,

Η γυναίκα με τα παντελόνια

Η Ανθούλα  κάθησε στην  λευκή ψάθινη  πολυθρόνα καταμεσής του κήπου και κρατώντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο δεξί της χέρι,  ευχήθηκε στην Κατερίνα για τα γενέθλια της κόρης της, της μικρής Ανθής, τα χρόνια πολλά. Στην πραγματικότητα η Κατερίνα ήταν η κόρη της αδελφής της, όμως καθώς η ίδια δεν είχε παιδιά, η κοπέλα θεωρούσε την ηλικιωμένη γυναίκα σαν δεύτερη μάνα της.

” Χρόνια πολλά μικρή μου, να είσαι γερή και προπαντός τυχερή!”

Αυτό με την τύχη ήταν ο μεγάλος της καημός! Ό,τι και να ευχόταν  πάντα στο τέλος πρόσθετε την λέξη “τύχη”.

Η Ανθούλα ήταν μια γλυκύτατη ηλικιωμένη γυναίκα με κοντά μαλλιά που τα είχε αφήσει γκριζαρισμένα από πολύ νωρίς. Δεν της άρεσαν οι βαφές γιατί πίστευε ότι όσο και να προσπαθούσε μια γυναίκα να κρύψει τα χρόνια της, στο τέλος δεν θα κατάφερνε και πολλά. Ήταν εμφανείς οι ρυτίδες κάτω από τα μάτια, που αν και είχαν περάσει τα χρόνια δεν είχαν χάσει την λάμψη τους. Όταν σε κοιτούσε ένιωθες την ζεστασιά των μαύρων της ματιών σαν και αυτή που βγάζουν τα κάρβουνα όταν καίγονται.

Γύρω της καθόταν συγγενείς και φίλοι που φλυαρούσαν ασταμάτητα. Η μικρή Ανθή, ντυμένη με ένα ροζ φόρεμα από δαντέλα και μια εκρού σατέν ζώνη που κατέληγε σε ένα τεράστιο φιόγκο στην μέση, ήταν έτοιμη να σβήσει τα 5 κεράκια στην τούρτα της που ήταν και εκείνη ροζ, στολισμένη με τριαντάφυλλα από βουτυρόκρεμα στο ίδιο χρώμα. Πάνω από κάθε τριανταφυλένια ροζέττα είχαν τοποθετηθεί μικρές κοριτσίστικες φιγούρες της Ντίσνεϋ, φτιαγμένες από αμυγδαλόπαστα.

Η μικρή ήταν πολύ ενθουσιασμένη γιατί είχαν έρθει όλοι της οι φίλοι από τον παιδικό σταθμό και δεν χόρταινε να παίζει μαζί τους.
Δίπλα της στέκονταν  οι γονείς της, η Κατερίνα και ο Διονύσης. Η Ανθούλα κοιτούσε γύρω της  παρατηρώντας την κάθε λεπτομέρεια, το πόσο χαρούμενοι ήταν όλοι τους και αισθανόταν ευλογημένη που μπορούσε σε αυτήν την ηλικία να είναι μέλος αυτής της οικογένειας που είχε χτυπηθεί αλύπητα στο παρελθόν από της μοίρας τα απρόβλεπτα.

Καταγόταν από την Μεθώνη και είχε έρθει στον Πειραιά από πολύ νέα. Ορφανή από γονείς, ζούσε σε ένα παλιό παραδοσιακό διόροφο σπίτι στην γενέτειρά της, με την αδελφή της την Μάρω. Όταν τελείωσε ο πόλεμος του ’40 ήταν 20 χρόνων. Η Μάρω ήταν λίγο μεγαλύτερη και αντικειμενικά ήταν και η πιο όμορφη. Ωστόσο, η Ανθούλα ήταν η επαναστάτρια, ατίθαση από την φύση της, είχε τα χαρακτηριστικά της Αμαζόνας. Φορούσε παντελόνια, μπότες, τα μαύρα της μαλλιά πάντα λυτά, με μια αντρική τραγιάσκα να καλύπτει το κεφάλι της και το μόνο που της έλειπε ήταν τα όπλα, για να ολοκληρωθεί η εικόνα της αδάμαστης  αλλά ταυτόχρονα πανέμορφης νεαράς.

Τον ρόλο του προστάτη λόγω έλλειψης της πατρικής φιγούρας τον είχε αναλάβει ο πρώτος τους ξάδελφος, ο Αντώνης. Η Μάρω  είχε γνωρίσει κατά την διάρκεια  του πολέμου τον Γιώργη, ψαρά στο επάγγελμα και σε πολύ λίγο καιρό έγιναν οι αρραβώνες και σύντομα ο γάμος. Η Ανθούλα περίμενε να γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα.

«Αν δεν έρθει, δεν παντρεύομαι» έλεγε συνέχεια και το πίστευε.

Μέχρι που ήρθε ο έρωτας, η καρδιά σκίρτησε  και τα συναισθήματα έγιναν παράφορα, μοναδικά, πρωτόγνωρα. Ο άντρας αυτός δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν ο χωροφύλακας στη Μεθώνη. Ένας άντρας πελώριος, με μαύρα σπαστά μαλλιά, μαύρα μάτια, μουστάκι που όταν ανέβαινε στο άλογο του έμοιαζε με τον Άρη, τον Θεό του πολέμου. Τόσο όμορφος ήταν και η Ανθούλα τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά όταν τον συνάντησε στην πλατεία του χωριού. Δεν έμεινε όμως με τα χέρια σταυρωμένα, αντιθέτως αυτό που αισθάνθηκε για εκείνον τον άντρα ήταν πολύ δυνατό. Πώς να έκρυβε τα συναισθήματα της; Αδύνατον! Έπρεπε εκείνος να ξέρει.

Ήταν νωρίς το  απόγευμα όταν πήρε το μαντολίνο του πατέρα της και στάθηκε έξω από την χωροφυλακή. Στερέωσε το δεξί πόδι πάνω στο πηγάδι που βρισκόταν έξω από το κτίριο, έριξε τα μαλλιά πίσω για να φαίνεται το πρόσωπο της, ίσιωσε την τραγιάσκα της και με την γλυκιά φωνή της άρχισε να τραγουδάει. Πού ακούστηκε γυναίκα να κάνει καντάδα σε άντρα; Κι όμως η Ανθούλα το είχε τολμήσει. Η αγγελική φωνή της έφτασε μέχρι την άλλη άκρη της πλατείας, οι πιο περίεργες γυναίκες άνοιξαν τα παράθυρά τους για να δουν από πού έρχεται αυτό το τραγούδι, ενώ οι χωροφύλακες στάθηκαν πίσω από τις κουρτίνες με τον φόβο μην κανείς τους κακοχαρακτηρίσει και κοίταζαν με μεγάλη περιέργεια την μελαχροινή κοπέλα.

Όλοι βγήκαν στα παράθυρα εκτός από τον Κωνσταντή, έτσι τον φώναζε. Εκείνος ατάραχος συνέχισε την δουλειά του σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του αλλά τα μυαλό του ήταν  στην Ανθούλα. Όσο και να ήθελε να φανεί ψύχραιμος, δεν έμεινε ασυγκίνητος και στο τέλος σηκώθηκε από το γραφείο του, βγήκε έξω, την πλησίασε και με το υπηρεσιακό του ύφος της είπε:

«Αν και έχετε πολύ γλυκιά φωνή θα πρέπει να σας επιστήσω την προσοχή ότι αυτή δεν είναι ώρα για καντάδες. Αντίθετα είναι ώρα εργασίας»

Η Ανθούλα τον κοίταξε στα μάτια, μισόκλεισε τις μακριές της βλεφαρίδες, του απάντησε με το σοβαρό της ύφος αλλά με βλέμμα που έδειχνε την αγάπη της.

«Θα το έχω υπόψη μου για την επόμενη φορά» είπε κατεβάζοντας το πόδι από το πηγάδι, πήρε το μαντολίνο στα χέρια και έφυγε με το κεφάλι ψηλά.

Από εκείνη τη στιγμή, η καντάδα της νεαρής κοπέλας  ήταν το μόνο θέμα που απασχολούσε όλο το χωριό. Η Ανθούλα το είχε βάλει σκοπό να κατακτήσει τον Κωνσταντή και μέσα από τις καντάδες βρήκε τρόπο να πλησιάσει την αγέρωχη ψυχή του άντρα που θα της άλλαζε την μετέπειτα ζωή της. Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί, η Ανθούλα και ο Κωνσταντής ερωτεύτηκαν με τόση δύναμη ο ένας τον άλλον που όλο το χωριό ζήλευε και μακάριζε του δύο νέους. Ο γάμος δεν άργησε να γίνει, για τον Κωνσταντή η Ανθούλα ήταν ο ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα όλα, και για την Ανθούλα εκείνος απλά ο κόσμος όλος.

Η χαρά και η ανεμελιά κράτησε μόνο έναν μήνα. Ήταν η εποχή του εμφυλίου, μια περίοδος που σφράγισε την ιστορία της χώρας  με πολλές απώλειες και από τα δύο στρατόπεδα. Ο Αντώνης, ο ξάδελφος των κοριτσιών, κουμουνιστής και πολύ ιδεολόγος, έμαθε πως θα στηνόταν καρτέρι για να σκοτώσουν όλους τους δεξιούς του χωριού και ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Κωνσταντής. Έτρεξε να προλάβει το κακό αλλά δυστυχώς ήταν πολύ αργά, στον δρόμο για την χωροφυλακή  είδε το κεφάλι του πεταμένο στο χώμα και το σώμα να κείτεται λίγο πιο κάτω χτυπημένο με πολλές μαχαιριές. Μαύρη Παρασκευή ξημέρωσε για την Ανθούλα κι ας μην ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν τραγικά, βασανιστικά, η καρδιά της ξεριζώθηκε και έκοψε τα μακριά μαύρα της μαλλιά κοντά, σαν ένδειξη πένθους και από τότε δεν τα ξαναμάκρυνε.

Δεν την χωρούσε ο τόπος και μετά από λίγους μήνες πήρε την μεγάλη απόφαση να φύγει από την γενέτειρά της και να ανέβει στην πρωτεύουσα. Μόνη, χωρίς να ξέρει κανέναν , αυτή και οι αναμνήσεις της, πήρε και το μαντολίνο και έριξε μαύρη πέτρα πίσω της. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, δίπλα στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Νοίκιασε ένα δωματιάκι που ο ένας του τοίχος ακουμπούσε στον μεγάλο τοίχο του νεκροταφείου. Από εκεί, άκουγε καθημερινά τον πόνο και τα δάκρυα των ανθρώπων που θρηνούσαν τον θάνατο των δικών τους ανθρώπων και έτσι συνέχιζε μέσα από τον πόνο των άλλων να βιώνει ξανά και ξανά τον δικό της. Πολλές φορές τριγυρνούσε ανάμεσα στα μνήματα και όλοι είχαν να πουν κάτι για τη μαυροφορεμένη γυναίκα με τα παντελόνια και τα κοντά μαλλιά.

Από το σπίτι της είχαν περάσει όλοι οι συγγενείς και οι γνωστοί που ήθελαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στην Αθήνα και για λίγο καιρό έμεναν μαζί της μέχρι να ορθοποδήσουν. Η Ανθούλα ήξερε λίγα γράμματα και έτσι μπόρεσε να επιβιώσει, βρίσκοντας δουλειά σε ένα σχολείο στην περιοχή αναλαμβάνοντας το κυλικείο. Παρηγοριά της τα παιδιά και το μαντολίνο της. Μέχρι την ημέρα που φιλοξένησε και τον Στρατή, έναν συγχωριανό της.

Η Ανθούλα δοτική όπως ήταν και καλοκάγαθη, δεν ρώτησε τον λόγο που είχε κάνει τον Στρατή να φύγει από το χωριό.
Ούτε είχε πολλές επαφές με κανέναν ιδιαίτερα για να ξέρει λεπτομέρειες για την ζωή του καθενός. Εκείνος όμως ήξερε ποια ήταν η Ανθούλα, καθώς ήταν ο φονιάς του άντρα της. Είχε μετανιώσει για την πράξη του, αλλά τότε  δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες για αυτό και δεν είπε τίποτα. Ο Στρατής βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου και ήθελε να περάσει τον χρόνο που του απέμεινε μακριά από όλους. Πέρασε όμως από το σπίτι της Ανθούλας για να απολογηθεί για την πράξη του, έστω και στο τέλος της ζωής του. Λίγο πριν τον θάνατο της αποκάλυψε την αλήθεια και μετά έφυγε για πάντα. Τόσα χρόνια παρακαλούσε τον Θεό να της αποκαλύψει τον υπαίτιο της συμφοράς της και τώρα που είχε μάθει την αλήθεια δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.

Να κλάψει για ποιον; Για τον Κωνσταντή; Για εκείνη; Για τις αδικοχαμένες ψυχές των δεξιών και των αριστερών που χάθηκαν στον εμφύλιο;  Για τον Στρατή; Τόσα χρόνια που ζούσε δίπλα στο νεκροταφείο είχε αντικρίσει πολύ πόνο, όλα τελικά της φαίνονταν μάταια!
Είχε όμως μια έντονη διαίσθηση, ότι θα κέρδιζε κάποτε το μεγάλο λαχείο. Δεν μπορεί, έλεγε και ξανάλεγε  στον εαυτό της με μια απίστευτη σιγουριά, η ζωή κάτι θα  δώσει και σε μένα.

Και έτσι και έγινε.

Την πρωτοχρονιά του 1976 η Ανθούλα κέρδισε τον πρώτο λαχνό του κρατικού λαχείου. Πολλά τα λεφτά , εκατομμύρια δραχμές βρέθηκαν στην κατοχή της και η Ανθούλα αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο στην Βάρη, μακριά από το κέντρο της πόλης, εκεί, κοντά στην θάλασσα, να της θυμίζει τη Μεθώνη. Και έκτισε ένα μεγάλο σπίτι και στέγασε την ανιψιά της, η οποία είχε χάσει και τους δύο γονείς της.

Τα χρόνια πέρασαν, η ανιψιά σπούδασε, έγινε γιατρός  και παντρεύτηκε τον Διονύση, έναν συνάδελφό της, πολύ καλό παιδί που αγαπούσε υπερβολικά τη γυναίκα του και φυσικά, σεβόταν την μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε  μεγαλώσει αρκετά πια. Και τα ανίψια έδειξαν τον σεβασμό τους προς το πρόσωπό της, όταν έδωσαν το όνομά της στην κόρη που γεννήθηκε μετά από λίγα χρόνια.

Αφού η μικρή έσβησε την τούρτα της, το ζευγάρι ανακοίνωσε με χαρά την δεύτερη εγκυμοσύνη της Κατερίνας. Περίμεναν να περάσει το πρώτο τρίμηνο για να είναι σίγουροι για την καλή έκβαση της κατάστασης της και ανακοίνωσαν ότι περίμεναν αγόρι. Και το αγόρι θά έπαιρνε το όνομα του Κωνσταντή. Η μεγάλη γυναίκα δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά της και εκείνη την στιγμή σαν να είδε την αγάπη της να την πλησιάζει, όπως τότε που του έκανε καντάδα έξω από την χωροφυλακή, γνωρίζοντας μέσα της ότι σε πολύ λίγο καιρό θα ήταν και πάλι μαζί.

Φωτογραφία από Nikos Laskaridis

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: