,

Ένα βλέμμα

Μπήκε μέσα στο μαγαζί και χάζεψε για λίγο γύρω του. Μικρό, σκέφτηκε, αλλά του άρεσε. Του το είχε προτείνει παλιότερα ένας φίλος. Οι πέτρινοι τοίχοι και το ξύλινο μπαρ ήταν κάτι που είχε χρόνια να δει.

«Κλασσικό ροκάδικο», ψιθύρισε.

Κοίταξε γύρω του. Ο μπάρμαν καθόταν και μιλούσε γελώντας στην σερβιτόρα που κρατούσε αμήχανη τον δίσκο. Μάλλον από ευγένεια τον άκουγε. Εκείνος γύρω στα σαράντα. Εκείνη μάλλον μόλις είχε περάσει σε κάποια σχολή και είχε πιάσει δουλειά για να τα βγάλει πέρα.

Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί για λίγο στο χώρο.

Σε μια γωνιά του μπαρ καθόταν ένας άντρας, πιθανότατα θαμώνας. Σχεδόν έτρωγε τη νεαρή σερβιτόρα με τα μάτια του. Σε ένα τραπέζι δύο φίλοι ανέλυαν τα πολιτικά δρώμενα με ύφος ειδικών. Μιλούσαν τόσο δυνατά, όσο χρειαζόταν για να τους ακούει μια παρέα από τρεις κοπέλες που κάθονταν απέναντι. Δεν έδωσε σημασία. Πήγε και κάθησε σε μια γωνιά του μπαρ και έβγαλε να στρίψει ένα τσιγάρο. Η σερβιτόρα ανακουφισμένη άφησε τον μπάρμαν και πλησίασε.

«Τι να σας φέρω;» είπε κοφτά. Προφανώς δεν είχε όρεξη για άλλη ψιλοκουβέντα.

«Ένα ουίσκι σκέτο» απάντησε, την ώρα που άναβε το τσιγάρο που μόλις είχε στρίψει.

Η νεαρή κοπέλα έφυγε και επέστρεψε μετά από λίγο με το ποτό.

«Σ’ ευχαριστώ» της είπε ευγενικά. Η σερβιτόρα έγνεψε και η απογοήτευση ήταν γραμμένη στο βλέμμα της, καθώς πλησίαζε τον σαραντάρη μπάρμαν που δεν σταματούσε να μιλά.

Ήπιε μια γουλιά και ένιωσε το φθηνό ουίσκι να καίει τον λαιμό του. Το χρειαζόταν. Του άρεσε γενικά να κάθεται στο τέλος της μέρας να χαλαρώνει πίνοντας ένα ποτό έξω. Το μαγαζί του άρεσε και σκέφτηκε ότι μάλλον θα το καθιερώσει σαν νέο του στέκι. Ωραία ατμόσφαιρα, μικρό, καλή ροκ μουσική και λίγος κόσμος. Ό,τι έπρεπε.

Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο στην διακόσμηση. Πίνακες και αφίσες ρετρό, σε διάφορους χρωματισμούς, με θέμα την μουσική. Εννοείται ροκ. Δυνατά χαχανητά τον ξύπνησαν από τη νιρβάνα που είχε πέσει. Με το τσιγάρο στο στόμα γύρισε προς το τραπέζι όπου κάθονταν οι τρεις κοπέλες. Δεν τους είχε δώσει σημασία όταν μπήκε. Τις παρατήρησε για λίγο και το βλέμμα του σταμάτησε στη μία από αυτές. Ήταν η πιο μικροκαμωμένη.
Δεν μιλούσε πολύ, αλλά το χαμόγελό της σε μάγευε. Όταν μιλούσε, οι άλλες φάνηκε να την κοιτούσαν με προσοχή.

Όμορφη, σκέφτηκε και συνέχισε για λίγο να την χαζεύει.

Ξαφνικά γύρισε, το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό του. Σαν μαγνήτες φάνηκε να έλκονται και ένα πάθος ξύπνησε και στους δυο. Είναι το αίσθημα που νιώθεις όταν κάτι όμορφο θέλει να συμβεί. Όταν ξέρεις ότι η μοίρα είναι γραμμένη ήδη και περιμένει να την αγκαλιάσεις, να την αποδεχτείς. Όλα χάθηκαν γύρω τους. Ήταν μόνοι, οι δυο τους. Η φαντασία τους ταξίδεψε στον έρωτα που άρχισε να γεννιέται, χωρίς να το καταλάβουν. Το σεξ που θα δοκίμαζαν και θα ήθελαν κι άλλο.

Δε χρειάστηκε να πουν πολλά. Ό,τι ήταν να πουν το έλεγαν τα μάτια.
Και με τα μάτια συνέχισαν να μιλάνε…

The BluezGuest

Απάντηση


%d