,

Ποιος έκαψε το καΐκι;

Το πρώτο μέρος : https://thebluez.gr/%ce%b7-%ce%bd%cf%8d%cf%87%cf%84%ce%b1-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bc%ce%ae%ce%b8%ce%b7%ce%ba%ce%b1-%ce%bc%ce%b5-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%cf%8c%ce%bd%ce%b5%ce%b9%cf%81%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9/

 

Μια νύχτα ήρεμη δεν είχα περάσει μετά από την φασαρία που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Κωνσταντή και τους γιους του και τον άρχοντα. Ένα προαίσθημα άσχημο βάραινε το στήθος μου,  κάθε αυγή με έβρισκε άυπνη και λαχανιασμένη σαν να έτρεχα όλο το βράδυ, κυνηγημένη από αόρατους εχθρούς. Δεν έβγαλα μιλιά σε κανέναν – σε ποιον άλλωστε; – για αυτήν την τρομερή ταραχή που δηλητηρίαζε τις νύχτες μα και τις μέρες μου. Αναρωτιόμουν ολοένα, μην και ήταν τα κρωξίματα μιας κουκουβάγιας που άκουγα τελευταία γύρω από το σπίτι του Στρατή; Οιωνός κακός να τριγυρίζει το πουλί αυτό πάνω από το στέγη σου. Η κραυγή του σαν κλάμα γοερό σε κάνει να ανατριχιάζεις, σαν μοιρολόι μοιάζει! Σκεπτόμουν για ποιον να λυπάται και να θρηνεί τόσο σπαρακτικά αυτό το νυχτόβιο πλάσμα; Προσπαθούσα σκληρά να διώξω αυτή τη μακάβρια ιδέα και να ξεριζώσω την ανεξήγητη ανησυχία από μέσα μου. Μάταιος κόπος.

Τη μέρα που προηγήθηκε του αγιασμού του καϊκιού, είχα πια επιβληθεί στον εαυτό μου. Καμωνόμουν πως όλα τούτα ήταν προλήψεις των παλιών κι έκαμνα τον σταυρό μου, μουρμουρίζοντας  προσευχές να διώξω την κακή μου διάθεση με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου!  Έτσι έλεγε ο πάππους όταν με έβλεπε να στενοχωριέμαι: «Ο Λεγάμενος σε κουντά γιατί θέλει να βλέπει τους ανθρώπους μέσα στη θλίψη. Κάμε την προσευχή σου, να ‘χεις την ευκή μου». Ύστερα πάλι όλα έτσι τα εξηγούσαν οι παλιοί κι όλα τα απέδιδαν  στην ουράνια, αιώνια  μάχη του καλού και του κακού που πιάνονται οι άνθρωποι αιχμάλωτοι στην μέση και τυραννιούνται κι εκείνοι. Εγώ έψαχνα να κρατηθώ από πράγματα πιο λογικά και του κόσμου τούτου, γιατί δεν με καθησύχαζαν οι δοξασίες του παππού.  Μάλλον πιο πολύ με τρόμαζαν!

Το μεσημέρι  πέρασα από το σπίτι του καπετάν-Κωνσταντή και  της κυρά Σταθούλας, να  βοηθήσω με τα κεράσματα.  Μαζί με τα κορίτσια, τη Φιλιώ και τη Μιλίτσα, πιάσαμε το ζύμωμα, τα χωρατά και τέλος και τα τραγούδια. Πώς πεταρίζει η καρδιά σαν είσαι νέος κι αγαπάς, αλήθεια! Είχα την κρυφή ελπίδα να μπει απότομα ο Στρατής! Κι ας με έβλεπε έτσι αλευρωμένη σαν μαρίδα μέσα στην κουζίνα τους! Μας κοίταζε η κυρά Σταθούλα ψευτοάγρια, δήθεν να μας συνετίσει, άρπαξε και μια μαγκούρα που είχε δίπλα στην παραστιά: «Σοβαρευτείτε μεγάλες κοπέλες» μας έλεγε «θα ανοίξετε και σπίτια δικά σας αύριο, τρομάρα σας» και δωσ’ του χαχανητά εμείς, σαν να ρίξαμε κι έναν συρτό, αν καλοθυμάμαι,  εκεί γύρω από το ξύλινο τραπέζι με τα αλεύρια και τα αυγά! Μοσχομύριζε όλη η γειτονιά, τα γατιά τριγυρνούσαν να αρπάξουν κανένα μεζεδάκι, κέρβερος η κυρά Σταθούλα γιατί τα είχε και μετρημένα τα πιττάκια! Όλο «Δόξα το Θεό» έλεγε και  «Πλούσια τα ελέη Του» μα  τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν τα πήγαινε – έλα  του καϊκιού με τους έμπορους απέναντι, τα ελέη του δικού της νοικοκυριού πλούσια δεν ήταν.

Γύρισα αργά σπίτι κι είδα το πιάτο με το φαΐ ανέγγιχτο μέσα στο φανάρι, ένα κλειστό ντουλάπι στον τοίχο με δίχτυ μπροστά, που είχαμε να βάζουμε το φαγητό. Δεν ανησύχησα γιατί ο αδελφός μου πολύ συχνά, μόλις έκλεινε το τσαγκαράδικο περνούσε από τον καφενέ του Σήφη,  δίπλα στο καρνάγιο και έπινε το ουζάκι του. Το πρώτο της ημέρας, μετά ένας φίλος θα κερνούσε το δεύτερο, κι έπειτα εκείνος θα ανταπέδιδε το κέρασμα με το τρίτο, μέχρι όσο να άντεχε ο καθένας. Τυραννισμένη ψυχή κι ο αδελφός μου, πολλοί οι καημοί που τον έτρωγαν, να τους μερέψει δεν μπορούσε, πάλευε να τους κοιμίσει με το μεθύσι. Πάνω στο χωμάτινο δάπεδο του καφενέ, που κάθε πρωί ο Σήφης και ο παραγιός του, έβρεχε με θαλασσινό νερό να κάτσει κάτω η σκόνη, καθισμένοι σε μερικές ταλαίπωρες ψάθινες καρέκλες, με τους μαστόρους, τους τεχνίτες και τους ψαράδες να τσιμπάν καμιά ελίτσα, καμιά ντομάτα – σαν ήταν η εποχή τους –  να φουμάρουν και να βαράν τις χάντρες των κομπολογιών τους, μετρώντας έτσι ο καθένας τους πόθους τους και τα όνειρά του. Αυτά που έπλεκαν με το μυαλό τους για το μέλλον κι αυτά που είχαν γκρεμιστεί ως τα τότε. Άλλοι με το βλέμμα γυρισμένο στις πατρίδες που χάθηκαν για πάντα κι άλλοι στους καινούργιους τόπους που λαχταρούσαν να ταξιδέψουν. Άλλοι με το βλέμμα του νικητή που θα κατακτούσε το μέλλον κι άλλοι προσπαθώντας να δεχτούνε την ήττα τους. Ανάμεσα σε εκείνους και ο αδελφός μου που μόλις σουρούπωνε, νικημένος από το μεθύσι και τρεκλίζοντας αγκαλιά με καμιά μισοτελειωμένη μπουκάλα τσίπουρο, κατέληγε ξαπλωμένος δίπλα στο κύμα. Ανάμεσα σε σχοινιά, παλιά φουγάρα, κουλούρες  με τα ονόματα καραβιών που έχουν διαλυθεί από καιρό και βάρκες, καΐκια και τρεχαντήρια που ξεροστάλιαζαν τραβηγμένα στη στεριά ή ακουμπισμένα στους τοίχους των παραπηγμάτων. Κάπως έτσι έγινε ο “μπεκρής” του νησιού κι εγώ η αδελφή του “μπεκρή”.

Εκείνη όμως τη νύχτα είχε πάει περασμένες δώδεκα και δεν είχα κανένα ίχνος από τον αδελφό μου. Άπραγη δεν μπορούσα να μείνω, ήταν αδύνατο, και βγήκα να τον ψάξω. Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα, τυλίχτηκα μέσα στο σάλι μου και βγήκα σαν τον κλέφτη. Το σκοτάδι, βαθύ και σκοτεινό σαν την πίσσα, αλλά ήξερα το δρόμο, τον είχα κάνει τόσες φορές που το φως της λάμπας μου ήταν αρκετό! Περπατούσα ξυστά στα πέτρινα πεζούλια, στους μαντρότοιχους και τις ξερολιθιές, μην με δει κανένα μάτι. Το νησί ήταν ήσυχο και σιωπηλό, μα καθώς περνούσα δίπλα στα κοιμισμένα σπίτια με τα σφαλιστά παράθυρα, ένιωθα μια τέτοια ταραχή φοβερή, που τα γόνατά μου έτρεμαν και τα πόδια μου δεν με κρατούσαν! Όλες οι αισθήσεις μου τεταμένες, να αφουγκραστώ τους περίεργους ήχους της νύχτας που με έκαναν να ανατριχιάζω. Ο άνεμος που σφύριζε περνώντας ανάμεσα από τα  γυμνά κλαδιά των δέντρων, ύστερα κάποια σκυλιά που μύρισαν την παρουσία μου κι έπιασαν να γαβγίζουν μέσα από τις αυλές. Έστριψα στο στενάκι που έβγαινε στην παραλία κι ο βοριάς πάγωσε το πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου ανακατεύτηκαν και τα μάτια μου έτσουξαν και γέμισαν με δάκρυα από τον παγωμένο αέρα που φυσούσε αλύπητα. Όσο πλησίαζα  στον καφενέ του Σήφη και στο καρνάγιο παραδίπλα, έφτασε στα χείλη μου η αλμύρα της θάλασσας και η βουή από τα κύματα που έσκαγαν άγρια στο μικρό κόλπο, καθώς και τα υπόκωφα τριξίματα από τα πλεούμενα που τα έδερνε χωρίς οίκτο ο βοριάς.

Έτσι όπως ο φόβος με είχε κυριεύσει ολότελα φαντάστηκα τάχα πως εξιστορούσαν παράδοξες κι ανατριχιαστικές ιστορίες από τα ταξίδια τους. Πως, λέει, τα αφρισμένα κύματα έφερναν στην επιφάνεια χαμένες στα βάθη της θάλασσας, ταραγμένες ψυχές που μουρμούριζαν θυμωμένα ή με παράπονο τις συμφορές τους. Η φαντασία μου οργίαζε και αλλόκοτες σκέψεις είχαν καταλάβει το μυαλό μου όταν ξαφνικά, βαδίζοντας σκυφτή στην υγρή άμμο, έφτασαν στα αυτιά μου ήχοι από ανθρώπινες φωνές μαζί  με τον μουγκρητό του ανέμου. Έσκυψα απότομα και σχεδόν μπουσουλώντας πλησίασα κάτι αλμυρίκια και κρύφτηκα πίσω τους. Οι φωνές ξεπετιόνταν από το κατάστρωμα του καϊκιού του καπετάν-Κωνσταντή, το δίχως άλλο. Στο κίτρινο τρεμουλιαστό φως μιας λάμπας, δύο μορφές ασαφείς σάλευαν και βημάτιζαν ύποπτα, η μία στη γέφυρα. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει εκεί, με λύσσα,  μην μου φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια γιατί το ένστικτό μου μού φώναζε πως επρόκειτο για βρομοδουλειά. Είδα καλά τον έναν, νέος μα κακομούτσουνος, με μούτρα άγρια και μέσα στη λέρα. Σίγουρα ήταν ξενομερίτης, δεν ήταν ντόπιος, θα τον αναγνώριζα. Ο άλλος όμως, ένας γέρος με βαριά, κουρασμένη περπατησιά και λιγδιασμένο σκούφο, ήταν ο φύλακας του αρχοντικού. Αυτός με την κυρά του επιστατούσαν το σπίτι του Καπετάνιου όλο το χρόνο, φρόντιζαν τον κήπο, το νοικοκυριό και τις πραμάτειες σαν ερχόταν η οικογένεια. Έμεναν σε ένα στριμωγμένο  δωμάτιο στο ισόγειο του αρχοντικού και ήταν τα μάτια και τα αυτιά του καπετάνιου όσο χρόνο δεν ήταν πάνω στο νησί. Μα τι στο καλό του γύρευε πάνω στο καΐκι του Κωνσταντή, παραμονή του αγιασμού και του επίσημου βαφτίσματός του;

Ξαφνικά ένιωσα τον λαιμό μου να ξεραίνεται από αγωνία, ξεροκατάπια, αλλά το κορμί μου διαπέρασαν ρίγη και ζάρωσα εκεί, με τη μιλιά δεμένη στο στόμα, ανίκανη να κάνω ούτε μπρος, ούτε πίσω, με τις αισθήσεις παγωμένες να συλλογιέμαι πως δεν μπορεί, κάτι ύποπτο είχαν βαλθεί να σκαρώσουν εκείνοι οι δύο τους πάνω στο ξένο καΐκι. Μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου: Πρέπει να ειδοποιήσω τον Στρατή!  Να προλάβω το κακό!

Εκείνη τη στιγμή, νιώθω μια ανάσα ζεστή να ξεφυσά στον λαιμό μου και  μια χούφτα τραχιά να μου κλείνει το στόμα σφιχτά. Τρελή από τον πανικό, προσπαθώ να γυρίσω, να παλέψω, να ξεφύγω, μα μάταια! Η μέγγενη των χεριών του ήταν τόσο δυνατή, με είχε ακινητοποιήσει τελείως. Ακριβώς τότε με γύρισε απότομα προς το μέρος του και με ανακούφιση είδα το πρόσωπο του αδελφού μου, που μου έγνεφε να σωπάσω.

«Σταμάτα να τρέμεις!» μου είπε σιγανά. «Πάμε να ειδοποιήσουμε τον καπετάν-Κωνσταντή και τους γιούς του αμέσως. Αυτοί εδώ δεν ήρθαν για καλό!»

Συρθήκαμε στην υγρή άμμο και γλιστρήσαμε σαν σκιές όσο πιο αθόρυβα γινόταν, μακριά από το καρνάγιο. Όταν δεν κινδυνεύαμε πια να μας δουν και χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα, αρχίσαμε να τρέχουμε στην ανηφόρα του νησιού που οδηγούσε στην πάνω γειτονιά. Λίγο πριν να φτάσουμε στο σπίτι του καπετάν-Κωνσταντή ακούσαμε την καμπάνα του Άι-Νικόλα να χτυπάει μανιασμένα!

«Δεν προλάβαμε Κατερίνα» είπε λαχανιασμένος ο αδελφός μου και έπεσε παρατημένος στις πέτρες του σοκακιού.

 

 

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: