,

Νυχτερινά Ποτίσματα

Το κλιματιστικό βούιζε αγόγγυστα, κάνοντας φιλότιμη προσπάθεια να διώξει μακριά τη ζεστή υγρασία που είχε διαδεχτεί την αποπνιχτική κουφόβραση της ημέρας.  Ήταν καθισμένη στον καναπέ κι ότι ετοιμαζόταν να πάει να κοιμηθεί, όταν μπήκε ο άντρας της στο σπίτι.  Ήταν μιάμιση το βράδυ, στα μέσα ενός λάβρου θέρους στο χωριό που περνούσαν το καλοκαίρι τους για να συνδυάζουν και τις αγροτικές εργασίες του.

«Πάω να δω το καρούλι και θα έρθω, καλά;» τον άκουσε να λέει.  Πριν προλάβει να γνέψει καταφατικά και να του πει – όπως συνήθως – να προσέχει, εκείνος σαν να το σκέφτηκε εκείνη μόλις τη στιγμή, στράφηκε προς το μέρος της.

«Να σου πω, δεν έρχεσαι παρέα;  Να πάμε μια βόλτα στα χωράφια με τ’ αγροτικό κι ερχόμαστε, τι λες;»

Στα χωράφια;

Είχε να πατήσει στα χωράφια από τότε που είχαν γνωριστεί, είκοσι χρόνια πριν, τότε που ήταν φρέσκοι στη σχέση τους και προσπαθούσε ο καθένας τους να δείξει τον καλύτερο εαυτό του.  Εκείνη μάλιστα στις αρχές του γάμου τους, όταν ακόμα έκαμναν τα πρώτα βήματα εξοικείωσης, τόσο μεταξύ τους όσο και στο νέο περίγυρο, τον ακολουθούσε στα χωράφια για να τον γνωρίσει καλύτερα μέσω της δουλειάς του.

Για εκείνον δεν είχε αλλάξει κάτι στο περιβάλλον του, μια που έμεναν στο πατρικό του σπίτι στο χωριό.  Για εκείνη όμως, που ήταν ένα παιδί της πόλης, όπου το πιο κοντινό πράγμα με την αγροτική ζωή ήταν κάτι τενεκέδες με μαδημένες μολόχες στο μπαλκόνι, ήταν πολιτισμικό σοκ όταν βρέθηκε σε ένα χρόνο από μια πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων σε εκείνο το μικρό χωριό, ως σύζυγος αγρότη.  Τα όσα ήξερε για την αγροτική ζωή περιοριζόταν στα αμερικάνικα θρίλερ που έβλεπε, με τα στοιχειά στα καλαμποκοχώραφα ή στις εξωραϊσμένες αγρότισσες με τα λευκά τσεμπέρια και τις βλεφαρίδες κάγκελο στις δραματικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Από τα χωράφια με τα παράξενα τοπωνύμια θυμόταν, σαν σε βουκολικό τοπίο, τα ψηλά καλαμπόκια, τα καταπράσινα φυλλωτά ζαχαρότευτλα ή τα κίτρινα στάχυα που ανέμιζαν στο φλεγόμενο φως του απογεύματος.  Τους λασπωμένους και ανώμαλους χωματόδρομους που έκαμναν το παλιό αγροτικό να χοροπηδάει σαν δαιμονισμένο.  Τους ξεθωριασμένους ελαστικούς σωλήνες για το πότισμα – τα λάστιχα, όπως τα έλεγαν – με τους μεγάλους, στρογγυλούς, μεταλλικούς συνδέσμους που είχε δοκιμάσει μια φορά, με το φιλότιμο της ερωτευμένης, να τραβήξει για να τον βοηθήσει να τα απλώσει.  Και όταν την τίναξε πέρα το ασήκωτο λάστιχο, είχε κοντέψει να βρεθεί στο χαντάκι.  «Άσε, αγάπη μου» της είχε πει τότε χαριτολογώντας εκείνος «καλύτερα κάνε μου παρέα μόνο, και μη με βοηθάς γιατί άμα βρεθείς στο χαντάκι με μισό μέτρο νερό, άντε να σε βγάλω μετά».

Θυμόταν το καλοκαίρι, στις πλαγιές, τη ζέστη που έλιωνε τα πάντα εκεί και το ξερό, τριφτό κοκκινόχωμα που ρουφούσε άπληστα το νερό από τα ποτίσματα.  Το μικρό σπιτάκι στα χωράφια με το παλιό ράντζο και τα έντομα παντού: μύγες σαν ελικόπτερα, σφήκες-Νίντζα, χνουδωτές μέλισσες, αεικίνητες ακρίδες, γυαλιστερά σκαθάρια, κομψές λιβελούλες, αδηφάγα αλογάκια της Παναγίας, τζιτζίκια που ζάλιζαν με το τραγούδι τους, γοργές σαρανταποδαρούσες, σκουλήκια πασπαλισμένα με φρέσκο χώμα.  Ένας εντομολόγος θα έβγαζε το διδακτορικό του μονάχα με το να καθίσει ένα απόγευμα εκεί.

Το απέραντο γαλάζιο στον ουρανό, χωρίς ούτε ένα τόσο κτίριο να παρεμβάλλεται στον γεμάτο αφρισμένα κύματα ωκεανό νεφών.  Σύννεφα που τα πολυποίκιλα σχήματά τους κέντριζαν τη φαντασία του ζευγαριού που ακολουθώντας την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη για εκλογίκευση, συνέθεταν με αυτά πρόσωπα και εικόνες με νόημα.

Οι ευθείες και οι καμπύλες από το πράσινο των φυτών, το καφέ της γης, το βαθύ γαλάζιο του ουρανού και το μαύρο από τις κολόνες του ρεύματος, οι διάσπαρτοι πολύχρωμοι κύκλοι των ποτιστικών μηχανών, όλα απλώνονταν σε μια ανεπιτήδευτη γεωμετρία της ζωής.  Κι ήταν σχεδόν αστείο το γεγονός ότι, όσον αφορά τις καλλιέργειες και τα συμπαρομαρτούντα, εκείνη πέρα από τις γλαφυρές αγροτικές εικόνες, συνέχιζε να έχει την ίδια άγνοια και ασχετοσύνη.

Πόσα όμως χρόνια είχαν περάσει από τότε.  Κι όλα αυτά που θυμόταν από την βουκολική ζωή στα χωράφια, ήταν μέσα στο φως της μέρας.  Τώρα όμως, τέτοια ώρα τη νύχτα μέσα στα άγρια σκοτάδια, με τα κουνούπια να αλωνίζουν κι όλα τα πετούμενα, σερνάμενα και ένας Θεός ξέρει τι άλλο, να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα;

Δεν χρειάστηκε καν να το σκεφτεί.

«Και δεν πάμε; Πάμε! Καιρό έχω να δω τα χωράφια».

Κατέβηκε την εξωτερική σκάλα όπως ήταν με το μακό μπλουζάκι, την βερμούδα και τις σαγιονάρες της.  Στη μεγάλη τσιμεντένια αυλή, κοντά στα ασάλευτα τρακτέρ ήταν το Θηρίο, ένα ψηλό, γκρι αγροτικό αυτοκίνητο, στο οποίο έπρεπε να σκαρφαλώσει για να μπει στη θέση του συνοδηγού. Και φυσικά για να το κάνει αυτό, χρειαζόταν να παραμερίσει τα διάφορα ριγμένα εργαλεία, τις αρμαθιές από σκοινιά, καλώδια και παρατρεχάμενα και να ελπίσει ότι δεν θα είχε βρει καταφύγιο στο κάθισμα κάποιο από τα μυριάδες πρόθυμα πλάσματα της νύχτας.  Όπως κάποιο μικρό, γλιστερό φίδι ή κάποιος τσαμπουκαλής σκορπιός κραδαίνοντας τις δαγκάνες του, για παράδειγμα.  Ωστόσο ούτε κατάλαβε τίποτα, έδιωξε με ένα αόρατο νεύμα τους φόβους της κι έκατσε βουλιάζοντας αναπαυτικά στο μεγάλο κάθισμα του συνοδηγού.

