«Έκπληξη!», φώναζε 10 το πρωί μιας ηλιόλουστης ανοιξιάτικης Κυριακής η Μερόπη, ανοίγοντας με τα κλειδιά της την πόρτα του νοικιασμένου διαμερίσματος της κόρης της, της Στάσας. Η Στάσα είχε διοριστεί την προηγούμενη χρονιά μόνιμη καθηγήτρια σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, απ’ όπου θα συγκέντρωνε αρκετά μόρια ώστε να διοριζόταν κάποτε κοντά στο σπίτι της. Τι την έπιασε τη Μερόπη και πήρε κυριολεκτικά τα όρη και τα βουνά για να συναντήσει απροειδοποίητα την κόρη της;
«Μαμά;!», αντέδρασε η Στάσα με τόνο έκπληξης και τρόμου παράλληλα. Διότι δεν χουζούρευε μόνη στο κρεβάτι. Είχε και παρέα. Το Δημήτρη, τον συνάδελφό της που ήταν επίσης πρωτοδιόριστος στο μέρος αυτό. Το χωριό απομακρυσμένο, ο χειμώνας βαρύς. Στην αρχή πήγαιναν κάθε Σαββατοκύριακο στον τόπο τους, αλλά με το μισθό του πρωτοδιόριστου και τα επιπλέον έξοδα του δεύτερου σπιτιού, κάτι τέτοιο ήταν δυσβάσταχτο οικονομικά. Έτσι έβγαλαν το χειμώνα στο ορεινό αυτό χωριό, απολαμβάνοντας τις ομορφιές του και την παρέα ο ένας του άλλου. Η Στάσα ήταν ελεύθερη, ούτε καν σε σχέση. Με τα μεταπτυχιακά της κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά μόρια για το διορισμό της. Ο δε Δημήτρης βοηθήθηκε λόγω… τριτεκνίας.
Ο Δημήτρης ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά, κάτι που ήξερε από την αρχή η Στάσα. Δεν της συστήθηκε ούτε ως διαζευγμένος, ούτε της είπε ότι ήταν εν διαστάσει, ούτε ότι είχε προβλήματα στο γάμο του, ούτε καμία άλλη δικαιολογία για να τη ρίξει. Δεν της έταξε απολύτως τίποτα. Η κατάσταση ήταν αυτή και ούτε υπήρχε καμία περίπτωση να αλλάξει, στο κομμάτι αυτό ήταν ανάλγητος. Υπήρχε η χημεία μεταξύ τους, όπως και η ευκαιρία να περνάνε πολλή ώρα μαζί και φυσικά να συνευρίσκονται ερωτικά, χωρίς όμως απαιτήσεις και δεσμεύσεις. Η Στάσα δέχτηκε.
Τον Δημήτρη τον έζωσαν τα φίδια όταν μπούκαρε έτσι απροειδοποίητα και τους τσάκωσε στα πράσα η μάνα της συναδέλφισσας/ερωμένης του. Δεν ήταν ότι ντράπηκε την ηλικιωμένη γυναίκα, αυτό ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. Το πρόβλημά του ήταν ότι κάλλιστα αυτή την ξαφνική έφοδο θα μπορούσε να την είχε κάνει η γυναίκα του κάποιο σαββατοκύριακο με το μεγάλο παιδί, το γιο του. Η πεθερά του εξάλλου ήταν νέα και κοτσονάτη και άνετα θα τα κατάφερνε με τα άλλα δύο εγγόνια. Το χωριό τέσσερις ώρες οδήγησης ήταν. Η γυναίκα του είχε δικό της αυτοκίνητο.
«Πω πω τι στραπάτσο θα μπορούσα να πάθω!», σκέφτηκε μέσα του. Με τη Στάσα είχαν νοικιάσει δύο διπλανά δωμάτια στο ίδιο κατάλυμα. Πότε περνούσαν το βράδυ στο ένα και πότε στο άλλο δωμάτιο, όπως προέκυπτε. Φτηνά τη γλίτωσα μέχρι τώρα. Προς γνώση και συμμόρφωση λοιπόν, συμβούλεψε τον εαυτό του. Ούτως ή άλλως η σχολική χρονιά έβαινε προς το τέλος. Του χρόνου θα έπαιρνε εκείνος την άδεια ανατροφής για το μωρό του και έτσι δε θα χρειαζόταν να υπηρετήσει τη νέα σχολική χρονιά τη θέση του στο χωριό. Μια χαρά την είχε βολέψει!
Η Μερόπη βλέποντας τον άγνωστο αυτόν άντρα σοκαρίστηκε λίγο, αλλά παράλληλα χάρηκε που η κόρη της, το μοναχοπαίδι της, επιτέλους είχε βρει κάποιον. Η Στάσα είχε περάσει τα 35 και καθώς οι σπουδές και η επαγγελματική της αποκατάσταση βρίσκονταν ψηλά στην ιεραρχία των προτεραιοτήτων της, η μητέρα της πολύ φοβόταν μήπως έμενε στάσιμη στην προσωπική της ζωή. Ο ενθουσιασμός της λίγο κράτησε, καθώς η κόρη της, μαθημένη στην ειλικρίνεια, της εξήγησε τη φύση της σχέσης.
«Με τον παντρεμένο πήγες και έμπλεξες! Και με τρία παιδιά! Χάθηκαν οι ελεύθεροι άντρες! Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; Να μπαίνεις ανάμεσα σε ζευγάρια, σε οικογένειες; Τι δουλειά έχεις εσύ να χώνεσαι σε ξένη φωλιά, μου λες; Αλλά καλός και του λόγου του!», έλεγε επίτηδες δυνατά η Μερόπη για να την ακούσει ο Δημήτρης.
«Μαμά σε παρακαλώ, χαμήλωσε τη φωνή σου. Δε θέλω να γίνουμε ρεζίλι στο χωριό!».
«Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. Νομίζεις ότι θα ‘ρθεις εσύ , η πρωτευουσιάνα, να ξεγελάσεις τους βλάχους! Κούνια που σε κούναγε. Αυτοί σίγουρα θα σας έχουν κρεμάσει κουδούνια. Εκτός από το χρόνο σου έχασες και την αξιοπρέπειά σου. Κρίμα, κρίμα… Λοιπόν εγώ όπως ήρθα, φεύγω. Εσύ κάτσε και σκέψου».
Η Μερόπη ήταν αγύριστο κεφάλι. Τίποτα δε θα μπορούσε να της αλλάξει γνώμη. Θεώρησε αυτή την επιλογή της κόρης της προσωπική της αποτυχία ως μητέρα. Δεν της είχε μεταλαμπαδεύσει ηθικές αξίες. Η Μερόπη θεωρούσε την αντροχωρίστρα γυναίκα, ανήθικη. Ήταν βλέπετε παθούσα. Μία απατημένη σύζυγος, της οποίος ο άντρας όχι μόνο ξεμυαλίστηκε, αλλά και την εγκατέλειψε. Αυτή από ινάτι πήρε το παιδί και μετακόμισε στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στερώντας του ουσιαστικά την κόρη του, αλλά και από την Στάσα τον πατέρα της. Ίσως να μην ήταν τυχαίο που το μοτίβο επαναλήφθηκε και που η Στάσα, στην ουσία, δεν είχε συνάψει μία φυσιολογική σχέση με προοπτική. Πιθανόν να φοβόταν τη δέσμευση, να είχε ανασφάλειες, τραύματα, αναπάντητα ερωτήματα.
Σε αντίθεση με την κοινή στερεοτυπική αντίληψη ότι η γυναίκα δίνεται ολοκληρωτικά σε μία σχέση, η Στάσα δεν είχε επενδύσει συναισθηματικά στον Δημήτρη. Η ένωσή τους ήταν καθαρά και μόνο σαρκική. Το ξεκαθάρισμα εξάλλου είχε γίνει από την αρχή. Ήταν μια σχέση με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξεως. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Στάσα είχε συνάψει σχέση με παντρεμένο. Λόγω ειδικών συνθηκών όμως, ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια. Αναρωτιόταν μήπως ενδόμυχα γινόταν ο τύπος αυτός της γυναίκας που η μητέρα της απεχθανόταν, της αντροχωρίστρας, για να της πάει κόντρα ή για να την εκδικηθεί που της είχε στερήσει τον πατέρα της. Από όλη τη στιχομυθία με τη μάνα της, τα λόγια που την έκαιγαν ήταν η φράση της «Τι δουλειά έχεις εσύ να χώνεσαι σε ξένη φωλιά;».
Η Στάσα δεν είχε διαλύσει κανένα σπίτι, καμία οικογένεια, απλώς κούρνιαζε για λίγο στην ξένη φωλιά, ίσα να ξαποστάσει. Δεν δεχόταν επ’ ουδενί λοιπόν τον όρο ‘αντροχωρίστρα’. Σκέφτηκε ότι η επαγγελματική εξασφάλιση της επέτρεπε πλέον να ιεραρχήσει διαφορετικά τις προτεραιότητές της και να θέσει στόχους που αφορούσαν την προσωπική της ζωή. Τέρμα οι ξένες φωλιές. Θα έβρισκε έναν άντρα τελείως ελεύθερο για να χτίσει τη δική της.
Δύο χρόνια μετά, ο Δημήτρης έκανε εμφάνιση στο ορεινό χωριό για να κάνει την πράξη αποχώρησής του. Η γυναίκα του είχε γεννήσει και τέταρτο παιδί και έτσι εξασφάλισε για τον εαυτό του άλλη μία άδεια ανατροφής τέκνου. Πήρε τα μόρια του δυσπρόσιτου υπηρετώντας το ένα τρίτο του απαιτούμενου χρόνου. Ως πολύτεκνος πλέον, μπορούσε να ‘χτυπήσει’ σχολείο πολύ κοντά στο σπίτι του. Μια χαρά τα είχε βολέψει ο Δημήτρης. Οι δρόμοι τους με την Στάσα είχαν πια χωρίσει. Δεν κράτησαν καν μια τυπική επαφή. Γυρίζοντας στα παλιά του λημέρια, ρώτησε τον διευθυντή καθώς δεν την είδε στο σχολείο.
«Α, μια χαρά τα βόλεψε και η Στάσα. Έφυγε στα μέσα της περσινής χρονιάς με επαπειλούμενη εγκυμοσύνη και την φετινή την έβγαλε με την άδεια ανατροφής τέκνου», τον ενημέρωσε ο διευθυντής.
«Έλα! Και πώς έγιναν όλα τόσο γρήγορα; Πού τον βρήκε τον άντρα εδώ πάνω;», ρώτησε μισογελώντας ειρωνικά ο Δημήτρης.
«Α, ο συνάδελφος που ήρθε να αντικαταστήσει εσένα», απάντησε με ένα πονηρό χαμόγελο ο διευθυντής. «Στο μάθημά σου εννοώ», συμπλήρωσε με ένα δήθεν επεξηγηματικό και αθώο ύφος.
«Μπράβο η Στάσα! Δε μας κάλεσε στο γάμο», συνέχισε με ειρωνικό ύφος ο Δημήτης.
«Α, δεν έχει γίνει γάμος», τον πληροφόρησε με κουτσομπολίστικη διάθεση ο διευθυντής. «Θα περιμένει να κάνει μαζί και τη βάφτιση, δύο σε ένα που λέμε»
Γλιτώνεις και τα διπλά έξοδα έτσι, συμπέρανε ο Δημήτρης.
«Πριν τη γέννα έναν πολιτικό θα τον έκαναν σε στενό κύκλο για πρακτικούς λόγους», επέμενε ο Δημήτρης.
«Τίποτα δεν έκαναν σου λέω! Αφού ο συνάδελφος είναι ήδη παντρεμένος! Με δύο παιδιά στην εφηβεία μάλιστα. Έγινε μεγάλος χαμός! Μπήκα εγώ στη μέση όταν αρχίσανε τα μαλλιοτραβήγματα! Τα ‘μαθε η επίσημη και έγινε εδώ της… Ορκίστηκε ότι δεν θα του έδινε ποτέ διαζύγιο. Θα τραβήξει η υπόθεση όπως καταλαβαίνεις!», συμπλήρωσε ο διευθυντής τρίβοντας τα χέρια του και κουνώντας δήθεν αποδοκιμαστικά το κεφάλι.
Ο Δημήτρης είχε μείνει αποσβολωμένος από τις εξελίξεις. Ο αντρικός του εγωισμός καμάρωνε ότι με τις σταράτες εξηγήσεις του, είχε αποφύγει τα χειρότερα. Μετά δε την ξαφνική επίσκεψη της μάνας της, έκοψε εντελώς με τη Στάσα.
Η Στάσα, φορώντας ένα μάρσιπο, επισκέφτηκε κι εκείνη το σχολείο στο πανέμορφο ορεινό χωριό της Πελοποννήσου για να κάνει την πράξη αποχώρησης. Ως ανύπαντρη μητέρα, ανήκε σε ειδική κατηγορία μονογονεϊκής οικογένειας που θα της εξασφάλιζε ένα διορισμό κοντά στο σπίτι της. Έχτισε τελικά τη δική της φωλιά, μόνο που, τελικά, στην πορεία δεν απέφυγε να διαλύσει μία ξένη.
Αναστασία Λαζαράκη