Τα κορίτσια κούνησαν ψηλά τα χέρια τους για να της δείξουν πού κάθονταν. «Συγγνώμη που άργησα, χάθηκα», γέλασε και άφησε το τσαντάκι της στη μπάρα.
«Καλώς όρισες, κοριτσάκι μου», την αγκάλιασε σφιχτά η Μαρία.
«Αναστασία, χαίρω πολύ. Πρώτη φορά στην πόλη μας;» ρώτησε και έδωσε το χέρι της.
«Είσαι η κοπέλα που μας έλεγε η Μαρία, η φίλη της από το σχολείο!», την διέκοψε η Χριστίνα.
«Ω, ναι, εγώ είμαι και ναι, πρώτη φορά έρχομαι εδώ. Τι όμορφο μέρος, το έχω ήδη αγαπήσει!» είπε βάζοντας το χέρι στην καρδιά της.
«Πόσο θα μείνεις τελικά;» αναρωτήθηκε η Μαρία και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. «Να σου παραγγείλω ένα ίδιο;» την ρώτησε δείχνοντας το κοκτέιλ της.
«Ναι, ευχαριστώ. Ένα μήνα και ανυπομονώ να γυρίσω όλο το νησί. Έχω βρει τόσα μέρη να πάω», έψαξε στο τσαντάκι της και έβγαλε ένα σημειωματάριο. «Ηράκλειο έχει μείνει η Εθνική Πινακοθήκη και το Ανάκτορο της Κνωσού. Χανιά θέλω οπωσδήποτε να πάω στον Μπάλο».
«Γαλαζοπράσινα νερά, εξωτικό τοπίο, θα σου αρέσει πολύ», συμφώνησε η Αναστασία.
«Επίσης όλο το Ρέθυμνο, Ιεράπετρα, Σητεία, παντού! Καλοκαίρι στον Νότο!»
«Δείτε ποιος μπήκε μόλις τώρα», σκούντησε η μία την άλλη και έκαναν τις αδιάφορες κοιτώντας τα ποτήρια τους.
«Ποιος είναι αυτός;» τις ρώτησε.
«Είναι φίλος της Μαρίας από την δουλειά, μουσικός και αυτός, έρχεται συχνά εδώ με την παρέα του», είπε κατακόκκινη η Χριστίνα. «Αλλά δεν έχουμε καμία τύχη. Είναι και κούκλος και δύσκολος».
«Σιγά βρε κορίτσια», γέλασε η Μαρία. «Απλά είναι λίγο μοναχικός τύπος».
«Έρχεται να χαιρετήσει, έρχεται να χαιρετήσει», επανέλαβε συνωμοτικά η Αναστασία και δάγκωσε δήθεν αδιάφορα το καλαμάκι του ποτού της.
Ο Αλέξανδρος πλησίασε χαμογελαστός στη μπάρα και παρήγγειλε ουίσκι. Χαιρέτισε μια – μια τις κοπέλες και τις φίλησε σταυρωτά.
«Να σου γνωρίσω την παιδική μου φίλη, ήρθε πριν λίγες μέρες στην πόλη μας», είπε η Μαρία.
«Αλέξανδρος», συστήθηκε και στάθηκε να την κοιτάζει. «Το όνομά σου;»
Ο χρόνος πάγωσε. Η ζωή τους ξετυλίχτηκε γύρω τους σαν ταινία.
***
Ο Αλέξανδρος θα παρατηρούσε τα υπέροχα μακριά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν ανάλαφρα πάνω στο φόρεμά της. Τους λεπτούς ώμους της με το βελούδινο δέρμα, ηλιοκαμένο από τον δυνατό ήλιο της Κρήτης. Θα προσπαθούσε να μαντέψει από μέσα του το όνομά της. Τι όνομα να είχε αυτό το μαγικό πλάσμα; Ίσως να είχε ήδη κολυμπήσει στις μαγευτικές τους παραλίες και να είχε γευτεί τις ιδιαίτερες νοστιμιές τους. Αλλά πιθανόν να μην είχε χορέψει με κάποιον ακόμα. Φαντάστηκε να την παίρνει από το χέρι και να την τραβάει μακριά από την παρέα της, να την σφίγγει στην αγκαλιά του και να χορεύουν ως το πρωί. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά!
Ποτέ ξανά δεν θα είχε νιώσει αυτόν τον πόνο στο στομάχι της, στην καρδιά, τους παλμούς της να χτυπάνε σαν τρελοί και την ανάσα της να τρεμοπαίζει. Τι παράξενα συμπτώματα που έχει ο έρωτας. Γιατί κάτι όμορφο να σε πονά τόσο;
Θα εξερευνούσαν μαζί κάθε γωνιά του νησιού. Το Ρέθυμνο, το ενετικό λιμάνι και θα έκαναν βόλτες στα στενά γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης. Ο Μπάλος στα Χανιά είχε τέτοια άγρια ομορφιά που θα τους έκοβε την ανάσα. Ροζ άμμος και θρυμματισμένα κοχύλια ήταν μέρος του εξωτικού τοπίου. Η κοσμοπολίτικη Ιεράπετρα ήταν παράδεισος. Δεν θα γινόταν να παραλείψουν την Ελούντα και με το καραβάκι θα πήγαιναν απέναντι στην Σπιναλόγκα.
«Πού μεγάλωσες;» θα την ρωτούσε και εκείνη θα του έλεγε τα πάντα για τα παιδικά της χρόνια. Τη μεγάλωσε η γιαγιά της, την οποία έχασε λίγο μετά το Πανεπιστήμιο. Οι γονείς της σκοτώθηκαν όταν ήταν πολύ μικρή. Μεθυσμένος οδηγός. Δεν είχε άλλα αδέρφια. Είχε μπει από τους πρώτους στην ιατρική και δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Αθήνα. Εκείνος είχε μόνο τον κολλητό του, που έμενε τα τελευταία χρόνια στην Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ζούσαν στην Αυστραλία και δεν είχε πολλές επαφές μαζί τους. Μοναχοπαίδι και εκείνος.
Πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη και η στιγμή του αποχωρισμού θα ήταν πολύ δύσκολη. Θα στέκονταν έξω από το αεροδρόμιο κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Τα μάτια της θα έμοιαζαν με άχρωμο ουρανό. Θα είχε χαθεί το απαλό γαλάζιο και τα δάκρυα θα πάλευαν να μην κυλήσουν πάνω στα στρογγυλά της μάγουλα. Θα την άρπαζε απότομα και θα την φιλούσε στα χείλη. Άγρια στην αρχή, παθιασμένα και ύστερα αργά και απαλά μέχρι που θα έμενε απλά να τα αγγίζει με τα χείλη του.
«Μην στεναχωριέσαι. Έχουμε ραντεβού σε λίγους μήνες, θυμάσαι;» θα της έλεγε χαμηλόφωνα προσπαθώντας να την κάνει να χαμογελάσει.
«Ναι, θα μετρώ τις μέρες», θα απαντούσε κοφτά εκείνη. Θα έσφιγγε το χέρι του για τελευταία φορά και θα το άφηνε σαν να άφηνε τον μισό της εαυτό. Θα περνούσε την πύλη του αεροδρομίου και θα χανόταν στο πλήθος χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Ο Αλέξανδρος θα στεκόταν ξανά εκεί τα Χριστούγεννα, μέσα στο κρύο, σφίγγοντάς πάνω του το παλτό του. Θα την έβλεπε να τρέχει κοντά του σέρνοντας πίσω της την βαλίτσα της. Κάτι θα φώναζε, αλλά δεν θα την άκουγε μέσα στον κόσμο.
«Μου έλειψες πολύ!» θα του έλεγε ξανά και ξανά και εκείνος θα την έκλεινε στην αγκαλιά του και θα ανταπέδιδε όλα τα λόγια αγάπης που άκουγε. Θα περνούσαν δύο βδομάδες κλεισμένοι σε έναν παραδοσιακό ξενώνα κοντά σε ένα βουνό στο Λασίθι. Έπειτα μια βδομάδα στην πόλη με τους φίλους τους.
Το επόμενο καλοκαίρι, σε εκείνη την χρυσή ακτή, κάτω από το ηλιοβασίλεμα, ο Αλέξανδρος θα περπατούσε στη ζεστή άμμο και θα βουτούσε στα κρυστάλλινα νερά. Θα πλησίαζε κοντά της, θα την φιλούσε, θα έπαιζαν στο νερό και θα κολυμπούσαν απολαμβάνοντας την στιγμή. Θα σκεφτόταν πως αυτή τη στιγμή δεν την είχε ξαναζήσει. Να βλέπει ένα χαμόγελο που να του γεμίζει την ψυχή. Να νιώθει μια ανατριχίλα σε όλο του το σώμα. Όλο του το είναι να φωνάζει “σε αγαπώ”. Και αυτό θα τον ανησυχούσε. Θα φοβόταν και στον εαυτό του να το πει, πόσο μάλλον σε εκείνη. Πώς θα αντιδρούσε; Θα έψαχνε μέσα του να βρει μια ανάμνηση πιο όμορφη από αυτή. Μια γυναίκα που να τον συγκίνησε περισσότερο στην ψυχή του. Μα καμία δεν την έφτανε. Καμία δεν ήταν καλύτερή της. Αν αποφάσιζε να αφιερωθεί σε μια γυναίκα, φυσικά θα ήταν εκείνη. Ήταν η μία και μοναδική, αυτή που άξιζε τα πάντα. Ήταν πρόθυμος να της φέρει όλο τον κόσμο στα πόδια της.
Έπειτα, εκείνη θα δεχόταν μια νέα θέση και θα ζούσε πλέον στο εξωτερικό. Θα ήταν μεγάλη ευκαιρία με τεράστιες προοπτικές εξέλιξης.
Τα επόμενα Χριστούγεννα θα ήταν αδύνατο να κατέβει και θα πήγαινε ο Αλέξανδρος στη Γερμανία να της κάνει έκπληξη. Θα είχε μάθει από την Μαρία πού σύχναζε και όταν δεν θα την έβρισκε στην κλινική, θα πήγαινε στο αγαπημένο της μπαρ. Εκεί θα την έβλεπε αγκαλιά με έναν συνάδελφό της. Θα την κρατούσε σφιχτά και θα της ψιθύριζε στο αυτί. Τι λόγια μπορεί να της έλεγε που να την έκαναν να γελάει τόσο δυνατά; Θα τους πλησίαζε, αλλά δεν θα έβγαιναν κουβέντες από το στόμα του. Εκείνη θα πεταγόταν όρθια και θα πάσχιζε να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Θα έτρεχε πίσω του κλαίγοντας, θυμωμένη με τον εαυτό της, φωνάζοντάς του να σταματήσει να μιλήσουν. Θα κατέβαινε στην Κρήτη πολλές φορές αλλά μάταια, εκείνος θα είχε εξαφανιστεί. Θα τα παρατούσε όλα και θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Θα κινούσε γη και ουρανό μέχρι να τον βρει μετανιωμένη και ταπεινωμένη για το λάθος της.
«Όποιος απατάει, το κάνει γιατί δεν σέβεται τον εαυτό του. Έτσι μου είχες πει κάποτε».
Ο Αλέξανδρος θα είχε τελειώσει την δουλειά του και όπως της είχαν πει, κάθε βράδυ θα καθόταν στο παγκάκι μπροστά από το σιντριβάνι στην πλατεία. «Έφυγες από το σπίτι, άλλαξες διεύθυνση, δουλειά, δεν είπες τίποτα σε κανέναν. Όλοι σε έψαχναν. Κοίτα, δεν έχω λόγια να σου πω συγγνώμη που σε πλήγωσα με αυτόν τον τρόπο, ενώ ήξερα ότι σε είχε απατήσει η προηγούμενη κοπέλα σου. Ήξερα ότι τόσα χρόνια μετά έψαχνες να βρεις το ιδανικό και θα έμενες μόνο αν το έβρισκες. Και δεν ήμουν εγώ αυτό το ιδανικό. Έκανα μεγάλο λάθος που πρώτα από όλα δεν σεβάστηκα τον εαυτό μου και τον υποτίμησα με αυτόν τον τρόπο. Συγγνώμη».
«Έχεις πιει;»
«Λίγο, δεν μπορούσα να σου μιλήσω αλλιώς».
«Είσαι κατακόκκινη, σήκω να σε πάω στο ξενοδοχείο σου».
«Μένω εδώ πια. Γύρισα. Νοικιάζω ένα διαμέρισμα στην Δημοκρατίας».
«Θα σου καλέσω ένα ταξί και αύριο θα έρθω να δω πώς είσαι».
Το πρωί θα χτυπούσε την πόρτα της τέσσερις φορές. Εκείνη θα άνοιγε κρατώντας το κεφάλι της με τα μαλλιά της ανακατεμένα και φουντωμένα. Φαινόταν ότι είχε πονοκέφαλο και με την κίνηση του χεριού της θα τον καλούσε να μπει μέσα.
«Μπορώ;» θα τον ρωτούσε δείχνοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του. Δεν θα της απαντούσε αμέσως. Θα καθόταν ακίνητος κοιτώντας το πάτωμα. Το άλλοτε γεροδεμένο του σώμα θα είχε μαζέψει, σαν να πονούσε και αυτό. Τα μαύρα μαλλιά του θα είχαν μακρύνει και θα σχημάτιζαν μικρά κύματα. Τα γένια του θα είχαν αγριέψει και θα φαίνονταν σκληρά και απεριποίητα.
«Αρκετά πήρες», θα της απαντούσε απότομα.
«Τί σημαίνει αυτό; Να φέρω τα δικά μου;»
«Όχι. Σημαίνει ότι δεν μπορώ να σε βλέπω να βασανίζεσαι άλλο. Για να είσαι εδώ ένα χρόνο μετά, σημαίνει ότι αρκετά πήρες από εμένα. Και πιστεύω ότι ίσως το έχεις πραγματικά μετανιώσει».
«Είναι αλήθεια!» θα φώναζε βουρκωμένη και οι λυγμοί στον λαιμό της θα την έπνιγαν.
«Μάρτυς μου ο Θεός, δεν έχω αγαπήσει ποτέ καμία έτσι».
Η συγχώρεση λένε είναι η μεγαλύτερη αρετή.
Το επόμενο πρωί θα τους έβρισκε αγκαλιά ενώ το τηλέφωνό του θα χτυπούσε σαν τρελό.
«Τί συμβαίνει, Αλέξανδρε;»
«Ο Παύλος, ο κολλητός μου τράκαρε και είναι σοβαρά. Κάποιος έχασε τον έλεγχο και τον χτύπησε. Τον έριξε στον γκρεμό με την μηχανή. Πρέπει να πάω, είναι ολομόναχος. Θα πάρω το πρώτο αεροπλάνο. Δεν έχει κανέναν άλλον και…»
Εκείνη ήξερε πώς είναι να είσαι ολομόναχος.
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Τρέξε», θα του έλεγε και θα έκανε κίνηση να τον φιλήσει. Εκείνος πάνω στην σύγχυση θα την φιλούσε στο μάγουλο και θα έφευγε.
«Τί ελπίδες είχα;» θα μονολογούσε με την ψυχή κομματιασμένη. «Προφανώς με συγχώρεσε. Προφανώς μέχρι εκεί ήταν, δεν υπάρχει κάτι άλλο».
Θα περνούσαν τέσσερις μήνες που θα πάλευε ο Παύλος για να κρατηθεί στη ζωή. Ο Αλέξανδρος θα γυρνούσε στην Κρήτη με την καρδιά του άδεια. Θα είχε χάσει τον καλύτερο του φίλο και η απώλεια θα τον είχε τσακίσει. Όλοι θα μάθαιναν τα νέα. Θα περνούσαν πολλές βδομάδες μέχρι να τον πείσουν οι φίλοι του να βγει από το σπίτι.
«Έλα για έναν καφέ. Θα σου κάνει καλό», θα του έλεγαν μέρα παρά μέρα.
«Αλέξανδρε, η Μαρία είμαι. Έλα στην πλατεία, έχω κάτι πολύ σημαντικό να σου πω. Θα σε περιμένω στο σιντριβάνι», θα του άφηνε μήνυμα στον τηλεφωνητή.
Αυτό θα του κινούσε την περιέργεια. Η Μαρία δεν ήταν ποτέ τόσο μυστήρια. Ο κόσμος θα πήγαινε πάνω κάτω αλλά πουθενά η Μαρία. Στη θέση της θα έβλεπε εκείνη. Την αγαπημένη του. Με φουσκωμένη κοιλίτσα.
«Δεν ξέρω από πού να αρχίσω», θα τον πλησίαζε διστακτικά εκείνη.
«Γιατί δεν μου το είπες;» θα την ρωτούσε σαστισμένος. Τα μάτια του θα γυάλιζαν σαν καφέ πέτρες κάτω από τον καυτό κρητικό ήλιο. Θα έπιανε τα χέρια της και θα τα έκλεινε στα δικά του.
«Έφυγες τόσο βιαστικά, δεν κατάλαβα τι ήθελες πια από εμένα».
«Δεν ήσουν ποτέ για μια βραδιά. Θέλω να περάσω όλη μου την ζωή μαζί σου. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; Δεν έχω δαχτυλίδι τώρα, αλλά σου δίνω τον λόγο μου», θα γέλαγαν και θα έκλαιγαν ταυτόχρονα.
«Ξέρεις τι είναι το μωρό μας; Αγοράκι ή κοριτσάκι;» θα την ρωτούσε ανυπόμονα.
«Ξέρω», θα απαντούσε εκείνη. «Είναι ο μικρός Παύλος».
«Σε αγαπώ!» θα φώναζε και θα την έκλεινε τόσο σφιχτά στην αγκαλιά του, που τίποτα δεν θα μπορούσε ξανά να μπει ανάμεσά τους.
***
Ο Αλέξανδρος πλησίασε χαμογελαστός στην μπάρα και παρήγγειλε ουίσκι. Χαιρέτισε μια – μια τις κοπέλες και τις φίλησε σταυρωτά.
«Να σου γνωρίσω την παιδική μου φίλη, ήρθε πριν λίγες μέρες στην πόλη μας», είπε η Μαρία.
«Αλέξανδρος», συστήθηκε και στάθηκε να την κοιτάζει. «Το όνομά σου;»
«Νεφέλη», του χαμογέλασε.
Ο χρόνος κύλησε σαν νερό. Την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μακριά από την παρέα της, την έσφιξε στην αγκαλιά του και χόρεψαν ως το πρωί. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά! Η ζωή τους ήταν έτοιμη να αρχίσει!
C.C.