Έτσι όπως έστεκαν σιωπηλά οι σιλουέτες των τρακτέρ δίπλα στο αγροτικό, του γέρο-Αμερικάνου με το ξεθωριασμένο, στωικό του αμάξωμα και του Ολλανδού, του λαμπερού γλαυκού γίγαντα, της φάνηκε ότι την παρατηρούσαν γεμάτα περιέργεια.  Δεν το σκέφτηκε όμως περισσότερο, γιατί της απέσπασε την προσοχή το αμάξι που με έναν βρυχηθμό λιονταριού τινάχτηκε βγαίνοντας στον έρημο, νυχτερινό δρόμο.  Το χωριό εκτεινόταν δεξιά κι αριστερά με τα σπίτια του να λουφάζουν σιωπηλά από την κάψα της ημέρας.  Καθώς πήρε στροφή το αγροτικό για τα περίχωρα, φάνηκε κι η πετρόχτιστη εκκλησία με τα δίδυμα καμπαναριά της να στέκει μετέωρη, σαν ένα ξεχασμένο μνημείο από μια περασμένη εποχή.

Η νύχτα δεν είχε φεγγάρι γι’ αυτό όταν απομακρύνθηκαν από το χωριό και βρέθηκαν στην αγροτική περιοχή, το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο.  Ο φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος δρόμος αντικαταστάθηκε από δίκτυο στενών χωματόδρομων, όπου τα βαθιά ίχνη από παράλληλες γραμμές ανάμεσα στα άγρια χορτάρια μαρτυρούσαν την τακτική διέλευση οχημάτων εκεί.  Και όπως θυμόταν από παλιά, ακόμα και το μεγάλο αγροτικό τραμπαλιζόταν ασταμάτητα προς κάθε κατεύθυνση, χτυπώντας πότε σε βαθουλώματα, πότε σε ξασπρισμένες πέτρες, παρότι ο άντρας της απέφευγε τα χειρότερα σημεία, γιατί τα ήξερε σαν την παλάμη του χεριού του.

Κρατιόταν από τη χειρολαβή και χάζευε μέσα από το μισοθολωμένο, από την ξεραμένη λάσπη, παρμπρίζ.  Έτσι όπως περιοριζόταν κυκλικά η ορατότητα, της έφερνε στο μυαλό ότι ήταν εξερευνητές μέσα σε υποβρύχιο στην αβαθή τάφρο των Μαριανών κι είχαν μπλέξει σε κάποια υποθαλάσσια καταιγίδα.  Μπροστά τους, στο μοναδικό φως από τους προβολείς του αυτοκινήτου, ταλαντευόταν ο δρόμος μέσα από πυκνά χωράφια, που τα σπαρτά τους στο νυχτερινό φως φάνταζαν σαν στρατιές από χλωμές χορεύτριες που λικνίζονταν με τον άνεμο.  Διάσπαρτες εδώ κι εκεί, οι μισοκρυμμένες φιγούρες των ποτιστικών μηχανημάτων διαδέχονταν η μια την άλλη στο τοπίο, εκτοξεύοντας αψίδες νερού που άστραφτε κάτω από τα φώτα του αυτοκινήτου.  Η δροσιά έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και μαζί της η οσμή του χώματος και των φυτών δροσερή και ανάλαφρη, ενώ πίσω τους διακρινόταν η καθάρια πληρότητα του νερού.  Μοναδική παραφωνία ήταν η δυνατή μουσική από το ραδιόφωνο με τα τρέχοντα δημοφιλή λαϊκά άσματα.  Θα προτιμούσε βέβαια να έπαιζε κάτι πιο έντεχνο και του γούστου της, αλλά στην τελική δεν της χαλούσε και την εικόνα.

«Να, τα ηλιόσπορα» διέκοψε τις σκέψεις της ο άντρας της δείχνοντάς της, ύστερα από μια ακόμα επεισοδιακή στροφή στο ανώμαλο έδαφος, τη σειρά με τα μεγάλα, βαριά άνθη που εκτεινόταν δίπλα της.  Τα ηλιοτρόπια, γεμάτα από τα ώριμα σπόρια τους, έγερναν σαν νυσταγμένα παιδιά μέσα στο μισοσκόταδο, με τα πλατιά φύλλα τους να σείονται απαλά στο αεράκι.  Τα λουλούδια τους ήταν πιο μεγάλα από όσο τα θυμόταν, ίσαμε ένα πιάτο και τα κίτρινα πέταλά τους είχαν σχεδόν ξεραθεί καθώς πλησίαζε ο καιρός για τη συγκομιδή.  Πιο ταιριαστό όνομα για αυτά τα άνθη δεν υπήρχε– γιατί ήξερε, μια που τα είχε δει και την ημέρα μπαίνοντας ή φεύγοντας από το χωριό– πως όταν έβγαινε ο ήλιος, αμέσως εκείνα τα τεράστια, κίτρινα κεφάλια ανασηκωνόταν και στρεφόταν προς το φλεγόμενο άστρο του ουρανού και το ακολουθούσαν σαν τους πιστούς το λατρευτικό τους είδωλο.

Ο ήχος από το τράνταγμα του αυτοκινήτου την επανάφερε στη δροσερή βραδιά.  Το αμάξι χαμήλωσε ταχύτητα, κυλώντας αργά στον ανώμαλο δρόμο μέχρι που σε λίγα μέτρα πιο πέρα φρέναρε εντελώς.  Ο άντρας της στράφηκε προς το μέρος της και της είπε δείχνοντας στα δεξιά της «εκεί είναι και το δικό μας καρούλι, το βλέπεις;»

Έστρεψε το βλέμμα της παρέκει, αντικρύζοντας τον σκούρο όγκο από ένα γιγάντιο, κυλινδρικό καρούλι ποτίσματος, που το αποσπασματικό φως από τα φώτα του αυτοκινήτου πρόδινε το γαλανό του χρώμα.  Με ύψος τριών μέτρων, το στρογγυλό ποτιστικό μηχάνημα τύλιγε το φαρδύ ποτιστικό λάστιχο που οπισθοχωρούσε μαζί με το τροχήλατο πύραυλο εκτοξεύοντας ρυθμικά μεγάλους, αψιδωτούς πίδακες νερού πάνω στις μουντές σιλουέτες των ηλίανθων.  Ένας μονότονος ήχος σαν τύμπανο ακουγόταν από τον μαυριδερό κυκλικό όγκο και τον ακολουθούσε το σφυριχτό πλατσούρισμα του νερού που κατρακυλούσε μέσα στο σκοτάδι.  Ενδιάμεσα, κρυμμένα μέσα στα θεριεμένα αγριόχορτα ενός παρατημένου χωραφιού πιο πέρα, τα τριζόνια λαλούσαν εύρυθμα με το όλο τρίλιες κάλεσμά τους.  Όσο κι αν ήξερε ότι οι αγρότες δεν τα ήθελαν, γιατί προκαλούσαν ζημιές στις ρίζες των νεαρών φυτών, δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στη δροσερή ανεμελιά του τραγουδιού τους, μέσα στην αστρόλουστη νύχτα.

«Καλά πάει» μουρμούριζε ο άντρας της με το αυτί στημένο στον ήχο του καρουλιού, παρατηρώντας το χρονόμετρο στο κινητό του κι ολότελα χαμένος στους υπολογισμούς που κάθε αγρότης έκαμνε για να ξέρει πότε θα έβγαινε το καρούλι, όπως έλεγε.  Πότε δηλαδή θα επέστρεφε ο τροχήλατος πύραυλος του νερού και θα τυλιγόταν το λάστιχο.  Σκέφτηκε πόσο αφελής ήταν παλιά η ίδια, όταν δεν είχε ιδέα πώς ποτίζονταν όλα αυτά τα χωράφια και νόμιζε ότι απλώς άνοιγε μια βρύση και μαγικοί σωλήνες νερού έστελναν αμέσως νερό όπου χρειαζόταν σε κάποιο μόνιμο ποτιστήρι, όπως γινόταν με το γκαζόν στις πλατείες της μεγαλούπολης που έμενε.  Όταν έφτασε μια στιγμή που, καθισμένη έξω στο μικρό σπιτάκι του χωραφιού του είχε εξηγήσει την πλάνη της, εκείνος είχε λυθεί στα γέλια.

«Όχι, όχι, βρε αγάπη μου, ποιο ποτιστήρι για γκαζόν» της είχε πει ξεκαρδισμένος και συνέχισε εξηγώντας της ότι όλα γίνονταν από το αυτό το ζωηρόχρωμο καρούλι που ήταν και η σωτηρία των αγροτών, «γιατί παλιότερα έπρεπε να το κουβαλάω μόνος το λάστιχο, μπρος-πίσω στο χωράφι για ατέλειωτες ώρες».  Και τον φανταζόταν τον άμοιρο να βουλιάζει μέσα στη παχιά καφέ λάσπη ως τον αστράγαλο και να πορεύεται μέσα τη νύχτα με τον φακό σαν τον τυφλοπόντικα ή την ημέρα λιώνοντας από την υγρασία και το λιοπύρι.

Ξαφνικά, έναν γνωστό παραδοσιακό τραγούδι ακούστηκε να παίζει στο ραδιόφωνο, το Τριανταφυλλιά μου Κόκκινη και της ήρθε στο μυαλό ο θείος της, που του άρεσε να το ακούει.  Ήταν αγρότης κι εκείνος κι όταν ζούσε, έμενε με την οικογένειά του στο πατρικό χωριό, κάπου στην Πιερία.  Σε εκείνο το χωριό, όπου αραιά και πού, την πήγαιναν μικρή οι γονείς της, για να μείνουν πότε για τις εκλογές και πότε για κάποιον γάμο ή βαφτίσια.  Καθόταν τότε σ’ εκείνη την αυλή στο σπίτι του θείου της, μια μεγάλη αυλή στρωμένη με χαλίκι και τσιμέντο, και χάζευε τα τρακτέρ, τα εργαλεία και τα άγνωστα μεταλλικά εξαρτήματα καλλιέργειας, που η φαντασία της τα μεταμόρφωνε σε μυθικά πλάσματα από φωτιά κι ατσάλι.  Και έβλεπε σαν τον άρχοντα όλων αυτών τον ίδιο τον θείο της, έναν ήσυχο άνθρωπο με μεγάλα, φαρδιά χέρια που ήταν σχεδόν πάντα χαμογελαστός.  Και θυμήθηκε ότι εκείνο τον καιρό σε μια έκθεση της δευτέρας δημοτικού που είχε θέμα, Πώς πέρασα τις διακοπές μου, είχε γράψει πως είχε πάει στο χωριό καταλήγοντας ότι: «Όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ τον θείο μου, γιατί αγαπάει τη γη».

Μετά από χρόνια, όταν είχε πιάσει δουλειά γραφείου σε μια άλλη πόλη και πηγαινοερχόταν με το λεωφορείο, κοίταζε καθισμένη πλάι στο παράθυρο να περνούν τοπία με χωράφια ως εκεί που έφτανε το μάτι.  Κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, κόντρα στον χαμηλωμένο ήλιο είτε του πρωινού είτε του απογεύματος, καρούλια μέσα στα χωράφια πότιζαν με τους λαμπερούς, καμπυλωτούς καταρράκτες τους.  Όποτε περνούσε το λεωφορείο από εκείνα τα κύματα αιωρούμενου νερού που στραφτάλιζε, ουράνια τόξα στεφάνωναν διαδοχικά, σαν κορδέλες νίκης τα ποτιστικά μηχανήματα.  Κι έλεγε με τον νου της, δεν ξέρω πώς είναι η ζωή του αγρότη, αλλά και μόνο να ζεις για να βλέπεις τόσα ουράνια τόξα στη δουλειά σου, πρέπει να είναι μαγική εμπειρία.  Χωρίς τότε να φαντάζεται ότι θα έφτανε μια εποχή που θα έβλεπε κι εκείνη τέτοια ουράνια τόξα από κοντά, πάνω από τα χωράφια του άντρα της.

Η πραγματικότητα απείχε έτη φωτός από όσα είχε φανταστεί για το ποιο μπορεί να ήταν το μέλλον της.  Άγγιζε τα όρια του μοιραίου το ότι εκείνη, μια τόσο διστακτική και εσωστρεφής γυναίκα, που μετά βίας φανταζόταν την πιθανότητα να άλλαζε σπίτι ακόμα και κι αν ήταν στην ίδια συνοικία με το πατρικό της, είχε αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή της ολοκληρωτικά.  Να παντρευτεί μετακομίζοντας σε μια άλλη πόλη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και μετά να μείνει σε ένα χωριό, το οποίο απάρτιζε ένα σύνολο εμπειρίες που ούτε καν στις ταινίες δεν θα μπορούσε να τις φανταστεί.  Κοίταξε τον άντρα της που πηγαινοερχόταν έξω από το αυτοκίνητο, πότε με το πρόσωπό του κρυμμένο στο σκοτάδι και πότε φωτισμένο από την γαλαζωπή οθόνη του κινητού του.  Πόσο εύκολο θα ήταν όλη αυτή η καλή ζωή να είχε αγγίξει τον όλεθρο, αν εκείνος δεν ήταν αυτό που έλεγε, αν τη γελούσε και την εκμεταλλευόταν, αν ήταν εν ολίγοις αυτή η γνωριμία ένα φιάσκο. Μέσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζούσαν στον πλανήτη η τύχη της πρωτάρας την είχε φέρει εκεί, αντί σε κάποια άλλη ίσως επίγεια κόλαση.  Κι αυτό είχε γίνει την μοναδική φορά, πριν είκοσι χρόνια, που δεν είχε ψάξει το ζήτημα πολύ, εμπιστευόμενη απλώς το ένστικτό της και παίρνοντας απόφαση σχεδόν με κλειστά μάτια.

Απέμεινε να στοχάζεται κάτω από τον απέραντο ωκεανό των αστεριών που λαμπύριζαν γαλήνια κι έμοιαζαν με τα μισόκλειστα μάτια μιας γάτας όταν ακούει τρυφερά λόγια.  Ο δροσερός άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά της και έκαμνε όλα όσα ανησυχούσε όλη μέρα να φαντάζουν τώρα τόσο μακρινά κι ανούσια.

Στην τελική, το να μην ξέρει τίποτα για σπορές, οργώματα, ρίπερ, σβάρνες, φρέζες κι άλλα τέτοια ήταν το ίδιο φυσιολογικό όπως και το να μην ξέρει τίποτα ο άντρας της από διεκπεραιώσεις εγγράφων, επιχορηγήσεις φορέων, κατανομές πιστώσεων, εντολές πληρωμής και δεν συμμαζεύεται, που απάρτιζαν τη δική της δουλειά.  Έρχονταν και οι δυο από δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους, με αλλιώτικες εμπειρίες κι ωστόσο δεν είχαν σημασία όλα αυτά που τους διαφοροποιούσαν και τους χώριζαν, αλλά όσα τους ένωναν.  Πράγματα που μπορεί να ήταν πολύ δραματικά, όπως η αγάπη τους που είχε περάσει από σαράντα κύματα ή και πολύ απλά, όπως αυτή η μικρή, νυχτερινή βόλτα στα χωράφια.

Κι έτσι βρίσκονταν τώρα εδώ μέσα στην αφέγγαρη νύχτα, ζώντας τον ρυθμικό ήχο του τυμπάνου από το καρούλι, που της έφερνε στον νου το όμορφο εκείνο τραγούδι του Χάρι Μπελαφόντε, το Banana Boat και χαιρόταν που είχε δεχτεί τελικά κι είχαν έρθει εδώ για βόλτα.  Γιατί απολάμβανε που όλα ήταν τόσο γαλήνια κι όμορφα, μια καλοκαιρινή νύχτα κάπου σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας.  Κι ας ήταν ώρα πολύ περασμένη κι ας μην είχε φεγγάρι να στεφανώνει τον κοιμισμένο ουρανό.

Έχουν και τα νυχτερινά ποτίσματα την γοητεία τους τελικά, σκέφτηκε στην επιστροφή χαμογελώντας.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: