,

Το κουτί με τα κουμπιά

Μάζευε, μάζευε και τελειωμό δεν είχαν! Παντού παιχνίδια. Αυτοκίνητα, αυτοκινητάκια, αυτοκινητάρες, αυτοκινούμενα και αυτοκινητόδρομοι, καράβια, καραβάκια, κουκλάκια, αεροπλανάκια, φιγούρες, τουβλάκια, παζλ κι επιτραπέζια, όλων των σχημάτων και  χρωμάτων. Η Αλίκη τα έχωνε σε κουτιά, ντουλάπες, ντουλαπάκια, κουβάδες, κουβαδάκια, κουτιά και κουτάκια, πατάρια, μα σύντομα ξεχείλιζαν και ξεχύνονταν δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Δεν υπήρχε χώρος να πατήσει πια κι έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν μπαλαρίνα κάνοντας χορευτικές φιγούρες στις μύτες των ποδιών της για να γλιτώσει από το επώδυνο συναπάντημα. Κοιτούσε απελπισμένη τον κατακλυσμένο από μικροπλαστικά αντικείμενα χώρο. Πόσα χρήματα έχουμε σπαταλήσει για όλα αυτά; αναρωτήθηκε με ερευνητική διάθεση. Τόσα δώρα! Δώρα από τον Αϊ Βασίλη, δώρα στις γιορτές, στα γενέθλια, δώρα από τους παππούδες, τις νονές, τις θείες και θείους, τους φίλους… Δώρα επιβράβευσης, δώρα τύψεων, δώρα αποφυγής γκρίνιας, δώρα εξαγοράς… Ένας πρόχειρος υπολογισμός με το μάτι, των δικών τους μόνο δώρων, γίνεται γρήγορα τετραψήφιο νούμερο. 

Η Αλίκη σήκωσε τα χέρια ψηλά απελπισμένη και έτρεξε να κρυφτεί στο καταφύγιο της. Μπαϊλντισμένη έπεσε πάνω στο κρεβάτι της με φόρα κι έχωσε τη μούρη της στο μαξιλάρι. Δεν είχε κουράγιο να κάτσει να μαζέψει τα παιχνίδια, ακόμα μια φορά, για να είναι την επόμενη μέρα πάλι τα ίδια. Ήθελε να τα πετάξει όλα, μα η γκρίνια που επρόκειτο ν΄ ακούσει κι η σκέψη ότι θα ήταν κακή μητέρα αν πετούσε τα πράγματα των παιδιών, όπως και τα λεφτά που έδωσαν, τη σταματούσαν κάθε φορά. Στριφογύρισε  για λίγο μην μπορώντας να ηρεμήσει, όταν το μάτι της έπεσε σ΄ ένα πολύχρωμο μεταλλικό κουτί από μπισκότα πάνω στη συρταριέρα της. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, πήρε στα χέρια της το παλιό ταλαιπωρημένο κουτί, το χάιδεψε μαλακά και καθίζοντας πάλι στο κρεβάτι το ακούμπησε πάνω στο γαλαζωπό κουβερλί. Χαμογέλασε μελαγχολικά καθώς το άνοιγε. Ένας σωρός με πολύχρωμα κουμπιά όλων των μεγεθών και σχημάτων ανακατεμένα με πολύχρωμες κουβαρίστρες φώλιαζαν μέσα στο μικρό κουτί. Άγγιξε απαλά με τα ακροδάχτυλά της το περιεχόμενο του κουτιού και ψαχούλεψε ώσπου βρήκε αυτό που ήθελε. Τράβηξε ένα στρογγυλό, σκούρο μωβ με ασημί στο κέντρο κουμπί στο μέγεθος ενός πενηντάλεπτου κέρματος και το απέθεσε μαλακά πάνω στο στρώμα. Παρ’ όλο που φαινόταν θολό από τα χρόνια, ήταν ένα πολύ όμορφο κουμπί. Σύντομα καμιά εικοσαριά κουμπιά είχαν παραταχθεί γύρω του. Η Αλίκη μισοξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιτούσε τα κουμπιά. 

Όταν ήταν μικρή τα παιχνίδια της ήταν μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού της, μα ΄κείνη δεν την ένοιαζε, γιατί τα πάντα γύρω της ήταν “παιχνίδια”. Πόσες ώρες είχε περάσει να παίζει με τα κουμπιά, τα πλαστικά κυβάκια της αριθμητικής, τις οδοντογλυφίδες, τα χαρτόκουτα, τα βαζάκια των μπαχαρικών… Η μητέρα της απορούσε που την έβλεπε για ώρες να πηγαινοφέρνει τα αντικείμενα, απόλυτα προσηλωμένη σε αυτά. Η Αλίκη ανασήκωσε το μεγάλο  σκούρο μωβ κουμπί και το κοίταξε προσεκτικά. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει η μητέρα της ήταν ότι αυτά δεν ήταν απλά μικρά πλαστικά, μεταλλικά και κοκάλινα κουμπιά, αντιθέτως είχαν τη μαγική ικανότητα να μετουσιώνονται σε πριγκίπισσες, στρατούς, κλέφτες, χωρικούς, ψαράδες, βοσκοπούλες, ζώα, εξωγήινους και να της διηγούνται μια ιστορία.

***

Ακούμπησε την Αντόνια στη μέση του κύκλου με τα κουμπιά. Παρ’ όλη την ταλαιπωρία της και τα ωχρά μάγουλά της, τα σκουρόχρωμα αμυγδαλωτά μάτια της στο χρώμα του κάρβουνου πέταγαν ζωηρές σπίθες και κοιτούσαν γύρω της βλοσυρά τους άντρες που την είχαν περικυκλώσει. Τα καστανά μαλλιά της, κουρεμένα ως το ύψος των ώμων, ήταν λαδωμένα, με λεκέδες ξεραμένου αίματος. Φορούσε ένα μάλλινο μαύρο παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο με σούρες, ένα ντούμπλετ σε μπλε χρώμα που έμοιαζε με μοβ κι ένα μακρύ μάλλινο μανδύα σε απαλό γκρι χρώμα που ασήμιζε καθώς οι χλομές ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω του. Τα χέρια της ήταν δεμένα πισθάγκωνα, παρ’ όλα αυτά κατάφερνε να στέκεται ευθυτενής και με χάρη πάνω στη ράχη του ψωριάρικου αλόγου. 

«Λοιπόν;», ακούστηκε τραχιά κι ελαφρώς εκνευρισμένη η φωνή του άπλυτου βρομερού λοχαγού με τον μανδύα με τα εμβλήματα των Βοργία, που αναδευόταν ανυπόμονος πάνω στη σέλα.

Ένας μεσήλικας μελαχρινός άντρας, με τη βελούδινη μπλε κάπα του και το καλοφτιαγμένο βελούδινο καπέλο του που έκρυβε το καραφλό κεφάλι του, χωρίς να μιλήσει, τράβηξε ένα πουγκί από τη ζώνη του και του το πέταξε. Ο λοχαγός χαμογέλασε πλατιά, αφήνοντας να φανεί μια σειρά με μαυρισμένα δόντια. Διέταξε τους άντρες του μ΄ ένα νεύμα, βίτσισαν τ΄ άλογά τους και μια δωδεκάδα μικρά χρυσά κουμπάκια εξαφανίστηκαν από κουτί με τα κουμπιά. 

Η Αντόνια κοίταξε αυθάδικα τον μελαχρινό άντρα, ο οποίος αγνόησε το βλέμμα της κι ένευσε σ΄ έναν μικροκαμωμένο άντρα που το πρόσωπο του έμοιαζε σα να ήταν κακοσκαλισμένο, όλο γωνίες. Εκείνος έφερε τ΄ άλογό του παράλληλα με της Αντόνια και γέρνοντας πάνω της, της πέρασε μια τραχιά κουκούλα στο κεφάλι. Οι άντρες αμίλητοι άρπαξαν τα γκέμια του αλόγου της και αμίλητοι ξεκίνησαν να καλπάζουν.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, δυο άντρες παρακολουθούσαν τη σκηνή κρυμμένοι πίσω από μια πράσινη κουβαρίστρα. Μόλις είδαν τους άντρες να χάνονται στη στροφή έλυσαν τ΄ άλογά τους και τους ακολούθησαν από απόσταση.

«Τι να σημαίνει αυτό;», ρώτησε κάποια στιγμή ο μελαχρινός με την πλακουτσωτή μύτη που φαινόταν να την είχε σπάσει πολλές φορές. 

«Δεν ξέρω», απάντησε με ειλικρίνεια ο άλλος, ένας νεαρός άνδρας με καλογραμμένα χαρακτηριστικά κι έξυπνο βλέμμα.

«Μα δεν καταλαβαίνω! Για ποιο λόγο οι στρατιώτες του Βοργία παρέδωσαν τον Αντόνιο σε αυτούς τους άντρες;»

«Θα πρόκειται για ξεκαθάρισμα…», είπε σκεπτικός ο Άντζελο.

«Οι άντρες φέρνουν τα εμβλήματα των Μεδίκων», είπε φωναχτά τη σκέψη του ο μελαχρινός άντρας με τα κολλημένα από τη γλίτσα μαλλιά.

«Το πρόσεξα!»

«Είχε πει ποτέ ο Αντόνιο ότι είναι από την Φλωρεντία;»

«Απ΄ ότι φαίνεται είναι πολλά που δεν ξέρουμε για τον Αντόνιο», είπε χολωμένος ο νεαρός άνδρας. Ο άλλος τον κοίταξε προβληματισμένος. «Κοίτα, Φάμπιο, εσύ μπορείς να γυρίσεις πίσω. Είναι μόνο πέντε άντρες πια και μπορώ να τους καταφέρω και μόνος μου. Εσύ δεν έχεις υποχρέωση…» του είπε με σκοτεινό ύφος ο νεαρός άντρας.

«Ο Αντόνιο είναι ένας από τους άντρες μου! Από τους καλύτερους άντρες μου! Το ίδιο θα έκανα και για ΄σένα» τον έκοψε ο άλλος.

«Τότε σήμερα πρέπει να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία. Δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε άλλο, πρέπει να είμαστε πίσω στην Ρώμη σύντομα, γιατί από ότι φαίνεται θα χιονίσει και ποιος ξέρει πόσες μέρες θα κολλήσουμε σ΄ αυτό το μέρος», είπε στριφνά, κοιτάζοντας τα σύννεφα στο χρώμα του υδραργύρου που έπνιγαν τον ήλιο. Ο Φάμπιο συμφώνησε άηχα και μπήκε σε θέση επιφυλακής, καθώς είδε την προπορευόμενη ομάδα να σταματά σ΄ ένα μικρό χάνι. 

Ο Άντζελο του έγνεψε να σταματήσουν και σήκωσε τη μαύρη κουκούλα του που έκρυψε τα πλούσια σπαστά καστανά μαλλιά του και τα έξυπνα μελιά μάτια του. Παρατήρησαν το χώρο γύρω από το χάνι, αν και το μούχρωμα τους δυσκόλευε να δουν και σύντομα βρήκαν ένα ανάχωμα όπου έκρυψαν τ΄ άλογά τους καμιά τρακοσαριά μέτρα μακρύτερα. Έπειτα πλησίασαν το χάνι κι εξέτασαν τους στάβλους που βρίσκονταν απέναντι από το κύριο οίκημα του χανιού, προτού μπουν μέσα. 

         Η ατμόσφαιρα μέσα στο μικρό χάνι ήταν πνιγηρή από το μεγάλο πέτρινο τζάκι που κάπνιζε, ενώ μύριζε έντονα η ξινή μυρωδιά ιδρώτα ανακατεμένης με την αψιά οσμή της μούχλας κι εμετού. Σ΄ ένα τραπέζι κάθονταν οι τέσσερις από τους πέντε άντρες που είχαν δει νωρίτερα. Οι άντρες είχαν πέσει με τα μούτρα στο φαΐ, ενώ ο Αντόνιο κι ο πέμπτος έλειπαν. Ο Άντζελο κοίταζε κατά την σκάλα, όταν τους πλησίασε η γυναίκα του ταβερνιάρη. Τους ενημέρωσε ότι δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κρεβάτι, στο οποίο θα μπορούσαν να κοιμηθούν εκ παραδρομής, καθώς τα είχε πάρει όλα η παρέα που είχε φθάσει πριν από εκείνους. Ο Φάμπιο βγήκε με τη δικαιολογία ότι θα κοιμηθεί στο στάβλο, ενώ ο Άντζελο την πλήρωσε προκαταβολικά και την ακολούθησε καθώς ανέβαινε τη στενή σκάλα.

         Ο πάνω όροφος του χανιού ήταν ένας ενιαίος χώρος που χωριζόταν με παραπετάσματα από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Στο βάθος του δωματίου, το ένα παραπέτασμα ήταν κλειστό. Η γυναίκα αφού του έδειξε το κρεβάτι του προχώρησε προς τα εκεί. Στο σήκωμα του παραπετάσματος πρόλαβε να δει τα πόδια ενός ξαπλωμένου στο κρεβάτι άντρα και τον Αντόνιο κουλουριασμένο και δεμένο μπροστά από το κρεβάτι, φορούσε ακόμα την κουκούλα. Ο Άντζελο ξάπλωσε στο κρεβάτι ώσπου η γυναίκα έφυγε κι αφού παραμόνευσε για λίγο κοντά στην πόρτα, έφθασε πίσω από το παραπέτασμα ελαφροπατώντας. Με μια ξαφνική κίνηση παραμέρισε το μάλλινο παραπέτασμα και πριν προλάβει ο ξαπλωμένος άντρας ν΄ αντιδράσει, πήδηξε πάνω του με κινήσεις αίλουρου, του βούλωσε το στόμα και του έκοψε την καρωτίδα, από όπου ξεχύθηκε ένας ζεστός πίδακας αίματος που τον πιτσίλισε. Μ΄ ένα σάλτο βρέθηκε στα πόδια του κρεβατιού, που ήταν δεμένος ο Αντόνιο με κορμί σφιγμένο, σε κατάσταση συναγερμού. Του έβγαλε την κουκούλα κι εκείνος του έγνεψε με ανακούφιση μόλις τον αναγνώρισε. Ο Άντζελο έκοψε το σχοινί και τον βοήθησε να σηκωθεί μιας και φαινόταν πολύ καταπονημένος, ενώ του έδωσε κι ένα μικρό μαχαίρι και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Προτού φύγουν, ο νεαρός άνδρας κουκούλωσε το πτώμα κι έκλεισε το παραπέτασμα. Ακροπατώντας κι οι δυο προχώρησαν προς τη σκάλα, μιας κι ήταν η μόνη διέξοδος από ΄κείνο το πνιγηρό δωμάτιο με τα μικρά, όσο μια μπουνιά, ανοίγματα στον τοίχο. Ο Άντζελο μισάνοιξε την πόρτα και κοίταξε την αίθουσα με το μεγάλο τζάκι και τα κακοφτιαγμένα τραπέζια και πάγκους. Οι τέσσερις άντρες είχαν τελειώσει το φαγητό τους και προς έκπληξη του Άντζελο δεν έπιναν, αλλά κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε απ΄ έξω, ξύλα που σπάνε και χλιμιντρίσματα ανακατεμένα με δυνατές φωνές. Οι άντρες αμέσως έτρεξαν προς την πόρτα και βγήκαν έξω να δουν από πού προέρχεται η φασαρία. Ο Άντζελο κι ο Αντόνιο κατέβηκαν γρήγορα τη σκάλα και τους ακολούθησαν.

         Στο φωτεινό ορθογώνιο που σχηματιζόταν από την ανοικτή πόρτα, είδαν ότι ένα άλογο είχε αφηνιάσει και γυρόφερνε τη μικρή αυλή κλωτσώντας και δαγκώνοντας τον αέρα. Το πρόχειρο υπόστεγο στην είσοδο του στάβλου είχε καταρρεύσει, ενώ τ΄ άλογα μέσα σε αυτόν φρίμαζαν αναστατωμένα. Οι άντρες προσπάθησαν να ηρεμήσουν το άλογο και να το πιάσουν, ενώ εκείνη την ώρα ο Άντζελο κι ο Αντόνιο είχαν κολλήσει τις πλάτες τους στον τοίχο και απομακρύνονταν κρυμμένοι από το πέπλο της νύχτας. Σύντομα έφθασαν στο σημείο όπου τους περίμενε ο Φάμπιο, το μικρό μαύρο κουμπί. Καβάλησαν τ΄ άλογο του Άντζελο και το άφησαν να τους οδηγήσει στην ασφάλεια. 

Όταν πια είχαν απομακρυνθεί αρκετά, τόσο που οι φωνές δεν ακούγονταν πια, ο Αντόνιο έκανε την ερώτηση που τόση ώρα συγκρατούσε με κόπο.

«Η νόνα; Τι έγινε η νόνα;»

«Ποια νόνα;» την ρώτησε ο Φάμπιο.

«Η…» οι λέξεις πνίγηκαν κι ένας κόμπος ήρθε και στάθηκε στο λαιμό της.

«Ο Μπαρτολίνι μας ειδοποίησε, σε είδε που σε πήγαν στο Καστέλο…», την ενημέρωσε ο Άντζελο μέσα από τα δόντια του.

         Η Αντόνια ένιωσε δυο δάκρυα να κυλάνε πάνω στο πρόσωπό της. Είχαν γίνει όλα τόσο ξαφνικά. Δεν είχε λίγα λεπτά που είχε επιστρέψει στο σπίτι κατάκοπη. Ήταν μια δύσκολη μέρα με μικρή λεία και πολύ κυνηγητό. Η νόνα, η γριά παραμάνα της, που την είχε από μωρό παιδί, της ετοίμαζε νερό για να πλυθεί, καθώς εκείνη τακτοποιούσε τα κλοπιμαία, όταν χτύπησε η πόρτα. Η νόνα ρώτησε ποιος είναι και το μικρότερο παιδί της γειτόνισσας της απάντησε, μα καθώς άνοιγε την πόρτα, εισέβαλαν μέσα  καμιά δωδεκαριά άνδρες της φρουράς των Βοργία. Η Αντόνια μ΄ ένα πήδημα άρπαξε το ξίφος της και προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει. Τραυμάτισε τέσσερις πέντε, μα κάποιος την χτύπησε από πίσω, στο κεφάλι. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται, καθώς σωριαζόταν στο σανιδένιο πάτωμα, ήταν η κραυγή της νόνας κι αίμα. Όλες αυτές οι σκέψεις έκαναν τη ζαλάδα της να επιδεινωθεί και να κλυδωνιστεί επικίνδυνα πάνω στη σέλα. Ο Άντζελο την συγκράτησε.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε μαλακά αν και κάπως σκληρά.

«Θα τα καταφέρω…», του απάντησε με αποφασιστικότητα. Θα τα κατάφερνε; τρύπωσε η αμφιβολία στο μυαλό της. Γιατί να μην τα κατάφερνε; Είχε καταφέρει να το σκάσει από το σπίτι της, το σπίτι του μεγαλέμπορου Έντζιο Μέδικο στη Φλωρεντία με τη βοήθεια της νόνας κι είχε κατορθώσει να φτάσουν στη Ρώμη και να επιβιώσουν τέσσερα χρόνια τώρα. Το να επιβιώσει μια νεαρή γόνος πλούσιας οικογένειας που δεν ήξερε να κάνει τίποτα, στο τρελοκομείο της Ρώμης, ήταν άθλος και όμως τα κατάφερε, χάρις την εξυπνάδα της και την επιμονή της. Γι΄ αρχή αποτίναξε από πάνω της οτιδήποτε πρόδιδε το φύλο της, όπως τα πλούσια μακριά μαλλιά της. Έσφιγγε το στήθος της με πανιά και φρόντιζε να παραμένει αδύνατη και κοκαλιάρα ώστε να μην προδωθεί. Σύντομα τα χέρια της είχαν γεμίσει από τόσους κάλους, που μόνο χέρια αριστοκράτισσας δεν έμοιαζαν.

         Στη Ρώμη ανακάλυψε το ταλέντο της. Να ξαλαφρώνει τους περαστικούς από τα πουγκιά τους, και μπήκε στη μεγαλύτερη συμμορία της πόλης. Έμαθε να χειρίζεται τα όπλα, να περπατά στις στέγες, να τρέχει σαν τον άνεμο, να σκαρφαλώνει, σα σκίουρος, να πηδά σαν γάτα και να εξαφανίζεται σαν φάντασμα.  Έγινε η καλύτερη κλέφτρα της Ρώμης και όσο και αν ακούγεται παράδοξο, ήταν περήφανη για τον εαυτό της που τα είχε καταφέρει τόσο καλά. Οι άντρες της συμμορίας την είχαν δεχτεί σαν σύντροφό τους, αγνοώντας βέβαια την αλήθεια. Μόνο ο Άντζελο μετά από τόσο καιρό συνέχιζε να της πηγαίνει κόντρα, για μεγάλη της στεναχώρια, και όλες οι προσπάθειες της να τα βρουν πήγαν στο βρόντο. Ο  Άντζελο ήταν πολύ ανταγωνιστικός, καθώς για πολλά χρόνια εκείνος  ήταν ο καλύτερος κλέφτης, ώσπου εμφανίστηκε η Αντόνια. Το ότι έχασε την πρωτοκαθεδρία τον πείραξε πολύ, όχι όμως τόσο όσο τη μέρα που του έσωσε τη ζωή. Η Αντόνια ήταν σίγουρη ότι αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Άντζελο είχε κάνει όλη αυτή τη διαδρομή και την είχε απελευθερώσει, δεν ήθελε να της χρωστά τίποτα. Ρίγησε από το κρύο και τα δόντια της άρχισαν να κροταλίζουν. Πάνω στην βιασύνη της να φύγει από αυτό το βρωμερό χάνι, δεν είχε σκεφτεί να πάρει τη χοντρή μάλλινη κάπα της. Ο Άντζελο τράβηξε τη δική του και την τύλιξε γύρω της, τα δυο κορμιά ενώθηκαν σφιχτά το ένα πάνω στ΄ άλλο προσπαθώντας να διατηρηθούν ζεστά.

 Η Αντόνια όμως αδυνατούσε πια να υποτάξει με το μυαλό της τον φόβο της και το συσσωρευμένο άγχος όλων αυτών των ημερών, κάνοντας το κορμί της να τρεμουλιάσει σαν να ξέσπαγε ο Βεζούβιος. Το άγχος και ο τρόμος ξεχύθηκαν ορμητικά κι ανελέητα, παγώνοντας το κορμί και την ψυχή της. Τόσο καιρό προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της μπροστά στους άντρες που την είχαν συλλάβει και την είχαν ρίξει σ’ εκείνο το βρωμερό κελί. Βέβαια, σε σχέση με τους άλλους φυλακισμένους στο Καστέλο, εκείνη βρισκόταν σε προνομιακό κελί και επιπλέον την τάιζαν καλά και της είχαν δώσει και τη χοντρή κάπα. Δεν της είχε πάρει πολλή ώρα να καταλάβει ότι την είχαν ανακαλύψει. Οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν όταν είδε τον έμπιστο του αδερφού της να την περιμένει με τους άντρες του στην ερημιά και να της φοράνε την κουκούλα. Προφανώς δεν ήθελαν να καταλάβει κανείς ποιος ήταν ο άντρας, ή για την ακρίβεια, η γυναίκα, που συνόδευαν. Το να την τιμωρήσουν σωματικά δεν την τρόμαζε τόσο όσο ο γάμος. Ο γάμος με τον σιχαμένο Σοντερίνι, έναν πάμπλουτο αιωνόβιο κάθαρμα που είχε ήδη ξεκάνει τέσσερις συζύγους και ήθελε και πέμπτη. Ο πατέρας της κυριολεκτικά την πούλησε σε εκείνον για την εξουσία, μα και για την περιουσία που θα τους έμενε όταν ο παλιόγερος τα τίναζε. Τότε, η Αντόνια με τη βοήθεια της νόνας έβαλε ένα στόχο, να φύγει, να εξαφανιστεί χωρίς να υπολογίζει λεφτά και κοινωνικές θέσεις και το είχε πετύχει. Λίγο πριν το γάμο κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν ανάμεσα στον κόσμο που μπαινόβγαινε για τις ετοιμασίες της γιορτής και να εξαφανιστούν. Είχε ζήσει την ελευθερία και παρατρίχα να την έχανε για πάντα. Η σκέψη αυτή την τρομοκράτησε πιότερο και από τον θάνατο.

«Πρέπει να βρούμε κάπου να κατασκηνώσουμε», είπε στριφνά ο Άντζελο και ο Φάμπιο συμφώνησε. Το να προχωρούν μέσα στο σκοτάδι, με το φεγγάρι να κρύβεται πίσω από τα ημιδιάφανα πέπλα των σύννεφων ήταν επικίνδυνο, όσο και αν τα άλογα γνώριζαν το δρόμο. 

«Σε λίγο πρέπει να φτάνουμε σε μια στάνη που είδα καθώς ερχόμασταν. Ελπίζω μόνο να μπορέσουμε να τη βρούμε μέσα στο σκοτάδι…», είπε ο Φάμπιο με τ΄ αυτιά τεντωμένα για ν΄ ακούσει το γαύγισμα των σκύλων της στάνης. 

Η Αντόνια ένιωθε την εξάντληση να την κυριεύει. Το τρέμουλο είχε επιδεινωθεί και αν δεν την στήριζε ο Άντζελο δε θα μπορούσε πια να κρατηθεί στη σέλα, ενώ ανά διαστήματα έχανε τις αισθήσεις της. Το επόμενο που θυμόταν ήταν να την ξαπλώνουν σε ζεστό άχυρο. 

         Ο Άντζελο προσπάθησε να δώσει στην Αντόνια νερό από ένα φλασκί, μα το μόνο που κατάφερε ήταν απλά να της βρέξει τα χείλη και το πρόσωπο που έκαιγε από τον πυρετό. Άκουσε βήματα να σέρνονται πίσω του. Ήταν ο βοσκός με το οργωμένο από τα χρόνια πρόσωπο. 

«Ήπιε τίποτας;» τον ρώτησε με βαριά προφορά κι ο Άντζελο του έγνεψε αρνητικά. Ο βοσκός άφησε να του ξεφύγει ένα «πφφφ» και κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα. Έπειτα πήγε και κάθισε στο χαμηλό σκαμνί και πήρε να δαυλίζει τη φωτιά που πέταγε σπίθες. Ο Φάμπιο μπήκε φουριόζος μέσα, συνοδευόμενος από ένα κύμα παγωμένου αέρα. 

«Άντζελο δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε άλλο, πρέπει να φύγουμε, σε λίγο ξημερώνει!».

«Μα πώς θα ταξιδέψει σ΄ αυτή την κατάσταση;»

«Νόνα, νόνα!» μουρμούριζε μέσα στον πυρετό της η Αντόνια και νέα ρίγη τάραξαν το νοτισμένο από τον ιδρώτα κορμί της. 

«Μπας κι έχει χτυπηθεί πουθενά, α;» έκανε ο γέροντας μέσα από τα ελάχιστα μαυρισμένα δόντια του και βλέποντας τα ξαφνιασμένα τους πρόσωπα πλατάγιασε τη γλώσσα του ευχαριστημένος. Ο Άντζελο πήρε να κοιτά πιο προσεκτικά τα ρούχα για ίχνη αίματος και τρύπες και έπειτα γύρισε τον Αντόνιο μπρούμυτα για να κάνει το ίδιο.

«Δεν μπορούμε να περιμένουμε!», επέμενε ο Φάμπιο ανυπόμονα. Ο Άντζελο δε μίλησε. Είδε το τραύμα στο κεφάλι και το ξεραμένο αίμα, όπως και κάνα δυο επιπόλαιες γρατσουνιές και πήρε να τις καθαρίσει. Ο γέρος σηκώθηκε και σύρθηκε ως εκεί και έριξε μια ματιά πίσω από την πλάτη του Άντζελο. Κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος.

«Πρέπει να φύ΄ετε από ΄δω, είπα να σας βοηθήσω, μα μην έβρω και κάνα μπελιά!» έκανε μαλακά στον Φάμπιο κι εκείνος του έγνεψε ότι καταλαβαίνει. Έβγαλε ένα γεμάτο πουγκί και το έδωσε στο γέρο, ο οποίος το χάιδεψε ευχαριστημένος και του πρόσφερε κρασί, το οποίο ο Φάμπιο κατέβασε αχόρταγα.

Ο Άντζελο είχε γυρίσει τον Αντόνιο μπρούμυτα ξανά κι άνοιξε την μπλούζα του. Υπήρχαν μερικοί μώλωπες στην κοιλιά, μα όχι κάτι ιδιαίτερο, αυτό όμως που του τράβηξε την προσοχή ήταν το σφιχτοδεμένο πανί γύρω από το φουσκωμένο στήθος του Αντόνιο, το οποίο πήρε να κόβει προσεκτικά με το στιλέτο του. Το θέαμα τον άφησε άναυδο, μα ακούγοντας τα σουρτά βήματα του γέροντα τον έκαναν να σκεπάσει αμέσως τον Αντόνιο… ή Αντόνια; 

«Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι όπως είναι», γύρισε κι είπε με μεγάλη σιγουριά. Ο γέρος αναπήδησε. Ο Φάμπιο του έριξε μια απογοητευμένη ματιά κι έχοντας τα καινούρια δεδομένα κατά νου, ξεκίνησε να σκέφτεται τις εναλλακτικές, όσο ο γέροντας διαμαρτυρόταν μουρμουρίζοντας ακατάληπτα. Η αλήθεια είναι ότι ήθελε ν΄ αποφύγει τη μάχη, μα αν δεν γινόταν αλλιώς ίσως θα έπρεπε να τους στήσουν καρτέρι. Αυτό όμως θα τους καθυστερούσε πολύ και στο τέλος μπορεί να αποκλείονταν για μέρες σ΄ αυτή τη βρωμερή στάνη. 

«Γιατί δε πάτε στου Τζιάνι;» τον ρώτησε ο γέρος χτυπώντας τον στο γόνατο με τα δύο ενωμένα κοκαλιάρικα δάκτυλα του.

«Σε ποιον;» τον ρώτησε μπερδεμένος ο Φάμπιο βγαίνοντας απότομα από τις σκέψεις του.

«Στου Τζιάνι, ο Τζιάνι πέθανε βέβαια πριν τρεις μήνες, μα το σπιτάκι του είναι σε καλή κατάσταση και δύσκολο να το έβρεις αν δεν το ξέρ΄ς. Θα σας πάω εγώ…» 

«Κι από τρόφιμα;»

«Ου, όσα θες!» είπε ο γέρος και χαμογέλασε με τα μικρά θολά ματάκια του να σπιθίζουν από πονηριά, «Παράδες να ΄χεις κι όσα θες…», πρόσθεσε. 

Ο Φάμπιο έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Άντζελο. 

«Εσύ να φύγεις καλύτερα και εγώ θα τον μεταφέρω εκεί, θα επιστρέψουμε μόλις μπορέσουμε να ταξιδέψουμε», του είπε με σκοτεινό ύφος ο Άντζελο.

Ο Φάμπιο του έγνεψε ανακουφισμένος, δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο για τον Αντόνιο και δεν μπορούσε να μένει εκτεθειμένος με τέτοιο καιρό. Ετοίμασε τ΄ άλογα, βοήθησε τον Άντζελο, που είχε πάρει ένα ανεξιχνίαστο ύφος, να ανεβάσουν τον Αντόνιο, τον οποίο έδεσαν με σχοινιά να μην πέσει. Τους φόρτωσε και με κάμποσες προμήθειες και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ελπίζοντας οι διώκτες τους ν΄ ακολουθήσουν τα δικά του ίχνη. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έσκιζαν σαν μαχαίρια το μανδύα της νύχτας και ξεχύνονταν βαριεστημένα στον κάμπο, ενώ ήδη είχαν αρχίσει να αιωρούνται τα πρώτα παγωμένα πουπουλάκια. Σε λίγο θα το έστρωνε για τα καλά. Ο βοσκός τους οδήγησε σ΄ ένα δύσβατο μονοπάτι πίσω από τη στάνη και κατέβηκαν το φρύδι μιας μικρής χαράδρας ώσπου έφθασαν σ΄ ένα σχεδόν στεγνό ρέμα, με μεγάλα στρογγυλεμένα βότσαλα. Το πέτρινο σπιτάκι ήταν αθέατο, ως τη στιγμή που έστριψαν ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού και βρισκόταν λίγο πιο ψηλά στην επικλινή πλαγιά της χαράδρας. Τρεις απλοί τοίχοι από γκρίζα πέτρα, μια καλοδιατηρημένη πόρτα και μια χτιστή βρύση στη μικρή αυλή του.

Ο Άντζελο κατέβασε προσεκτικά την φασκιωμένη με μια κουβέρτα Αντόνια που σπαρταρούσε πάλι, την πήρε αγκαλιά και έσπρωξε την πόρτα. Στο λιγοστό μουντό φως μπόρεσε να διακρίνει ένα αχυρένιο στρώμα και ένα μεγάλο τζάκι, ενώ ο πίσω τοίχος ήταν το τοίχωμα του φαραγγιού. Την απέθεσε μαλακά στο στρώμα σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης και έκανε να μιλήσει στο γέροντα, μα ΄κείνος ήδη είχε πάρει το δρόμο του γυρισμού. Ο Άντζελο ξεφύσησε εκνευρισμένος και πήρε να ξεφορτώσει τις προμήθειες και να μαζέψει ξερόκλαδα για το τζάκι από τους θάμνους που φύτρωναν στις παρυφές του μικρού ποταμού. Όταν ξαναμπήκε μέσα στο σπιτάκι η Αντόνια παραμιλούσε, έλεγε τ΄ όνομά του ή φώναζε τη νόνα. Άναψε τη φωτιά και το ζεστό κιτρινωπό τρεμουλιαστό φως της ξεχύθηκε και τρύπωσε παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα λιγοστά έπιπλα, κάνοντας όλα να μοιάζουν πιο όμορφα, παρ’ όλη τη σκόνη. Ο Άντζελο κοίταξε το νοτισμένο κατάχλομο πρόσωπο της Αντόνια. Τα βρεγμένα από τον ιδρώτα καστανά μαλλιά της είχαν κολλήσει στο μέτωπό της, τα βλέφαρα της με τις μεγάλες καμπυλωτές βλεφαρίδες τρεμόπαιζαν από την κίνηση των ματιών της, ενώ τα μεγάλα χείλη της στεγνά και σκασμένα μισάνοιγαν πότε πότε, τραβώντας βαθιές ανάσες. Ο Άντζελο την πλησίασε και προσπάθησε να την κάνει να πιει λίγο νερό, εκείνη κατάπιε κάνα δυο γουλιές, μα πνίγηκε και ξερόβηξε. Τα βλέφαρα της μισάνοιξαν, μα το βλέμμα της ήταν θολό. Ο Άντζελο πέρασε το χέρι του μέσα από τα σπαστά μαλλιά του.

Ποιά ήταν αυτή η κοπέλα; Πού τον είχε μπλέξει; Τι δουλειά είχε αυτός εκεί; Αυτός τώρα έπρεπε να τα πίνει στην “Καρακάξα” παρέα με τις δίδυμες, τη Μπετίνα και Μπεάτα. Όταν ο Μπαρτολίνι τους βρήκε και τους είπε για την φυλάκιση του Αντόνιο είχε νιώσει ανακούφιση και μια περίεργη χαρά. Επιτέλους τον είχαν ξεφορτωθεί. Δεν ήξερε τι τον εκνεύριζε πιο πολύ πάνω σε αυτόν το λιανό πιτσιρίκο με τα όμορφα χαρακτηριστικά και την αθώα φάτσα, το ότι μέσα σε λίγους μήνες τον είχε ξεπεράσει; Οι φιδίσιες του κινήσεις στην μάχη, όπου απέφευγε τα χτυπήματα τον αντιπάλων του, ώσπου να βρει το αδύνατο σημείο τους, ή η αφύσικη έλξη που ένιωθε και δεν μπορούσε να εξηγήσει, στο να βρίσκεται κοντά του, να τον ακούει να μιλά και να χωρατεύει; Θα τον είχε παρατήσει στη μοίρα του με μεγάλη χαρά αν η άμεση παρέμβαση του Αντόνιο, Αντόνια, διόρθωσε τον εαυτό του, σε μια δουλειά που σκάλωσε, δεν τον γλίτωνε από τον θάνατο. Αν τον εκνεύριζε κάτι περισσότερο από τον Αντόνιο, τον Άντζελο, ήταν να χρωστά χάρη σε κάποιον.

***        

    Χαρούμενες φωνές ακούστηκαν έξω από την πόρτα, βγάζοντας την Αλίκη από την ονειροπόλησή της. Πάνω στο γαλαζωπό κουβερλί, μέσα σ΄ ένα τετράγωνο από πολύχρωμες κουβαρίστρες, βρίσκονταν δυο κουμπιά, ένα μεγάλο σκούρο μωβ κι ένα λίγο μικρότερο καφετί, τετράγωνο με στρογγυλεμένες γωνίες. Η Αλίκη αναστέναξε κι ένωσε τα κουμπιά στην παλάμη της. Πώς κατάφερνε κάθε φορά να σκέφτεται τέτοιες ιστορίες που κατέληγαν συνήθως σε πολύ ρομαντικές και γλυκερές και δεν ταίριαζαν καθόλου στον χαρακτήρα της; Ευτυχώς που ποτέ κανείς δε θα το μάθαινε γιατί θα πέθαινε από την ντροπή της. Ο ρομαντισμός στην εποχή μας είναι ένδειξη αδυναμίας και αντικείμενο χλευασμού, σκέφτηκε και η εικόνα των δύο ηρώων της να φιλιούνται παθιασμένα πέρασε σαν αστραπή από τα μάτια της, αφήνοντάς της μια γλύκα.

«Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…» μουρμούρισε μελαγχολικά, κι έκαναν πολλά παιδιά που είχαν πολλά παιχνίδια και τα σκορπούσαν παντού… συμπλήρωσε από μέσα της χαμογελώντας, όταν η πόρτα άνοιξε και τα δυο της αγοράκια όρμησαν γελώντας, φωνάζοντας το όνομα της, για να την αγκαλιάσουν. Ίσα που πρόλαβε να βάλει το κουτί πάνω στο κομοδίνο της η Αλίκη, πριν το ρίξουν. Κάτι τέτοιες στιγμές αφήνουν πιο γλυκιά γεύση και από τη φαντασία, σκέφτηκε ευχαριστημένη και πήρε να τα γαργαλάει και να τα φιλά ρουφηχτά, ξεχνώντας ολότελα το κουτί.

 

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: