Έχεις έρθει για τη μικρή Σέντγουολ έτσι δεν είναι;»
Η Νόρα κόμπιασε για λίγο. Η γυναίκα την κοίταξε ξανά ανασηκώνοντας το φρύδι.
«Ναι», της απάντησε τελικά. «Της είχα υποσχεθεί ότι θα ερχόμουν».
«Μου το είχε πει. Αν και… αν και κανονικά δεν θα έπρεπε να έρχεται εδώ, αλλά η Μάιλι Σέντγουολ, δεν είναι παιδί που ακολουθεί τους κανόνες».
Η Νόρα γούρλωσε τα μάτια.
«Ω… μην ανησυχείς», έκανε ανυπόμονα η γυναίκα. «Έχει τον τρόπο της κι έτσι δεν πρόκειται να την τιμωρήσουν ποτέ».
Εκείνη ξεφύσησε ανακουφισμένη.
«Όπως έλεγα λοιπόν», συνέχισε, «μου είχε εκμυστηρευτεί ότι της είχες πει πως θα ερχόσουν, και μάλιστα ανυπομονούσε, αν και γνώριζε πως δεν θα έπρεπε».
Η Νόρα χαμήλωσε το βλέμμα.
«Έχεις φέρει κάτι γι’ αυτήν;»
Εκείνη τράβηξε το σακίδιο από την πλάτη της, το άνοιξε, κι έβγαλε μια πάνινη κούκλα με ροζ φόρεμα και ξανθά μαλλιά. Η γυναίκα την πήρε στα χέρια της και την περιεργάστηκε.
«Χαριτωμένη», έκανε αδιάφορα. «Μπορείς να πηγαίνεις», της είπε τελικά. «Θα προχωρήσεις ως το τέρμα του διαδρόμου και θα ανοίξεις την πόρτα που βρίσκεται εκεί. Και μην μπεις μέσα σε καμία τάξη. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να καθυστερήσεις».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι. Η γυναίκα σηκώθηκε. Η Νόρα στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση τη στιγμή που την άκουσε να ανοίγει την πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να προχωράει. Έφτασε δίπλα σε μια άδεια τάξη. Στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και κοίταξε μέσα: παρατημένα θρανία, ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, ένας σκονισμένος μαυροπίνακας και σπασμένα τζάμια στα παράθυρα. Ανατρίχιασε. Σταύρωσε τα χέρια κι έτριψε τα δάχτυλά της μεταξύ τους. Έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω της. Η γυναίκα σημείωνε τα στοιχεία ενός ηλικιωμένου άντρα. Στράφηκε και πάλι προς το εσωτερικό της τάξης. Μπήκε μέσα και προχώρησε προς τον πίνακα. Πήρε μια κιμωλία, και δοκίμασε να γράψει πάνω στη σκονισμένη επιφάνειά του. Το μόνο που κατάφερε όμως, ήταν να κάνει έναν ανατριχιαστικό ήχο, που έμοιαζε με νύχια που τον έξυναν. Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Πέταξε την κιμωλία στο πάτωμα. Έστρεψε την προσοχή της στο παράθυρο. Άρχισε να το πλησιάζει. Όσο πιο κοντά έφτανε, τόσο πιο πολύ χτυπούσε το πρόσωπό της ο παγωμένος αέρας. Από το σημείο που βρισκόταν, το μόνο που μπορούσε να δει, ήταν ο γκρίζος ουρανός. Πλησίασε ακόμα πιο πολύ. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κοιτάξει κάτω από το παράθυρο, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της. Αναπήδησε και γύρισε απότομα. Η γυναίκα, στεκόταν πίσω της.
«Νομίζω ότι σου είπα να μην μπεις μέσα σε καμία τάξη», είπε κοφτά φέρνοντας τα χέρια στη μέση.
«Με… με συγχωρείς», απολογήθηκε η Νόρα.
«Μόνο γι’ αυτή τη φορά», έκανε απότομα. «Εμπρός! Βγες!».
Εκείνη υπάκουσε.
«Θα προχωρήσεις μέχρι το τέρμα του διαδρόμου και θα ανοίξεις την πόρτα που βρίσκεται εκεί. Εντάξει;»
Η Νόρα ένευσε.
«Και μην μπεις σε καμία τάξη».
Εκείνη έκανε όπως της είπε και προχώρησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Προσπέρασε πολλές άδειες τάξεις, αλλά δεν τους έριξε ούτε μια ματιά. Έφτασε στο τέρμα του διαδρόμου. Κοντοστάθηκε για λίγο. Έβαλε το χέρι της στο πόμολο, αλλά το μετάνιωσε σχεδόν αμέσως. Το τράβηξε απότομα και ακούμπησε το αυτί της στην πόρτα προσπαθώντας να αφουγκραστεί. Σιωπή. Στράφηκε αναστατωμένη προς τη γυναίκα για να σιγουρευτεί, αλλά εκείνη κατέγραφε τα στοιχεία ενός νεαρού. Και ξαφνικά, ενώ ήταν σίγουρη πως δεν είχε διανύσει τόσο μεγάλη απόσταση, το γραφείο της έμοιαζε υπερβολικά μακριά. Γύρισε και πάλι προς την πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και χωρίς άλλη δεύτερη σκέψη, την άνοιξε. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε, ήταν παιδιά να παίζουν χαρούμενα, σε ένα προαύλιο που ήταν το ίδιο με αυτό που είχε διασχίσει πριν λίγη ώρα, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα δεν μύριζε εγκατάλειψη, αλλά έσφυζε από ζωή. Και ακριβώς απέναντι, βρισκόταν το σχολείο μέσα στο οποίο είχε μπει, μόνο που δεν ήταν παρατημένο και άδειο. Χαρούμενα πρόσωπα παιδιών και καθηγητών ξεπρόβαλαν από τις πόρτες και τα παράθυρα. Άφησε την πόρτα να κλείσει πίσω της κι έκανε μερικά βήματα μπροστά. Δεν κρύωνε πλέον. Έβγαλε το παλτό και το άφησε πάνω σε ένα πεζούλι. Κοίταξε γύρω της. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φωνάξει το όνομα της Μάιλι, άκουσε κάποιον να καλεί το δικό της.
«Νόρα!»
Εκείνη στράφηκε προς το μέρος της. Ένα μικρό ξανθό κορίτσι χαμογελούσε πλατιά κι έτρεχε κοντά της. Έπεσε με δύναμη στην αγκαλιά της.
***
Την ίδια στιγμή:
Ο Μπόρις Τζένκινς, άφησε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο μνήμα της νεκρής γυναίκας του κι έσφιξε το χέρι της μικρής τους κόρης που στεκόταν δίπλα του. Το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω στην πέτρινη πλάκα, ήταν “Νόρα Σέντγουολ”.
«Μπαμπά, ποια είναι η Μάιλι Σέντγουολ που είναι θαμμένη δίπλα στη μαμά;»
«Είναι η αδερφή της μαμάς σου αγάπη μου. Ήταν δυο χρόνια μικρότερή της», είπε εκείνος ήρεμα.
«Είναι κι εκείνη νεκρή;»
«Δυστυχώς. Όταν… όταν η μαμά σου και η Μάιλι πήγαιναν στο σχολείο, έγινε σεισμός. Η Μάιλι ήταν ανάμεσα στα παιδιά που χτύπησαν θανάσιμα».
Η μικρή έφερε το χέρι στο στόμα της.
«Και η μαμά;»
«Η μαμά σώθηκε. Ξέφυγε όμως από την προσοχή των καθηγητών της κι έτρεξε στην τάξη της Μάιλι. Η δασκάλα της, την πρόλαβε και την απομάκρυνε αμέσως. Τότε η μαμά σου φώναξε στη Μάιλι πως θα ξανάρθει. Δυστυχώς όμως, εκείνη ξεψύχησε και η μαμά σου δεν πρόλαβε να την ξαναδεί ζωντανή. Μου είχε ζητήσει να της υποσχεθώ, πως όταν πεθάνει, θα ταφεί δίπλα της για να μπορέσει να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που της είχε δώσει τότε».
***
Η Νόρα, συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόταν να σκύψει για να αγκαλιάσει τη Μάιλι. Είχε το ίδιο σχεδόν ύψος μαζί της, αφού δεν ήταν πλέον τριανταεννέα χρονών, αλλά δέκα, όσο τότε που την είδε ζωντανή για τελευταία φορά. Τράβηξε το σακίδιο από την πλάτη της, κι έβγαλε την ξανθιά κούκλα με το ροζ φόρεμα. Η αδερφή της, χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά, πήρε την κούκλα με το ένα χέρι και με το άλλο τράβηξε τη Νόρα κι αναμίχθηκαν με τα υπόλοιπα παιδιά.
***
Έξω από το προαύλιο στεκόταν ένα κορίτσι με χλωμό πρόσωπο, λευκές πλεξούδες και καταγάλανα μάτια. Έσφιγγε τα κάγκελα με τα μικρά της χέρια τόσο πολύ, που οι αρθρώσεις των δακτύλων της είχαν ασπρίσει. Είχε το βλέμμα καρφωμένο σε ένα μικρό αγόρι που έπαιζε μπάλα μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Πίσω της, λίγο πιο πέρα, στέκονταν δύο άντρες: ο Damon HellWay και ο Τζέρεμι Σίγκουλ.
«Τι υπήρχε έξω από το παράθυρο της τάξης στο οποίο πλησίαζε η Νόρα;» θέλησε να μάθει ο Τζέρεμι. «Δεν έπρεπε να δει, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό δεν την απομάκρυνε η γυναίκα;»
«Δεν έπρεπε να δει. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να γνωρίζεις», απάντησε ο Damon.
«Εσύ δεν είχες καμία ανάμιξη σε αυτό, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τζέρεμι.
«Όχι», απάντησε εκείνος κοφτά. «Δεν είχα και δεν μπορώ να έχω καμία ανάμιξη».
«Τότε γιατί είμαστε εδώ; Θέλω να πω», βιάστηκε να διορθώσει, «πως αφού δεν βοήθησες εσύ τη Νόρα Σέντγουολ να ξανασμίξει με την αδερφή της, γιατί…»
«Γι’ αυτό», τον έκοψε εκείνος κι έδειξε προς το κορίτσι με τις λευκές πλεξούδες που στεκόταν έξω από τα κάγκελα. «Για τη Λούσι. Βλέπεις εκείνο το αγόρι;»
Τώρα έδειχνε προς τον μικρό που έπαιζε μπάλα. Ο Τζέρεμι ένευσε.
«Είναι, ή μάλλον, ήταν ο αδερφός της. Η Λούσι, του είχε δώσει την ίδια υπόσχεση που είχε δώσει και η Νόρα στη Μάιλι. Μόνο που η πορεία της ζωής της Λούσι, οι επιλογές και οι πράξεις της, της αφαίρεσαν το δικαίωμα να μπορέσει να την τηρήσει όταν θα ερχόταν η ώρα. Το μόνο που μπορεί να κάνει λοιπόν, είναι να στέκεται έξω από τα κάγκελα και να τον κοιτάζει, χωρίς εκείνος να ξέρει πως η αδερφή του βρίσκεται εκεί.
«Κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι΄ αυτό;»
Ο Damon έμεινε σιωπηλός για λίγο.
«Όχι», απάντησε τελικά. «Όπως σου είχα ξαναπεί, ακόμα κι εγώ πρέπει να υπακούω σε κάποιους κανόνες».
Εκείνη τη στιγμή, η Λούσι έκανε μεταβολή, απομακρύνθηκε από τα κάγκελα και τους πλησίασε. Κοίταξε τον Damon στα μάτια κι εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα. Την έπιασε από το χέρι και οι τρεις τους άρχισαν να απομακρύνονται.